Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

«Οχι και Γυφτούπολις...»

«Οχι και Γυφτούπολις...»Το δημαρχείο Φυλής, στα Ανω Λιόσια, όπως είναι σήμερα 
Ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα δυσκολευτεί να το εντοπίσει σαν ένα κομβικό συστατικό στοιχείο της ανεπίσημης νεοδημοκρατικής προπαγάνδας στον δρόμο προς τις πρόσφατες κάλπες. Πολύ διαφορετικό

βέβαια από την επίσημη ανάδειξη του Στέλιου Κυμπουρόπουλου, ως προσχηματικού συμβόλου ενός «αντιρατσισμού» προσαρμοσμένου στις δαρβινικές προδιαγραφές της δήθεν αριστείας. Εξίσου όμως -αν όχι ακόμη περισσότερο- λειτουργικό, καθώς ανταποκρίνεται πλήρως στον βαθύ (πλην συνήθως ανομολόγητο) ρατσισμό της εγχώριας συντηρητικής παράταξης.
Ο λόγος για τον καταιγισμό των προεκλογικών αναρτήσεων και δημοσιευμάτων που απέδιδαν την εμφανή αριθμητική (πλην τελικά ατελέσφορη) υπεροχή των προεκλογικών συγκεντρώσεων του Αλέξη Τσίπρα στην παρουσία Τσιγγάνων.
Υπονοώντας πως αυτή η τελευταία είτε δεν αποτελούσε συνειδητή πολιτική επιλογή αλλά προϊόν χρηματικής εξαγοράς (ως αρμόζει στις «κατώτερες φυλές»), είτε αντανακλούσε τον περιορισμό της εμβέλειας του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινωνικό περιθώριο, μακριά πολύ από τους μητρόθεν και πατρόθεν (αναντάν μπαμπαντάν) απογόνους του Μεγαλέξανδρου και του Περικλή.
Οι τίτλοι των δεξιών ιστότοπων είναι αποκαλυπτικοί γι’ αυτή τη στοχευμένη πρόσληψη: «Μια μαγική (τσιγγάνικη) βραδιά με τον Αλέξη!» (antinews.gr)· «Τα Ρομά είναι εδώ για τον Τσίπρα τον Θεό!» (pentapostagma.gr) κ.ο.κ.
Παρόμοιες αναρτήσεις από τα social media επέλεξε ακόμη και η ναυαρχίδα του συγκροτήματος Μαρινάκη, ως έμμεσο σχολιασμό της περιορισμένης προσέλευσης στην κεντρική ομιλία του πρωθυπουργού: «Είχαν κάτι γάμους στο Μενίδι γι' αυτό δε μαζεύτηκαν πολλοί στο #συνταγμα σήμερα»· «7.30 είπαμε παιντιά κι είναι 9.10! Τελειώνει εκείνος ο γάμος στο Ζεφύρι;»· «Λάθος επιλογή το Σύνταγμα, σύντροφε Αλέξη. Εάν είχες επιλέξει το Ζεφύρι και μάλιστα σε ημέρα γάμου, θα είχε πέσει το σαγόνι των φιλελέδων από την προσέλευση. Είμαστε για τέτοια σφάλματα τώρα που μας πήρανε φαλάγγι?» («Τρικούβερτο το γλέντι στο twitter για την άδεια πλατεία Τσίπρα», ΒΗΜΑ Online 24/5/2019).
«Οι γύφτοι είναι η γάγγραινα του τόπου, της Ελλάδος ολοκλήρου»
εφ. «Φωνή των Ανω Λιοσίων», 31/1/1976
Για την πολιτική γενεαλογία αυτών των αντιλήψεων, αλλά και για την οργανική σύνδεση της εθνικόφρονος τσιγγανοφαγίας με την ακύρωση κάποιων μικροαστικών σχεδίων κοινωνικής ανέλιξης (φαινόμενο που παρατηρούμε και στα χρυσαυγίτικα αφηγήματα για επιστροφή των υποβαθμισμένων αθηναϊκών συνοικιών σ’ ένα εξιδανικευμένο μεσοαστικό παρελθόν), εξαιρετικά εύγλωττη είναι η σημερινή μας περιδιάβαση σε μια κομβική στιγμή του νεοελληνικού ρατσισμού: την καμπάνια της εφημερίδας «Φωνή των Ανω Λιοσίων», αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, για εκκαθάριση του σημερινού Δήμου Φυλής από την πρόσφατη -τότε- εγκατάσταση και παρουσία εκεί των επάρατων «Γύφτων». Καμπάνια που, σε αντίθεση με τα ειρωνικά κλεισίματα ματιού των ημερών μας, έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους, δίχως υποκριτικές παραχωρήσεις στην πολιτική ορθότητα.

Το έθνος και οι άλλοι

Μηνιαίο φύλλο που κυκλοφόρησε από τον Σεπτέμβριο του 1974 ίσαμε τον Ιανουάριο του 1977, η «Φωνή των Ανω Λιοσίων» είχε ιδιοκτήτρια, εκδότρια και διευθύντρια τη Ματίνα Α. Παναγιωτοπούλου -σύζυγο καθηγητή, όπως πληροφορούμαστε από σχετικά κοινωνικά δημοσιεύματά της (31/8 & 31/12/1975).
Η εφημερίδα ισχυριζόταν πως «δεν ανήκει απολύτως μα απολύτως σε καμμιά πολιτική παράταξι» αλλά «σ’ όλους αδιακρίτως τους κατοίκους του Δήμου Ανω Λιοσίων» (31/7/1975), «είναι εφημερίδα όλων μας που κατοικούμε εδώ στα Ανω Λιόσια» -πλην Τσιγγάνων, προφανώς- (31/12/1975) και διέψευδε με οργή όσους «διαδίδουν πως είναι όργανο του Δημάρχου» (31/8/1975).
Μνημόνευε πάντως διαρκώς τον τοπικό βουλευτή της Ν.Δ., Χρήστο Κατσιγιάννη. Οπως πληροφορούμαστε δε από το τελευταίο φύλλο της, είχε συνολικά 700 «συνδρομητές», μόνο οι μισοί από τους οποίους κατέβαλλαν το προβλεπόμενο κατοστάρικο.
Η εθνικοφροσύνη της «Φωνής» αποτυπώνεται σε διάφορα κείμενα, με χαρακτηριστικότερο το άρθρο «Οι Ιεχωβήτες» (31/7/1975): «Η Πατρίς μας από της απελευθερώσεώς της το 1821 μέχρι σήμερα», διαβάζουμε εκεί, «έχει καταστή ξέφραγο αμπέλι στα θέματα της πίστεως και στην ορθή πορεία της Εθνικής μας ζωής προς όλες τις κατευθύνσεις. Αποτέλεσμα είναι να χορεύουν ελεύθερα όλα τα διαβρωτικά στοιχεία του υλισμού με όλες τις μορφές του εις βάρος της Εθνικής μας υποστάσεως. Μεταξύ των διαβρωτικών αυτών στοιχείων συμπεριλαμβάνεται και η Διεθνής αντιχριστιανική αίρεσι των Χιλιαστών ή Μαρτύρων του Ιεχωβά ή Σπουδαστών της Γραφής. Φρούτο και η αίρεσι αυτή της Αμερικάνικης εκμεταλλεύσεως που ξεκινάει από τα μεγάλα οικονομικά τραστ των Εβραιοαμερικανών Μασώνων και άλλων αντιχριστιανικών αιρέσεων. [...] Ιδατε ποτέ σπίτι Ιεχωβήτου στις εθνικές εορτές να υψώνη τη γαλανόλευκη; Τον ίδατε να συμμετάσχη στις εορτές του Εθνους μας; Ποτέ».
Η «Φωνή» καμάρωνε επίσης πως είναι «η μόνη απ’ όλες τις ημερήσιες και επαρχιακές εφημερίδες που ασχολήθηκε τόσο συστηματικά και εκτεταμένα πάνω στη ζωή των Γύφτων»: «την βρωμιά και την παλιανθρωπιά των Γύφτων», «αυτές τις αδιάντροπες υπάρξεις που έπεσαν σαν κατάρα σ’ αυτό τον Δήμο μας» -αφού, «όπου η γύφτικη οικογένεια “αράξει”, αμέσως δημιουργείται πρόβλημα Δημοσίας Υγείας, πρόβλημα ηθικής τάξεως, πρόβλημα ησυχίας, πρόβλημα ανθρωπισμού» [sic] (31/7/1975).
Η πυκνότητα και η οξύτητα των σχετικών δημοσιεύσεων όντως εντυπωσιάζουν, καθώς η καταπολέμηση της «γύφτικης γάγγραινας» αναδεικνύεται σταδιακά στο βασικό μέτωπο του εντύπου, αντανακλώντας ενδεχομένως τις (αθέατες στον σημερινό αναγνώστη) διαθέσεις του τότε κοινού του.
Η συγκυρία της καμπάνιας δεν ήταν άλλωστε καθόλου τυχαία. Ούτε στη μικροκλίμακα των Ανω Λιοσίων, όπως θα δούμε παρακάτω, ούτε σε σχέση με την κεντρική κρατική πολιτική απέναντι στους Ρομά.
Μεγάλο μέρος των τελευταίων παρέμενε ακόμη σ’ ένα θεσμικό κενό, ως πρόσωπα «ακαθορίστου ιθαγενείας», με την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών να τους αποκλείει ρητά από τον εθνικό κορμό: «οι Αθίγγανοι», ξεκαθαρίζει σχετική γνωμοδότηση της Διευθύνσεως Ιθαγενείας εν έτει 1977, «δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συγκεντρώνουν τα στοιχεία που έχουν καθιερωθεί ότι αποτελούν τα διακριτικά γνωρίσματα της έννοιας του ομογενούς και ως εκ τούτου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως Ελληνες το γένος, αλλά ως αλλογενείς» (Σεβαστή Τρουμπέτα, «Οι Ρομά στο σύγχρονο ελληνικό κράτος», Αθήνα 2008, σ. 44-5).
Αντικείμενο ενδοϋπηρεσιακών προβληματισμών επί τουλάχιστον μία δεκαετία, η πολιτογράφησή τους θα διαταχθεί μόλις στις αρχές του 1978 και θα ολοκληρωθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια· εξέλιξη που μετέβαλε δραστικά τις σχέσεις τους με το ελληνικό κράτος και, μεσοπρόθεσμα, τη θέση τους στην ελληνική κοινωνία (Δημήτρης Ντούσας, «Rom και φυλετικές διακρίσεις», Αθήνα 1997, σ. 62).

«Προάστειο» ή «Γυφτούπολις»;

Το εναρκτήριο λάκτισμα της καμπάνιας της «Φωνής» δόθηκε με μια σειρά άρθρων του Χαράλαμπου Σωτηρόπουλου, κατοίκου της περιοχής, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Με τον εμβληματικό τίτλο «Οχι και Γυφτούπολις τα Ανω Λιόσια», το σημαντικότερο απ’ αυτά δημοσιεύτηκε στις 31/5/1975, καταλαμβάνοντας δυόμισι από τις τέσσερις συνολικά σελίδες της εφημερίδας.
Ο συντάκτης του καλεί σε συναγερμό «για το σοβαρώτατο πρόβλημα της περιοχής Ανω Λιοσίων, για τη γάγγραινα του τόπου όπως την αποκαλέσαμε λόγω της ομαδικής επιδρομής και εγκαταστάσεως των Γύφτων σ’ αυτή την περιοχή», επενδύοντας την κραυγή του μ’ ένα πλήρες σετ από ρατσιστικά στερεότυπα: «Ασιατική φυλή» που δεν την ήθελε στη χώρα του «ούτε ο Κεμάλ», διαβάζουμε, οι Ρομά αποτελούν «τελείως αρνητικό στοιχείο» και «πληγή του Φαραώ [που] μας κάνει το βίο αβίωτο»· «ομιλούν δική τους γλώσσα», είναι «ανυπότακτοι, σκληροί και ανελέητοι», διακατέχονται από «αρρωστημένη ή σαδιστική νοοτροπία» και «κληρονομικότητα, ήθη και έθιμα [που] κυριαρχούν μέσα στη ζωή τους, ώστε πρώτα να βγαίνει η ψυχή τους και μετά τα χούγια τους».
Πάνω απ’ όλα, δε, «αυξάνονται και πληθύνονται ως η άμμος της θαλάσσης, διότι τούτο αποτελεί τον καλύτερον τρόπον ψυχαγωγίας τους, ως συμβαίνει συνήθως σ’ όλες τις υπανάπτυκτες χώρες και στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις».
Το όλο πρόβλημα δεν σκιαγραφείται ωστόσο με όρους πολιτισμικούς αλλά «γεωπολιτικούς» (στην τοπική μικροκλίμακα), με οφθαλμοφανή κοινωνικο-οικονομικά συμφραζόμενα· αφορά τη βίαιη ακύρωση ενός οράματος «αναβάθμισης» και «εκπολιτισμού» του πάλαι ποτέ χωριού σε μεσοαστικό προάστιο:
«Εφ’ όσον ο γύφτος δημιουργήσει βάσι για τσαντήρι στην αρχή, δίπλα σ’ αυτόν δεν πάει άλλος που δεν είναι τσιγγάνος για να αγοράση και να κατοικήση. Ετσι και τα διπλανά πέφτουν στα χέρια τους, εφ’ όσον αυτοί που τα κατέχουν μοιραίως απογοητεύονται και παραδίδονται άνευ όρων στους γύφτους, εφ’ όσον δεν βρίσκουν άλλον αγοραστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι βάσεις, οι θύλακες, οι σφήνες των γύφτων διευρύνονται επικινδύνως. [...] Οταν τα προπύργια και οι ακριτικές περιοχές υποχωρήσουν, όπως θεωρείται όλη η εκτός σχεδίου περιμετρική ζώνη πέριξ του παλαιού χωριού, τότε μοιραίως θα έλθη και η παρακμή του παλαιού χωριού.
Τώρα που είχε αρχίσει να αυξάνη ο πληθυσμός στην περιφέρεια και υπήρχαν ελπίδες εις το εγγύς μέλλον να επεκταθή το Πολεοδομικό σχέδιο γύρω από το παλαιό χωριό και οι προοπτικές διεγράφοντο κάπως ευοίωνοι για την αξιοποίησι της περιοχής, τώρα λέγω στην ώρα επάνω επλάκωσαν και οι γύφτοι και μας εκάνανε νοικοκυραίους».
Διατυπώνεται μάλιστα ο φόβος πως «οι Γύφτοι», ως ενιαίο σύνολο, «όχι μόνο δεν έχουν διάθεσι να πειθαρχήσουν και να αφομοιωθούν από εμάς, αλλά φιλοδοξούν αυτοί να αφομοιώσουν εμάς και να μας κάνουν γύφτους. Λέγουν και διαλαλούν ότι “εδώ θα γίνη μεγαλύτερη γυφτούπολις είτε το θέλετε είτε δεν το θέλετε. Θα μας παρακαλάτε ν’ αγοράσουμε τα σπίτια σας όσο όσο και δεν θα τα παίρνουμε. Οποιου δεν τ’ αρέσει να φύγη να πάει στο Κολωνάκι”».
Ο κινδυνολόγος αρθρογράφος δεν ήταν καθόλου μεμονωμένη περίπτωση. Μετά την εκλογή του πρώτου αιρετού Δ.Σ. του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου (18/5/1975), διαβάζουμε στην εφημερίδα (30/6), «με μια φωνή όλοι οι Σύμβουλοι μας είπανε [για τους Τσιγγάνους] “είναι μεγάλη πληγή αυτή, δεν είναι άνθρωποι, είναι καταστροφή, είναι οπισθοδρόμησι. Ανάθεμα σ’ εκείνους που τους έβαλαν εδώ, ανάθεμά τους γιατί κατέστρεψαν τον τόπο τους και εμάς που θέλουμε τον τόπο αυτόν εδώ να τον ιδούμε παράδεισο. Είμαστε έτοιμοι να εξεγερθούμε όποια ώρα και στιγμή! Πληρώνουμε να φύγουν, να φύγουν...”».
«Αυτοί οι κατσίβελοι μας τρέλλαναν. Ημέρα-νύχτα οι γύφτοι με τα μεγάφωνά τους, δεν τους πειράζει κανένας. Δεν τους ενοχλεί ούτε η Δημοτική αρχή, ούτε η Αστυνομία. Δεν υποφέρωνται πια», καταγγέλλει σε μεταγενέστερο φύλλο ένας άλλος κάτοικος.
Η εφημερίδα συμφωνεί και επαυξάνει: «Οι γύφτοι είναι η γάγγραινα του τόπου, της Ελλάδος ολοκλήρου. Η Βουλή πρέπει να ασχοληθεί. Εμείς επροτείναμε λύσεις. Ας τις συμβουλευθούν οι εθνοπατέρες» (31/1/1976).
Σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, πλέον, η εκδίωξη των Ρομά παρουσιάζεται σαν ζήτημα δημοκρατίας: «Πλέον των 20.000 κατοίκων, πλέον των 7.000 ψηφοφόρων που θέλουν υγεία στις οικογένειές τους, αρχοντιά, προκοπή και πολιτισμό στο σπίτι τους και σ’ αυτό τον χώρο δεν θέλουν γύφτους γείτονες γιατί τους βρωμίζουν, γιατί τους κλέβουν, γιατί τους ανησυχούν και τους συχαίνονται με την άτακτη και απάνθρωπη ζωή τους» (31/7/1975).
Υπάρχει άλλωστε πάντα το αντίπαλο δέος, απειλητικό αλλά βολικά απροσδιόριστο: «Οι εκμεταλλευτές του τόπου τούτου τον θέλουν σκουπιδότοπο, γυφτότοπο, τόπο συγκεντρώσεως ατόμων ηθικώς διαβεβλημένων, για να μη μπορέση να ιδή Θεού πρόσωπο» (31/8/1975).
Το σχήμα του Σωτηρόπουλου και οι συνακόλουθες εκκλήσεις για δράση επαναλαμβάνονται τακτικά: «Τα καλύτερα σημεία της συνοικίας Αγίου Ιωάννου τα καταλαμβάνουν οι γύφτοι. Αγοράζουν κτήματα, κτίζουν σπίτια λαθραία, καταστρέφουν τον τόπο με την παρουσία τους, δημιουργούν έξυπνα μία εστία και γύρω απ’ αυτήν συγκεντρώνονται πολλές οικογένειες. Επρότεινε η εφημερίδα μας την τοποθέτησι απαγορευτικών πινακίδων για την στάθμευσιν ή παραμονήν γύφτων. Δεν εισακούγεται. [...] Αρχίζουμε να απελπιζόμεθα, εκτός και μας βοηθήση ο λαός εξεγειρόμενος κατά παντός κακού συναπαντήματος της περιοχής» (31/12/1975).

Ο ρατσισμός των «ξένων»

Ποιος ήταν όμως ακριβώς «ο λαός» στον οποίο απευθυνόταν η εφημερίδα; Από τα ίδια τα δημοσιεύματά της αναδύεται η εικόνα μιας τοπικής κοινωνίας όχι μόνο ανομοιογενούς, αλλά και βαθιά διχασμένης.
«Πριν από τις Δημοτικές εκλογές [του 1975] ζήσαμε το χάσμα των νεοδημοτών και των γηγενών», παραδέχεται π.χ. στις 31/10/1975, στο προτελευταίο δε φύλλο της (31/12/1976) σκιαγραφεί τουλάχιστον τρία διακριτά πληθυσμιακά υποσύνολα.
Εκτός από «το γύφτικο στοιχείο» που «αγόρασε αγροτεμάχια (οικόπεδα)» και «κυριολεκτικά κατεβάζει την όψι αυτής της μόλις αρχίζοντας να στέκεται στα πόδια της κοινωνίας μας τόσο χαμηλά όσο βρίσκονται οι γύφτοι», οι υπόλοιποι κάτοικοι των Ανω Λιοσίων χωρίζονταν επίσης σε «παλαιούς» και «ξένους».
Οι πρώτοι, «το παλαιό στοιχείο» των ντόπιων Αρβανιτών, «οι άρχοντες και οι φτωχοί», περιγράφονται σαν «φιλήσυχοι και κάπως αδιάφοροι για τα κοινά θέματα», επισημαίνεται όμως πως «οι μετοχές τους αυξήθηκαν» με τις πωλήσεις γης στους νέους οικιστές.
Οι δεύτεροι, προερχόμενοι «από όλα τα διαμερίσματα της ελληνικής Επικράτειας», πιστώνονται αντίθετα με «αποδεδειγμένη τάσι για πρόοδο και ανάπτυξι και νίκη στη ζωή»· από οικονομική άποψη είναι δε «είτε οικονομικώς ευκατάστατοι είτε μεροκαματιάρηδες», με τη διευκρίνιση ότι «το δεύτερο κυριαρχεί».
Οπως διαφαίνεται από αλλεπάλληλα δημοσιεύματα, κατά των Τσιγγάνων αντιδρούσαν κυρίως «οι ξένοι», οι οικιστές δηλαδή που επιδίωξαν να αναβαθμιστούν κοινωνικά με την εγκατάστασή τους σ’ ένα δυνάμει «προάστιο».
Οι ντόπιοι -ή μια μερίδα τους- κατηγορούνται, αντίθετα, πως εμποδίζουν αυτή την αναβάθμιση με τις ενοχλητικές αγροτοποιμενικές ασχολίες τους. Ενώ θα έπρεπε «να βοηθήσωμε τον τόπο μας για να γίνη ένα από τα καλύτερα και τα ωραιότερα προάστια των Αθηνών», ακόμη και «να χαρακτηρισθή η περιοχή μας Τουριστική», διαβάζουμε σε χαρακτηριστικό ξέσπασμα επιστολογράφου της εφημερίδας (31/7/1975), «πώς να γίνουν όλα αυτά που μέσα στα σπίτια μας, από το ένα άκρο στο άλλο της Πόλεώς μας, όπως επιμένετε και πολύ σωστά να την ονομάζετε, βόσκουν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο κοπάδια από πρόβατα και κατσίκες. Πώς να γίνουν πόλις τα Ανω Λιόσια που μέσα και σ’ αυτό το κέντρο της πόλεως υπάρχουν βουστάσια, γαϊδουροστάσια και δεν μπορεί να περάση άνθρωπος χωρίς να κλείση τη μύτη του. Πώς να γίνουν πόλις τα Ανω Λιόσια, όταν και μέσα στο κέντρο υπάρχουν μάντρες, αυλές και χώροι στους οποίους συγκεντρώνουν κοπριά και την εμπορεύωνται. [...] Μερικοί δεν πρόκειται να γίνουν άνθρωποι, όσο αγώνα και αν κάνετε για να αλλάξη όψι ο τόπος».
Η πίεση για αλλαγή χρήσεων του χώρου θα πάρει ακόμη και ανορθόδοξα βίαιες μορφές: «Το τελευταίο δηλητηρίασμα των 25 προβάτων τι μας λέγει;» (30/4/1976).
Δίχως θυσίες, προειδοποιεί έτσι η «Φωνή» (31/7/1975), «δεν θα πρέπη να έχωμεν και καμμίαν φιλοδοξίαν να δούμε τον τόπον μας πολιτισμένον - καθαρόν, με δρόμους φαρδείς και πλατείες, με Γυμνάσιον, σχολεία, εκκλησίες. Και τέλος με κοινωνικήν στάθμην ζωής όχι όπως αυτή των γύφτων, που ολοέν και περισσότερον συγκεντρώνονται εις την πόλιν μας, ωσάν να προμηνύουν μίαν συμφοράν άνευ προηγουμένου εις τον τόπον μας».

Ο εσωτερικός εχθρός

Εκτός από τους «αλλόφυλους» εποίκους, την κατακραυγή της «Φωνής» προκαλεί ωστόσο κυρίως ο εσωτερικός εχθρός: «Υπήρξαν οι προδότες του τόπου που πούλησαν τα χωράφια τους σε γύφτους για ελάχιστες χιλιάδες και έχασαν τα διπλάσια και κάθε μέρα αναθεματίζονται. Υπάρχουν και τώρα και “εργολάβοι” που γίνονται όργανα των γύφτων παίρνοντας από τους γύφτους πολλά χρήματα για να τους κτίσουν σπίτια» (30/6/1975)· «άνθρωποι επιπόλαιοι, ασυνείδητοι και απολίτιστοι της πόλεώς μας, που έφεραν τη γάγγραινα μέσα στο ίδιο το σπίτι τους» (31/7/1975).
«Αδιάντροπες υπάρξεις», οι Τσιγγάνοι «έπεσαν σαν κατάρα σ’ αυτό τον Δήμο μας, γιατί ευρέθηκαν κατά τα χρόνια εκείνα της κοινοβουλευτικής ανωμαλίας και στα επτά χρόνια της Δικτατορίας απερίσκεπτοι, ασυνείδητοι αλλά και τυχοδιώκτες μεσίτες να πουλήσουν σε μερικές γύφτικες οικογένειες αγροτεμάχια και να καταστρέψουν τον τόπο μας, το δε όνομα αυτών να συμπεριληφθή μεταξύ των προδοτών του χώρου των Ανω Λιοσίων» (31/7/1975).
Στο ίδιο μήκος καταγγέλλονται επίσης «μερικοί ιδιοκτήτες μονοκατοικιών» που τις «ενοικιάζουν κατά την διάρκεια του χειμώνος σε γύφτικες οικογένειες που καταλήγουν στην πόλι μας»: «Εδώ γίνεται ένας αγώνας για εκπολιτισμό του τόπου. Στην προσπάθεια αυτή χωρίς καμμιά εξαίρεσι επιβάλλεται να συμβάλωμεν οι πάντες με όλα τα μέσα για να γίνη κάποτε ο τόπος μας ένα αξιοζήλευτο προάστειο της Πρωτευούσης. Οσοι μπορούν και δεν συμβάλλουν στην προσπάθεια αυτήν είναι αποδεδειγμένα προδότες του τόπου, είναι εγκληματίες της πόλεώς μας. Και η απάθεια ακόμη αλλά και η αδιαφορία είναι προδοσία για τα Ανω Λιόσια. [...] Καταλαλιά για εκείνους που ύστερα από τους τόσους αγώνες της εφημερίδος μας για απογυφτοποίησι της περιοχής συνεχίζουν και σήμερα να πωλούν οικόπεδα σε γύφτους» (31/10/1975).
Προϋπόθεση για την ανάσχεση του εξωτερικού εχθρού αποτελεί, φυσικά, η προηγούμενη καταστολή και συμμόρφωση του εσωτερικού: «Ο,τι έγινε μέχρι εδώ κακώς έγινε. Να μη προχωρήση όμως το κακό και το έγκλημα κατά του τόπου. Να μη πάρη περισσότερη έκτασι, αλλά να αρχίση να περιορίζεται και σιγά σιγά να εξαφανισθή, αν θέλουμε ο τόπος μας να γίνη τόπος για ανθρώπους. Για να μη επεκταθή η γάγγραινα όχι μόνο επιβάλλεται αλλά να γίνη συνείδησι στον κάθε ιδιοκτήτη πως δεν πρέπει να πωλήση κανείς ούτε σπιθαμή άλλη γη σε γύφτο. Αν τυχόν γίνη μια τέτοια δικαιοπραξία (πώλησις) να καταγγελθή αμέσως δημοσίως ο πωλήσας σε γύφτο και να στιγματισθή από την κοινωνία της πόλεώς μας με πλήρη υπό πάντων αποστροφήν και να δακτυλοδεικνύεται ως φορεύς άγους στην πόλι μας» (31/7/1975).

Η πρωτεύουσα κινδυνεύει

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως όλη αυτή η υστερία παρέμεινε σε αυστηρά τοπικά πλαίσια, ως ενστικτώδης αντίδραση στη ματαίωση μιας ατομικής ή συλλογικής προσδοκίας. Λάθος. Η μεταπήδηση από τον εγωιστικό στον ιδεολογικοποιημένο ρατσισμό ήταν απλά ζήτημα χρόνου.
Με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Η Αττική γυφτοποιείται», η εφημερίδα ξεσπαθώνει έτσι στις 31/3/1976 για την επικείμενη άλωση της ίδιας της (πολυάνθρωπης) πρωτεύουσας:
«Πληροφορούμεθα πως στην περιοχή Μάνδρας θα ανεγερθή υπό της Κυβερνήσεως συγκρότημα πολυκατοικιών για εγκατάστασι 15.000 περίπου οικογενειών Γύφτων από την Ελλάδα ολόκληρη. [...] Οπότε θα έχομε 105.000 ανθρώπους μέσα στην Πρωτεύουσα του Κράτους μας.
Μπορείτε να σκεφθήτε μια Αθήνα Γυφτοκρατουμένη; Σκεφθήτε μια τέτοια εικόνα! [...] Θέλουν να εγκαταστήσουν την βρωμιά, την λωποδυσία και την αναρχία στα πρόθυρα της Αθήνας!! Η ιδέα αυτή ήτο της δικτατορίας διότι αυτό επρόσταζαν τα αφεντικά. Την οικειοποιήθηκε βλέπομε τώρα και η Δημοκρατική μας Κυβέρνησι για να δώση την χαριστική βολή στην Πρωτεύουσα του Κράτους μας. [...] Η εφημερίς μας για μια ακόμη φορά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και λέμε πως σ’ ελάχιστα χρόνια ολόκληρη η Αττική θα Γυφτοποιηθή. Τι θα κάνετε κ.κ. Εκπρόσωποί μας; [...] Θα επιτρέψετε την εγκατάστασι της βρωμιάς και της αλητείας επίσημα στην Αθήνα; Ιδωμεν».

Αφομοίωση ή απαρτχάιντ;

Με αποκλεισμένη ακόμη και τη διέξοδο της πρωτεύουσας, ποια λύση απέμενε; Στο εναρκτήριο λάκτισμά του (31/5/1975), ο Σωτηρόπουλος πρόκρινε δύο «λύσεις» με αμιγώς παπαδοπουλικό σκεπτικό, ισχυριζόμενος ότι «στην περίπτωσι των γύφτων χρειάζεται όχι μόνον βαθειά τομή αλλά να αποκοπή τελείως το πάσχον ακραίο πριν η γάγγραινα δηλητηριάση με τις τοξίνες που διαχέει στον οργανισμό και το υπόλοιπο σώμα»:
«Να σκορπισθούν οι πυκνές εστίες τους, να διαλυθούν οι σφηκοφωλιές τους και κάθε τσιγγάνικη οικογένεια να περιβάλλεται από άλλες οικογένειες αλλά όχι τσιγγάνικες, ώστε να είναι δυνατόν να ελέγχεται και να της επιβάλλωνται όταν παρεκτρέπεται. Οπότε θα συμμορφωθή ή θα αναγκασθή να φύγη να πάει να εύρη τους ομοίους της».
«Να ληφθή κρατική μέριμνα να βρεθή και να διατεθή μια προς τούτο μακράν περιοχή όπου θα εγκαθίστατο άπαντες οι τσιγγάνοι χωρίς να βλάπτουν τους πέριξ και εις απόστασιν άλλους ανθρώπους».
Σε κάθε περίπτωση, πραγματικό αιτούμενο δεν ήταν η ένταξη αλλά η εκδίωξη: «Ιδεώδης λύσις θα ήταν εάν υπήρχε τρόπος να ελέγχη ο Δήμος τις πωλήσεις ακινήτων της περιοχής μας και να γινόταν συμβόλαιο επί τη προσκομίσει λ.χ. εκτός του σχετικού της Εφορείας και τοιούτου του Δήμου».
Στην ίδια λογική θα κινηθεί το επόμενο διάστημα και η εφημερίδα. «Σε όσους εθίγη το θέμα, και μάλιστα σε φορείς της πολιτείας, απήντησαν ελαφρά τη συνειδήσει πως πρέπει “να αφομοιωθούν οι Γύφτοι με το άλλο Ελληνικό στοιχείο”», καταγγέλλει στις 31/7/1975. «Για να πραγματοποιηθή όμως τούτο πρέπει να συγκεντρωθούν όλοι οι Γύφτοι και να διασκορπισθούν με μελετημένο σχέδιο σ’ όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις της Πατρίδος μας, ανά 3-4 οικογένειες και εκεί απομεμακρυσμένες μεταξύ των».
Αυτό το σχέδιο αναβίωσης της διοικητικής εκτόπισης, σε «φυλετική» πλέον βάση, διασκεδάζεται με ανθρωπιστικά καρυκεύματα για «άμεση χορήγησι κατοικίας και παροχή εργασίας», υποχρεωτική εκπαίδευση των Τσιγγανόπουλων, πολιτογράφηση και στρατολογία των ανεπιθύμητων.
Ο προσχηματικός χαρακτήρας τους, ως φύλλο συκής για την τοπική εκκαθάριση, επιβεβαιώνεται ωστόσο από τις κραυγαλέες αντιφάσεις της σχετικής αρθρογραφίας.
«Καλό είναι να πολιτογραφηθούν όλοι οι γύφτοι όπου και αν ζουν και να καλούνται υπό τα όπλα ώστε στρατευόμενοι κάποτε θα μπορέσουν να πειθαρχήσουν και να τεθούν σε τάξι», υποστηρίζει λ.χ. η «Φωνή» ως γενικό μέτρο (31/10/1975), ξεκαθαρίζοντας όμως λίγο παρακάτω πως «ένα από τα σοβαρά θέματα είναι να μην πολιτογραφηθούν άλλοι γύφτοι στα Δημοτολόγια της πόλεώς μας». Το «όπου κι αν ζουν» αφορούσε, προφανώς, μόνο την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ανάλογη στόχευση διαπερνά και την πρόταση «ο Δήμος να ενεργήση άμεση καταγραφή των οικιών των γύφτων και να απογράψη το σύνολο των οικογενειών και μελών» τους, με μια «εξόρμηση» υπαλλήλων του «βοηθουμένων και από άλλους πολίτες, εντός μιας και μόνης μέρας» (31/7/1975).
Η συμβολή των «εθελοντών» σ’ αυτή τη χαρτογράφηση δεν είναι δύσκολο να συνδυαστεί με τις αλλεπάλληλες προτροπές για διαρκή χαφιεδισμό σε βάρος των ανεπιθύμητων: «Δημότες, υπάρχει αστυνομική διάταξι που θέτει τους γύφτους σε απομάκρυνσι από κατοικημένους τόπους και γι’ αυτό όπου ιδήτε τσαντήρι να υψώνεται, όπου συναντήσετε παρανομία ειδοποιήσετε την Αστυνομία, τον Δήμο. Ετσι μόνον θα εξαφανισθούν από τον τόπο μας. Αλλοιώς μη το παίρνετε για αστείο, θα χαρακτηρισθούμε και εμείς μια ημέρα κάτοικοι της Γυφτουπόλεως. Καταγγέλλοντες τα πάντα κατά των γύφτων δεν γίνεσθε προδότες, άλλοι υπήρξαν προδότες του τόπου επάνω στο θέμα αυτό, αλλά γίνεσθε υποστηρικτές του πολιτισμού και της προόδου του τόπου μας» (30/6/1975).
«Μόνο μια γενική κινητοποίησι αρχών και λαού θα αποβή σε θετική πορεία του όλου θέματος της απομακρύνσεως της γύφτικης βρωμιάς που μάζεψαν και άπλωσαν μέσα στην κοινωνία των Ανω Λιοσίων οι ελάχιστοι οπισθοδρομικοί και υστερόβουλοι άνθρωποι της πόλεώς μας» (31/7/1975).
«Γύφτος με τσαντήρι στην πόλι μας κατά την περίοδο του χειμώνος δεν πρέπει να εγκατασταθή ή να παραμείνη ούτε 12ωρο. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε σταδιακά από την γάγγραινα που εγκατέστησαν στα πόδια μας μερικοί απερίσκεπτοι. Ας γίνη έναρξι απογυφτοποιήσεως της πόλεώς μας» (31/10/1975).

Το σοσιαλιστικό πρότυπο

Στους καιρούς της διάχυτης μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικοποίησης σε προοδευτική κατεύθυνση, παρόμοια κηρύγματα κάθε άλλο παρά είχαν ωστόσο εξασφαλισμένη την ηγεμονία. Μέσα στα δυόμισι χρόνια της κυκλοφορίας της, η «Φωνή των Ανω Λιοσίων» θα νιώσει έτσι τις βεβαιότητές της να κλονίζονται κάπως από δύο εξωτερικές παρεμβάσεις.
Η πρώτη ήταν μια συνέντευξη των «Νέων» (22/4/1976) μ’ έναν Τσιγγάνο σπουδαστή του ΕΜΠ από το Μενίδι, που υπεράσπιζε ανοιχτά την καταγωγή του στηλιτεύοντας τον ρατσισμό που είχε βιώσει στο Γυμνάσιο και αντιπαραβάλλοντάς τον με τους ανοιχτούς ορίζοντες του Πολυτεχνείου.
Το σοκ πρέπει να ήταν ισχυρό, αν λάβουμε υπόψη ότι, σύμφωνα με τη «Φωνή», απ’ όλα τα Ανω Λιόσια (με πληθυσμό 11.388 κατοίκους το 1971) υπήρχαν το 1975 τρεις όλοι κι όλοι φοιτητές σε (επαρχιακά) ΑΕΙ κι άλλοι δύο σε ιταλικά. Αναφερόμενη στη συνέντευξη, η εφημερίδα φτάνει μάλιστα να ισχυριστεί (30/4/1976) ότι τα δημοσιεύματά της στόχευαν σε «μία προσπάθεια για αναμόρφωσι των μερικών γύφτων που εγκαταστάθηκαν στην πόλι μας»!
Το δεύτερο πλήγμα ήρθε με επιστολή του κεντρώου βουλευτή Αττικής Νίκου Παπαηλία, όπου αυτός περιγράφει μ’ ενθουσιασμό όσα είδε κατά την επίσημη επίσκεψή του στη σοσιαλιστική Ουγγαρία -και, πάνω απ’ όλα, την πετυχημένη κοινωνική ενσωμάτωση των Ρομά που «όχι μόνο δεν υπάρχει διάκρισι και δεν διαφέρουν από τους άλλους συνανθρώπους τους, αλλά παίρνουν μέρος και στη Δημόσια ζωή του τόπου των, με εξαιρετική απόδοσι στα πόστα των» (31/8/1976).
Σχολιάζοντας την παρατήρηση, η εφημερίδα αποφαίνεται ότι «για την κακή πλευρά της ζωής αυτών εξ ολοκλήρου ευθύνεται η Πολιτεία» και συνιστά στον επιστολογράφο «να φέρη το θέμα στην Βουλή των Ελλήνων και να γίνη Νόμος προαγωγής και εκπολιτισμού των ανθρώπων αυτών που θέλουν την ανθρωπιά αλλά και την επιβολή του Νόμου που δεν τηρείται εύκολα από τις υπάρξεις τις κατατρεγμένες και τις απομακρυσμένες από την ζωή»!
Μνημονεύοντας δε στο ίδιο φύλλο δύο επιστολές του (γνωστού) Σωτηρόπουλου, η «Φωνή» δεν παραλείπει να επισημάνει πως «κάτι πρέπει να γίνη για τους ανθρώπους αυτούς να μπουν και αυτοί στο κανάλλι του πολιτισμού, μια και εγκαταστάθηκαν στην πόλι μας να γίνουν άνθρωποι».
Οι φραστικές παραχωρήσεις δεν αναίρεσαν, πάντως, τον σκληρό πυρήνα του αρχικού σχεδίου. Σε επόμενα φύλλα επαναλαμβάνεται η υπόδειξη προς την κυβέρνηση «να κτίση σε κάθε πόλι της Ελλάδος 5-6 κατοικίες και να εγκαταστήσει γύφτικες οικογένειες χωρίς βέβαια να δημιουργείται γύφτικος μαχαλάς», και μάλιστα το γρηγορότερο δυνατόν, «γιατί οι γύφτοι αυξάνονται και πληθύνονται και αν δεν εκπολιτισθούν θα δημιουργήσουν εθνικό θέμα» (30/9/1976)· επαναλαμβάνεται μάλιστα ακόμη κι ο χαρακτηρισμός τους ως «γάγγραινας πυορροούσας» (31/12/1976).
Ο δε Σωτηρόπουλος ξαναχτυπά (30/11/1976), έστω και με την ένδειξη «Ξένες δημοσιεύσεις», καλώντας σε λαϊκή κινητοποίηση κατά των Ρομά μπροστά στο Δημαρχείο.
Τελικά, η «Φωνή των Ανω Λιοσίων» έκλεισε τον Φλεβάρη του 1977 για οικονομικούς λόγους. Μεταξύ άλλων, στο τελευταίο φύλλο της κατήγγειλε πως «ο εισπράκτωρ της Εφημερίδος διακινδυνεύει [sic] από εκείνους που ήσαν συνδρομητές και του παίρνουν τις αποδείξεις χωρίς να του δίδουν τα χρήματα».
Τουλάχιστον αυτοί οι τελευταίοι δεν συγκαταλέγονταν, προφανώς, στους επάρατους Γύφτους...
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου