Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Αυτές οι μέρες

Ο Δεκέμβρης του ’08 ήταν ένα ξαφνικό ταρακούνημα, για όλους. Έχοντας το προνόμιο του χρόνου, που επιτρέπει να εξετάζουμε αυτά που συνέβησαν και να τα κρίνουμε τώρα από απόσταση, γράψαμε από ένα μικρό κείμενο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τα γεγονότα που την ακολούθησαν. Είναι κείμενα που αφηγούνται τις στιγμές που μαθεύτηκε το νέο ή αποτιμούν πολιτικά τα όσα ακολούθησαν. Το σίγουρο είναι ότι η εποχή εκείνη αποπνέει έναν ηλεκτρισμό που δεν αφήνει κανέναν ανέγγιχτο.
EDITORIAL
by ThePressProject
Αποτέλεσμα εικόνας για αυτες οι μερες ειναι του αλεξη
Κατερίνα Αναστασίου
    «Είσαι στην Αθήνα;», «τι συμβαίνει στην Αθήνα», «η Αθήνα καίγεται, τι συμβαίνει;».
  Στις 7 του Δεκέμβρη ξύπνησα με καμιά δεκαριά τέτοια μηνύματα. Ήξερα τι είχε συμβεί, όμως δεν ήμουν εκεί. Όσο και αν η βία της αστυνομίας ήταν και τότε κανονικότητα, το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη την μέρα είναι η αδερφή μου. 6 Δεκέμβρη γίνονταν 16 και ένα παιδί της γενιάς της πυροβολήθηκε από την αστυνομία, μέσα στα Εξάρχεια, επειδή πέταξε ένα άδειο μπουκαλάκι νερού. Ήταν 16 χρονών, ήταν στα Εξάρχεια, ήταν 16.   Θυμάμαι την μικρή να είναι μπερδεμένη, στενοχωρημένη και θυμωμένη.  Όσο συγκλονιστική ήταν η είδηση για την δολοφονία του Γρηγορόπουλου, τόσο κατανοητή ήταν η οργή στο δρόμο. Λίγες μέρες αργότερα πέταγα και εγώ για Αθήνα. Μέχρι τότε ήμουν εδώ μπροστά από τον υπολογιστή συνέχεια να προσπαθώ να δω τι συμβαίνει. Το mega ήταν τότε το μόνο που μπορούσα να κάνω stream τις ειδήσεις. Μega, indy και youtube. Αντιφατικές αναλύσεις, εικόνες θυμού, Πρετεντέρης. Kάθε μέρα νόμιζα ότι θα ήταν και η τελευταία της εξέγερσης και με άγχωνε αυτό. Θυμάμαι να προσγειώνομαι στην Αθήνα και να με ξαφνιάζει που όλα έμοιαζαν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Το πρώτο πράγμα που έκανα το απόγευμα ήταν να κατέβω στο κέντρο. Κατέβηκα μόνη και θα έβρισκα φίλους εκεί. Όλες και όλοι ήταν εκεί. Πήγα με το λεωφορείο ως την Αλεξάνδρας και περπάτησα μέσα από τα Εξάρχεια και ήθελα να φτάσω στα Προπύλαια. Στη Σόλωνος νομίζω, έξω από μια κλινική ιδιωτική, είδα έναν παιδί στην ηλικία μου να βγαίνει με μπανταρισμένο κεφάλι. Την στιγμή που βγήκε έξω, ο αστυνομικός που μάλλον φρουρούσε το κτήριο, άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι με το γκλομπ πάνω στο τραύμα του. Δεν είχα βρει ακόμα τους φίλους μου αλλά οι δρόμοι όλοι ήταν γεμάτοι παρέες και αισθανόμουν σαν να ήταν όλοι γνωστοί. Ένα παιδί δίπλα μου σήκωσε μια πέτρα / ή ένα κομμάτι σπασμένου πεζοδρομίου και το πέταξε στον αλήτη με τη στολή για να σταματήσει να χτυπάει το παιδί που πάσχιζε να ξαναμπεί μέσα. Σήκωσα και εγώ μια πέτρα, κοιταχτήκαμε με τον γνωστό μου άγνωστο και την πέταξα προς το μέρος του αστυνομικού. Το ίδιο έκαναν και άλλα παιδιά από την άλλη γωνία. Τον άφησε. Μπήκε μέσα το παιδί, το οποίο βοήθησαν και οι νοσοκόμες. Σε δευτερόλεπτα είχε φτάσει μια κλούβα και άρχισαν όλοι να τρέχουν. Μαζί και εγώ. Έφτασα στα προπύλαια και βρήκα την παρέα μου. Ήταν η πρώτη φορά που πέταξα πέτρα σε άνθρωπο και δεν το μετανιώνω. Ξανά στους δρόμους τις επόμενες μέρες, υπήρχαν παντού φίλοι και μπάτσοι. Η Αθήνα ήταν χωρισμένη σε άγνωστους φίλους και ένστολους δολοφόνους.

Ορέστης Βέλμαχος

Όταν αποφασίζαμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας

Ολόκληρος ο Δεκέμβριος του 2008 είχε μυρωδιά ελπίδας. Βρέθηκα εκείνες τις εβδομάδες στους δρόμους της Αθήνας, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχα σε πολλές μαθητικές κινητοποιήσεις και δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου αυτή η αίσθηση της ελπίδας. Πέρα από την οργή, στις σκέψεις και τις συζητήσεις κάθε κινητοποίησης που βρέθηκα επικρατούσε ένα αίσθημα  άγριας ομορφιάς, με μικρά παιδιά να αντιλαμβάνονται πως έχουν δύναμη να αλλάξουν πράγματα στην κοινωνία με τον τσαμπουκά τους και τη μαζικότητα των κινητοποιήσεων. Ζητώντας το δίκιο τους. Μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία βρέθηκα στην Πάτρα, όπου επί τρεις μέρες πραγματοποιούνταν μαζικές διαδηλώσεις. Απομονώναμε και διώχναμε τον κάθε «αγανακτισμένο νέο» που έβρισκε ευκαιρία να σπάσει περίπτερα και μικρά μαγαζιά.  Δεν υποχωρούσαμε στο όργιο αστυνομικής βίας και ακόμα και όταν ολοκληρωνόντουσαν οι πορείες βρισκόμασταν σε μαθητικά στέκια και συζητούσαμε για το μέλλον μας και το πώς θα το πάρουμε οι ίδιοι στα χέρια μας. Μένει στο μυαλό μου η κουβέντα μιας 17χρονης τότε κοπέλας. «Ρε σεις, τι συζητάμε για τις ζωές μας. Δεν διαπραγματευόμαστε. Θα τις πάρουμε πίσω. Τι να μας πουν για να μας σταματήσουν». Εννιά χρόνια μετά τίποτα δεν μπορεί να σβηστεί. Οι δρόμοι όμως μένουν άδειοι και το αίσθημα παραίτησης τους κάνει να φαίνονται ακόμα πιο άδειοι.

Σπύρος Γιανναράς

Υπάρχει νομίζω κάτι μοναδικό που αξίζει να κρατήσουμε από εκείνες τις ταραχώδεις μέρες του 2008, πέρα από την μνήμη του κτηνώδους φόνου ενός δεκαπεντάχρονου από άλλον έναν μπάτσο που μπερδεύει την εξουσία που διαθέτει για την προστασία των πολιτών με το εγωμανές καουμποϊλίκι του νταή. Κι αυτό είναι πως για πρώτη φορά κι ενώ οι καθημερινές διαδηλώσεις είχαν ήδη από καιρό μεταβληθεί σε ένα είδος άφτουρης επαναστατικής γυμναστικής για ψυχολογική εκτόνωση των συμμετεχόντων, υπήρξε μια συλλογική αφύπνιση, μια έμπρακτη διάθεση αντίδρασης κι ανατροπής του αυταρχικού μονόδρομου που μας έχει επιβληθεί έκτοτε ως μοναδική λύση επί ποινή θανάτου. Ήταν η πρώτη φορά που ο τακτός πόλεμος μεταξύ απροσανατόλιστων δεκαπεντάρηδων και πωρωμένων μπάτσων υπερέβη το επίπεδο της αντιπαράθεσης καουμπόηδων και ινδιάνων, και απέκτησε – έστω και άθελά τους – μια άλλη δυναμική και έναν σαφή στόχο που τους υπερέβαινε. Ήταν η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία αισθάνθηκε την ανάγκη της αντίδρασης ως ανάγκη ζωτική διότι διείδε αυτό που έκτοτε βιώσαμε στο πετσί μας: τη σταδιακή φτωχοποίηση και την εξαθλίωση στην οποία μας οδηγεί με σταθερό βήμα η μνημονιακή πολιτική της απόλυτης δουλοπρέπειας έναντι του δυνάστη και τοκογλύφου.

Μηνάς Κωνσταντίνου

Κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ

Όταν ο κρότος από τον πυροβολισμό και τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου διέτρεχε όλη τη χώρα, τίποτα από το μαύρο που συγκατοικεί μαζί μας τα χρόνια που ακολούθησαν δεν είχε καν συστηθεί. Ήταν η δολοφονία ενός μικρού παιδιού από χέρι αστυνομικού που έμελλε να προβάλει σκηνές από το μέλλον στους δρόμους της χώρας, πριν καν καταλάβουμε τι πρόκειται να ζήσουμε. Και το ζούμε.

Εννέα χρόνια αργότερα, ο Δεκέμβριος δε λέει να τελειώσει. Το «κοινωνικό συμβόλαιο» έχει διαρραγεί για τα καλά και η τελευταία αναίμακτη προσπάθεια να επανέλθουν τα -βασικά τουλάχιστον- σημεία του, έπεσε στο κενό. Μία ολόκληρη γενιά, που τότε βίαια ενηλικιωνόταν, είναι εκείνη που είτε παρακολουθεί από το εξωτερικό και μέσω διαδικτύου τους συνομηλίκους και τους οικείους της να παλεύουν με τα θηρία, είτε ψάχνει να βρει τι είναι αυτό που λέγεται ζωή. Θα το βρει.

Διότι τίποτα δεν τελειώνει παρά μόνο όταν τελειώσει. Σήμερα, που τα τελευταία εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα αποκαθηλώνονται και η καταστολή ζεσταίνει τις μηχανές και καθαρίζει τις κάννες της για να το επιβάλει, η δολοφονία του Αλέξανδρου από το κράτος θα πρέπει να βρίσκεται στη μνήμη μας πιο έντονα από ποτέ.

Λένε πως αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα. Ο Αλέξανδρος πέθανε και μαζί του πολλά παιδιά. Εκείνο όμως που δεν πέθανε είναι η ελπίδα. Κι αν έρθει, θα έρθει από έναν Αλέξανδρο και κανέναν Αλέξη.

Φραγκίσκα Μεγαλούδη

Όταν άκουσα για την δολοφονία του Αλέξη είχα μόλις έρθει στην Ελλάδα από τη Δανία. Αρχικά νόμιζα ότι ήταν ψέμα δεν ήταν δυνατόν να δολοφονούν παιδιά στα Εξάρχεια… Λίγες μέρες αργότερα κατέβηκα στην πρώτη πορεία. Ήμουν έγκυος σχεδόν στον 5ο μήνα και ένιωσα ότι χρωστούσα στο παιδί που κουβαλούσα στην κοιλιά να το κάνω. Να είμαι εκεί για τον γιο μου, που στο μυαλό μου ταυτίστηκε με τον Αλέξη. Ήθελα το μωρό μου να έρθει στον κόσμο σε μια κοινωνία που δεν θα δολοφονεί παιδιά στα Εξάρχεια και μετά θα ρίχνει λάσπη στη μνήμη τους. Ο θάνατος του Αλέξη δεν ήταν ατύχημα, ήταν εσκεμμένη δολοφονία την οποία ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός -με πρώτα τα συστημικά μέσα ενημέρωσης- προσπάθησε να καλύψει. Θυμάμαι τα ΜΑΤ που είχαν παραταχθεί στη σειρά, φορούσα ένα μπλε φόρεμα, και πήγα μπροστά τους, βάζοντας το χέρι στη κοιλιά μου και φωνάζοντας δεν ντρέπεστε να είστε απέναντι; Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι φασαρίες, βιτρίνες έσπαγαν, φωτιές έκαιγαν, άρχισα να τρέχω και μέσα στον πανικό κάποιος με τράβηξε μέσα σε ένα κτήριο ώστε να πάρω ανάσα και να προστατέψω το παιδί μου. Η δολοφονία του Αλέξη ήταν το βίαιο ξύπνημα της ελληνικής κοινωνίας που μέχρι τότε λικνιζόταν στα βρώμικα απόνερα της προηγούμενης δεκαετίας, μεθυσμένη από τον μύθο της "δυνατής Ελλάδας”. Ήταν ένας άνισος αγώνας τον οποίο κάποιες πολιτικές δυνάμεις κατάφεραν να καρπωθούν, αλλά όταν έγιναν εξουσία αποδείχτηκαν πολύ κατώτερες των περιστάσεων. Έκτοτε ζούμε μια φθίνουσα πορεία ματαιώσεων, διαψεύσεων και κυνισμού. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι οι πραγματικοί εχθροί είναι η δική μας απελπισία και η παραίτηση. Η ελπίδα βρίσκεται στην αφύπνιση, αυτό δηλαδή που φοβούνται όλες οι πολιτικές ελίτ που θέλουν πολίτες τρομαγμένους και υποταγμένους.

Χρωστάμε ακόμα αυτή την κοινωνία αλληλεγγύης και ελπίδας, αυτή την επανάσταση στα παιδιά μας.

Κωνσταντίνος Πουλής

Τις μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου όλοι σκέφτονταν πού κρυβόταν όλη αυτή η οργή. Σήμερα ξυπνάμε και κοιμόμαστε με το αντίστροφο ερώτημα: Πού κρύβεται όλη αυτή η οργή, τώρα που τόσα συμβαίνουν και τίποτε δεν γίνεται; Για τον ίδιο τον θάνατο δεν τολμώ να γράψω, δεν μπορώ να διανοηθώ πώς είναι να δολοφονείται ένα παιδί μ’ αυτόν τον τρόπο.
Σκέφτομαι μόνο ότι είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται τότε τα στρατόπεδα που σχηματίστηκαν με πολύ μεγάλη σαφήνεια στη συνέχεια. Αυτοί που δεν άντεχαν το «χάιδεμα της παραβατικότητας», ζητούσαν δυναμική απάντηση, να λάμψει το κράτος κοκ. Από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά, δεν έχει μείνει τίποτε κρυφό. Ξέρουμε την Αριστερά, την «Αριστερά», τη Δεξιά, τη διανόηση, τα επεισόδια, το μόνο που μας στοιχειώνει είναι εκείνος ο τόσο άδικος θάνατος και έκτοτε αυτή η τόσο αλλόκοτη σιωπή.

Νάντια Ρούμπου

Ήμουν 15 ετών όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο* και 13 όταν δολοφόνησαν τον Αλέξη. Είπαμε ότι θα κοιμόμασταν σε φίλες, δήθεν για να διαβάσουμε και φοβισμένοι κατεβήκαμε πρώτη φορά στο δρόμο. Ο Δεκέμβρης μάς δίδαξε και μεγάλωσε μία γενιά, τη δική μου, φοβισμένη. Στο πρόσωπό του βλέπαμε το δικό μας. Στο πρόσωπο του Κορκονέα, βλέπαμε απλά έναν εντολοδόχο, μέρος του παιχνιδιού τους, που κάποιοι από εμάς το βιώσαμε νωρίς και με το χειρότερο τρόπο. Όταν συναντάς ένα εφηβικό κείμενο σου περίπου μία δεκαετία μετά, περιμένεις ότι κάτι θα έχει αλλάξει: είτε εσύ είτε οι συνθήκες. Για τον Δεκέμβρη όμως δεν θα άλλαζα ούτε λέξη:

*Ακόμα όταν ακούω κάτι που παραπέμπει σε σειρήνα φοβάμαι και θυμάμαι εκείνες τις ημέρες. Ο Δεκέμβρης μάς δίδαξε. Εφηβική οργή για κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει, κάπως έτσι σκεφτόμουν μέχρι πριν το μέλλον μας.

Όμως αυτός ο Δεκέμβρης και η οργή που έκρυβε απέδειξε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο, αλλά μπορεί. Η χρόνια προπαγάνδα τους υπολειτούργησε, δεν θέλαμε να μάθουμε από τις ειδήσεις τι είχε συμβεί, δε θέλαμε να ακούσουμε άλλους να αναρωτιούνται τι δουλειά είχε ένα παιδί στα Εξάρχεια εκείνο το βράδυ. Κάτι είχαν κάνει λάθος ή κάτι είχαμε κάνει εμείς σωστά άθελά μας.

Πολλοί λένε ότι το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, μικρή αξία στην πραγματικότητα έχει ο εντολοδόχος. Και αυτός μέρος του παιχνιδιού είναι, αλλά δεν είναι αυτός που ρίχνει τα ζάρια. Αυτό ήταν για εμάς -τα παιδιά που ζήσανε τον Δεκέμβρη- ο Κορκονέας, αλλά εκείνες τις μέρες στο πρόσωπο του δεν μπορούσαμε παρά να δούμε όλους αυτούς που μας δολοφονούν, όλους αυτούς που θα μας δολοφονήσουν.

Εξάλλου, μερικούς Δεκέμβρηδες μετά δε νομίζω κανείς να μην μπορεί να δει την απέραντη υποκρισία αυτών που τότε αλλά και σήμερα καταδικάζουν τη βία από όπου και αν προέρχεται, ενώ παράλληλα την ασκούν με κάθε πιθανό τρόπο. Μιλάνε για αντιβία ενώ οπλίζουν, μιλάνε για δικαιοσύνη ενώ την καταρρίπτουν μέσα σε μία λέξη.

Ο Δεκέμβρης είναι ένα ηφαίστειο που κάθε μέρα σιγοβράζει μέσα μας,
μέσα στην παιδικότητα εκείνης της παρέας που χάθηκε για πάντα,
μέσα στις ευκαιρίες που δε θα έχουμε ποτέ,
μέσα στο λευκό φέρετρο ενός αγοριού που έπρεπε να ζει σήμερα,
αυτό το φέρετρο το κράταγα εγώ, εσύ
και όλοι εμείς που στερηθήκαμε και συνεχίζουμε να στερούμαστε όσα μας ανήκουν.

Τζένη Τσιροπούλου

Το 2008 ήμουν φοιτήτρια, πέμπτο έτος στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το Σάββατο της 6ης Δεκεμβρίου θα ήταν ακόμα ένα φοιτητικό σαββατόβραδο που κανένας μας δε θα θυμόταν, που θα το μπέρδευες με τόσα άλλα. Που θα έπρεπε να μην το θυμάσαι και θα έπρεπε να το μπερδεύεις με τόσα άλλα. Περίμενα την Κορίνα να βγούμε για ποτό και όσο εκείνη αργούσε, εγώ χάζευα στην τηλεόραση. Έκτακτο δελτίο. Αστυνομικός πυροβόλησε και σκοτώθηκε ένας δεκαπεντάχρονος στα Εξάρχεια. Το επανέλαβα ίσως εκατό φορές, αλλά χωρίς να το χωράει ο νους μου, αδυνατώντας  να το οπτικοποιήσω και έπειτα να το πιστέψω. Αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί στα μέρη που είχα περάσει όλη μου την εφηβεία.

Το κουδούνι χτύπησε. Είπα στην Κορίνα τι έγινε και πάγωσε. «Και τώρα τι κάνουμε;» Θα σας φανεί περίεργο σήμερα πια, αλλά εμείς τότε δεν είχαμε ούτε facebook, ούτε twitter ούτε smartphone, πολλοί από εμάς δεν είχαν ούτε καν μια κλεμμένη σύνδεση ίντερνετ στο σπίτι τους. Έπρεπε, όμως, να μάθουμε, να κάνουμε κάτι. Πήραμε κάποια τηλέφωνα και τρέξαμε στο Πολυτεχνείο. Θυμάμαι ότι ίσως για πρώτη και τελευταία φορά, ήμασταν όλοι εκεί σε μία κοινή συνέλευση: αριστερά σχήματα, αντιεξουσιαστές, αναρχικοί και μερικοί ανένταχτοι φοιτητές.

Δε θυμάμαι πια τι λέγαμε. Η οργή ξεχείλιζε, ένα κουβάρι με απορίες και βεβαιότητες. Ιδέες επί ιδεών για το τι να κάνουμε, μέχρι που απλώς είπαμε: «Βγαίνουμε στον δρόμο κι όπου μας βγάλει». Και βγήκαμε. Και όσο προχωρούσαμε γινόμασταν όλο και περισσότεροι γιατί είχε βγει κι άλλος κόσμος στους δρόμους που είχε μάθει για τη δολοφονία, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Η πόλη μας άνηκε. Οι τοίχοι, οι δρόμοι, όλα ήταν δικά μας, όλα τα δικαιούμασταν εκείνο το βράδυ, το βράδυ που το κράτος δεν διανοήθηκε, φυσικά, να στείλει δυνάμεις καταστολής στους δρόμους.

Οι επόμενες μέρες και βδομάδες δεν ξεχωρίζουν πια στο μυαλό μου. Ήμασταν όλη μέρα έξω, δεν ξέρω αν τρώγαμε, αν πλενόμασταν, αν κοιμόμασταν. Πορείες, συζητήσεις, κατάληψη στη Σχολή Θεάτρου στην Εγνατία, όλοι μαζί χωρίς να μας χωρίζει τίποτα εκείνες τις μέρες του Δεκέμβρη.

Πολλές ώρες της ημέρας οι δρόμοι ήταν άδειοι, σαν στοιχειωμένοι, τα φανάρια πράσινα, κόκκινα, δεν είχε σημασία γιατί δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα. Σε μια τέτοια στιγμή που περπατούσα μόνη, είδα ένα βανάκι της αστυνομίας και έναν αστυνομικό να έχει κολλήσει στη γωνία μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα που προσπαθούσε να πάρει ένα κινητό από μια θρυμματισμένη vodafone.  Δίπλα της στεκόταν ένα μικρό αγοράκι. Ο αστυνομικός ήταν βίαιος απέναντι στη γυναίκα. Τους πλησίασα και του φώναξα: «Μα τι κάνεις; Γιατί της φέρεσαι έτσι;»

«Φύγε από εδώ γιατί θα πάθεις τα ίδια. Θες να πάθεις τα ίδια;» μου ούρλιαξε.

Μέχρι να κάνω πέντε βήματα είχε πετάξει τη γυναίκα μέσα στο βανάκι.

Αν με ρωτάς, σε τι ήλπιζα εκείνον τον Δεκέμβρη, δεν βρίσκω να έχει ιδιαίτερη σημασία να σου απαντήσω τώρα. Αν με ρωτάς, τι άλλαξε όμως, νομίζω ότι άλλαξε μια ολόκληρη γενιά. Όχι ακριβώς τη δική μου, αλλά τα παιδιά που ήταν συνομήλικα με τον Αλέξη και αυτό μου το θυμίζουν κάθε φορά που τους συναντάω στον δρόμο ή τους μιλάω σε ένα ρεπορτάζ. Δεν άλλαξε και τίποτα όμως. Και αυτό μου το θυμίζει ο Χ. που τον είδα να δεινοπαθεί με τις πατερίτσες του και το διαλυμένο του πόδι, που δεν μπορούσε ούτε να πάει τουαλέτα χωρίς βοήθεια, γιατί στις 6 Δεκέμβρη του 2016, κάποιοι αστυνομικοί αποφάσισαν να τον κάνουν σάκο του μποξ, χαρίζοντάς του έναν χρόνο ακινησίας, έναν χαμένο χρόνο από τις σπουδές του, από τη ζωή με τους φίλους του, από τις στιγμές με την κοπέλα του και τραχύνωντας τα μέσα του. Γιατί; Γιατί φορούσε μαύρα ρούχα. Γιατί έτυχε να περνάει από μπροστά τους. Γιατί έτυχε να βρεθεί «στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή». Όπως κι ο Γρηγορόπουλος. Αλλά κάθε μέρος και κάθε στιγμή θα είναι εν δυνάμει λάθος, αν θέλουν να σκοτώσουν τους συμβολισμούς και τις ιδέες των ανθρώπων.

Υ.Γ. Μετά από εκείνο το βράδυ της 6ης του Δεκέμβρη, το τηλεκοντρόλ έμεινε ακίνητο για μήνες. Αυτά που έλεγαν τα κανάλια και αυτά που επέλεγαν να προβάλλουν, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη δική μας αλήθεια στους δρόμους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου