Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Οι Α-χαμόγελοι...


Ο Μάνος Αντώναρος γράφει στο blog του για τις δυσκολίες που συνάντησε με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι στο κέντρο της Αθήνας.
Είχαν περάσει 20 ολόκληρα χρόνια από τότε που είχα αποφοιτήσει από το Μεγάλο Σχολείό (επειδή εκεί γνωρίζεις τους ανθρώπους) τον Στρατό (Πολεμικό Ναυτικό).
Ο καιρός ήταν μεγάλος και χρειαζόμουν οπωσδήποτε μια μετεκπαίδευση, για να φρεσκάρω τις γνώσεις μου.
Η ευκαιρία ήρθε το καλοκαιρι του 2004, όταν ένα έμφραγμα με ανάγκασε να αρχίσω να κόβω βόλτες στο κέντρο της Αθήνας όπου και έμενα.
-Περπάτημα… διέταξαν οι γιατροί.
Και επειδη η γυμναστική και το διάβασμα είναι δύσκολο να τα’ αποκτήσεις σε μεγάλη ηλικία… απέκτησα μια φωτογραφική μηχανή, … το κάθε πλάνο που τραβούσε την προσοχή μου με πήγαινε και 10 βήματα πιο πέρα.
Πολύ γήγορα ανακάλυψα ότι δεν με ενδιέφεραν καθόλου τα κτίρια, ο ουρανός και οι γλάστρες, αλλά τα πρόσωπα… Και έτσι μετά από κάθε βόλτα κατέληγα στην  Καπνικαρέα (Παναγία Καπνικαρέα, Εκκλησία του 11ου αιώνα). Καθόμουν στο τοιχαλάκι έχοντας μπροστά μου την οδό Ερμού και στο τέλος της την Βουλή των Ελλήνων.
Και επειδή δεν μας διαβάζουν μόνο άνθρωποι που ζουν στην Αθήνα, αλλά Ελληνες από όλον τον πλανήτη, ζητώ συγγνώμη από όσους ξέρουν, αλλά η Ερμού είναι ο πλέον εμπορικός δρόμος της
Ελλάδας, πεζό(λέμε τώρα)δρόμος, όπου βρίσκει κανείς ρούχα, παπούτσια, τσάντες για γυναίκες. Με άλλα λόγια είχα μπροστά μου έναν ποταμο γυναικών που ανεβο-κατέβαιναν τον περιώνυμο δρόμο. Κάθε λογής γυναίκες που βασικά είχαν βγει για να κάνουν το πιο αγαπημένο τους σπορ: shopping.
Aνακάλυψα ότι δεν με ενδιεφερε να φωτογραφίζω τη δυστυχία (εύκολο θέμα), τη δυσμορφία, τα παιδιά (από σεβασμό) τι απέμενε; όλο το υπόλοιπο πλήθος: Γυναίκες.
Επί 6 χρόνια κάθε μέρα βρέχει χιονίσει ή με καύσωνα εγώ ήμουν στην Καπνικαρέα δυο φορές την ημέρα και φωτογράφιζα συνεχώς . Υπολογίζω ότι έχω στο αρχείο μου πάνω από 500.000 πρόσωπα γυναικών που έχουν βγει βόλτα στην Ερμού.
500.000 χαρούμενα πρόσωπα… γελαστά,
Αυτό ήταν και το μόνο κριτήριο επιλογής τους ανάμεσα στο καθημερινό εναλλασσόμενο πλήθος. Δεν ήταν δα και δύσκολο.
Πολύ γρήγορα ανακάλυψα ότι ο δρόμος από φωτογραφικό ενδιαφέρον είχε (πάνω από όλα) κοινωνικό (δημοσιογραφικό) ενδιαφέρον.
Αν απλώς τον περπατήσεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Αν όμως κάτσεις ακίνητος σε μια στρατηγική θέση μερικές συνεχόμενες φορές τότε θα δεις ότι είναι ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής κέρδους.
Οι ίδιοι (αόρατοι) άνθρωποι ήταν κάθε μέρα στο ίδιο μέρος. Κάθε μέρα έλεγαν (έκαναν) τα ίδια την ίδια ακριβώς ώρα… σαν καλοκουρδισμένο ρολόϊ… από τους ανάπηρους ζητιάνους, που έδιναν την εξαιρετικά συγκεκριμένη θέση τους σε εντελώς συγκεκριμένη ώρα, στον επόμενο συνάδελφο ζητιάνο, που είχε ακριβώς από την ίδια αναπηρία, τους μικροπωλητές, τις μαθήτριες-πόρνες, τους νεαρούς με τα αρώματα και τα ρολόγια, τους εμπόρους ναρκωτικών μέχρι τους Αφρικανούς (που είναι και οι μόνοι που κυνηγιούνται) με την πραμάτεια τους στο οδόστρωμα-ναρκοπέδιο-πεζοδρόμιο…
Δεν ήταν ευκολο να με δεχθεί το «σύστημα».
Εγω αγνοώντας την πραγματικότητα,  πήγα και στρογγυλοκάθισα στην θέση-φιλέτο, έβαλα στο ONτη μηχανή μου και άρχισα να φωτογραφίζω αβέρτα. Όχι αυτούς… αλλά τις γυναίκες που’χαν βγει για ψώνια… ας πούμε (δεν την δικαιούμαι την πρόταση) ήμουν εκεί για καθαρα καλλιτεχνικούς λόγους.
Εγώ το ήξερα…αυτοί όμως…. Αστε που η φάτσα μου κάτι τους έλεγε και δεν ήθελαν να το διακινδυνέψουν. Το δεύτερο που παρατηρησα ήταν ότι με παρατηρούσαν ΟΛΟΙ.
Τι διάολο κάνω εκεί;
Ο χρόνος που περνούσε ήταν συμμαχός μου.
Μετά από 2-3 μήνες πάγωμάρας ένας τύπος ντυμένος στα δερμάτινα, με μαλλιά σαν ινδιάνος και καουμπόϊκες μπότες που πουλούσε χειροποιητα κοσμήματα με πλησιάσε και μου είπε:
-Αδελφέ θα ρίχνεις μια ματια στο «μαγαζί» γιατί πρέπει να πάω για κατούρημα;
-Βέβαια.
Ηρθε μετά από 3 λεπτά.
-Αδελφέ, ευχαριστώ… Γκόμενες φωτογραφίζεις ε;
-Ναι.
-Δεν είσαι ματάκιας όμως… τι είσαι;
-Δημοσιογράφος… αλλά εδώ φωτογραφίζω για πάρτη μου.
-Το ξέρω… εμένα μην με φωτογραφίσεις.
-Δεν σε έχω φωτογραφίσει ποτέ.
-Το ξέρω…
Και ξαναπήγε στα κοσμήματά του.
Από εκείνη τη στιγμή σαν να δόθηκε ένα μηνυμα ήρθαν δίπλα μου και κάθισαν σχεδόν όλοι τους… άλλοι για να μου πουν ότι με έχουν δει στην τηλεόραση… άλλοι για να με φιλάψουν δυο φυστίκια… Ποτέ τους δεν προσπάθησαν να μου πουλήσουν τίποτα…
Επί 6 χρόνια με καλημέριζαν, τους καλημέριζα κι ο καθένας έκανε τη δουλειά του.
Ούτε μια φορά δεν δημοσίευσα ούτε μία φωτογραφία τους.
Ηταν η σιωπηρή μας συμφωνία.
Όλα αυτά τα χρόνια μου έκαναν μερικά πράγματα τρομερή εντύπωση:
1.   ΗΚαπνικαρέαείναιmeeting point. Toσημείο που πολλοί άνθρωποι δίνουν ραντεβού. Ολες τις ώρες της ημέρας. Δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από το μυαλό μου ότι τοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοσες κουκλάρες, κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, σέξι, σύγχρονες, ποθητές θα περίμεναν στημένες τόοοοοοοοοοοοοοοοοσο πολύ ώρα, (σχεδόν πάντα) κάποιον που ήταν επιεικώς για καρπαζές.
2.   Το’βλεπα και δεν το πίστευα. Ο πιο εμπορικός ΠΕΖΟδρομος της πρωτεύουσας είχε τόσο μεγάλο trafficαπό…τροχοφόρα που πολλές φορές χρειάσθηκε… τροχονόμος. Μέχρι και η Δημοτική Αστυνομία (χαχαχαχαχα) επέβλεπε εποχούμενη.
3.   Το απίθανο εμπορικό δαιμόνιο των τσιγγάνων. Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι έμποροι. Προσέξτε τι είχαν κάνει στην Ερμού: Εριξαν μεσα στο πλήθος των (μόνων) γυναικών καμμιά 20αριά νεαρούς-κούκλους. Πραγματικά όμορφα νεαρά αγόρια που ήξεραν να κινηθούν και στο αλόνι και στο σαλόνι. Βασικά πουλούσαν ρολόγια, αρώματα, μαντήλια… «Φλερτάριζαν» τις γυναίκες και εκείνες τσιμπούσαν …γιατί αν νομίζετε φίλοι μου, ότι οι γυναίκες όταν είναι μόνες τους δεν απολαμβάνουν το φλερτάρισμα, είστε από άλλο πλανήτη… ηξεραν πολύ καλά τι θα πουν σε ποια… έχω δει με τα μάτια μου τσιγγάνο να κάνει χειροφίλημα σε αριστοκράτισα γηραία Αθηναία και να της μιλά… (το εννοώ) γαλλικά… αλλά να έχει ισοπεδώσει με «γαλλικά» τσουλάκι που τόλμησε να του τη βγεί. Θέλετε το αποτέλεσμα; Κάθε φορά στο τέλος της «βάρδιας», είχαν σχεδόν πάντα ξεπουλήσει.  Αν μπλέκανε το φλερτ με τη δουλειά; Π-Ο-Τ-Ε.
Επ’ευκαιρία να σας πω και μια παράλληλη ιστορία:
Ένα απ’ αυτά τα τσιγγανόπουλα ερχόταν κάθε μεσημέρι δίπλα μου για να κάνει τσιγάρο. Πιάναμε κουβέντα… περί ανέμων και υδάτων… μια μέρα είχα μια ιδέα.
-Δεν μου λες αν σας δωσω από μια βιντεοκαμερα σε 4-5 από σας θα μου δίνετε πίσω κάθε εβδομάδα μια γεμάτη κασέτα;
-Τι θα τραβάμε;
-Ο,τι σας φωτίσει ο Θεός.
-Εδώ στην Ερμού; Γιατί αυτόδεν γίνεται…
-Όχι δεν με νιάζει η Ερμού… από τότε που θα φεύγετε…μέχρι την άλλη μέρα… κάθε κασέτα… για μια εβδομάδα
-Ο.τι θέλουμε;
-Ο,τι θέλετε…
-Τι τα θες εσύ;
-Θέλω να γυρίσω ένα ντοκιμαντερ… μια ταινία… με αυτά που βλέπουν τα μάτια σας… αλλά εσείς να διαλέγετε αυτά που θα τραβάτε…
-Δεν φοβάσαι μήπως σου κλέψουμε τις κάμερες;
-Όχι…
-Θα σου πω αύριο.
Την άλλη μέρα πέρασε για ένα δευτερόλεπτο.
-Εντάξει, γι αυτό που λέγαμε χθες.
-Όταν θα’μια έτοιμος θα σου πω…
-Εγινε.
Του’τοχα πει έτσι στο τσιγάρο που κάναμε. Στην  πραγματικότητα αυτοσχεδιάζα… για να είμαι ειλικρινής δεν πίστευα ότι θα δεχόντουσαν. Τότε αρχισα να συνειδητοποιώ το μέγεθος του ενδιαφέροντος αυτού του (ενδεχόμενου) οπτικοακουστικού υλικού.  Τέσσερις ώρες βιντεο τραβηγμένες από 4  διαφορετικούς τσιγγάνους (υπο οποιαδήποτε οπτική γωνία) για μια ζωή ανθρώπων, που εμείς οι υπόλοιποι δεν έχουμε ιδέα πώς είναι… όχι λογοκριμένη… ίσως αυτολογοκριμένη… αλλά πόσο μπορεί να αυτολογοκριθεί ένα νεαρό παιδί; Θα το μοντάριζα (δλδ θα κρατούσα τα ενδιαφέροντα) και θα το ανέβαζα στο internet. Με τη σύμφωνη γνώμη τους… Μου άρεσε όλο και περισσότερο: Πώς ζουν, τι λένε, που τρώνε, πώς τσακώονται, πώς φλερτάρουν, παντρεύονται, θρηνούν, οδηγούν, μεθάνε κ.λ.π.
Ένα πάμφθηνο project, πολύ αληθινό και καθόλου realityπου το μόνο του κόστος θα΄ταν 4-5 handycamκαι κασσέτες… που εκείνη την εποχή ζήτημα ήταν να κοστίζαν όλα μαζί 2.000 ευρώ.
Μετα από λίγες μέρες έτυχε να είμαι στο εξοχικό ενός πολύ αγαπημένου μου φίλοι, που έχει την οικονομική επιφάνεια, τη γνώση, αλλά και πάντα τη διάθεση να (με) βοηθήσει… και πάνω από όλα: Ο λόγος του είναι συμβόλαιο. Τον έχω υψηλά στην εκτίμησή μου και γι’ αυτό δεν θέλω ούτε καν να  τον «φωτογραφίσω».
Του είπα την ιστορία και τη σκέψη μου.
-Λες να έχει ενδιαφέρον βρε Μάνο; με ρώτησε…
-Είμαι απόλυτα σιγουρος.
-Ε, αφού το πιστευ…
-Μισώ τα ριάλιτι… είπε μια (ισχυρή) φωνή ενός τρίτου που δεν περίμενα να συμμετάσχει στη κουβέντα.
-Μα δεν είναι ριάλιτι γιατί οι ίδιοι θ… προσπάθησα να σωσω την παρτίδα… που ήξερα ότι είχε χαθεί… είναι ακριβώς η θεωρία μου για τις συσκέψεις, όπως έχω γράψει εδώ. http://www.gazzetta.gr/bloggers/article/348911-agnoiste-ton-blaka
-Ριάλιτι και μάλιστα του αισχίστου είδους…συνέχισε η (ισχυρή) φωνή.
Gameover.
Hευκαιρία είχε πετάξει.
-Τωρα που το σκέφτομαι μάλλον έχεις δίκιο… είπα…. Και συνεχίσαμε με λιμοντσέλο και άλλαξα κουβλεντα για να βγάλω από τη δύσκολη θέση τον φίλο μου.
Οι επισκέψεις μου στην Ερμού σταμάτησαν το 2010, όταν γεννήθηκε η κόρη μου η Αθηνά. Ηταν μόλις είχε ξεκινήσει η Κρίση. Όταν τα πρώτα χημικά από τις διαδηλώσεις μπήκαν στο δωμάτιο που κοιμόταν το μικρό, καταλάβαμε ότι έπρεπε να φύγουμε από το κέντρο.
Επέστρεψα με την φωτογραφικη μου μηχανή ένα μεσημέρι την προπερασμένη εβδομάδα. Κάθισα στην αγαπημένη μου θέση. Οι φίλοι μου έσπευσαν να με χαιρετήσουν…
-Τί έγινε αδελφέ; Χάθηκες… Τι κάνει η κορούλα; Τι; … και αγόραρο; Μπράβο ρε… κ.λ.π.
Το φως ήταν υπεροχο.
Κοίταξα μέσα από τον φακό.
Τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Ελάχιστες γυναίκες είχαν βγει για ψώνια…παρ’ όλο που ήταν Παρασκευή απόγευμα… Η Ερμού είχε μετατραπεί από εμπορικό δρόμο σε διαδρομή… σε shortcut.  Εστιασα στα πρόσωπα… Μα πού ηταν το χαμόγελο; Γιατί επικρατούσε το γκρί;
Εβαλα τη μηχανή στο OFF.
Σηκώθηκα και έφυγα.
Δεν μας πήραν τα λεφτά φίλοι μου.
Το χαμόγελο μας πήραν.
YΓ1. Οι φωτογραφίες που σας ανεβάζω είναι τραβηγμένες από το 2009 και πίσω.)
ΥΓ2. Θα τις μαζέψω (τις περισσότερες) σε ένα ωραίο blog που΄χω  βρει και θα σας ειδοποιήσω.)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου