Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Juan Salvador Gaviota

βλέπει μακρύτερα, ο γλάρος που πετάει ψηλότερα...



Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον είναι ένα έργο του συγγραφέα Ρίτσαρντ Μπαχ. Πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1970 υπό τον τίτλο Jonathan Livingston Seagull – a story. Απορρίφθηκε από 18 εκδότες πριν τελικά εκδοθεί.
«…Είμαστε της γνώμης ότι ο χαρακτήρας ενός γλάρου που έχει τη δυνατότητα να μιλάει δεν θα είχε ενδιαφέρον στη σημερινή αγορά του βιβλίου. Γι’ αυτό με λύπη σας πληροφορούμε ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην έκδοση αυτών των χειρογράφων, τα οποία και σας επιστρέφουμε…».
Και όμως, αποτέλεσε το εκδοτικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών και συντροφεύει το Όσα Παίρνει ο Άνεμος στο Πάνθεον των best sellers όλων των εποχών, μετά την Αγία Γραφή, έχοντας πουλήσει πάνω από 35.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως.
Η αλληγορική ιστορία ενός γλάρου που η αγάπη του να πετά, τον οδηγεί στην αναζήτηση του απόλυτου. Ένα μοναδικό παραμύθι που μας ζητάει να βρούμε αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα στη ζωή μας και να τραβήξουμε προς τα εκεί με θάρρος, ακλόνητη αποφασιστικότητα και επιμονή. Στην πορεία αυτή, πιθανά να μας περιφρονήσουν και να μας χλευάσουν. Αν όμως επιμείνουμε, αν αντέξουμε και μείνουμε αφοσιωμένοι σ’ αυτό που με αγάπη αποφασίσαμε να κάνουμε, τότε μέσα από την ελευθερία, θ’ αγγίξουμε την πραγματική ευτυχία…
Ένα βιβλίο που σε κάνει να αναζητάς τα δικά σου φτερά!


Όταν ο Ιωνάθαν συνάντησε το Σμήνος στην ακτή, ήταν πια νύχτα. Ήταν ζαλισμένος και τρομερά κουρασμένος. Κι όμως, γεμάτος χαρά έκανε με μια ανακύκλωση την προσγείωσή του στο έδαφος. Θα τρελαθούν από τη χαρά τους, σκέφτηκε, όταν μάθουν για το κατόρθωμα. Πόσο περισσότερο νόημα έχει τώρα να ζει κανείς! Αντί να πηγαινοερχόμαστε όλη την ώρα στις ψαρόβαρκες, έχουμε ένα σκοπό στη ζωή! Μπορούμε να υψωθούμε πάνω από την άγνοια, μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε τον εαυτό μας σαν πλάσματα, εξαιρετικά, μυαλωμένα κι ικανά.
Μπορούμε να ‘μαστε λεύτεροι! Μπορούμε να μάθουμε να πετάμε!
Το μέλλον ήταν γεμάτο τραγούδι και φως υποσχέσεων! Όταν προσγειώθηκε, οι γλάροι ήταν συγκεντρωμένοι στη Σύναξη του Συμβουλίου και φαίνονταν σαν να ‘χανε μαζευτεί απ’ ώρα. Στη πραγματικότητα τον περίμεναν.
—«Γλάρε Ιωνάθαν Λίβινγκστον! Στάσου στο Κέντρο!» τα λόγια του Πρεσβύτερου αντήχησαν με ύφος μεγάλης επισημότητας.
Το να σταθείς στο Κέντρο σήμαινε μόνον, ή μεγάλη τιμή, ή μεγάλη ατίμωση. Το να σταθείς στο Κέντρο τιμητικά ήταν ο τρόπος που αναδείκνυαν οι γλάροι τους επιφανέστερους αρχηγούς τους. «Βέβαια», σκέφτηκε, «σήμερα όλο το Πρωινό Σμήνος είδε το κατόρθωμα! Αλλά δε θέλω τιμές! Δε θέλω να γίνω αρχηγός. Θέλω μόνο να μοιραστώ αυτό που ανακάλυψα, ν’ ανοίξω κείνους τους ορίζοντες, μακριά πέρα, μπροστά μας». Προχώρησε ένα βήμα.
—«Γλάρε Ιωνάθαν Λίβινγκστον», είπε ο Πρεσβύτερος, «στάσου στο Κέντρο, για ατίμωση στα μάτια των γλάρων αδελφών σου».
Αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Τα γόνατά του λύθηκαν, τα φτερά του πάγωσαν. Στ’ αφτιά του ανέβηκε βοή. Στο Κέντρο για ατίμωση! Αδύνατον! Το Κατόρθωμα! Δεν μπορούν να το καταλάβουν! Έχουν άδικο, άδικο!
—«…για παράτολμη επιπολαιότητα», η επίσημη φωνή απήγγειλε, «για παραβίαση αξιοπρέπειας και παράδοσης της Οικογένειας των Γλάρων…» Το να σταθεί στο Κέντρο για ατίμωση σήμαινε πως θα τον έδιωχναν από την κοινωνία των Γλάρων. Τον καταδίκαζαν σε μοναχική ζωή στους Μακρινούς Βράχους.
—«…μια μέρα Γλάρε Ιωνάθαν  Λίβινγκστον, θα μάθεις πως η ανευθυνότης δεν αμοίβεται. Η ζωή είναι το άγνωστο που δεν μπορεί να γίνει γνωστό. Ένα μόνο πράγμα ξέρουμε: πως ερχόμαστε στον κόσμο για να τρώμε και για να μείνουμε ζωντανοί όσο το δυνατόν περισσότερο».
Ένας γλάρος δεν απαντά ποτέ στο Συμβούλιο του Σμήνους, αλλά ο Ιωνάθαν ύψωσε τη φωνή του:
—«Ανευθυνότητα; Αδέρφια μου!» φώναξε. «Ποιός είναι πιο υπεύθυνος από κείνο τον γλάρο που ανακαλύπτει κι ακολουθεί ένα νόημα, έναν ανώτερο σκοπό στη ζωή; Για χιλιάδες χρόνια τρέχουμε πίσω από ψαροκέφαλα, όμως σήμερα έχουμε ένα σκοπό στή ζωή. Να μάθουμε, ν’ ανακαλύψουμε, να λευτερωθούμε! Δώστε μου μιαν ευκαιρία, αφήστε με να σας δείξω τι έχω ανακαλύψει…».
Το Σμήνος θα ήταν σίγουρα από πέτρα.
—«Η Αδελφότητα έσπασε!», απήγγειλαν οι γλάροι όλοι μαζί και με τέλεια ομοφωνία, έκλεισαν τ’ αυτιά τους και του γύρισαν τις πλάτες.
Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον περνούσε πια τις μέρες του μόνος, αλλά πέταξε πέρα από τους Μακρινούς Βράχους. Η μοναδική του θλίψη δεν ήταν η μοναξιά, ήταν η άρνηση των γλάρων να πιστέψουν στη δόξα του πετάγματος που τους περίμενε. Η άρνηση ν’ ανοίξουν τα μάτια τους, και να δουν.
Κάθε μέρα μάθαινε και περισσότερα. Έμαθε πως όταν βουτούσε με μεγάλη ταχύτητα παράλληλα με το ρεύμα, εύρισκε τα σπάνια και νόστιμα ψάρια που κολυμπούσαν σε κοπάδια, τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού. Δεν είχε ανάγκη πια τις ψαρόβαρκες και το μπαγιάτικο ψωμί, για να επιζήσει. Έμαθε να κοιμάται στον αέρα, βάζοντας πορεία, τη νύχτα, πάνω στον άνεμο του πελάγους κι έτσι κάλυπτε εκατό μίλια από δύση σ’ ανατολή. Με τον ίδιο εσωτερικό έλεγχο πέταγε μέσα από βαρειές ομίχλες κι ανέβαινε πάνω από σύννεφα, στους αστραφτερούς ουρανούς, ενώ την ίδια στιγμή οι άλλοι γλάροι σέρνονταν στο έδαφος, βλέποντας μόνον ομίχλη και βροχή. Έμαθε να καβαλά τους ψηλούς ανέμους, που τον έφερναν στην ξηρά, για να τρέφεται εκεί με νόστιμα έντομα.
Ό,τι είχε ελπίσει για το Σμήνος, τώρα το κέρδιζε μόνο για τον εαυτό του. Είχε μάθει να πετά κι όσο για το τίμημα που αναγκάστηκε να πληρώσει, δε μετάνιωνε. Ο Γλάρος Ιωνάθαν ανακάλυψε πως η ραθυμία, ο φόβος κι η οργή ήσαν τα αίτια που κάνανε τη ζωή των γλάρων τόσο σύντομη. Μα αυτά είχαν πια χαθεί από το νου του και τώρα ζούσε μια ζωή μεγάλη κι αληθινά όμορφη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου