Οι «μάχες» που δίνονται καθημερινά μέσα σε αεροπλάνα για το ποιος θα προλάβει να τοποθετήσει τη χειραποσκευή του στα ντουλαπάκια είναι ενδεικτική μιας γενικότερης τάσης στην οικονομία της αγοράς. Εταιρείες «σαλαμοποιούν» τις υπηρεσίες που προσφέρουν, όπως η μεταφορά μιας βαλίτσας, υποσχόμενες περισσότερες επιλογές και χαμηλότερο κόστος για τους πελάτες τους. Η πραγματικότητα όμως είναι πάντα διαφορετική για τον καταναλωτή.
«Επειδή ξέρω ότι είσαι τσίπης, σου πήρα αυτό για τα Χριστούγεννα», μου είπε προ ημερών ένας φίλος και μου έδωσε ένα μαξιλαράκι για τον λαιμό, από αυτά που χρησιμοποιούμε στα αεροπλάνα. Στην πραγματικότητα, ήταν μια ειδικά διαμορφωμένη, μακρόστενη, πάνινη σακούλα την οποία θα μπορούσα να γεμίσω με ρούχα (μερικά T-shirts, κάλτσες και εσώρουχα) και να την τυλίξω στον λαιμό μου. Μπορώ έτσι να πετάξω χωρίς βαλίτσα και –στις πιο δύσκολες περιπτώσεις– ακόμη και χωρίς χειραποσκευή, μόνο με ένα προσωπικό αντικείμενο και τα ρούχα… στον λαιμό.
Το συγκεκριμένο «γκάτζετ» εντάσσεται σε μια νέα βιομηχανία προϊόντων που επιτρέπουν σε επιβάτες να παρακάμψουν τους αυστηρούς ελέγχους των αεροπορικών εταιρειών – από σακούλες συμπίεσης μέχρι μπουφάν με κρυφές εσωτερικές θήκες, τα οποία μετατρέπεις σε βαλιτσάκια μόλις περάσεις το check in.
Κανείς δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει αψήφιστα τη «μάχη της βαλίτσας» από την οποία οι αεροπορικές εταιρείες κερδίζουν περίπου 30 δισεκατομμύρια τον χρόνο σε έξτρα χρεώσεις. Οι «συγκρούσεις» ξεκινούν από την αίθουσα αναμονής, όπου ο κόσμος στέκεται σε ουρές πολλή ώρα πριν από την αναχώρηση ώστε να μπει πρώτος στο αεροπλάνο και να βρει χώρο για τη χειραποσκευή του. Οι πιο αδίστακτοι «πολεμιστές» των τελευταίων θέσεων βάζουν το βαλιτσάκι τους πριν φτάσουν στη θέση τους ώστε να είναι σίγουροι ότι θα εξασφαλίσουν μια θέση.
Το αποτέλεσμα συνήθως είναι καθυστερήσεις στην αναχώρηση. Υπολογίζεται ότι από το 2011 ο χρόνος επιβίβασης στα αεροπλάνα είχε διπλασιαστεί (και συνέχισε να αυξάνεται) σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 και σε αυτό συμβάλλει και η διαχείριση των αποσκευών.
Για τα λόμπι των αεροπορικών εταιρειών (και αρκετά ΜΜΕ που τα υπηρετούν) ο πόλεμος της βαλίτσας οφείλεται αποκλειστικά στους επιβάτες που προσπαθούν να μεταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα στην καμπίνα. «Κάνε μας τη χάρη και δώσε στο τσεκ ιν την ογκώδη χειραποσκευή σου», έγραφε πριν από έναν μήνα η Wall Street Journal, εξηγώντας ότι είναι ευθύνη του επιβάτη να μειώσει τον χρόνο επιβίβασης. Το περιοδικό The Atlantic συμπλήρωνε ότι όσο οι εταιρείες μεγαλώνουν τα ντουλάπια για τα carry on τόσο οι πελάτες φέρνουν ογκωδέστερες βαλίτσες.
Είναι λοιπόν η απληστία των επιβατών υπεύθυνη για όλα τα προβλήματα; Όχι ακριβώς. Η μάχη του carry on ξεκίνησε ουσιαστικά το 2008, όταν οι μεγάλες αεροπορικές εταιρείες προκειμένου να αποσβέσουν τις ζημιές από την αύξηση της τιμής των καυσίμων και να ανταγωνιστούν τις εταιρείες χαμηλού κόστους άρχισαν να χρεώνουν για υπηρεσίες που μέχρι τότε ήταν δωρεάν, όπως η επιλογή θέσης και το γεύμα – ο γνωστός, και για τις ανθελληνικές θέσεις του, CEO της Ryanair, Μάικλ Ο’Λίρι, είχε προτείνει να χρεώνεται ξεχωριστά και κάθε επίσκεψη στην τουαλέτα. Οι σημαντικότερες συνέπειες όμως επήλθαν από τη χρέωση της πρώτης βαλίτσας που ώθησε τους επιβάτες να παραφουσκώνουν τις χειραποσκευές τους.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε καθώς οι κατασκευαστές των αεροσκαφών έδιναν τη δυνατότητα στις αεροπορικές εταιρείες να καθορίζουν σχεδόν κατά το δοκούν τον αριθμό των καθισμάτων μειώνοντας τον χώρο για τα πόδια. Όπως είχαμε εξηγήσει («Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα καθίσματα») «στα πρώτα Boeing 707, που μπήκαν στην κυκλοφορία το 1958, οι θέσεις απείχαν μεταξύ τους 86 εκατοστά και παρέμειναν έτσι σχεδόν μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα. Σήμερα το «ψυχολογικό» όριο της ελάχιστης απόστασης μεταξύ των καθισμάτων (κάτω από το οποίο οι επιβάτες εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια και ενδέχεται να προτιμήσουν άλλη εταιρεία), είναι τα 76 εκατοστά. Παρ’ όλα αυτά, αρκετές εταιρείες χαμηλού κόστους μείωσαν την απόσταση ακόμα και στα 71 εκατοστά». Συνήθως αυτό σήμαινε ότι περισσότεροι επιβάτες έπρεπε να ανταγωνίζονται για λιγότερες θέσεις χειραποσκευών σε ένα εκνευριστικό παιχνίδι μουσικής καρέκλας.
Καθώς οι εταιρείες δεν συνάντησαν σοβαρή αντίσταση από κυβερνήσεις και οργανώσεις καταναλωτών, προχώρησαν στο επόμενο βήμα που ήταν να προσπαθήσουν να χρεώνουν και για τις χειραποσκευές. Το επιχείρημά τους ήταν ότι ο επιβάτης έχει την «ελευθερία» να επιλέξει αν θα έχει βαλίτσα ή βαλιτσάκι και έτσι να απολαμβάνει χαμηλότερη τιμή στον βασικό ναύλο. Το πρόβλημα με την ελεύθερη αγορά (όπως και με τις εκλογές στην αστική δημοκρατία) είναι ότι το επίπεδο «ελευθερίας» που προσφέρεται είναι αντιστρόφως ανάλογο των πραγματικών επιλογών και κυρίως της πληροφόρησης που έχει ο πελάτης (ή ψηφοφόρος) για να λάβει την καλύτερη απόφαση.
Όπως εξηγούσε το υπουργείο Καταναλωτή της Ισπανίας, η συγκεκριμένη πρακτική επιτρέπει στις αεροπορικές εταιρείες να παρουσιάζουν χαμηλότερες τιμές εισιτηρίων, και έτσι να εμφανίζονται ψηλότερα στις μηχανές αναζήτησης, ενώ το τελικό κόστος που πληρώνει ο επιβάτης είναι πολύ υψηλότερο. Την παρατήρηση είχε επιβεβαιώσει παλαιότερη έρευνα οικονομολόγων από τα πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, της Μινεσότας και του Λουξεμβούργου, σύμφωνα με την οποία η μέση μείωση του κόστους του βασικού ναύλου είναι χαμηλότερη από το κόστος της βαλίτσας. Ακόμη δηλαδή και οι «ελεύθεροι» καταναλωτές που θα πετάξουν χωρίς αποσκευές δεν θα γλιτώσουν όλο το κόστος της βαλίτσας, ενώ όσοι πληρώσουν για την αποσκευή τους θα δώσουν πολύ περισσότερα από την εποχή που οι εταιρείες πρόσφεραν δωρεάν τη μεταφορά της πρώτης βαλίτσας.
Μέχρι να υπάρξει σοβαρή αντίσταση σε αυτές τις πρακτικές, όπως είδαμε να συμβαίνει στον Καναδά, στην Ισπανία και διστακτικά από την Ε.Ε., εγώ θα γεμίζω το μαξιλαράκι μου με τα βασικά ρούχα στον λαιμό. Ακόμη βέβαια δεν ξέρω τι θα συμβαίνει στην πτήση της επιστροφής με… τα άπλυτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου