Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Η «χαμένη δεκαετία του 1980» και η ιδεολογική αντιστροφή της πραγματικότητας

βρήκα και σας μεταφέρω ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον άρθρο!
Η οικονομική κρίση έχει δώσει την ευκαιρία στους διαχειριστές του συστήματος -στην προκειμένη περίπτωση, στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ- για μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους. Δεδηλωμένος στόχος (πέρα από τη μείωση των αποδοχών κατά 20-30% σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) είναι η εξάλειψη και των τελευταίων υπολειμμάτων κρατικής κοινωνικής πολιτικής. Ιδεολογικός πολιορκητικός κριός είναι η διατυμπανιζόμενη «αναποτελεσματική και καταστροφική» κρατική παρέμβαση στην οικονομία και γι’ αυτό επιβάλλεται η (κατά το δυνατόν) πλήρης ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Κεντρικό ρόλο στην παραχώρηση γης και ύδατος στο ιδιωτικό κεφάλαιο, κατέχει η ιδεολογική διαστρέβλωση της ιστορικής εμπειρίας -των περιόδων που υπήρχε ισχυρή κρατική παρέμβαση στην οικονομία όπως ήταν η πρώτη περίοδος των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980.
Τα παραπάνω μεθερμηνευόμενα οδηγούν σε μια διπλή επίθεση:
Πρώτον, ενάντια στους «υπεράριθμους και τεμπέληδες» δημόσιους υπαλλήλους.
Δεύτερον, ενάντια στον, υποτίθεται, «πολύ μεγάλο» δημόσιο τομέα της οικονομίας στην Ελλάδα. Ο οποίος, όπως όλα τα πράγματα, έχει και αυτός την προϊστορία του, που ανάγεται στην «αμαρτωλή δεκαετία του ΠΑΣΟΚ», τη δεκαετία του 1980.
Η συζήτηση που πυροδοτήθηκε μετά τις δηλώσεις του επικεφαλής του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για τη διαφθορά στην Ελλάδα, είναι αποκαλυπτική τόσο των προθέσεων όσο και της ιδεολογικής παραχάραξης της (σχετικά) πρόσφατης ιστορίας. Για τη Νέα Δημοκρατία η συζήτηση για την κρατική διαφθορά θα πρέπει να εκκινήσει από τη δεκαετία του 1980, τη «δεκαετία του ΠΑΣΟΚ» που έφερε το «γιγαντισμό του κράτους». Ο Κ. Μητσοτάκης δηλώνει:
«Είναι ανάγκη, χάριν της ιστορίας, να πούμε μία πολύ απλή αλήθεια: Φταίνε και τα δύο μεγάλα κόμματα, με τη διαφορά ότι δεν είναι ίσες οι ευθύνες. Η πραγματικότητα είναι ότι το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήγαγε για πρώτη φορά την πολιτική των ελλειμμάτων. Για να κάνει κοινωνική πολιτική με δανεικά, οδήγησε τη χώρα σε χρεοκοπία. Όπως λέει ο Γιούνκερ, το 1990 η Ελλάδα ήταν μία πτωχευμένη χώρα».[1]
Ο Προκόπης Παυλόπουλος από την πλευρά του επανέλαβε ότι:
«[…] πρέπει να εξεταστεί τι έγινε από το 1981 και μετά στην οικονομία, καθώς η περίοδος από το 1981 έως το 1990 ήταν η «χαμένη δεκαετία» για να βγει η χώρα μια και καλή από την κρίση».[2]

Στα παραπάνω ιδεολογήματα της Νέας Δημοκρατίας, οι απαντήσεις των στελεχών του ΠΑΣΟΚ είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικές της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας. Όχι μόνο δεν υπερασπίστηκαν την παλαιά κεϋνσιανή παράδοση της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά στην ουσία προσπάθησαν να υπερκεράσουν σε «αντι-κρατισμό» τη ΝΔ αποκηρύσσοντας το παρελθόν του ίδιου τους του κόμματος. Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου (ΓΑΠ) παραδίδοντας την κρατική περιουσία στους ιδιώτες καπιταλιστές δηλώνει… αντιεξουσιαστής:
«Είμαστε αντιεξουσιαστές στην εξουσία».[3]
Για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ΓΑΠ, και το σημερινό ΠΑΣΟΚ, αποκηρύσσει τον «αμαρτωλό κρατικισμό» του κόμματος του στο παρελθόν, δηλώνει:
«Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε την κρίση ευκαιρία, διορθώνοντας λάθη δεκαετιών. Γιατί φτάσαμε σε μια πραγματική μαύρη τρύπα, χωρίς τέλος. […] είναι οι πελατειακές αποφάσεις που επί δεκαετίες έπαιρναν, ναι, όλες οι κυβερνήσεις».[4]
Ο Πάγκαλος, με το γνωστό απροκάλυπτα ταξικό τρόπο του, δεν αφήνει αμφιβολίες για την οριστική ρήξη της Σοσιαλδημοκρατίας με την παλιά εργατική της βάση:
«Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης […] για την κατάσταση στο δημόσιο τομέα είπε ότι η χώρα εισπράττει φόρους και δανείζεται “για να πληρώνει δημοσίους υπαλλήλους”».[5]
Τα ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν είναι:
Τι πραγματικά έγινε τη δεκαετία του 1980 στην ελληνική οικονομία;
Είναι αληθές ότι εκείνη τη δεκαετία το πρόβλημα ήταν η «μεγάλη κρατική παρέμβαση» που δημιούργησε δυσβάστακτα ελλείμματα που τα πληρώνουμε ακόμα και σήμερα; Είναι αλήθεια ότι ο δημόσιος τομέας «γιγαντώθηκε» στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980;
Στο σημείο αυτό, μια υπενθύμιση και μια διευκρίνιση.
Η υπενθύμιση είναι ότι με το θέμα εάν οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι υπεράριθμοι στην Ελλάδα έχουμε ασχοληθεί αναλυτικά στη δημοσίευσή μας «Ιδεολογία και ταξική κυριαρχία». Το θέμα το θεωρούμε λήξαν: δεν είναι πολλοί οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα, τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα. Τα περί του αντιθέτου αποτελούν ιδεολογικές κατασκευές.
Τώρα…
… η διευκρίνιση αφορά το εξής: δεν υπερασπιζόμαστε, ως Αριστερά, την κρατική παρέμβαση στην οικονομία γενικώς και αορίστως. Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, η παλιά κεϋνσιανή πολιτική, είχε σαν στόχο την ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού και ως τέτοια ήταν το ίδιο ταξική όσο και ο νεοφιλελευθερισμός. Το κράτος επί κεϋνσιανισμού συσσώρευε ελλείμματα επειδή επιδοτούσε με σκανδαλώδη τρόπο, σχεδόν δωρεάν, τους ιδιώτες καπιταλιστές, δεν είχε ως στόχο να τους ανταγωνιστεί με κρατικές επιχειρήσεις -και πολύ περισσότερο να τους εξαλείψει. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το κράτος χρησιμοποιούσε τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων για να δίνει κυριολεκτικά χαριστικά δάνεια στους καπιταλιστές την ίδια στιγμή που οι τόκοι για τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων ήταν σε μηδενικό επίπεδο χάρις στην κρατική παρέμβαση. Τα ταμεία των εργαζομένων με αυτόν τον τρόπο συσσώρευαν προβλήματα και οι καπιταλιστές υπερκέρδη. Όπως θα δούμε, τη δεκαετία του 1980 το κράτος κυριολεκτικά σκόρπισε δισεκατομμύρια δραχμών για να διασώσει τους καπιταλιστές και όχι για κοινωνική πολιτική όπως ψευδός αφηγείται ο αστικός μύθος.
Ο κεϋνσιανισμός συσσώρευε αντιφάσεις στο πέρασμα του χρόνου και τελικά ξεπεράστηκε από το ίδιο το σύστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1970.[6] Ως Αριστερά, δεν διεκδικούμε την επιστροφή σ’ έναν «παλιό καλό κεϋνσιανισμό». Διεκδικούμε (και απαιτούμε) τη δημόσια και δωρεάν παιδεία και υγεία, ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας για τους ανέργους και τους συνταξιούχους, δημόσιες φτηνές συγκοινωνίες κ.λπ., στο όνομα των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας. Που σημαίνει τα ακριβώς αντίθετα με τον παλιό κεϋνσιανισμό: κρατικοποιήσεις και βαριά φορολογία για το κεφάλαιο για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των εργαζομένων, εργατικός έλεγχος στην οικονομία για να αποφευχθούν λοβιτούρες και κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος.
Αλλά ας επανέλθουμε στα ερωτήματα που βάλαμε για την ελληνική οικονομία και αφορούν τη σημερινή ιδεολογική διαπάλη για το παρελθόν της χώρας. Για να δούμε τι πραγματικά έγινε τη δεκαετία του 1980, θα χρειαστεί να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή της πορείας της ελληνικής οικονομίας μέχρι τότε. Θα χωρίσουμε λοιπόν τις περιόδους ανάπτυξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε τρεις περιόδους: από το 1960 μέχρι το 1973, από το 1973 μέχρι το 1981 και από το 1981 έως το 1989.


Η «χρυσή περίοδος» -1960-1973
Η περίοδος από το 1960 έως το 1973 αποτελεί τη «χρυσή περίοδο» του ελληνικού καπιταλισμού, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό.
Η οικονομική αυτή ανάπτυξη δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας κάποιας «θαυμαστής» οικονομικής πολιτικής από μέρους των τότε ελληνικών κυβερνήσεων. Ήταν το αποτέλεσμα της γενικότερης παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά την περίοδο εκείνη έφτανε το 5% και η ανεργία δεν ξεπερνούσε το 2%. Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται παραστατικά ότι η περίοδος 1961-1973 παραμένει από τότε αξεπέραστη ως προς την οικονομική ανάπτυξη για τον καπιταλισμό παγκοσμίως:

Γράφημα 1
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή.[7]
Η Ελλάδα λοιπόν, σε εκείνους τους καιρούς της μεγάλης ευρωπαϊκής (αλλά και παγκόσμιας) οικονομικής επέκτασης, εκκινώντας από χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο απ’ ότι οι μεγάλες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης, φυσιολογικά παρουσίαζε υψηλότερους ρυθμούς απ’ το μέσο ευρωπαϊκό όρο:[8]
Πίνακας 1
Ρυθμός Ανάπτυξης, Πληθωρισμός, Ανεργία (%)
Ελλάδα 1961-1973
Έτος Ρυθμός ανάπτυξης Πληθωρισμός Ανεργία
1961 13,2 1,8 5,9
1962 0,4 -0,3 5,1
1963 11,8 3,0 5,0
1964 9,4 0,9 4,6
1965 10,8 3,0 4,8
1966 6,5 4,9 5,0
1967 5,7 1,7 4,4
1968 7,2 0,3 5,6
1969 11,6 2,5 5,2
1970 8,9 3,0 4,2
1971 7,8 3,0 3,1
1972 10,2 4,3 2,1
1973 8,1 15,5 2,0
Στην αρχή της περιόδου έχουμε την κυριαρχία του αγροτικού τομέα στην οικονομία. Το 1950 ο αγροτικός τομέας αντιπροσώπευε το 34% του ΑΕΠ και στα 1956 απασχολούσε το 54% του ελληνικού πληθυσμού.[9]
Η ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα θα είναι εντυπωσιακή τη δεκαετία 1964-73, από τους υψηλότερους στον κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν ο βιομηχανικός τομέας να ξεπεράσει τον αγροτικό σε υλική παραγωγή:[10]
Πίνακας 2
Διάρθρωση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε %
Έτος Γεωργία Βιομηχανία Υπηρεσίες Σύνολο
1950 34 25 41 100
1961 31 27 42 100
1967 23,6 25,1 50,3 100
Ο ρόλος του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη ήταν καθοριστικός. Η «χρυσή περίοδος» του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν συνώνυμη του θριάμβου του κεϋνσιανισμού, της «μικτής οικονομίας» (άμεση κρατική παρέμβαση στην οικονομία με μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις παράλληλα με τον ιδιωτικό τομέα). Στην Ελλάδα ήδη από το 1959 το 34% του συνόλου των παγίων κεφαλαίων των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανήκε στο κράτος.


Οικονομική ανάπτυξη και ταξικές αντιθέσεις
Παρά την υψηλή οικονομική ανάπτυξη οι ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήσαν εκρηκτικές. Οι οικονομικοί δείκτες ευημερούσαν, οι άνθρωποι δυστυχούσαν. Το μέσο εργατικό εισόδημα κάλυπτε μόλις το 64% των απολύτως αναγκαίων δαπανών συντήρησης μιας οικογένειας. Επιπλέον, ούτε λόγος για συνδικαλιστικές ελευθερίες. Τη ΓΣΕΕ την έλεγχαν η κλίκα των «εργατοπατέρων» Μακρή – Θεωδόρου μέσω σωματείων σφραγίδων με την άμεση υποστήριξη του κρατικού αστυνομικού μηχανισμού.
Εάν το εργατικό εισόδημα ήταν πενιχρό, το μέσο αγροτικό εισόδημα αντιπροσώπευε μόλις το 46% του μέσου εισοδήματος στις πόλεις. Φυσιολογικά, η δεκαετία του 1960 ήταν η δεκαετία της έκρηξης των αγροτικών κινητοποιήσεων.
Οι κρατικές κοινωνικές δαπάνες βρίσκονταν στο χαμηλότερο δυνατό σημείο. Το αποτέλεσμα ήταν στα 1961 το 17,7% του πληθυσμού να ήταν αναλφάβητοι, ο μέσος αριθμός μαθητών σε κάθε τάξη ήταν 50-60, ενώ υπήρχαν και δημοτικά που αναλογούσαν 120 μαθητές σ’ ένα δάσκαλο.
Η εξέλιξη των μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας (που αποτυπώνει το Γράφημα 2) είναι χαρακτηριστική. Οι μισθοί παρουσιάζουν πραγματική άνοδο μόνο στα χρόνια της έκρηξης των λαϊκών αγώνων 1964-1967: [11]
Γράφημα 2




Η χούντα και το τέλος της «χρυσής περιόδου»
Η οικονομική ανάπτυξη διατήρησε τη δυναμική της και στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974). Μοχλοί για την οικονομία ήταν η οικοδομή και ο τουρισμός. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον εξακολουθούσε να είναι ευνοϊκό (το παγκόσμιο μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ συνεχιζόταν) ενώ το υψηλό οικονομικό επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών δημιουργούσε σ’ αυτές ένα (σχετικά) άνετο βιοτικό επίπεδο που τροφοδοτούσε το τουριστικό ρεύμα.
Η δικτατορία ακολούθησε μια σκανδαλώδη πολιτική υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, μια άγρια ταξική πολιτική με τους μισθούς να κρατιούνται πολύ χαμηλά. Η αύξηση των μισθών στα χρόνια της δικτατορίας ήταν κατά πολύ μικρότερη της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (με εξαίρεση το 1968):[12]
Γράφημα 3

Ο Σάκης Καράγιωργας υπολόγισε ότι τα κέρδη στη βιομηχανία αυξήθηκαν την περίοδο 1967-1973 κατά 80% ενώ οι αμοιβές των εργαζομένων κατά 46%.[13]

Συνοπτικά:
Οι αλλαγές στην ελληνική οικονομία (στην εξεταζόμενη περίοδο 1960-1973) ήσαν πράγματι μεγάλες με μοχλό την κρατική παρέμβαση στην οικονομία:
«Οι αλλαγές που επήλθαν στην πραγματική οικονομία ήσαν μεγάλες και προστέθηκαν σε όσες είχαν προηγηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ενδεικτικά μόνο παραθέτουμε, ότι οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων από 72 εκατομμύρια δολάρια (1967) ανήλθαν σε 1.160 εκατομμύρια δολάρια (1974), ενώ ο αριθμός των εξαγωγικών βιομηχανιών από 320 (1970) ανήλθε σε 2600 (1974)».[14]
Ωστόσο, πάντοτε στον καπιταλισμό, οι περίοδοι οικονομικής μεγέθυνσης ακολουθούνται από περιόδους κρίσης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973-1974 έπληξε βαριά την ελληνική οικονομία η οποία παρουσίασε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης:
Το ΑΕΠ το 1974 υποχώρησε κατά -6,4%, ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 26,9%, η οικοδομική δραστηριότητα υφίσταται καθίζηση κατά -33%, οι επενδύσεις στη γεωργία υποχώρησαν κατά -26%.[15] Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η μετανάστευση έπαψε να αποτελεί διέξοδο για τους ανέργους. Στα 1975 μάλιστα οι παλιννοστούντες (34.000) υπερτερούν όσων μεταναστεύουν (20.000).[16]
Η οικονομική κρίση έφερε βίαια στην επιφάνεια τη διαρκώς ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για τη χούντα των συνταγματαρχών και συνέβαλε στην πτώση της δικτατορίας.


Η ελληνική οικονομία
από το 1974 έως το 1981
Το αρχικό σοκ της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μπόρεσε γρήγορα να ξεπεραστεί. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι η κρίση αφορούσε, αρχικά, κατά κύριο λόγο τις ανεπτυγμένες χώρες του κέντρου και η περιφέρεια (και επομένως και η Ελλάδα) επλήγησαν πολύ λιγότερο. Έτσι η Ελλάδα την περίοδο 1974-1979 είχε ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο του ΟΟΣΑ ή της τότε ΕΟΚ (αλλά και διψήφιο αριθμό πληθωρισμού):[17]
Πίνακας 3
Ρυθμός ανάπτυξης, Πληθωρισμός, ανεργία
Έτος Ρυθμός ανάπτυξης Πληθωρισμός Ανεργία
1974 -6,4 26,8 2,1
1975 6,4 13,4 2,3
1976 6,9 13,3 1,9
1977 2,9 12,2 1,7
1978 7,2 12,5 1,9
1979 3,3 19,0 1,9
1980 0,7 24,9 2,7
1981 -1,6 24,5 4,0
Ωστόσο, όπως φαίνεται και στον παραπάνω πίνακα, η νέα επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που πυροδοτήθηκε το 1979 έπληξε αυτή τη φορά την Ελλάδα σοβαρά (όπως και όλες τις τότε αναπτυσσόμενες χώρες).[18] Οι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ μειώνονταν, οι επενδύσεις ήταν στάσιμες, ενώ ο στασιμοπληθωρισμός (οικονομική στασιμότητα και ταυτόχρονα υψηλός πληθωρισμός) προστέθηκε στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Επομένως, και παρά τους μύθους που διαδίδονται σήμερα από τους νεοφιλελεύθερους τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ, η οικονομική κρίση έπληξε την Ελλάδα πολύ πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση. Η γενικότερη οικονομική επιβράδυνση που παρουσίαζε η ελληνική οικονομία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σήμαινε ότι ενώ οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν, τα έσοδα του κράτους (από φόρους) μειώνονταν με αποτέλεσμα ο δημόσιος δανεισμός να ανέλθει στο 8,5% του ΑΕΠ (1981). Το εκλογικό έτος 1981 βρήκε την Ελλάδα σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, μειούμενο ΑΕΠ (-1,6%) και αυξανόμενο πληθωρισμό (24,5%). Η κρίση:
«[…] δεν είχε απλά και μόνο συγκυριακές αιτίες και για το λόγο αυτό απειλούσε συνολικά τα επιτεύγματα της εκβιομηχάνισης της μεταπολεμικής περιόδου».[19]
Η κορυφή του παγόβουνου ήταν η χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων και του ισοζυγίου πληρωμών. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνθηκε από 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια (1971) σε 3 δισεκατομμύρια δολάρια (1975) και 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια (1981).
Στα 1981 ήταν προφανές ότι η «χρυσή περίοδος» του ελληνικού καπιταλισμού είχε παρέλθει. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στο 1971 και το 1981 υπερ-πενταπλασιάστηκε ενώ τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υπερ-επταπλασιάστηκε. Επιπλέον οι ιδιωτικές επενδύσεις παρουσίαζαν καθίζηση.
Σήμερα και τα δυο κόμματα εξουσίας διαγκωνίζονται για το ποιο είναι πιο νεοφιλελεύθερο, ποιο από τα δυο ξεπουλάει καλύτερα τη δημόσια περιουσία. Στη δεκαετία του 1970 τα πράγματα, όπως ήδη έχουμε ξαναπεί, ήταν τελείως διαφορετικά. Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση από τα κόμματα εξουσίας. Η τότε Νέα Δημοκρατία, τη δεκαετία του 1970, επέκτεινε την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία.
Στα 1974 οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθαν στο 28,4% του ΑΕΠ. Στα 1980 έφτασαν στο 31,8%, το 1981 έκαναν άλμα στο 38%. Ο δημόσιος τομέας επεκτάθηκε, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου κατηγορήθηκε για «σοσιαλμανία»(!) ενώ μια σειρά από τράπεζες και επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν:
«Η κυβέρνηση προώθησε ένα τολμηρό πρόγραμμα κρατικοποιήσεων που συμπεριλάμ­βανε εταιρείες όπως την Ολυμπιακή Αεροπορία, τις συγκοινωνίες και τους Οργανισμούς Ύδρευσης. Ακόμη, προχώρησε και στην κρατικοποίη­ση μεγάλων χρηματοπιστωτικών συγκροτημάτων (Εμπορική Τράπεζα). Δημιουργήθηκαν, επιπλέον, δημόσιοι οργανισμοί επιφορτισμένοι με ζητήματα όπως η προώθηση των εξαγωγών κ.λπ.».[20]


Ο παράγων εργατικό κίνημα
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί η κρίσιμη παρέμβαση του εργατικού κινήματος στο πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης που καθόρισε τις πολιτικές (και επομένως και τις οικονομικές) εξελίξεις τόσο της δεκαετίας του 1970 όσο και αυτής του 1980.
Στα μεταπολιτευτικά χρόνια έχουμε την έκρηξη του εργατικού κινήματος. Ο λόγος που το εργατικό κίνημα εμφανίζεται στο πολιτικό προσκήνιο με τόση μεγάλη ένταση ήταν ότι είχαν προηγηθεί δεκαετίες βάρβαρης καταπίεσης και ανελευθερίας (όπως περιγράψαμε στις προηγούμενες ενότητες). Επιπλέον, η χούντα είχε πέσει το 1974 μετά από σκληρούς αγώνες της νεολαίας και των εργαζομένων (με αποκορύφωση το Πολυτεχνείο του 1973). Αυτό έδινε μεγάλη αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους για μαχητικές διεκδικητικές απεργίες τόσο σε οικονομικά αιτήματα όσο και πολιτικά (αναγνώριση των συνδικάτων από το κράτος και την εργοδοσία και κατάργηση των μέχρι τότε εργοδοτικών και κρατικών συνδικάτων-σφραγίδων).
Το αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων είναι οι πραγματικοί μισθοί να αυξάνουν με μεγαλύτερο ρυθμό από την αύξηση της παραγωγικότητας (εκτός των χρόνων της μεγάλης οικονομικής κρίσης 1980 και 1981):[21]
Γράφημα 4

Επομένως, η άνοδος στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 συνοδεύτικε, εκτός από την οικονομική κρίση, και από ένα μεγάλο και δυνατό εργατικό κίνημα που η ηγεσία του δεν είχε ακόμα ενσωματωθεί στους κομματικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Που σημαίνει ότι είχε τη δύναμη να πιέσει αποτελεσματικά για μέτρα υπέρ του κόσμου της εργασίας και περιορισμού της ασυδοσίας του κεφαλαίου.


Τα «πέτρινα χρόνια»: 1981-1993,
η οικονομική κρίση
Όσοι από τη δεξιά (αλλά και τη σημερινή νεοφιλελεύθερα μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ) ομιλούν για τη «χαμένη δεκαετία του 1980», «ξεχνούν» να αναφέρουν ότι ήταν η δεκαετία της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε μέχρι τότε ο ελληνικός καπιταλισμός. Η σημερινή ΝΔ στο επίσημο σάιτ της παρουσιάζει με εντελώς προπαγανδιστικό τρόπο το διπλασιασμό του δημόσιου χρέους τη δεκαετία του 1980:
«Όταν πρωτοανέλαβε το ΠΑΣΟΚ τη διακυβέρνηση, το χρέος της χώρας ήταν μόλις 32,8% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα ήταν από τις λιγότερο χρεωμένες χώρες της Ε.Ε..
Το 1989, όταν το ΠΑΣΟΚ έχανε την εξουσία, το Χρέος είχε φτάσει το 61,5%! Μέσα σε οκτώ χρόνια είχε αυξηθεί δύο φορές!»[22]
Ωστόσο το ζήτημα είναι: για ποιο λόγο συνέβη αυτό;
Θα απαντήσουμε λοιπόν σε αυτό το ερώτημα αμέσως παρακάτω!
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που προήλθε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαθιά οικονομική κρίση στασιμοπληθωρισμού -οικονομική στασιμότητα και ταυτόχρονα πληθωρισμό. Η κυβέρνηση προχώρησε σε εκτεταμένο δανεισμό, κυρίως από εγχώριες τράπεζες, και προσπάθησε να στηρίξει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με ουσιαστικά δωρεάν δάνεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εξ’ αρχής σχεδόν βρέθηκε η κυβέρνηση του τότε ΠΑΣΟΚ σε διεθνή πίεση για την υιοθέτηση περιοριστικών οικονομικών πολιτικών. Η Ελλάδα ήταν μέλος της τότε ΕΟΚ, η οποία κατευθυνόταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές (πολιτικές που τότε μόλις είχαν αρχίσει να υιοθετούν και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης). Στις χώρες της ΕΟΚ άρχισαν να επιβάλλονται πολιτικές περιορισμού των ελλειμμάτων των δημόσιων προϋπολογισμών ενώ στα 1985 οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΟΚ συμφώνησαν σ’ ένα πρόγραμμα «απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων» (Πρόγραμμα Εσωτερικής Αγοράς) τροποποιώντας για το σκοπό αυτό και τη Συνθήκη της Ρώμης με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη.[23]
Η Ελλάδα δεν ακολούθησε αυτή τη νέα νεοφιλελεύθερη συναίνεση της ΕΟΚ, και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προσπάθησαν να αναπτύξουν την οικονομία ακολουθώντας μια πολιτική που στηριζόταν στην κρατική παρέμβαση και τη δημοσιονομικά επεκτατική οικονομικά πολιτική -δηλαδή μια κλασσικού τύπου κεϋνσιανή πολιτική. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια γινόταν σε συνθήκες που πλέον η παγκόσμια οικονομική ύφεση, σε αντίθεση με τις αρχές της δεκαετίας του 1970, έπληττε σοβαρά την οικονομία της Ελλάδας:[24]
Πίνακας 4
Ρυθμός ανάπτυξης, Πληθωρισμός, ανεργία
Έτος Ρυθμός ανάπτυξης Πληθωρισμός Ανεργία
1982 -1,1 21,1 5,8
1983 -1,1 20,2 7,9
1984 2 18,5 8,1
1985 2,5 19,3 7,8
1986 0,5 23,0 7,4
1987 -2,3 16,4 7,4
1988 4,3 13,5 7,7
1989 3,8 13,7 7,5
1990 0,0 20,4 7,0
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ένας από τους λόγους που εξανάγκασαν τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου να ακολουθήσουν αυτήν την πολιτική ήταν σίγουρα η πίεση που δεχόταν «από τα κάτω» (από το εργατικό κίνημα που ένα μεγάλο του κομμάτι ψήφισε το ΠΑΣΟΚ για την περίφημη «αλλαγή»). Οι προσδοκίες της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ ήσαν μεγάλες, ανέμενε ότι μετά τη νίκη «του κινήματος» το 1981, οι «λαϊκές τάξεις» επιτέλους θα έπαιρναν ένα μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας». Επιπλέον, σίγουρα ρόλο έπαιξε η πεποίθηση ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές μπορούσαν να είναι αποτελεσματικές.
Ωστόσο, τις ίδιες πιέσεις δεχόταν την ίδια περίοδο και το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μιτεράν στην Γαλλία, πράγμα που δεν το εμπόδισε το 1982, ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία, με πρόγραμμα παραπλήσιο του ΠΑΣΟΚ (και ενδεχομένως και πιο ριζοσπαστικό), να εγκαταλείψει τον κεϋνσιανισμό και να υιοθετήσει νεοφιλελεύθερη πολιτική. Επομένως, η επιμονή του ΠΑΣΟΚ σε κεϋνσιανές μεθόδους εξέφραζε βαθύτερες αναγκαιότητες της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού καπιταλισμού.
Ποιες ήταν αυτές οι βαθύτερες αναγκαιότητες;
Όπως προείπαμε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν σε βαθιά κρίση. Στην κρίση συνέβαλαν ο αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός και η καθίζηση των επενδύσεων στη δεκαετία του 1970. Η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ, οδήγησε σε μείωση της προστασίας από το κράτος της ελληνικής οικονομίας και είχε σαν αποτέλεσμα να αναδειχθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού.
Το πρόβλημα συνεπώς, το δημιούργησαν οι ίδιοι οι ιδιώτες έλληνες καπιταλιστές που δεν μπόρεσαν (την περίοδο της οικονομικής ανόδου, μέχρι δηλαδή τα μέσα της δεκαετίας του 1970) να εκσυγχρονίσουν τις επιχειρήσεις τους για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Το ανταγωνιστικό έλλειμμα έγινε εμφανές με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 όταν οι ιδιώτες Έλληνες καπιταλιστές εξετέθησαν στον διαρκώς αυξανόμενο ανταγωνισμό με τα κεφάλαια των ανεπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα δεν έγιναν οι αναγκαίες συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που θα επέτρεπε τη δημιουργία μεγάλων ανταγωνιστικών μονάδων.
Το αποτέλεσμα ήταν το 1983 ένδεκα από τους δεκαεννέα βιομηχανικούς τομείς της Ελλάδας, «η περηφάνια της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης»,[25] να εμφανίζουν μεγάλες ζημίες. Επομένως, η ενεργός παρέμβαση του κράτους για τη διάσωση αυτών των επιχειρήσεων, μέσω του Οργανισμού για την Ανασυγκρότηση των Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), που ιδρύθηκε το 1983, ήταν εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε μαζική χρεοκοπία του πυρήνα της ελληνικής βιομηχανίας. Το 1986 στον ΟΑΕ υπήρχαν 41 επιχειρήσεις με 54.500 απασχολούμενους. Σε αυτούς θα πρέπει να υπολογιστούν και οι προμηθεύουσες επιχειρήσεις. Οι προβληματικές επιχειρήσεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, διατηρούνταν στη ζωή με δάνεια από τις κρατικές τράπεζες (ένα μέρος τους ήταν δωρεάν επιχορηγήσεις). Η αύξηση των διεθνών επιτοκίων εκείνη την περίοδο έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη διάσωση των επιχειρήσεων (και αύξανε κατακόρυφα το κόστος).
Το όλο εγχείρημα οδηγήθηκε σε αποτυχία, και τελικά το 1999, ο ΟΑΕ οδηγήθηκε σε εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου του, με ιδιωτικοποιήσεις και οριστικό κλείσιμο επιχειρήσεων. Συνολικά η ζημία έφτασε το 1 τρισεκατομμύριο δραχμές για το ελληνικό δημόσιο.
Στο τέλος, επρόκειτο για ένα τεράστιο σκάνδαλο. Για τη διάσωση των ελλήνων καπιταλιστών το κράτος είχε φορτωθεί με τεράστια ελλείμματα (ακριβώς όπως συμβαίνει και σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα, σε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες). Καθόλου τυχαία, το ΠΑΣΟΚ θα καταρρεύσει στο τέλος της δεκαετίας υπό το βάρος ενός τεραστίου σκανδάλου (σκάνδαλο Κοσκωτά).[26]
Επομένως, και σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται σήμερα η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα, τα τεράστια χρέη που συσσωρεύτηκαν τη δεκαετία του 1980 και διπλασίασαν το δημόσιο χρέος δεν οφείλονταν στην «κοινωνική πολιτική του ΠΑΣΟΚ», που δήθεν δανειζόταν για να πληρώνει «υπεράριθμους και τεμπέληδες δημόσιους υπάλληλους». Τα χρέη συσσωρεύτηκαν από τα τεράστια ποσά που ξοδεύτηκαν για τη διάσωση των ανίκανων και χρεοκοπημένων ιδιωτών καπιταλιστών της χώρας (μια πολιτική ακριβώς αντίστοιχη με τη σημερινή, που όμως αυτή τη φορά έχει τη συναίνεση και των δυο κομμάτων εξουσίας).


Οι πραγματικοί μισθοί
και ποιοι τελικά πλήρωσαν το λογαριασμό
Είναι εντελώς ψέμα ότι τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού τη δεκαετία του 1980 προήλθαν από τη δήθεν διόγκωση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων ή από τις «αθρόες μισθολογικές αυξήσεις» που, υποτίθεται, προσέφερε το τότε ΠΑΣΟΚ. Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να υπερβάλει κανείς στην πίεση που δεχόταν το ΠΑΣΟΚ «από τα κάτω» -για μισθολογικές αυξήσεις και αλλαγές προς ένα κράτος πρόνοιας (το οποίο άλλωστε λίγο βελτίωσε). Οι μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με τον πραγματικό μέσο μισθό, ακολουθούν την εξής πορεία:[27]
Γράφημα 5

Αν συνυπολογιστούν (βλέπε Γράφημα 4) οι μειώσεις του μέσου πραγματικού μισθού των ετών 1980 (-7,4) και 1981(-2,6), ο μέσος πραγματικός μισθός δεν διέφερε το 1989 από αυτόν του 1980.
Το λογαριασμό της υπερχρέωσης του κράτους για να διασωθούν οι ιδιώτες καπιταλιστές κλίθηκαν να τον πληρώσουν οι εργαζόμενοι με σκληρή λιτότητα. Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1985 αποφασίστηκε να εφαρμοστεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή της ΕΟΚ (κάτι ανάλογο δηλαδή με το σημερινό πρόγραμμα της τρόϊκας), ένα πρόγραμμα «σταθεροποίησης» της οικονομίας, το οποίο συνοδεύτηκε από Κοινοτικό δάνειο ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ECU («προπάππου» του σημερινού ευρώ). Επικεφαλής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ετέθη ο Κώστας Σημίτης. Επιβλήθηκαν περιοριστικές πολιτικές, οι πιστώσεις περιορίστηκαν, οι φόροι αυξήθηκαν και οι πραγματικοί μισθοί περικόπηκαν δραστικά (κατά 13,3% στα 1986-87). Τα αποτελέσματα στην οικονομία ήταν πενιχρά, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης το 1986 ήταν 0,5%, ενώ το 1987 ήταν αρνητικός (-2,3%). Αποτέλεσμα ήταν ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Σημίτη, και η επαναφορά της προηγούμενης πολιτικής που τουλάχιστον οδήγησε σε αύξηση του ΑΕΠ (κατά 4,3% και 3,8% τα έτη 1988 και 1989 αντίστοιχα). Ωστόσο η ανάπτυξη ήταν ρηχή, με κύριο χαρακτηριστικό τη δημιουργία νέων κρατικών ελλειμμάτων (ο καθαρός δανεισμός της κυβέρνησης έφτασε το 14,4% του ΑΕΠ).
Το ότι το πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού ήταν δομικό (ανταγωνιστικό έλλειμμα των ιδιωτών καπιταλιστών) και όχι κάποιου ανύπαρκτου «μεγάλου κρατικού τομέα», θα φανεί όταν τον Απρίλιο 1990 σχημάτισε κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση προσπάθησε να εφαρμόσει θατσερικού τύπου «θεραπεία» στην ελληνική οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά κακό για τους έλληνες καπιταλιστές.
Το πρόγραμμα «σταθεροποίησης της οικονομίας» 1991-1993 απέτυχε. Στα 1993 ο πληθωρισμός έτρεχε με 14,4%, ο ρυθμός του ΑΕΠ είχε γίνει αρνητικός (-1,6%), ο δανεισμός του δημοσίου αυξήθηκε στο 14% του ΑΕΠ, ενώ η ανεργία έφτασε το 10%:[28]
Πίνακας 5
Ρυθμός ανάπτυξης, Πληθωρισμός, ανεργία
Έτος Ρυθμός ανάπτυξης Πληθωρισμός Ανεργία
1991 3,1 19,5 7,7
1992 0,7 15,9 8,7
1993 -1,6 14,4 9,7

Μεγάλος κρατικός τομέας; Όχι ακριβώς
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο. Παρά τις μυθολογίες που διασπείρει η προπαγάνδα, το μέγεθος του δημοσίου τη δεκαετία του 1980 δεν ήταν μεγάλο σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το μέγεθος του κρατικού τομέα μιας χώρας αποτυπώνεται σ’ έναν απλό όσο και αξιό­πιστο δείκτη: τις γενικές κυβερνητικές δαπάνες ως ποσοστό επί τοις εκατό του ΑΕΠ.:
«Ως προς το ζήτημα των δημόσιων δαπανών στην Ελλάδα […] το ύψος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό που επικρατεί στις χώρες της Ε.Ε.. Πράγματι, το 1985 οι τρέχουσες και επενδυτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα αντι­στοιχούσαν στο 42,9% του ΑΕΠ της χώρας. Στις χώρες της ΕΕ το αντίστοιχο πο­σοστό ήταν 48,8% και στις χώρες του ΟΟΣΑ 38,8%.
[…] Αν εναλλακτικά χρησιμοποιηθεί ως μέτρο του μεγέθους της κυβέρνησης το σύνολο των τρεχουσών δαπανών χωρίς τους τόκους, πάλι το μέγεθος της κυβέρνη­σης στην Ελλάδα εμφανίζεται μικρότερο από αυτό της Ε.Ε.. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα οι τρέχουσες δαπάνες χωρίς τους τόκους από 25% του «ΑΕΠ» στην πε­ρίοδο 1974-80 ανήλθε στο 35% στη δεκαετία του 1990 έναντι 37% και 41 % αντι­στοίχως στην Ε.Ε.».[29]
Το σχετικό μέγεθος του ελληνικού δημοσίου το 1989 φαίνεται ξεκάθαρα σε σύγκριση με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες της εποχής. Το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου το 1989 ήταν από τα μικρότερα του ΟΟΣΑ:
Δαπάνες κεντρικής κυβέρνησης
Ως ποσοστό του ΑΕΠ
1989
Ελλάδα 40,6
Ιταλία 51,5
Γαλλία 48,7
Ηνωμένο Βασίλειο 40,4
Δανία 56
Νορβηγία 51,4
Ολλανδία 54,5
Ισπανία 41,7
Σουηδία 60,2
Αυστρία 51,5
Βέλγιο 52,3
Φινλανδία 44,2
Ιρλανδία 42,7
Πορτογαλία 37,6
ΗΠΑ 36,2
Ιαπωνία 31,4
Καναδάς 45,8
Πηγή: ΟΟΣΑ, factbook 2010.

Όχι μόνο λοιπόν το δημόσιο δεν ήταν μεγάλο τη δεκαετία του 1980, αλλά ούτε είναι αληθές ότι το τότε ΠΑΣΟΚ το χαρακτήριζε οποιαδήποτε διάθεση να συγκρουστεί με το μεγάλο κεφάλαιο. Παρά τη μυθολογία για το «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ» που δήθεν το χαρακτήριζε ο «άκρατος κρατικισμός και οι αθρόες κοινωνικές παροχές», και τότε, τη δεκαετία του 1980, δεν είχε αλλάξει τίποτα από την αισχρή χαριστική φορολογική πολιτική απέναντι στο ιδιωτικό κεφάλαιο που χαρακτηρίζει τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Και τότε, την πλειοψηφία των φόρων την πλήρωναν οι μισθωτοί ενώ το κεφάλαιο είχε φορολογική ασυλία. Επομένως, το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου τομέα. Το δημόσιο συσσώρευε χρέη γιατί οι καπιταλιστές είχαν σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές:
«Όσον αφορά τα έσοδα, το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι η σχετικά μικρή συμβολή των άμεσων φόρων στο σύνολο των εσόδων από φόρους. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των εσόδων από άμεσους φόρους στο ΑΕΠ ήταν 4,8% στη δεκαετία του 1980 και έφθασε στο 6,8% στη δεκαετία του 1990 έναντι 12,7% και 13% αντίστοιχα στην Ε.Ε.».[30]
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της άγριας ταξικής πολιτικής υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου ήταν και τότε (όπως και σήμερα) η καταβαράθρωση των εσόδων του δημοσίου. Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το 1985 στην Ελλάδα στο 31,5%, ενώ στις χώρες της Ε.Ε. στο 43,9% και στις χώρες του ΟΟΣΑ στο 35,4%.


Συμπερασματικά
Επομένως τη δεκαετία του 1980 το μέγεθος του κράτους δεν ήταν μεγάλο. Αυτό που ήταν το πρόβλημα δεν ήταν ο κρατικός τομέας αλλά ο ιδιωτικός τομέας. Πράγματι, όσο προχωρούσε η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και η κατάργηση των δασμών ανάμεσα στις χώρες της μετέπειτα Ε.Ε., τόσο φαινόταν το έλλειμμα ανταγωνισμού των ιδιωτών ελλήνων καπιταλιστών απέναντι στους συναδέλφους τους της δυτικής Ευρώπης. Από τα κύρια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ήταν σίγουρα το αρχικό «αναπτυξιακό χάσμα» ανάμεσα στον ελληνικό καπιταλισμό και τους πιο αναπτυγμένους της δυτικής Ευρώπης, χάσμα που διευρύνθηκε με την προσχώρηση στην ΕΟΚ και την κατάργηση των δασμών:
«Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είχαν καμιά πιθανότητα να αντέξουν το ξέσπασμα των ανταγωνιστικών πιέσεων μετά την προσχώρηση [στην Ε.Ε.].
[...] τα πλεονεκτήματα που απορρέουν απ’ τους πόρους της Κοινότητας αναιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από «τις αντισταθμιστικές μεταβιβάσεις» αξίας εκτός της οικονομίας, κυρίως μέσω εμπορικών ροών. [...] Η ένταξη [...] προκάλεσε σοβαρά κόστη σε όρους αποβιομηχανοποίησης, στάσιμα ποσοστά ανάπτυξης, έξοδο των μεγάλων εταιριών και υψηλή διείσδυση εισαγωγών».[31]
Το ποσοστό των εισαγωγών στην εγχώρια πραγματική κατανάλωση αυξήθηκε από 25,8% (1978-1980) σε 43,1% (1989), ενώ ο αριθμός των μεγάλων εταιριών μειώθηκε.
Στο τέλος είχαμε μια ιστορική αποτυχία και των δυο παραμέτρων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού: τόσο του ιδιωτικού τομέα, όσο και αυτού που αποτελεί το δεκανίκι του -του κρατικού τομέα. Ακριβώς δηλαδή το ίδιο μοτίβο που βλέπουμε και σήμερα. Και, βέβαια, και τότε όπως και σήμερα, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού καλείται να το πληρώσει ο κόσμος της εργασίας. Τα υπόλοιπα για «μεγάλο κρατικό τομέα» και «υπερπληθώρα δημόσιων υπαλλήλων» δεν αποτελούν παρά καπνό…
Άγγελος Καλοδούκας
Σημειώσεις
[6] Διάβαζε και τη δημοσίευση «Επιστροφή του Κέϋνς;».
[7] Ποια Ευρώπη; Λουκάς Τσούκαλης, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2004.
[8] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 235, σελ. 288.
[9] Νίκος Ψυρούκης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), τόμος δεύτερος, σελ. 21.
[10] Νίκος Ψυρούκης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1940-1967), τόμος δεύτερος, σελ. 29.
[11] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 236.
[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 289.
[13] Αναφέρεται στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 289.
[14] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 290.
[15] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 317-318.
[16] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 318.
[17] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 320.
[18] Η πτώση του Σάχη του Ιράν το 1979 και η άνοδος στην εξουσία των ισλαμιστών σήμανε την αρχή ενός δεύτερου ”γύρου” ανόδου των τιμών του μαύρου χρυσού, λόγω της διακοπής των εξαγωγών πετρελαίου από το Ιράν και της αναταραχής που δημιουργήθηκε.
Οι τιμές πήραν για άλλη μια φορά την ανιούσα, από 13 δολάρια το βαρέλι το 1978 σε 32 δολάρια στις αρχές του 1980. Τα κράτη, φοβούμενα περαιτέρω κλιμάκωση των διεθνών καταστάσεων, παρέβησαν σε αποθεματοποίηση του πετρελαίου που είχαν υπό την κατοχή τους, με αποτέλεσμα η τιμή του να αυξηθεί ακόμα περισσότερο.
Τα αποτελέσματα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης ήταν περίπου ίδια με εκείνα του 1973, αλλά με διαφορετική ένταση, διάρκεια και για κάθε χώρα. Περισσότερο επλήγησαν οι αναπτυσσόμενες μη πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, οι οποίες παρουσίασαν για άλλη μια φορά έλλειμμα στο ισοζύγιό τους.
http://www.euro2day.gr/SubArticleSpecialFolders.aspx?amid=4604&parent=4573
[19] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 319.
[20] Λευτέρης Τσουλφίδης, Οικοονμική ιστορία της Ελλάδας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας 2003.
[21] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 318.
[23] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 365.
[24] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 365.
[25] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 367.
[26] Στα 1988 θα ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Κοσκωτάς από το 1984, χωρίς ο ίδιος να ήταν μέχρι εκείνη τη χρονιά μεγαλοεπιχειρηματίας, αποκτά το έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης. Στα επόμενα χρόνια οι επιχειρήσεις του επεκτάθηκαν αλματωδώς (περιελάμβαναν μεταξύ άλλων δυο ημερήσιες εφημερίδες, αρκετά περιοδικά, ένα ραδιοφωνικό σταθμό [Flash], και την ποδοσφαιρική ομάδα Ολυμπιακός. Η «αυτοκρατορία» του στήθηκε από τις καταχρήσεις των καταθέσεων της Τράπεζας Κρήτης. Η άνοδος του Κοσκωτά έγινε δυνατή χάρις στις στενές σχέσεις του με τον κρατικό μηχανισμό. Ο δεύτερος στην ιεραρχία στο τότε ΠΣΟΚ, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, αποδείχθηκε ότι χρηματιζόταν από τον Κοσκωτά. Η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου 1989 (ΠΑΣΟΚ 39,1%, ΝΔ 44,3%, Συνασπισμός 13,1% [τότε αποτελείτο από το ΚΚΕ (εσωτερικού), που είχε μετονομαστεί σε ΕΑΡ [Ελληνική Αριστερά], ενώ συμμετείχε και το ΚΚΕ) δεν μπόρεσε να δώσει κυβερνητική αυτοδυναμία γιατί οι εκλογές διεξήχθησαν με αναλογικό εκλογικό σύστημα. Ωστόσο σχηματίσθηκε κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ και Συνασπισμού, που αποφάσισε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και τεσσάρων υπουργών του ΠΑΣΟΚ σε ειδικό δικαστήριο για παράβαση καθήκοντος. Οι δεύτερες εκλογές το Νοέμβριο 1989 και πάλι δεν έδωσαν κυβερνητική πλειοψηφία (ΠΑΣΟΚ 40,7%, ΝΔ 46,2%, Συνασπισμός 11%). Όλα τα κόμματα σχημάτισαν μια «οικουμενική κυβέρνηση». Με τις εκλογές του 1990 η ΝΔ σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση και στη δίκη που διεξήχθη στο Ανώτατο ειδικό Δικαστήριο αθωώθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, και καταδικάσθηκε ο Δημήτρης Τσοβόλας (ο κύριος κατηγορούμενος Κουτσόγιωργας υπέστη καρδιακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της δίκης και λίγες μέρες αργότερα πέθανε). Ο Δημήτρης Τσοβόλας δεν φυλακίστηκε γιατί εξελέγη βουλευτής σε αναπληρωματικές εκλογές στην Αθήνα.
[27] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 368.
[28] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 404.
[29] Στέλιος Ν. Πανταζίδης, Μακροοικονομικές εξελίξεις και οικονομική πολιτική στην Ελλάδα, Από τη μεταπολίτευση μέχρι την ένταξη στην ΟΝΕ (1975-2000). Εκδόσεις Κριτική, 2002.
[30] Στο ίδιο.
[31] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ’, σελ. 37

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου