Πολιτεία

Πολιτεία

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η ιδιωτικοποίηση της «γενικής διάνοιας», του Slavoj Zizek

Πώς έγινε ο Bill Gates ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Αμερική; Η περιουσία του δεν έχει καμία σχέση με το κόστος παραγωγής αυτών που πουλάει η Microsoft: δηλαδή, δεν είναι αποτέλεσμα του ότι παράγει καλό λογισμικό σε χαμηλότερες τιμές από τους ανταγωνιστές της, ή της «αξιοποίησης» των εργαζομένων της με μεγαλύτερη επιτυχία (η Microsoft πληρώνει τους γνωσιακούς εργαζόμενούς της με σχετικά υψηλό μισθό). Αν αυτό ίσχυε, η Microsoft θα είχε χρεοκοπήσει εδώ και καιρό: οι άνθρωποι θα επέλεγαν ελεύθερα συστήματα, όπως το Linux, τα οποία είναι εξίσου καλά ή και καλύτερα από τα προϊόντα της Microsoft. Εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να αγοράζουν το λογισμικό της Microsoft, επειδή η Microsoft έχει επιβληθεί ως ένα σχεδόν καθολικό πρότυπο, μονοπωλώντας ουσιαστικά το χώρο, ως μια ενσάρκωση αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε «γενική διάνοια», εννοώντας τη συλλογική γνώση σε όλες τις μορφές της, από την επιστήμη μέχρι την πρακτική τεχνογνωσία. Ο Γκέιτς ιδιωτικοποίησε, πράγματι, ένα μέρος της γενικής διάνοιας και έγινε πλούσιος από την ιδιοποίηση του μισθώματος που επακολούθησε.
Η δυνατότητα της ιδιωτικοποίησης της γενικής διάνοιας ήταν κάτι που ο Μαρξ δεν προέβλεψε στα γραπτά του για τον καπιταλισμό (σε μεγάλο βαθμό γιατί παρέβλεψε την κοινωνική διάστασή της). Ωστόσο, αυτό αποτελεί τον πυρήνα των σημερινών αγώνων γύρω από την πνευματική ιδιοκτησία: καθώς ο ρόλος της γενικής διάνοιας -που βασίζεται στη συλλογική γνώση και την κοινωνική συνεργασία- έχει αυξηθεί στο μετα-βιομηχανικό καπιταλισμό, ο πλούτος συσσωρεύεται εντελώς δυσανάλογα προς τη δαπανηθείσα εργασία στην παραγωγή του. Το αποτέλεσμα δεν είναι, όπως ο Μαρξ φαίνεται να ανέμενε, η αυτο-διάλυση του καπιταλισμού, αλλά η σταδιακή μετατροπή του κέρδους που προκύπτει από την εκμετάλλευση της εργασίας σε μίσθωμα που ιδιοποιείται μέσω της ιδιωτικοποίησης της γνώσης.

Το ίδιο ισχύει και για τους φυσικούς πόρους, η εκμετάλλευση των οποίων είναι μια από τις κύριες στον κόσμο πηγές μισθώματος. Αυτό που ακολουθεί είναι ένας μόνιμος αγώνας για το ποιος παίρνει το μίσθωμα: οι πολίτες του Τρίτου Κόσμου ή οι δυτικές επιχειρήσεις. Η ειρωνεία είναι ότι για να εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ της εργασίας (η οποία με τη χρήση της παράγει υπεραξία) και άλλων εμπορευμάτων (τα οποία καταναλώνουν όλοι την αξία τους κατά τη χρήση τους), ο Μαρξ αναφέρει το πετρέλαιο ως παράδειγμα «συνηθισμένου» εμπορεύματος. Οποιαδήποτε προσπάθεια σήμερα να συνδεθεί η άνοδος και η πτώση της τιμής του πετρελαίου με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής ή την τιμή της υπό εκμετάλλευση εργασίας, είναι άνευ νοήματος: το κόστος παραγωγής είναι αμελητέο σε σχέση με την τιμή που πληρώνουμε για το πετρέλαιο, τιμή που είναι πραγματικά το μίσθωμα που οι ιδιοκτήτες του πόρου αυτού μπορούν να απαιτούν χάρη στην περιορισμένη προσφορά του.
Μια συνέπεια της αύξησης της παραγωγικότητας που επέφεραν οι ραγδαία αυξανόμενες επιπτώσεις της συλλογικής γνώσης είναι η αλλαγή του ρόλου της ανεργίας. Είναι η ίδια η επιτυχία του καπιταλισμού (μεγαλύτερη αποδοτικότητα, αυξημένη παραγωγικότητα, κ.λπ.) που παράγει ανεργία, καθιστώντας όλο και περισσότερους εργαζόμενους άχρηστους: αυτό που θα έπρεπε να είναι ευλογία -λιγότερο σκληρή εργασία- μετατρέπεται σε κατάρα. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η ευκαιρία εκμετάλλευσης σε μια μακροχρόνια δουλειά τώρα βιώνεται ως προνόμιο. Η παγκόσμια αγορά, όπως ο Fredric Jameson το έχει θέσει, είναι πλέον «ένας χώρος στον οποίο ο καθένας έχει γίνει κάποτε παραγωγικός εργάτης, και στον οποίο η εργασία έχει αρχίσει να αποτιμάται παντού πολύ ακριβά για να αγορασθεί». Στην εν εξελίξει διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η κατηγορία των ανέργων δεν περιορίζεται πλέον στον αποκαλούμενο από τον Μαρξ «εφεδρικό στρατό εργασία»· περιλαμβάνει επίσης, όπως ο Jameson περιγράφει, «εκείνους τους μαζικούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο οι οποίοι έχουν, κατά κάποιο τρόπο, ''εγκαταλειφθεί από την ιστορία'', οι οποίοι έχουν εσκεμμένα αποκλεισθεί από τα εκσυγχρονιστικά σχέδια του καπιταλιστικού Πρώτου Κόσμου και διαγράφηκαν ως ανέλπιδες ή μη εξελισσόμενες περιπτώσεις»: τα λεγόμενα αποτυχημένα κράτη (Κονγκό, Σομαλία), τα θύματα της πείνας ή οικολογικών καταστροφών, παγιδευμένοι από ψευδο-αρχαϊκά «εθνοτικά μίση», αντικείμενα της φιλανθρωπίας και των ΜΚΟ ή στόχοι του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Η κατηγορία των ανέργων έχει επομένως επεκταθεί, περιλαμβάνοντας τεράστιο εύρος ανθρώπων, από τους προσωρινά άνεργους, τους όχι πλέον απασχολήσιμους και τους μόνιμα άνεργους, έως τους κατοίκους των γκέτο και των παραγκουπόλεων (όλους εκείνους που συχνά είχαν απορριφθεί από τον Μαρξ ως «λούμπεν-προλετάριοι»), και τέλος ολόκληρους πληθυσμούς ή κράτη αποκλεισμένα από την παγκόσμια καπιταλιστική διαδικασία, όπως οι κενοί χώροι στους αρχαίους χάρτες.
Μερικοί λένε ότι αυτή η νέα μορφή καπιταλισμού παρέχει νέες δυνατότητες για χειραφέτηση. Αυτή είναι η θέση του Πλήθους των Hardt και Negri, που επιχειρεί να ριζοσπαστικοποιήσει τον Μαρξ, ο οποίος έκρινε ότι αν κόψουμε απλώς το κεφάλι του καπιταλισμού θα έχουμε σοσιαλισμό. Ο Μαρξ, όπως το βλέπουν, ήταν ιστορικά περιορισμένος από την έννοια της κεντρικής, αυτοματοποιημένης και ιεραρχικά οργανωμένης βιομηχανικής μηχανικής εργασίας, με αποτέλεσμα να κατανοεί τη «γενική διάνοια» μάλλον σαν μέσο κεντρικού σχεδιασμού· μόνο σήμερα, με την άνοδο της «άυλης εργασίας», μια επαναστατική ανατροπή έχει γίνει «αντικειμενικά δυνατή». Αυτή η άυλη εργασία εκτείνεται ανάμεσα σε δύο πόλους: από τη διανοητική εργασία (παραγωγή ιδεών, κειμένων, προγραμμάτων, κ.λπ.) έως τη συναισθηματική εργασία (που πραγματοποιείται από γιατρούς, babysitters και αεροσυνοδούς). Σήμερα, η άυλη εργασία είναι «ηγεμονική» με την έννοια που ο Μαρξ διακήρυξε ότι στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή ήταν ηγεμονική: επιβάλλεται όχι αριθμητικά, αλλά παίζοντας τον κύριο, εμβληματικό δομικό ρόλο. Αυτό που αναδεικνύεται είναι ένα τεράστιο νέο πεδίο, τα αποκαλούμενα «κοινά»: κοινόχρηστες γνώσεις και νέες μορφές επικοινωνίας και συνεργασίας. Τα προϊόντα της άυλης παραγωγής δεν είναι αντικείμενα αλλά νέες κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις· η άυλη παραγωγή είναι βιο-πολιτική, η παραγωγή της κοινωνικής ζωής.
Οι Hardt και Negri περιγράφουν εδώ τη διαδικασία που οι ιδεολόγοι του σημερινού «μεταμοντέρνου» καπιταλισμού εξυμνούν ως το πέρασμα από την υλική στη συμβολική παραγωγή, από την συγκεντρωτική-ιεραρχική λογική στη λογική της αυτο-οργάνωσης και της πολυκεντρικής συνεργασίας. Η διαφορά είναι ότι οι Hardt και Negri είναι ουσιαστικά πιστοί στον Μαρξ: προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε δίκιο, ότι η άνοδος της γενικής διάνοιας είναι, μακροπρόθεσμα, ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό. Οι ιδεολόγοι του μεταμοντέρνου καπιταλισμού ισχυρίζονται το ακριβώς αντίθετο: η μαρξιστική θεωρία (και πρακτική), υποστηρίζουν, παραμένει εντός των ορίων της ιεραρχικής λογικής του κεντρικού ελέγχου από το κράτος, και έτσι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες της επανάστασης της πληροφορίας. Υπάρχουν καλοί εμπειρικοί λόγοι για αυτόν τον ισχυρισμό: αυτό που ουσιαστικά κατέστρεψε τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η ανικανότητά τους να προσαρμοστούν στη νέα κοινωνική λογική που υποστηρίχθηκε από την επανάσταση της πληροφορίας: προσπάθησαν να κατευθύνουν την επανάσταση μετατρέποντάς την σε ένα ακόμη μεγάλης κλίμακας συγκεντρωτικό, κρατικά σχεδιασμένο έργο. Το παράδοξο είναι ότι αυτό που οι Hardt και Negri εξυμνούν ως μοναδική ευκαιρία να ξεπεράσουμε τον καπιταλισμό, εξυμνείται από τους ιδεολόγους της επανάστασης της πληροφορίας ως η άνοδος ενός νέου «χωρίς τριβές» καπιταλισμού.
Η ανάλυση των Hardt και Negri έχει κάποια αδύναμα σημεία, τα οποία εξηγούν πώς ο καπιταλισμός έχει την ικανότητα να επιβιώνει από αυτό που θα έπρεπε να ήταν (με κλασικούς μαρξιστικούς όρους) μια νέα οργάνωση της παραγωγής που τον καθιστά παρωχημένο. Υποτιμούν την έκταση στην οποία ο καπιταλισμός σήμερα έχει με επιτυχία (βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον) ιδιωτικοποιήσει τη γενική διάνοια, καθώς και το βαθμό στον οποίο, περισσότερο από την αστική τάξη, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι γίνονται περιττοί (με όλο και περισσότερους να γίνονται όχι μόνο προσωρινά άνεργοι, αλλά δομικά άνεργοι).
*Απόσπασμα από το άρθρο του Slavoj Zizek Η εξέγερση των έμμισθων αστών στο London Review of Books (11/01/2012).
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου