Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Η βιοπολιτική της διαρκούς... ανασφάλειας

 Συντάκτης: 
  Στα δύο προηγούμενα άρθρα προσπαθήσαμε να περιγράψουμε το σημερινό ζοφερό πλανητικό τοπίο, όπου οι φοβικές, αγχώδεις και πανικόβλητες αντιδράσεις υπαγορεύονται κυρίως από την ατομική και συλλογική ανασφάλεια (βλ. «Εφ.Συν.» 14 και 21-4-18).
Σε αυτή την αποφασιστική καμπή της ανθρώπινης περιπέτειας θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να ομολογήσουμε ότι δεν διαθέτουμε προφανείς και εύκολες πολιτικές-κοινωνικές λύσεις, ούτε βέβαια «μαγικές» τεχνολογικές ή
επιστημονικές συνταγές για την έξοδο από την πλανητική κρίση που έχουμε δημιουργήσει.
Η επιλογή της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης νεωτερικής εξουσιαστικής πρακτικής είχε συνέπεια να υποβαθμιστούν σταδιακά οι μεσαιωνικές «πειθαρχικές» και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νέων «βιορυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων.
Αυτό δεν σημαίνει, όπως θα δούμε, ότι η κυρίαρχη βιοπολιτική έπαψε να ασκεί κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές, όποτε το έκρινε απαραίτητο.

Η μετανεωτερική διαχείριση των ανθρώπινων φοβικών συμπεριφορών (ΙΙ)

Οι εικόνες της κοινωνικοοικονομικής ανασφάλειας, της εγκληματικής βίας, των απρόσμενων φυσικών καταστροφών που προβάλλονται καθημερινά από την τηλεόραση δημιουργούν στους θεατές φοβικές αντιδράσεις που μολύνουν την κοινωνική τους ζωή. Αυτές οι φοβικές αντιδράσεις, όπως είδαμε, ενώ βασίζονται σε εγγενείς εγκεφαλικούς μηχανισμούς, δεν είναι, όπως πολύ συχνά λέγεται, τα προϊόντα των «εκ φύσεως» φοβικών εγκεφάλων των θεατών, αλλά προκύπτουν από κάποια απειλητικά ερεθίσματα.
Ο βομβαρδισμός μας με αρνητικά-αγχωτικά ερεθίσματα είναι επομένως μια ιστορική-πολιτική επιλογή που στοχεύει συνειδητά στον έλεγχο και την περιστολή των ανθρώπινων βιοψυχολογικών συμπεριφορών.
Οι καθημερινές εικόνες των προσφύγων ή των μικρών παιδιών που πνίγονται στην απελπισμένη προσπάθειά τους να διαφύγουν από τη βία του πολέμου στη Συρία, και σε άλλα σημεία του πλανήτη, γεννούν όχι μόνο έντονη δυσφορία και οργή, αλλά κυριολεκτικά τρόμο για το ανασφαλές παρόν και το επισφαλές μέλλον της ανθρωπότητας.
Ποιες ακριβώς επιπτώσεις έχει για την ψυχοσωματική υγεία και την πολιτική ζωή ενός ατόμου η ανησυχαστική εικόνα της πλανητικής ανασφάλειας;
Είτε το άτομο βιώνει μια πραγματική καταστροφική εμπειρία είτε είναι απλώς θεατής όταν συμβαίνει, αυτή χαράσσεται στη μνήμη του επηρεάζοντας σημαντικά την κοινωνική ζωή του.
Απανθρωποποιητικές (βιο)πολιτικές
Σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε ο Αριστοτέλης στο περίφημο βιβλίο του «Περί Ψυχής», σήμερα δεν είναι πλέον δυνατό να διακρίνουμε τον πολιτικό «βίο» από τη βιολογική «ζωή» των ανθρώπων, δεδομένου ότι τόσο ο κοινωνικοπολιτικός «βίος» όσο και η βιολογική «ζωή» μας αποτελούν αντικείμενα διαχείρισης και χειραγώγησης από τη βιοπολιτική.
Για την πιο πρόσφατη μάλιστα μετανεωτερική εκδοχή της βιοπολιτικής η ανθρώπινη ζωή έχει αξία μόνο ως «πρώτη ύλη», δηλαδή ως ένα εύπλαστο και τελικά αναλώσιμο υλικό πάνω στο οποίο οικοδομείται η καινοφανής πλανητική βιο-εξουσία των αγορών. Ετσι στις σημερινές ιστορικοπολιτικές συνθήκες η βιο-πολιτική μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε θανατο-πολιτική.
Πρόκειται για την καθολικά εφαρμοζόμενη στρατηγική της «γυμνής ζωής», όπως την περιέγραψε ο κορυφαίος Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben) στο βιβλίο του «Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή», που επανακυκλοφορεί από τις εκδ. «Εξάρχεια».
Αναλύοντας τα όσα «ανήκουστα» βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας, ο συγγραφέας καταλήγει στο πρόδηλο και, δυστυχώς, ολοένα και πιο συχνά επιβεβαιωμένο συμπέρασμα: «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία».
Μολονότι ο Αγκάμπεν ξεκίνησε να γράφει το «Homo sacer» για να διερευνήσει τα αίτια της απάνθρωπης εξολοθρευτικής πολιτικής στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατέληξε σε μια πολύ ευρύτερη ανθρωπολογική θεώρηση των νέων βιοπολιτικών πρακτικών, οι οποίες εκμεταλλεύονται τις εκάστοτε βιοτεχνολογικές και βιοϊατρικές προόδους για να μετατρέψουν τη ζωή των ανθρώπων σε... «γυμνή ζωή».
Από τις εμβριθείς και ιστορικά τεκμηριωμένες αναλύσεις του προκύπτει ότι «η γυμνή ζωή δεν είναι πλέον εντοπισμένη σε έναν ιδιαίτερο και απομονωμένο τόπο ούτε και περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αλλά κατοικεί στο βιολογικό σώμα κάθε έμβιου όντος».
Η επιλογή της εξουσίας -κατά την ύστερη νεωτερική εποχή- να ασκείται αποκλειστικά μέσω της βιοπολιτικής οδήγησε σταδιακά, όχι τόσο ή όχι μόνο στα «αποτρόπαια» εγκλήματα των δύο τελευταίων Παγκόσμιων Πολέμων, αλλά στην απανθρωποποίηση της ανθρώπινης ζωής συνολικά, η οποία κατέληξε να θεωρείται από την εκάστοτε βιοεξουσία πλήρως απαξιωμένη και άρα δυνητικά φονεύσιμη «γυμνή ζωή».
Πώς όμως το πέτυχε αυτό η νέα πλανητική βιοεξουσία; Μετατρέποντας τις σπάνιες μέχρι χθες «καταστάσεις εξαίρεσης» -τις λεγόμενες «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης»- σε καθεστώς μόνιμης και τεχνητά ανατροφοδοτούμενης ανασφάλειας των πολιτών, οι οποίοι οφείλουν πλέον να ζουν σε καθεστώς φόβου για το παρόν και πανικού για το μέλλον.
Ολοκληρωτική ανασφάλεια;
Η επιβολή της ρευστότητας και της διαρκούς ανασφάλειας ως εργαλείο κοινωνικής διαχείρισης έχει αναλυθεί επαρκώς από σημαντικούς στοχαστές -Μισέλ Φουκό, Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Τζόρτζιο Αγκάμπεν κ.ά.- οι οποίοι έχουν εξηγήσει αναλυτικά πώς οι μετανεωτερικές πολιτικές της συρρίκνωσης του κράτους δικαίου, η ρευστότητα της οικονομίας, η αποδόμηση των δημοκρατικών θεσμών αποτελούν τις «παράπλευρες απώλειες» του κυρίαρχου πια «πνεύματος των καιρών», του λεγόμενου γερμανιστί «Zeitgeist», που ταυτίζεται με τη γενικευμένη ανασφάλεια και την αβεβαιότητα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, ιδιωτικούς και κοινωνικούς.
Παραδόξως, η νέα βιοπολιτική του φόβου και του πανικού κατάφερε να επιβληθεί πλανητικά ως αντιστάθμισμα στις δήθεν εγγενείς αδυναμίες της σύγχρονης δημοκρατίας και ως ένα αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση των εχθρών της: το κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας και ρευστότητας ευνοεί συνήθως τις πιο συντηρητικές πολιτικές επιλογές των πολιτών, οι οποίοι τρομοκρατημένοι στρέφονται σε αντιδραστικούς πολιτικούς ηγέτες που δημαγωγικά τους υπόσχονται ασφάλεια και σταθερότητα, με αντίτιμο βέβαια τη «θυσία» κάποιων συστηματικά απαξιωμένων κοινωνικών, εργασιακών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών.
Η καλλιέργεια και η εσωτερίκευση ασαφών απειλών σε συνδυασμό με την ευκολία με την οποία οι τρομοκρατημένοι πολίτες αντιδρούν, παραχωρώντας «οικειοθελώς» τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους, μας αποκαλύπτουν κάποιες αδιαφανείς πτυχές της πολιτικής διαχείρισης των φοβικών μας αντιδράσεων.
Ετσι εξηγείται, για παράδειγμα, το συχνά διαπιστωμένο (από τα εκλογικά αποτελέσματα) γεγονός ότι απρόσωπες απειλές, όπως η οικολογική καταστροφή και η υπερθέρμανση του πλανήτη, δεν κινητοποιούν εξίσου τους ψηφοφόρους με τα συντηρητικά κόμματα που υπόσχονται την εξάλειψη του μεταναστευτικού προβλήματος.
Η «εξήγηση» των περισσότερων πολιτικών ψυχολόγων είναι ότι είμαστε βιολογικά προδιαθετειμένοι στο να «προσωποποιούμε» και να μεταθέτουμε τα προβλήματά μας στους «άλλους».
Συνεπώς έχουμε την τάση να αναγνωρίζουμε ευκολότερα ως πρόβλημα τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και όχι τις απρόσωπες οικολογικές καταστροφές.
Αυτό το δημοφιλές εξηγητικό σχήμα ωστόσο παραβλέπει σκοπίμως την επίκτητη ξενοφοβική παιδεία των ψηφοφόρων, καθώς και το εξίσου αποφασιστικό γεγονός ότι δεν διαθέτουν επαρκή ενημέρωση για τις πραγματικές συνέπειες των οικολογικών καταστροφών.

Δύο ενδιαφέροντα βιβλία για την έννοια του φόβου

Αν και γράφτηκε το 2004, το βιβλίο αυτό θεωρείται ήδη κλασικό στην πολιτική γραμματεία και παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο και προφητικό όσον αφορά την ανάλυση της νέας κοινωνικής λειτουργίας του ανθρώπινου φόβου.
Μολονότι ο φόβος υπήρξε ανέκαθεν μια κεντρική πολιτική έννοια και κυρίως ένα ανεξάλειπτο εργαλείο εξουσίας, ελάχιστα έχει μελετηθεί από την πολιτική σκέψη.
Το σκανδαλώδες αυτό κενό επιθυμεί να καλύψει αυτό το βιβλίο του Κόρεϊ Ρόμπιν, ο οποίος μέσα από μια πολύ επιδέξια ιστορική ανασυγκρότηση καταφέρνει να μας προσφέρει μια εμβριθή ανάλυση της έννοιας και της πολιτικής λειτουργίας του φόβου από τις απαρχές της νεωτερικής εποχής μέχρι σήμερα.
Διόλου περίεργο λοιπόν που η ανάλυσή του ξεκινά από το θεμελιώδες και θεμελιακό έργο του Τόμας Χομπς, Βρετανού πολιτικού φιλόσοφου του 17ου αιώνα, που πρώτος αναγνωρίζει την αποφασιστική σημασία του συναισθήματος του φόβου για την κοινωνική συνοχή και ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων.
Ακολουθεί η συστηματική παρουσίαση δύο μεγάλων Γάλλων πολιτικών φιλοσόφων, του Μοντεσκιέ και του Αλεξίς ντε Τοκβίλ, οι οποίοι ο πρώτος τον 18ο αιώνα και ο δεύτερος τον 19ο αιώνα πρότειναν μια διαφορετική από τον Χομπς εκδοχή και πολιτική λειτουργία του φόβου.
Οσο για τον εικοστό αιώνα, ο συγγραφέας εστιάζει στο έργο της Χάνα Αρεντ, η οποία ήταν η πρώτη που ανέδειξε την τρομοκρατική και απανθρωποποιητική λειτουργία του μαζικού κοινωνικού φόβου.
Αυτή η ιστορική ανασυγκρότηση της πολιτικής έννοιας του φόβου οδηγεί τον συγγραφέα, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, σε μια διεξοδική ανάλυση της λειτουργίας του φόβου στις ΗΠΑ ως του βασικού πολιτικού εργαλείου χειραγώγησης και επιβολής των νέων κοινωνικών, οικονομικών και ρατσιστικών ανισοτήτων.
Ο Κόρεϊ Ρόμπιν διδάσκει Πολιτική Επιστήμη σε δύο κορυφαία δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ, στο Brooklyn College και στο Graduate Center του City University of New York.
Σπούδασε Ιστορία στο Ρrinceton και Πολιτικές Επιστήμες στο Yale. O «Φόβος» ήταν το πρώτο βιβλίο του που βραβεύτηκε από την Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Επιστημών και μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως σε πολλές ξένες γλώσσες.
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη μονογραφία, η οποία παρουσιάζει συνοπτικά τη φαινομενολογική έννοια του φόβου ως ενός πολύ βασικού και συνειδητού ανθρώπινου συναισθήματος.
Μια φαινομενικά «ξεπερασμένη» προσέγγιση των ανθρώπινων «θυμικών», δηλαδή των αμιγώς ψυχικών λειτουργιών, που θέτει σοβαρά ερωτήματα στην κυρίαρχη σήμερα «αναγωγιστική» προσέγγιση του φόβου από τις νευροεπιστήμες.
Οπως ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας: «Η φιλοσοφία υπήρξε διστακτική απέναντι στο φόβο. Πολλοί στοχαστές αναγνωρίζουν την παρουσία του σε καίριες στιγμές του πρακτικού μας βίου· η στάση, όμως, που υιοθετούν απέναντί του είναι συνήθως επικριτική.
«Οσον αφορά το φόβο... δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε ποτέ να είναι αξιέπαινος ή χρήσιμος», ομολογεί ο Ντεκάρτ, ακολουθώντας την παράδοση αρνητικών απόψεων περί φόβου που εγκαινίασε ο Πλάτων όταν όριζε ως αρετή την ικανότητα αντίστασης σε ό,τι πιστεύουμε ή επιθυμούμε όταν βρισκόμαστε «εν φόβοις»».
Πράγματι, για τους περισσότερους κλασικούς φιλοσόφους ο φόβος είναι «κακός σύμβουλος» της δράσης, ενώ για όλους σχεδόν τους σύγχρονους ερευνητές ο φόβος είναι αναπόσπαστο μέρος της φυσικής αντίδρασης ενός οργανισμού προς αποφυγή μιας επερχόμενης βλάβης.
Ο Αντώνης Χατζημωυσής αμφισβητεί και τις δύο αυτές απόψεις και προσεγγίζει το πολύσημο συναίσθημα του φόβου από μια φαινομενολογική σκοπιά, η οποία επιθυμεί να αναδείξει τη φύση του ως συνειδητού συναισθηματικού βιώματος.
Ο συγγραφέας λοιπόν ανασκευάζει τον ορισμό του συναισθήματος ως αμιγώς σωματικού αισθήματος καθώς και τον ισχυρισμό ότι ο φόβος είναι ένα ασυνείδητο φαινόμενο. Αναλύει την καίρια όσο και δυσερμήνευτη σχέση του φόβου με τη συμπεριφορά και περιγράφει τη διαφορά ανάμεσα στον ενεργητικό και τον παθητικό φόβο.
Προτείνει, τέλος, μια ερμηνεία του φόβου η οποία εμπνέεται από τη φαινομενολογική θεωρία των συναισθημάτων. Η θεώρηση που αναπτύσσει προσεγγίζει τον φόβο ως απάντηση του οργανισμού σε μια επικίνδυνη εξωγενή κατάσταση, μια θεώρηση που φιλοδοξεί να συμβάλει στην κατανόηση του συνειδητού χαρακτήρα του φόβου, της φύσης του δηλαδή ως συναισθηματικής εμπειρίας.
Πάντως σήμερα σχεδόν κανένας νευροεπιστήμονας δεν ανάγει ούτε και ταυτίζει τα φοβικά συναισθήματα με ένα εγκεφαλικό «κέντρο του φόβου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου