Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Η άγρια ζωή στις μεγαλουπόλεις

Η άγρια ζωή στις μεγαλουπόλειςΜένο Σχιλτχάιζεν
Σπύρος Μανουσέλης
      «Ο Σχιλτχάιζεν στο βιβλίο του εστιάζει στις μικρής χρονικής κλίμακας αλλαγές και αναφέρει πολλά σχετικά παραδείγματα, όπως π.χ. τη διαφοροποίηση των κουνουπιών σε νέες “ποικιλίες” στο μετρό του Λονδίνου. Να διευκρινίσω όμως πως άλλο πράγμα είναι η εξελικτική αλλαγή και άλλο η ειδογένεση. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να μας ξενίζουν οι γοργοί ρυθμοί εξέλιξης και αυτό το “γκάζι-φρένο”. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η βιολογική εξέλιξη είναι το αποτέλεσμα “επιτυχημένων λαθών”», λέει ο Σίνος Γκιώκας, συνοψίζοντας τα εντυπωσιακά φαινόμενα της αστικής εξέλιξης που περιγράφονται στο βιβλίο «Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη».

   Η ταχύτητα διάδοσης της πρόσφατης πανδημίας του κορονοϊού μάς αποκαλύπτει τα απολύτως ρευστά γεωγραφικά σύνορα όχι μόνο της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας αλλά και των νέων μολυσματικών παθήσεων που την απειλούν. Σήμερα, δεν μετακινούνται μόνο οι άνθρωποι παντού, αλλά τους συνοδεύουν φυτά και ζώα, μικρόβια και ιοί, τα οποία προσαρμόζονται και εξελίσσονται με εκπληκτική ταχύτητα στο πρωτόγνωρα ομοιόμορφο πλανητικό σκηνικό που έχουν διαμορφώσει οι παγκοσμιοποιημένες ανθρώπινες δραστηριότητες.

Στο πολυσυζητημένο διεθνώς βιβλίο του Μένο Σχιλτχάιζεν «Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη», που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, βρίσκει κανείς την πληρέστερη, μέχρι σήμερα, επιστημονική περιγραφή των πρωτόφαντων βιολογικών συνεπειών της αστικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης. Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι μια ξενάγηση στις πιο προκλητικές ιδέες αυτού του βιβλίου και ξεναγός μας θα είναι ο Σίνος Γκιώκας, καθηγητής Εξελικτικής Οικολογίας, επιστημονικός επιμελητής της ελληνικής έκδοσης και από δεκαετίες φίλος του Σχιλτχάιζεν.

Η απρόσμενη προσαρμογή ζωικών και φυτικών ειδών στο αστικό περιβάλλον

Ο Ολλανδός Μένο Σχιλτχάιζεν είναι όχι μόνο ένας κορυφαίος εξελικτικός βιολόγος και οικολόγος, αλλά και διάσημος συγγραφέας σπουδαίων εκλαϊκευτικών επιστημονικών βιβλίων, όπως το «Γενετήσια παιχνίδια» που κυκλοφορεί επίσης από τις ΠΕΚ.

Ωστόσο, με το τελευταίο του βιβλίο «Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη», ο συγγραφέας κάνει ένα συγγραφικό άλμα: δεν αρκείται στην παρουσίαση κάποιων εύπεπτων ή εντυπωσιακών επιστημονικών κατακτήσεων, αλλά προχωρά στη συστηματική διερεύνηση των καινοφανών βιολογικών-οικολογικών φαινομένων που συνεπάγονται η διαρκής επέκταση και η παρουσία του ανθρώπινου είδους παντού στον γήινο βιόκοσμο.

Στις σελίδες αυτού του εντυπωσιακού βιβλίου οι μη ειδικοί αναγνώστες και αναγνώστριες θα βρουν τη συγκλονιστική και, ταυτοχρόνως γοητευτική περιγραφή πολλών πρόσφατων και ιδιαίτερα ασυνήθιστων ανθρωπογενών εξελικτικών φαινομένων. Πρόκειται για τα φαινόμενα της «αστικής εξέλιξης»: τις εντυπωσιακές προσαρμοστικές αλλαγές που συντελούνται σε ορισμένα είδη της γήινης πανίδας και χλωρίδας, τα οποία, για να επιβιώσουν, αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο «αφιλόξενο» και «αφύσικο» περιβάλλον των σύγχρονων ανθρώπινων πόλεων!

Με αφορμή την άριστα μεταφρασμένη και επιμελημένη ελληνική έκδοση του βιβλίου «Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη» ζητήσαμε από τον καθηγητή Σίνο Γκιώκα, που είχε την επιστημονική εποπτεία της μετάφρασης, να μας παρουσιάσει κριτικά μερικές από τις πιο σημαντικές και αμφιλεγόμενες ιδέες αυτού του βιβλίου.

• Η αστικοποίηση ως κυρίαρχο μοντέλο ζωής και ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους έχει επιφέρει τεράστιες οικολογικές καταστροφές που οδήγησαν και οδηγούν στην εξαφάνιση αμέτρητων ζωικών και φυτικών ειδών. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα άγρια είδη ζώων και φυτών κατάφεραν να εξελιχθούν, δηλαδή να προσαρμοστούν και να επιβιώνουν στις ακραίες συνθήκες ζωής των ανθρώπινων πόλεων. Το βιβλίο του Σχιλτχάιζεν είναι ένας καλογραμμένος οδηγός για τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας που προσαρμόστηκαν στον φαινομενικά αφύσικο βιότοπο των μεγαλουπόλεων. Θέλετε να μας αναφέρετε μερικά παραδείγματα της «άγριας ζωής» που συναντάμε στις ελληνικές μεγαλουπόλεις;

Πράγματι οι πόλεις, όχι όλες στον ίδιο βαθμό, είναι εν πολλοίς αφιλόξενες για πολλούς οργανισμούς καθώς δεν διαθέτουν τους απαραίτητους χώρους και συνθήκες, δηλαδή τα κατάλληλα ενδιαιτήματα για να εγκατασταθούν και να επιβιώσουν πολλά άγρια είδη χλωρίδας και πανίδας. Το σύνηθες αποτέλεσμα είναι να έχουμε στις πόλεις, σε σχέση με τα φυσικά οικοσυστήματα, λιγότερα είδη και «λειτουργική» ομογενοποίηση, δηλαδή επικράτηση λίγων και λιγότερο εξειδικευμένων ειδών. Ωστόσο, οι συνθήκες των πόλεων δεν είναι πάντοτε ακραίες και απαγορευτικές για την επιβίωση των οργανισμών. Ενίοτε μάλιστα είναι αρκετά ευνοϊκές για αρκετούς οργανισμούς. Για παράδειγμα, συχνά είναι θερμότερες, και αυτό είναι κάτι που διευκολύνει κάποια είδη.

Αντιστοίχως, μπορεί να δει κάποιος στις ελληνικές μεγαλουπόλεις αρκετά είδη άγριας πανίδας και χλωρίδας. Για παράδειγμα, στην Πάτρα, μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή σχετικά με την αστική και περιαστική βιοποικιλότητα, που έγινε στο εργαστήριο μου από την Ολγα Τζωρτζακάκη, ανέδειξε κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και πρότυπα. Κατ’ αρχάς καταγράφηκαν 51 είδη πουλιών, 41 είδη πεταλούδων και 8 είδη νυχτερίδων (αυτές ήταν οι τρεις ομάδες οργανισμών που μελετήθηκαν).

Πολύ πιο ενδιαφέροντα όμως από αυτή την καταγραφή ήταν τα εξελικτικά πρότυπα που αναδείχθηκαν. Κατ’ αρχάς ο βαθμός αστικοποίησης επηρεάζει αρνητικά και τις ομάδες οργανισμών που μελετήθηκαν, λιγότερο τα πουλιά, αλλά πολύ περισσότερο τις πεταλούδες και τις νυχτερίδες κυρίως.

Στα πουλιά φαίνεται να επικρατούν λιγότερο εξειδικευμένα είδη, τα οποία μάλιστα ευνοούνται από τις ήπιες κλιματικές συνθήκες που επικρατούν τον χειμώνα. Αντίθετα, όσον αφορά τις πεταλούδες, υπάρχουν αναπάντεχα αρκετά εξειδικευμένα είδη και μάλιστα αρκετά από αυτά ανήκουν στα απειλούμενα είδη που βρίσκουν ακόμη καταφύγιο στις πόλεις.

Και στις δύο περιπτώσεις (πουλιά και πεταλούδες) η παρουσία ανοιχτών χώρων πρασίνου και διαδρόμων «επικοινωνίας» μεταξύ τους είχε θετικές επιδράσεις στον αριθμό των ειδών και την αφθονία τους, δηλαδή στο μέγεθος των πληθυσμών τους. Οι νυχτερίδες φάνηκε να εξαρτώνται περισσότερο από τα σπανίζοντα υδάτινα σώματα. Τα παραπάνω μάς λένε ότι η αστική βιοποικιλότητα δεν είναι απαραιτήτως μια χαμένη υπόθεση και πως μέσα από την έρευνα μπορούμε, σε κάποιο βαθμό, να προτείνουμε και να εφαρμόσουμε μέτρα διατήρησης και ενίσχυσής της, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο.

Γιατί, όμως, ορισμένα είδη ζωής έγιναν εξ ανάγκης «ανθρωπόφιλα», εκεί που άλλα είδη –και μάλιστα πολύ περισσότερα– αποτυγχάνουν; Δεδομένου ότι η φυσική επιλογή τίποτα δεν προσχεδιάζει και τίποτα δεν προβλέπει για το μέλλον ενός είδους, η εξήγηση του Σχιλτχάιζεν περί «προ-προσαρμογής» είναι κατά τη γνώμη σας ικανοποιητική ή, έστω, αποδεκτή από εξελικτική άποψη;

Ο άνθρωπος είναι πρόσφατο είδος και η πλειονότητα των υπόλοιπων ειδών προϋπήρχε του ανθρώπου. Αυτό που παρατηρούμε είναι κάποια είδη να ευνοούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αυτά που ονομάζουμε «ανθρωπόφιλα» και θα τα δει κάποιος κοντά σε κάποιες από τις ανθρώπινες κατασκευές, ενώ κάποια άλλα, τα περισσότερα είδη, να «υποφέρουν» από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Ποια ευνοούνται; Μα αυτά που είχαν αναπτύξει προσαρμογές σε φυσικά περιβάλλοντα, πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου, που ταιριάζουν στα ανθρωπογενή περιβάλλοντα.

Η έννοια της προ-προσαρμογής δεν είναι νέα στην εξελικτική βιολογία. Να ξεκαθαρίσουμε όμως τι σημαίνει. Προφανώς, δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος προσχεδιασμός, λες και κάποια είδη «ήξεραν» ότι θα εμφανιστεί ο άνθρωπος και μάλιστα ότι θα δημιουργούσε και τα συγκεκριμένα «πειραγμένα» ενδιαιτήματα. Απλώς, και σε αυτή την περίπτωση, έχουμε την ανάπτυξη ιδιοτήτων ή γνωρισμάτων των οργανισμών, μέσω κυρίως της διεργασίας της φυσικής επιλογής, σε ένα άλλο πλαίσιο (σε φυσικά ενδιαιτήματα), που τελικά αυτές οι ιδιότητες αποδεικνύονται χρήσιμες και στη ζωή στα αστικά ή γενικότερα ανθρωπογενή περιβάλλοντα.

● Ισως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο όλων των φαινομένων «αστικής εξέλιξης» που περιγράφονται στο βιβλίο είναι οι εντυπωσιακοί ρυθμοί εξέλιξης και η απρόσμενη ταχύτητα με την οποία όλα αυτά τα είδη προσαρμόστηκαν στα ανθρώπινα τεχνητά ενδιαιτήματα και στις καινοφανείς για τα ίδια συνθήκες ζωής των πόλεων. Τι σημαίνει για εσάς, ως εξελικτικό βιολόγο, αυτή η ανακάλυψη που παραβιάζει εμφανώς το δαρβινικό δόγμα της αργόσυρτης, σταδιακής εξέλιξης όλων των ζωικών ειδών;

Η δαρβινική άποψη της σταδιακής συσσώρευσης εξελικτικών αλλαγών, αν και σήμερα έχει εμπλουτιστεί και δεν σημαίνει απαραιτήτως και σταθερό ρυθμό εξέλιξης, είναι εν μέρει σωστή. Προφανώς συμβαίνει και αυτή η διεργασία. Ωστόσο, σήμερα γνωρίζουμε ότι, κατ’ αρχάς στον γεωλογικό χρόνο που μετριέται με εκατομμύρια χρόνια, υπάρχουν σχετικά σύντομες χρονικές περίοδοι όπου καταγράφεται ένας πολύ γρήγορος ρυθμός αλλαγών στους οργανισμούς, που ακολουθούνται από μακρές περιόδους στάσης.

Αυτό το μαρτυρούν τα απολιθώματα και είναι ο πυρήνας της θεωρίας της «Εστιγμένης Ισορροπίας» που διατυπώθηκε, το 1972, από τους κορυφαίους παλαιοντολόγους Niles Eldredge και Stephen Jay Gould, αν και βέβαια υπάρχουν ενστάσεις και για αυτή τη θεωρία. Ομως, η σύγχρονη πληθυσμιακή γενετική, η αναπτυξιακή βιολογία, η εξελικτική μικροβιολογία και η συμπεριφορική οικολογία μάς έχουν προσφέρει πολλά παραδείγματα «γρήγορης» εξέλιξης.

Μην ξεχνάμε, εξάλλου, αυτό που εξαιρετικά συχνά συμβαίνει στα φυτά, δηλαδή τη δημιουργία ακόμη και νέων ειδών μέσω π.χ. των πολυπλοειδιών ή και του υβριδισμού, ενώ χαρακτηριστικά παραδείγματα γρήγορης εξέλιξης στα ζώα σχετίζονται με τη διεργασία της «ακτινωτής προσαρμοστικής διαφοροποίησης».

Σύμφωνα με αυτή τη διεργασία, οι οργανισμοί διαφοροποιούνται πολύ γρήγορα από ένα προγονικό είδος σε ένα πλήθος νέων μορφών, ιδιαίτερα όταν κάποια αλλαγή στο περιβάλλον καθιστά διαθέσιμους νέους πόρους, αλλάζει τις βιοτικές αλληλεπιδράσεις ή ανοίγει νέες περιβαλλοντικές οικοθέσεις, όποτε δηλαδή δημιουργούνται «νέες ευκαιρίες». Ετσι εξηγείται σήμερα π.χ. ο μεγάλος αριθμός των ειδών (περίπου 2.000) που εμφανίζουν τα ψάρια κιχλίδες στις Μεγάλες Λίμνες της ανατολικής Αφρικής και τα 15 είδη των λεγόμενων Σπίνων του Δαρβίνου στα νησιά Γκαλάπαγκος.

Τα αστικά περιβάλλοντα συχνά παρέχουν τις συνθήκες που ευνοούν τη γοργή εξελικτική αλλαγή, είτε λόγω της έντονης επιλεκτικής πίεσης είτε εξαιτίας των καινοφανών περιβαλλοντικών συνθηκών και απομονώσεων που χαρακτηρίζουν και διευκολύνουν τέτοιες εξελικτικές διεργασίες.

Ο Σχιλτχάιζεν στο βιβλίο του εστιάζει σε αυτές τις μικρής χρονικής κλίμακας αλλαγές και αναφέρει πολλά σχετικά παραδείγματα, όπως π.χ. τη διαφοροποίηση των κουνουπιών σε νέες «ποικιλίες» στο μετρό του Λονδίνου. Να διευκρινίσω όμως πως άλλο πράγμα είναι η εξελικτική αλλαγή και άλλο η ειδογένεση, καθώς δεν οδηγούν απαραιτήτως όλες οι εξελικτικές αλλαγές σε γένεση νέων ειδών. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να μας ξενίζουν οι γοργοί ρυθμοί εξέλιξης και αυτό το «γκάζι-φρένο». Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η βιολογική εξέλιξη είναι το αποτέλεσμα «επιτυχημένων λαθών». Το ενδιαφέρον πλέον για τους εξελικτικούς βιολόγους είναι να εξηγήσουν το πώς, πότε και γιατί επιταχύνονται τέτοιοι ρυθμοί εξελικτικών αλλαγών.

● Στον πρόλογο που γράψατε για την ελληνική έκδοση του «Ο Δαρβίνος πάει στην πόλη», αντιμετωπίζετε επικριτικά την υπερβολικά αισιόδοξη θέση του συγγραφέα ότι το ανθρώπινο είδος είναι σε θέση και ότι, τελικά, οφείλει να «σχεδιάζει» και να «ελέγχει» την πλανητική αστική εξέλιξη. Κοντολογίς, εμμέσως πλην σαφώς, ασκείτε και εσείς κριτική στην Ανθρωπόκαινο φιλοδοξία του σχεδιασμού του συνόλου της γήινης ζωής από το είδος μας. Γιατί δεν συμφωνείτε με τη φαινομενικά ρεαλιστική άποψη του συγγραφέα περί ενός ανθρώπινου «υπερείδους», ικανού να ελέγχει και να καθορίζει το μέλλον του συνόλου της ζωής στον πλανήτη «του»;

Ολα τα είδη επηρεάζουν και τροποποιούν σε κάποιο βαθμό το περιβάλλον τους και αυτό έχει συνέπειες και για τα άλλα είδη. Είναι μια φυσική διαλεκτική διεργασία. Βέβαια εμείς οι άνθρωποι, ως ένα ζωικό είδος ανάμεσα στα υπόλοιπα, το έχουμε «τερματίσει», υπό αυτή την έννοια είμαστε «υπερείδος» και επηρεάζουμε, όλο και πιο έντονα, τις εξελικτικές διεργασίες, τις εξαφανίσεις, τη διασπορά, την εποίκιση και την επικράτηση πολλών πλέον ειδών. Συχνά, ωστόσο, αυτό το γεγονός μάς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να σχεδιάζουμε με σχετική ακρίβεια και αποτελεσματικότητα αυτές τις διεργασίες. Επομένως, θεωρώ ότι η άποψη του Σχιλτχάιζεν, που είναι πολύ καλός μου φίλος εδώ και 30 χρόνια, πως μπορούμε να γίνουμε «μηχανικοί της εξέλιξης» είναι πολύ φιλόδοξη για να είναι εφικτή.

Αποτελεί, ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα θέση που αξίζει να μας προβληματίσει. Πράγματι, σε κάποιο βαθμό, στα αστικά περιβάλλοντα, που είναι περισσότερο οριοθετημένα και ίσως πιο «απλά» σε σχέση με τα φυσικά, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που να ευνοούν την επιβίωση κάποιων ειδών. Δυστυχώς όμως, σύμφωνα και με τον Σχιλτχάιζεν, αυτά θα είναι μόνο τα είδη που έχουν ήδη «αποδείξει» ότι τα καταφέρνουν καλύτερα στις πόλεις και ότι είναι οι πιο ανθεκτικοί, «επιθετικοί», κοσμοπολίτες της ζωής. Αυτό αφήνει λίγο χώρο για τα υπόλοιπα είδη στις πόλεις και αυτή είναι η διαφωνία μου.

Οι κρεμαστοί κήποι της «Νέας Βαβυλώνας» θα είναι ενδεχομένως όμορφοι αλλά, παράλληλα, θα είναι φτωχοί από είδη και ομοιόμορφοι. Ωστόσο, η ποικιλότητα είναι προϋπόθεση της εξέλιξης και η απουσία της ποικιλομορφίας υποσκάπτει την επιτυχία τέτοιων εγχειρημάτων. Επιπλέον, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, δεν έχουμε κατορθώσει να ελέγξουμε τη ραγδαία εξάπλωση των λεγόμενων «εισβλητικών» ειδών, τόσο σε ανθρωπογενή όσο και σε περισσότερο φυσικά περιβάλλοντα (ίσως και ο κορονοϊός να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα), δεν μπορούμε ούτε καν να «διασώσουμε», στον βαθμό που θα θέλαμε, τα είδη και τα ενδιαιτήματα που κινδυνεύουν.

Το γεγονός αυτό, κατά τη γνώμη μου, δείχνει ότι, ακόμη κι εάν το θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε και να ελέγξουμε την πλανητική εξέλιξη, είτε αυτή γίνεται σε αστικά είτε σε φυσικά περιβάλλοντα (όσο υπάρχουν ακόμη τέτοια).

Το μόνο που μπορούμε ίσως να κάνουμε είναι να μετριάσουμε και να καθυστερήσουμε κάπως τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων μας. Αλλά και γι’ αυτό είμαι επιφυλακτικός με τη δεδομένη, προς το παρόν, συνεχή και αυξανόμενη «ανάπτυξη» που έχουμε υιοθετήσει, ως είδος και ως κοινωνίες.

Μπορεί αυτή η επεκτατική συμπεριφορά μας να μας έχει ευνοήσει μέχρι τώρα, όμως, με εξελικτικούς όρους, καμιά στρατηγική δεν είναι αέναα αποτελεσματική εάν δεν προσαρμόζεται σε ένα περιβάλλον που αλλάζει. Επομένως, ίσως, κατά βάθος, να τίθεται και το θέμα της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, αφού, πάλι με εξελικτικούς όρους, ακόμη και η δική μας εξαφάνιση είναι μέσα στο «παιχνίδι».


Ποιος είναι

Ο Σίνος Γκιώκας είναι καθηγητής Εξελικτικής Οικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Η έρευνά του επικεντρώνεται στη σχέση οικολογικών και εξελικτικών διεργασιών. Συγκεκριμένα τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη μελέτη 1) της εξελικτικής οικολογίας των οργανισμών, εστιάζοντας στη φυλογεωγραφία τους και στις διεργασίες ειδογένεσης και διαφοροποίησής τους, καθώς και στις συμπεριφορικές, μορφολογικές, οικολογικές, φυσιολογικές και πληθυσμιακές προσαρμογές τους, και 2) των προτύπων βιοποικιλότητας των νησιωτικών, ηπειρωτικών και αστικών βιοκοινοτήτων και των διεργασιών που τα διαμορφώνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου