Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Μια ανάσα από την καταθλιπτική ειδησεογραφία με δυο κείμενα του Νίκου Τσιφόρου. (Πέθανε στις 6/08/1970)


Του Γ.Γ

Οσο προβληματική υπήρξε η πολιτική συμπεριφορά του συγγραφέα (ήταν επίσης δημοσιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης) Νίκου Τσιφόρου, άλλο τόσο απολαυστικός είναι ο τρόπος γραφής του. 

Εντυπωσιάζει επίσης ο πλούτος των ιστορικών γνώσεων του κάτι που το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο του “Η Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών“.
Είναι ένας από τους ποιο αγαπημένους μου συγγραφείς και θεωρώ ότι Τσιφόρος και Ραφαηλίδης  έχουν ένα μοναδικό τρόπο να παραδίδουν μέσα από το γραπτά τους ιστορικά μαθήματα.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που συμπαθώ τον Νίκο Τσιφόρο. Είναι ίσως ο μόνος συγγραφέας -που μπορώ να θυμηθώ- ο οποίος έχοντας  συντηρητική πολιτική καταγωγή, και αντιλήψεις είχε ανοιχτό μέτωπο, όχι απλώς με κάποιους ρασοφόρους, αλλά ξεσκεπάζοντας δημόσια τον ρόλο των  μεταφυσικών θεωριών.

Και το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα είναι ότι τις προσωπικές του αυτές απόψεις δεν τις κρατούσε για τον εαυτό του αλλά τις κοινοποιούσε μέσα από τα έντυπα που εργαζόταν -κύρια από το περιοδικό «Ταχυδρόμος»- απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Το ότι είχε εκφράσει δημόσια την δεξιά πολιτική του τοποθέτηση του έδινε τα περιθώρια να βρίσκεται στο ακαταδίωκτο και να εκφράζει κάποιες απόψεις “αιρετικές” για την εποχή του.

Για να ξεφύγουμε κάπως από την καταθλιπτική επικαιρότητα, παραθέτω ένα κειμενάκι του που δεν θα φανταζόσουν ότι προέρχεται έναν συγγραφέα συντηρητικού προσανατολισμού από και το συνοδεύω με άλλο ένα κείμενο του το οποίο έχει τίτλο: «Η θρησκεία είναι μια εταιρία, που εκδίδει μετοχές επί ανύπαρκτων μεταλλείων».

Καλή σας ανάγνωση:

… Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. Κουράδες έχεις.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει γη. Η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας, άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες.

Δύναμη; Μπούρδες. Ίδρωσες να κάνεις μια πολυκατοικία 46 διαμερίσματα και πλακώνει ένας σεισμός και στην κάνει λιάδα.

Πήρες παρασήματα και χειροκροτήματα και ζήτω και έρχεται αδερφάκι μου ένα τόσο δα μικρόβιο από συνάχι και σε κάνει μια πτωματάρα χωρίς να το καταλάβεις.

Έβαλες παρά στην μπάντα και διέταξες κόσμο κάντε έτσι ρε μερμήγκια ασήμαντα, και σε πιάνει ένα κόψιμο και είσαι ρεζίλης στην λεκάνη του καμπινέ.

Κάνεις το δυνατό κι έτσι και πιάσει μια παγωνιά τρέμεις σαν παλιόσκυλο και από την άλλη μεριά, μια μολόχα, ένα χορταράκι ασήμαντο, κάθεται όλη νύχτα και τρώει τους αέρηδες και το χιονιά και το πρωί είναι φρέσκο και δεν του έγινε τίποτα.

Πούν’ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του;

Πούναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου;
Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις, πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι.

Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε.

****

Και το δεύτερο κείμενο που ανέφερα εισαγωγικά:

«Η θρησκεία είναι μια εταιρία, που εκδίδει μετοχές επί ανύπαρκτων μεταλλείων»

Το κοροϊδιλίκι των ανθρώπων, πάνω στο οποίο βασίζεται κάθε θρησκεία, είναι πανομοιότυπο από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα. Σε φωνάζει.

– Άνθρωπε, σου λέει, εσύ είσαι το κέντρο της γης, έτσι;

Και συ είσαι το κέντρο της γης.
Μάλιστα. Από σένα ξεκινάει το βλέμμα και φτάνει μέχρι απάνω στα ακίνητα παγωμένα αστέρια, από σένα ξεκινάει η ακοή, που πιάνει το τραγούδι των φύλλων και τη μουσική τού Τσαϊκόφσκυ.
Από σένα ξεκινάνε οι πόθοι, ο φόβος τού αύριο, τα γενετήσια ένστικτα, η απληστία, το μίσος να καταστρέψεις, η λαχτάρα να δημιουργήσεις, ο αγώνας να διατηρηθείς, όλα από σένα, κι εδώ μέσα στο στήθος σου, δεξιότερα από την καρδιά, νιώθεις ένα τόσο δα πραματάκι, που είναι κάποιο πουλάκι από άνεμο και το λένε ψυχή, να θέλεις και να μη θέλεις, το πιστεύεις στο τέλος, ότι εσύ είσαι το κέντρο της δημιουργίας του Σύμπαντος και την ψωνίζεις, ότι είσαι σπουδαίος και μέγας, και το σκέφτεσαι μέσα σε κείνο το μυστήριο ραντάρ που λέγεται «υποσυνείδητο».

– Ναι, ρε, εγώ είμαι. Μάλιστα, εγώ. Βεβαίως. Πώς; Τι;

Σου ΄δωσε το χρυσό χάπι η θρησκεία, η όποια θρησκεία και να ΄ναι και γελάει μέσα της και σου κάνει απ΄ όξω της:

– Τα βλέπεις, ρε μπαγάσικο;

Και ξαφνικά, εκεί που είσαι καταυχαριστημένος γιατί έγινες κέντρο, σου ρίχνει ένα φάσκελο:

– Να, κόπανε.

Απορείς, το λοιπόν. «Παρακαλώ, πώς φασκελώνετε ένα κέντρον της δημιουργίας; Να έχετε και ανατροφή».

Η θρησκεία ξεκαρδίζεται αναιδέστατα μέσα στα μούτρα σου.

– Θα πεθάνεις, ρε κόπανε.

Εδώ σου κόβονται τα ποδάρια. Κιτρινίζεις.

– Ορίστε;

– Θα πεθάνεις, ρε.

Κακιά η κουβέντα, να φας τη γλώσσα σου και κουνήσου από τη θέση σου, έλα όμως που ‘ναι κι αλήθεια…

– Μάλιστα, θα πεθάνεις, λέει η θρησκεία, και τα λουλούδια θ΄ ανθίζουνε την άνοιξη και θα κυλάνε ασημόνερα τα ρυάκια και θα γυρίζουνε τα ντονέρια να σπάνε μύτες και θα φοράνε τα κορίτσια λιλά φορέματα.
Όλα θα είναι όμορφα, φωτεινές ρεκλάμες, αυτοκίνητα, πικνίκια, πεταλούδες που χορεύουνε γύρω από το φως.

Διάλος τον πατέρα του! Για σκέψου! Πάλι θα υπάρχουνε αυτά και συ τίποτα, θα σ΄ έχουνε χώσει στη γη, κει πέρα σε κάνα αχάριστο νεκροταφείο, στην αρχή θα ΄ρχεται η στοργή να σ΄ ανάψει κάνα παλιοκάντηλο και να σου πούνε τρισάγιο, μετά θα σε ξεχάσουνε, και οι κοντινές σου στοργές θ΄ αρχίσουνε να χαμογελάνε δειλά για να το φτάσουνε αργότερα στο μπασαδούρικο χάχανο, τίποτις κοπρόσκυλα μπορεί να κατουράνε τον τάφο σου, και πιομετά, σε δυο γενεές, κανένας δεν θα σε μελετάει -ποιος μελετάει τον προπάππο του;- και δεν θα μείνεις, βλάκα μου, ούτε καν «σποδός αναμνήσεων» στον κόσμο.

Τώρα σε μαγγώνουνε οι κρυάδες.

– Ωχού! Ρε, τι πάθαμε.

Εδώ σε περιμένει η θρησκεία. Να σε ρίξει, μέσα στη στέρνα με την απελπισία και τώρα σου δίνει το χέρι.

– Έλα.

– Τι;

– Έλα, ρε κορόιδο, δεν θα πεθάνεις, δεν σ΄ αφήνω εγώ.

– Σοβαρά;

Και σ΄ ανοίγει μια πόρτα και σε μπάζει ο Χριστιανός σ΄ έναν παράδεισο γαλαζοπεριβολάτον, και ο Μουσουλμάνος σ΄ έναν παράδεισο μελοπιλαφάτο, και ο Ινδουιστής σε μια νιρβάνα τής απόλυτης γαλήνης, και το κάθε κέρατο τον έχει φτιάξει τον παράδεισο με δικό του σκηνογράφο και τον ρεκλαμάρει πια σαν τουριστικό γραφείο «Βιζιτέ λε Καναρί», τέτοια ωραία πράματα.

Εσένα δεν σου πάει, κύριε, να χαθείς εσύ και να γίνεις χώμα και, σύμφωνα με το νόμο τής αφθαρσίας τής ύλης, να γυρισουνε τα υλικά σου στη γη, «πωλούνται παλαιά υλικά εκ κατεδαφίσεως», και η ψυχή σου να ενωθεί και πάλι μέσα στο μεγάλο ρευστό τού Σύμπαντος και να χαρμανιάσει με δαύτο και να χάσει το εγώ της. Γιατί θάνατος τούτο θα πει: «Να χάσεις το εγώ σου». Και επειδή θέλεις να υπάρχεις μέσα σε όλα τούτα που ξέρεις ότι υπάρχουνε, το δίνεις το ξερό σου.

– Αμάν, βγάλε με και ό,τι θέλεις.

Σε κέρδισε η θρησκεία τώρα που είσαι ζωντανός, γιατί πεθαμένο σ΄ έχει δια βίου. Κι από δω και πέρα, σε κουμαντάρει όπως τη συμφέρει αυτήνε.
Άμα είναι ζόρικα, δεν έχει μονάχα λουλουδοπερίβολα. Έχει και κλιβάνους. Σε χώνει μέσα και γκιουβετσιάζεις εις τους αιώνας των αιώνων. Και σε τρομάζει:

– Πρόσεχε τώρα. που είσαι ζωντανός κι είναι καιρός να κάνεις κείνα που λέω γω, αλλιώς σε βλέπω με σκορδάκι στο φούρνο.

Κι άμα σου βαστάει, κάνε κι αλλιώς.

Αυτό είναι. Κάποιος είπε: «Η θρησκεία είναι μια εταιρία, που εκδίδει μετοχές επί ανύπαρκτων μεταλλείων». Δεν θυμάμαι ποιός το είπε, αλλά θαρρώ πως το είπα εγώ. Και κανένας δεν παίρνει μερίσματα από τούτες τις μετοχές, αλλά μόνο το διοικητικό συμβούλιο τούτης τής εταιρίας τρώει καλά. Κι αυτό θαρρώ πως το είπα πάλι εγώ και είμαι κολασμένος, το ξέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου