Εξαιρετικό άρθρο!Κατά τη γνώμη μου,πάντοτε!πιστεύω ότι αξίζει το ενδιαφέρον σας!
Μήπως μερικά ελληνικά ΜΜΕ είναι πιο κάγκουρες από τους μπάχαλους;
Του Αρίστου Γιαννόπουλου
Αν έχεις περπατήσει στο Βερολίνο μιαν ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα κι αν σε τυραννάει, όπως εμένα, η ίδια λόξα για την ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε σίγουρα θα έχεις σταθεί με δέος μπροστά σε ένα από τα άφθονα δημόσια κτίρια του 19ου αιώνα. Και απορώντας πόσο καλά κατάφεραν οι Γερμανοί να το αναστηλώσουν μετά τη γαρμπιλοποίηση της πρωτεύουσάς τους από τη βρετανική RAF και τον Κόκκινο Στρατό, θα έχεις ακουμπήσει με δέος το χέρι -σαν άλλος άπιστος Θωμάς- στην χαρακτηριστική γραμμή, περίπου στο 1,5 μέτρο από το έδαφος, που δείχνει τι είχε απομείνει μετά τον πόλεμο και από πού αρχίζει το προϊόν της ιστορικότατα ακριβούς αναστήλωσης.
Με το ίδιο ή και περισσότερο δέος θα αναζητήσει το αντίστοιχο σημάδι της αναστήλωσης η ιστορικός του μέλλοντος στο ιστορικό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στην Πανεπιστημίου 32, αναζητώντας τα σημάδια της καταστροφής από την πυρκαγιά του Δεκεμβρίου του 2008 και εκείνη του Φεβρουαρίου 2012 και ίσως και τα επερχόμενα μπάχαλα, που σίγουρα θα συμβούν, απλά δεν ξέρουμε πότε. Εις μάτην, φυσικά, θα ψάχνει για ίχνη καταστροφής. «Μα πώς είναι δυνατόν να μην καταστράφηκε; Αφού το ίντερνετ έχει εκατομμύρια αναφορές στο κάψιμό της», θα αναρωτηθεί η καημένη η επιστήμων. Η έντυπη πληροφόρηση, άλλωστε, θα είναι από καιρό νεκρή και η Εθνική Βιβλιοθήκη, έτσι που πάμε, σίγουρα θα έχει διακόψει λόγω υποχρηματοδότησης τα προγράμματα της διατήρησης και προστασίας του σώματος των εφημερίδων.
Πραγματικά, εάν ψάξεις σήμερα στο Google τη φράση «Καίγεται η Εθνική Βιβλιοθήκη» θα βρεις περί τις 210.000 αναφορές. Εάν ψάξεις αύριο, ίσως έχει περισσότερες. Η φράση «Η Σμύρνη καίγεται» έχει φυσικά περισσότερες αναφορές (με τη βοήθεια και του νταλάρειου άσματος), αλλά δεν αντέχω να μην μπω στον πειρασμό να αναρωτηθώ μήπως και η έρμη η πόλη κάηκε όσο και το ιστορικό κτίριο της Πανεπιστημίου. Προφανώς όχι! Υπάρχουν μαρτυρίες, υπάρχουν ταινίες, υπάρχουν άρθρα, θα μου πείτε και θα ΄χετε δίκιο. Όμως, με την ίδια λογική, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφού το «Βήμα» δημοσίευσε φωτογραφίες της καμένης εξόδου των κινηματογράφων «Αττικόν» και «Απόλλων» επί της Χρήστου Λαδά, με τη λεζάντα «Ο καμένος κινηματογράφος Αττικόν», πάει να πει ότι οι σινεμάδες κάηκαν, πάει και τελείωσε; Τα κτίρια των κινηματογράφων, βέβαια, την γλίτωσαν φτηνά, όσο κι αν κλαυθμηρίζει γι΄ αυτά μια εφημερίδα, που μοιράζοντας DVD συμβάλλει στην καταβαράθρωση των κινηματογραφικών επιχειρήσεων. Ομοίως, μοιάζει τραγικό ή γελοίο (ή και τα δύο) να κλαίνε για τη μοίρα της Εθνικής Βιβλιοθήκης όσοι τόσα χρόνια την απαξίωσαν, αρνούμενοι να ψάξουν την υποχρηματοδότησή της, την εγκατάλειψη του κτιρίου της, τα μύρια όσα προβλήματά της.
Για άλλη μια φορά, τα περισσότερα ΜΜΕ μας έδειχναν το δάχτυλο όταν εμείς θέλαμε να κοιτάξουμε το φεγγάρι. Δεν είμαι υπέρ των καταστροφών· προσωπικά θα προτιμούσα να έμπαιναν οι διαδηλωτές χωρίς εισιτήριο για να δουν άνετα μιαν ωραία ταινία, παρά να βάλουν φωτιές στις αφίσες και τα χαλιά της εισόδου. Όμως, τα ΜΜΕ επέμεναν να μιλούν για καταστροφές κτιρίων, ακόμα και ανύπαρκτες, προκειμένου να αποσιωπήσουν το κυρίως θέμα, τις καταστροφές στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Και δεν νομίζω πως καταστροφολογούν επειδή φοβούνται το μένος των αναρχικών. Οι ρεπόρτερς τους ήταν εκεί, και εάν τα μεγαλοστελέχη των καναλιών τους άκουγαν, θα μάθαιναν πως τα σπασίματα δεν γίνονταν μόνο από αναρχικούς αλλά κι από άνεργους, από τρελαμένους, από απολίτικους πιτσιρικάδες, από λυσσάρηδες κι από ό,τι μπορεί να κυκλοφορήσει στο δρόμο, αντέχοντας τα δακρυγόνα. Αλλά έπρεπε να αποκρύψουν -ή έστω να περιορίσουν- και την είδηση των πολλών εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου, που παρά το δακρυγόνο και τις καγκουριές των ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑ, επέμενε να κρατά την πλατεία Συντάγματος. Και τι καλύτερο γι΄ αυτή τη δουλειά από ένα προπέτασμα καπνού, έστω και φουσκωμένο από τα δακρυγόνα;
Υποψιάζομαι πως τα «δημοσιογραφικά αντανακλαστικά» ορισμένων μεγαλοδημοσιογράφων έχουν τόσο αμβλυνθεί, που θυμίζουν πλέον το Μπρέζνιεφ του ανεκδότου με το ακινητοποιημένο τραίνο: αφού ο Λένιν απέτυχε να το βάλει μπροστά, διεγείροντας τις μάζες να το σπρώξουν, και ο Στάλιν απέτυχε χειρότερα, πυροβολώντας τον μηχανοδηγό και στέλνοντας την οικογένειά του διακοπές στην Κολυμά της Σιβηρίας, ο καλός σύντροφος Λεονίντ έδωσε τη λύση λέγοντας «Κλείστε τις κουρτίνες των παραθύρων! Το τραίνο κινείται! Τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ-Τούουουουου!». Οχυρωμένοι μέσα στα προνόμιά τους και τους γυάλινους πύργους τους, οι επιφανείς του σιναφιού πιστεύουν ότι μπορούν να πείσουν τον κοσμάκη πως όλα θα διορθωθούν με ένα δανειακό κλύσμα και με λίγο αυστηρότερη λιτότητα. Και πιστεύουν πως οι καταστροφές γίνονται μόνο από μια δράκα χοντροκέφαλων κάγκουρων.
Αν αγνοούν πως είναι μοιραίο να γίνουν λάθη -συχνά μακάβρια ή τραγικά- όταν ξεσηκώνεται η καταπιεσμένη και ξεζουμισμένη μάζα, ας μπουν στον κόπο να διαβάσουν, όχι τίποτε δελτία τύπου του ΔΝΤ ή της ΕΛΑΣ, αλλά το «Από το Κοξαρέ στα βουνά της Ρούμελης», του καπετάν Λευτεριά (Βαγγέλη Παπαδάκη), ή το «Ο δρόμος ήταν άσωτος», του καπετάν Περικλή (Γιώργου Χουλιάρα). Κι αν δεν έχουν λεφτά να τα αγοράσουν, ας πάνε να τα διαβάσουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ξέρουν πού βρίσκεται;
Μοιράσου το
Αρίστος Γιαννόπουλος
REDNotebook