Κύριε Αθανασιάδη, Γιατί Αποσύρονται τα Bιβλία Ιστορίας;
Η Ζωή Παρασίδη μίλησε με τον καθηγητή
πανεπιστημίου που συγκέντρωσε στο καινούριο του βιβλίο τα αποσυρθέντα
συγγράμματα από την σύγχρονη σχολική ιστορία της Ελλάδας. Εκείνα που
απείλησαν τη διάπλαση «καλών πατριωτών» και θεωρήθηκαν «αιρετικά».
έως 2008 και χαρακτηρίστηκαν ως «αιρετικά». Ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από καθηγητές, πολιτικούς, δημοσιογράφους, λόγιους και γονείς για την απόκλισή τους από τον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου, αυτόν δηλαδή που υπαγορεύει πως η βιογραφία του έθνους πρέπει να περιλαμβάνει τα γεγονότα που μας συσπειρώνουν κι επιλεγμένα τα τραύματα εκείνα που μας κάνουν να λειτουργούμε όπως οι συγγενείς στο πένθος.
Από το 1894 και ύστερα είναι που διαμορφώνεται εντός της κοινωνίας η άποψη για το παρελθόν, αυτό που λέμε ελληνική ιστορία δηλαδή. Είναι μια άποψη που περνάει από γενιά σε γενιά μαθητών, οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτήν την αφήγηση παράγει έντονες αντιδράσεις. Ξεφυλλίζοντας ανάποδα την έκδοση Τα Αποσυρθέντα Βιβλία. Έθνος και Σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858- 2008 διαπιστώνουμε πως η έρευνα αυτή ολοκληρώνεται με μια αντίστιξη. Πριν τον κανόνα που παγιώθηκε ως ο ιδανικός στη διδασκαλία της ιστορίας, υπήρξε ένα αναγνωστικό στο οποίο οι Μακεδόνες δεν περιγράφονταν ως Έλληνες, η βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετωπίζεται ως συνέχεια της ρωμαϊκής ενώ επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες δεν υπήρξαν καταπιεσμένοι παρά μπορούσαν να μιλούν τη γλώσσα τους και να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθηκοντα. Πριν την ολοκληρωτική κατίσχυση του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου στη σχολική διδασκαλία της ιστορίας ο «Γεροστάθης» του Λέοντος Μελά υπήρξε από το 1858 το πιο πολυδιαβασμένο αναγνωστικό. «Μέσα από τις αφηγήσεις του Γεροστάθη τα παιδιά μάθαιναν γλώσσα, ιστορία και διαμόρφωναν την ταυτότητά τους ως Έλληνες που οι πρόγονοί τους δεν υπήρξαν ραγιάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως ιδανικό παρελθόν θεωρούταν η κλασική αρχαιότητα και ο χρυσός αιώνας του Περικλή και ως ιδανικό μέλλον η νεωτερικότητα της γαλλικής κοινωνίας», λέει ο κύριος Αθανασιάδης.
Δεν έχει βρεθεί ακόμη ο υπουργός που θα αναλάβει το πολιτικό κόστος και θα συγκεντρώσει μια αξιόλογη ομάδα ιστορικών και εκπαιδευτικών με στόχο τη συγγραφή ενός βιβλίου που δε θα διδάσκει ανακρίβειες στα παιδιά όπως είναι το κρυφό σχολειό και η υποτιθέμενη αρωγή της εκκλησίας στην επανάσταση του ’21.
Μετά την επικράτηση του «κανόνα» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, αρχίζουν οι καταγγελίες και οι αποσύρσεις με κεντρικό άξονα τον εθνοποιητικό ρόλο που οφείλει να παίζει η διδασκαλία της ιστορίας στις σχολικές αίθουσες. Κάπως έτσι περνάμε στο βιβλίο της β’ γυμνασίου του Κώστα Καλοκαιρινού Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική, 146 π.Χ – 1453 μ.Χ του 1965. «Αυτό το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση καθώς “αμφισβητείται” η συνέχεια του έθνους, η άποψη πως αποτελείται από 3000 χρόνια συνεχόμενης ιστορίας. Από τον τίτλο του και μόνο το πρώτο ερώτημα που προέκυψε ήταν το γιατί δεν αναφέρεται στη διακριτότητα του Βυζαντίου από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρότι πρόκειται για μια συζήτηση που διεξάγεται ακόμη στους κύκλους των ιστορικών. Η δεύτερη κριτική που δέχθηκε ήταν ως προς τον τρόπο που περιγράφει τους εχθρούς του Βυζαντίου, χαρακτηρίστηκε ως επιεικής αφού δε χαρακτηρίζει βάρβαρους τους Βούλγαρους και τους Σέρβους που έκαναν επιδρομές σε μια εξευγενισμένη αυτοκρατορία όπως αυτή του Βυζαντίου. Το 1960 που διεξαγόταν αυτή η διαμάχη έπαιξε ρόλο και η συγκυρία, τότε αυτές οι χώρες ήταν κομμουνιστικές, ανήκαν στην ανατολή κι εμείς στη δύση, συνεπώς το έμμεσο ερώτημα ήταν αν ο Καλοκαιρινός κάνει εμμέσως κάποιο θετικό σχόλιο για το καθεστώς τους. Η μεγάλη μάχη όμως δόθηκε όταν το βιβλίο κατηγορήθηκε πως κάνει μια μαρξιστική ανάγνωση του παρελθόντος δίνοντας έμφαση στις εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις μεταξύ των δυνατών και των χωρικών εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σαν μια άλλη ταξική πάλη». Η αμφισβήτηση που δέχθηκε αυτό το εγχειρίδιο προσομοιάζει κατά τον καθηγητή με το πρόσφατο παράδειγμα και το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση (2006-2008), όταν πολιτικά κόμματα, εκπρόσωποι της εκκλησίας, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, σύλλογοι Μικρασιατών ακόμα και μη ειδήμονες πολίτες, κατέλαβαν τα τηλεοπτικά πάνελ εξοργισμένοι με την περιγραφή περί «συνωστισμού των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922».
Επιστρέφοντας πίσω, το 1919 το αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου διδάσκεται σε παιδιά που διανύουν το τρίτος έτος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Αυτό το βιβλίο εισάγεται, ενώ τα ελληνικά εδάφη αυξάνονται και σε αυτά συνυπάρχουν διάφορες εθνότητες. Καθώς το νέο κράτος καλείται να διαχειριστεί αυτό το πολιτιστικό συνονθύλευμα, κάνοντας το ενιαίο, η ιστορία του βιβλίου αφορά την εκδρομή μιας ομάδας παιδιών σε μια κατασκήνωση εντός της οποίας μαθαίνουν να λειτουργούν ως ελεύθεροι πολίτες που λύνουν μόνοι τα προβλήματά τους έχοντας συναναστροφές με βλάχους και με χωρικούς, δηλαδή άρα με τον ταξικά κι εθνοτικά “άλλο”. Μέσα από αυτή την όσμωση χαράζεται ο δρόμος προς την ομογενοποίηση που επιθυμούσε ο Βενιζέλος και οι διμαρτυρίες όσων επιτέθηκαν στο βιβλίο εστίαζαν στο γεγονός πως απουσιάζουν από το αναγνωστικό οι στιγμές δόξας του έθνους». Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πρώτο και το τελευταίο που δεν έκανε άλλη μια αναδρομή στο παρελθόν, αλλά περιέγραφε το μέλλον με αποτέλεσμα να γεννήσει έντονες διαμάχες μεταξύ λογίων και διανοουμένων σχετικά με το αν η εθνική μας ταυτότητα οφείλει να περιλαμβάνει το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ή αν τελικά Έλληνας θεωρείται αυτός που μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι διατεθειμένος να συστρατευθεί στο σχέδιο της Μεγάλης Ελλάδας έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το «αίσθημα του ανήκειν».
Προχθές ρώτησα στο αμφιθέατρο πότε έγινε ο εμφύλιος πόλεμος και από τα 140 άτομα σήκωσαν δύο το χέρι τους. Δεν είναι απίθανο λοιπόν έπειτα από 12 έτη εκπαίδευσης οι σημερινοί φοιτητές να μην έχουν διδαχθεί τίποτα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορίαΤο 2002, ένα μόνο τηλεφώνημα από τον Κύπριο Υπουργό παιδείας Ουράνιο Ιωαννίδη προς τον Έλληνα ομόλογό του Πέτρο Ευθυμίου οδήγησε στην απόσυρση του εγχειριδίου της Γ’ Λυκείου, Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου, που συνέγραψε ο Γιώργος Κόκκινος με άλλους έντεκα ιστορικούς. Παρότι το βιβλίο ήταν έτοιμο προς διανομή δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στα σχολεία εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο περιέγραφε το κυπριακό ζήτημα και τον κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό της ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων εκτιμά πως ακόμα και αν αυτή η αναφορά των 36 λέξεων δεν υπήρχε το βιβλίο -μήλο της έριδος ανάμεσα στα δύο υπουργεία- θα αποσυρόταν για τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει κοινωνικές πτυχές της ιστορίας κάνοντας λόγο για δοσίλογους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. «Θα είχε ενδιαφέρον να δοκιμάζαμε να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας και να το κατανοήσουμε ως είχε και όχι όπως θα θέλαμε εμείς να είναι αφήνοντας το συναίσθημα να παρεισφρύει στη διδασκαλία της ιστορίας. Προχθές ρώτησα στο αμφιθέατρο πότε έγινε ο εμφύλιος πόλεμος και από τα 140 άτομα σήκωσαν δύο το χέρι τους. Δεν είναι απίθανο λοιπόν έπειτα από 12 έτη εκπαίδευσης οι σημερινοί φοιτητές να μην έχουν διδαχθεί τίποτα για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, εφόσον οι καθηγητές επιλέγουν να παραλείψουν από την διδακτέα ύλη τα γεγονότα στα οποία οι πρωταγωνιστές τους ζουν μέχρι σήμερα προκειμένου να μη μπουν στο επικίνδυνο έδαφος που εμπεριέχει τη μνήμη. Παρότι λοιπόν πρέπει να γνωρίζουμε την πορεία των τελευταίων 60 ετών τουλάχιστον για να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση της χώρας και τα δίπολα που υπάρχουν εντός της κοινωνίας και της πολιτικής σκηνής, μόνο αν κάποιος ενδιαφερθεί προσωπικά μπορεί να ενημερωθεί γι΄αυτήν αφού πρώτα αποτινάξει την αντιπάθεια που δημιουργεί ο τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας στα ελληνικά σχολεία μέσω της υποχρεωτικής αποστήθισης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Το βιβλίο του Χάρη Αθανασίαδη «Τα
αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
«Οι πόλεμοι της Ιστορίας» είναι γεγονός.
«Επ’ ώμου αρμ», ετερόκλητα πλήθη πολιτών – μη επαγγελματιών ιστορικών
τα τελευταία χρόνια διεκδικούν θέση, ρόλο και χώρο στις ιστορικές
αποτιμήσεις και την ανασύνθεση του παρελθόντος. Από τη διαμάχη για το
βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού έως τη σημερινή υπόθεση Ρίχτερ,
μια πορεία έξι χρόνων σηματοδοτεί την πιεστική είσοδο των μαζών στις
ιστορικές διαμάχες. Πρόκειται για πρακτικές που εγγράφονται στον
ευρύτερο όρο δημόσια Ιστορία.
Τέσσερις τέτοιες διαμάχες μελετά ο Χάρης Αθανασιάδης στο βιβλίο Τα αποσυρθέντα βιβλία, έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008 (εκδ. Αλεξάνδρεια). Μελετώντας
στην ουσία την ιστορία της σχολικής Ιστορίας, το βιβλίο φέρνει στο φως
τους συμβολικούς πολέμους που ξέσπασαν γύρω από τέσσερα «αιρετικά»
σχολικά βιβλία Ιστορίας. Η αφήγηση ξετυλίγεται αντίστροφα
ξεκινώντας από το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού
(2006-2008) και πηγαίνει προς τα πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα. Στη συνεκτική του αφήγηση ο συγγραφέας αναζητά
την «κοινή συνθήκη», τις «γενικές τάσεις», πέρα από τη συγκυρία, που
οδήγησαν σε αυτές τις συγκρούσεις, καταλήγοντας πάντοτε σε απόσυρση τα
εκάστοτε σχολικά βιβλία.
Η αντοχή του «κανόνα»
Η σχολική Ιστορία είναι δέσμια «των κυρίαρχων παραδοχών μιας κοινωνίας για το παρελθόν»,
τονίζει ο συγγραφέας, παραδοχών συγκροτημένων βάση «των διακυβευμάτων
της κάθε εποχής και του συσχετισμού των εκάστοτε πολιτικών και
κοινωνικών δυνάμεων», και δεν μπορεί παρά να αποτελεί την επίσημη δημόσια Ιστορία. Σε αυτό το πλαίσιο, πρώτιστος στόχος της ορίζεται η συμβολή της στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, μιας ταυτότητας υπερηφάνειας, κλέους, ένδοξων στιγμών, που καλείται να λειτουργήσει ενοποιητικά και ομογενοποιητικά για τους κατοίκους του εκάστοτε έθνους – κράτους.
Συστατικό στοιχείο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας το ιστορικό σχήμα που εισήγαγε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με την έκδοση της μικρής Ιστορίας
του (1853). Το σχήμα πρότεινε τη φυλετική συγγένεια και πολιτισμική
συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στο χρόνο και το χώρο, από την
αρχαιότητα (εντάσσοντας σε αυτήν και την ιστορία της Ηπείρου και της
Μακεδονίας) έως το ελληνορθόδοξο Βυζάντιο, και από εκεί στους νεότερους
χρόνους. Η αδιάλειπτη τρισχιλιετής παρουσία του αδιαίρετου ελληνικού έθνους, αφήγηση βολική και χρήσιμη για τις επιδιώξεις του αναδυόμενου Μεγαλοϊδεατισμού της ελληνικής τάξης στο τέλος του 19ου αιώνα, καθιερώθηκε ως ηγεμονική αφήγηση της σχολικής ιστορίας όλο τον 20ο
αιώνα. Σχεδόν εκατό πενήντα χρόνια μετά, η απόσυρση του βιβλίου της
ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού αναδεικνύει ότι, παρά τις προόδους της
ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας και τα εκσυγχρονιστικά διαβήματα στο πλαίσιο
της σχολικής Ιστορίας, ο κανόνας του Παπαρρηγόπουλου αντέχει,
όπως και η χρήση της σχολικής Ιστορίας ως εργαλείου σφυρηλάτησης όχι
ιστορικής, αλλά εθνικής συνείδησης και ταυτότητας.
Το «εθνοκτόνο εγχειρίδιο»
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου
παρουσιάζεται η διαμάχη για το «εθνοκτόνο εγχειρίδιο», η οποία
εντάσσεται σε γνώριμα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα: το 2004 η κυβέρνηση Σημίτη αποφασίζει να ανανεώσει 56 σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού, το πρόγραμμα ξεκινά, αλλά πριν την τελική έγκριση τους η ΝΔ κατακτά την εξουσία. Η νέα υπουργός Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου,
αντί να ματαιώσει το σχέδιο, κατά τη συνήθη πρακτική στην εναλλαγή
κυβερνήσεων, επιλέγει το δρόμο της «θεσμικής συνέχειας», και εγκρίνει τα εγχειρίδια
– πρακτική που αντανακλά, κατά τον συγγραφέα, «την άμβλυνση των
διαφορών ανάμεσα στα δύο κόμματα, (…) τη σύγκλιση ανάμεσα στη
σοσιαλδημοκρατία και το νεοφιλελευθερισμό».
Από τον Σεπτέμβριο του 2006, όταν άρχισε να διανέμεται το νέο εγχειρίδιο Ιστορίας αποτέλεσε αντικείμενο ετερόκλητων επικρίσεων, από φορείς όλου του πολιτικού φάσματος (Χρυσή Αυγή, ΛΑΟΣ, την πλειοψηφία των βουλευτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ, συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ). Η διαμάχη κράτησε 29 μήνες και κορυφώθηκε προεκλογικά, την άνοιξη του 2007,
προκαλώντας σημαντικό πολιτικό κόστος στην υπουργό. Οι πολέμιοι του
εγχειριδίου το στοχοποίησαν, σύμφωνα με το συγγραφέα, κυρίως γιατί αυτό
δεν επιτελούσε την «εθνοποιητική λειτουργία» του.
Η πολεμική, κυρίως της «δεξιάς πολυκατοικίας», αρθρώθηκε γύρω από τρεις άξονες:
α) Το βιβλίο κατέφερε πλήγμα στην εθνική ομοψυχία
εξαιτίας της τηλεγραφικής παρουσίασης των «ένδοξων σελίδων» της
ιστορίας του ελληνικού έθνους (π.χ. η επανάσταση του 1821 παρουσιαζόταν
σε 26 μόνο σελίδες), αλλά και εξαιτίας της αποστασιοποιημένης
αναπαράσταση των «εθνικών τραυμάτων», όπως αυτού της Μικρασιατικής
Καταστροφής.
β) Το σχολικό εγχειρίδιο κλόνιζε την εθνική ταυτότητα,
καθώς ένα συστατικό της στοιχείο, η σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας,
απουσίαζε. Ζωτικοί μύθοι για την εκκλησία αλλά και την εθνική συνείδηση,
όπως συγκροτήθηκε από τον 19ο αιώνα, έλειπαν από την αφήγηση. Χαρακτηριστική περίπτωση ο μύθος για το «κρυφό σχολειό».
γ) Τέλος, ακόμα και η «αδιαπραγμάτευτη» ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους αμφισβητούταν, με την προβολή της νεωτερικής θέσης ότι τα έθνη δεν αποτελούν αιώνιες οντότητες, αλλά πολιτισμικά μορφώματα, προϊόντα του 18ου-19ου αιώνα.
Ενδιαφέρον έχει ότι μια σειρά
από διανοούμενοι με «προοδευτικά διαπιστευτήρια» θα ενστερνιστούν την
τρίτη διάσταση της παραπάνω πολεμικής, συγκρουόμενοι με τη νεωτερική
αντίληψη για το έθνος. Ενδεικτική η περίπτωση του Μίκη
Θεοδωράκη που υπεραμύνθηκε του ιστορικού βάθους του, αποδίδοντας
μάλιστα στην «ελληνικότητα», μια καίρια διάσταση, για κάποιες συνιστώσες
της ελληνικής Αριστεράς: τη «δημοκρατική παράδοση» και τη «διαρκή
αντίσταση», που είναι στο πολιτισμικό DNA του ελληνικού λαού. Την ίδια
λογική της μακραίωνης επιβίωσης και αντίστασης του ελληνικού λαού θα
υπερασπίσει και ο εκδότης Γ. Καραμπελιάς.[i]
Η προκλητική κακοποίηση της ιστορικής αλήθειας
Στη δεύτερη περίπτωση επρόκειτο για το σχολικό εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου, Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου. Το βιβλίο, σύμφωνο με τις νέες ιστοριογραφικές τάσεις, ενέτασσε την ελληνική ιστορία στην ευρύτερη βαλκανική και ευρωπαϊκή.
Ωστόσο, την οργή του Ουράνιου Ιωαννίδη,
υπουργού Παιδείας της Κύπρου, προκάλεσε το κεφάλαιο για το «κυπριακό»,
που ανέφερε ότι «η ΕΟΚΑ πρόβαλλε έναν υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Στις 27 Απριλίου 2002 ο κύπριος υπουργός Παιδείας διαμαρτυρήθηκε στον έλληνα ομόλογό του,
Πέτρο Ευθυμίου, ο οποίος προσέτρεξε να δώσει εντολή αναδιατύπωσης της
συγκεκριμένης φράσης. Παράλληλα ο Λυκουρέζος, βουλευτής της ΝΔ,
κατήγγειλε το εγχειρίδιο για «προκλητική κακοποίηση της ιστορικής
αλήθειας». Ακολούθησε μια δημόσια διαμάχη με υπερασπιστές του βιβλίου
μερικούς από τους επιφανέστερους ιστορικούς και επικριτές πολιτικούς,
δημοσιογράφους, βετεράνους αγωνιστές – καταλήγοντας στην απόσυρση του.
Οι δύο αντίπαλες αφηγήσεις, αποτέλεσμα «των διακυμάνσεων της συλλογικής μνήμης και λιγότερο της ιστορικής έρευνας»,
απηχούσαν τις «ασυμφιλίωτες μνήμες» γύρω από τα συμβάντα. Σύμφωνα με
την κυρίαρχη αφήγηση ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν αλυτρωτικός και όχι
αντιαποικιακό κίνημα. Επρόκειτο για το τελευταίο επεισόδιο της
εποποιίας του νέου ελληνισμού. Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γρίβας, κάλεσε τους
αριστερούς να συμμετάσχουν στον αγώνα ατομικά για να μην καταγγελθεί το
κίνημα ως κομμουνιστικό εν μέσω ψυχρού πολέμου. Ελάχιστοι ανταποκρίθηκαν
και έθεσαν έτσι εαυτόν εκτός έθνους. Η κυβέρνηση Καραμανλή προσδεδεμένη
στο άρμα των Αμερικανών, δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει το
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Ο Μακάριος σύρθηκε στην πολιτική του
εφικτού και σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό που επιβλήθηκε από το Λονδίνο. Η
τελική πράξη του δράματος παίχτηκε επί Χούντας.
Από την άλλη πλευρά κύπριοι
επιφυλλιδογράφοι, αριστεροί στην πλειονότητα τους, ανέδειξαν το
εναλλακτικό σχήμα: υποστήριξαν ότι η Αριστερά από τη δεκαετία του 1940
ανταποκρίθηκε στο αίτημα του λαού για ελευθερία, προβάλλοντας ένα
πατριωτισμό με κοινωνικά χαρακτηριστικά που μπορούσε να συμπεριλάβει και
τους τουρκοκύπριους. Ωστόσο τη δεκαετία του 1950 η μισαλλόδοξη
εθνικοφροσύνη που κυριάρχησε στην Ελλάδα επηρέασε και τον κυπριακό
αγώνα. Το κίνημα περιχαρακώθηκε στο αίτημα της ένωσης, πυροδοτώντας το
σύνθημα της διχοτόμησης από την τουρκική πλευρά. Σε αυτή την αφήγηση
τονίστηκε ιδιαίτερα η πολιτεία του Γρίβα στα χρόνια της Κατοχής (ίδρυση
οργάνωσης Χ, ο ρόλος του στα Δεκεμβριανά), ως διαπιστευτήριο για να τον
αποκλεισμό της κυπριακής Αριστεράς από τον αγώνα και τη στοχοποίηση των
αριστερών αγωνιστών από την ΕΟΚΑ.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η απόσυρση του βιβλίου αναδεικνύει ότι η αφήγηση
της Δεξιάς ήταν γερά εδραιωμένη, ηγεμονική. Ωστόσο, επισημαίνει ότι το
σχήμα ήταν αδύνατον να κλονιστεί και εξαιτίας των ανεπαρκειών της
Κυπριακής Αριστεράς, αφού ενστερνιζόμενη κοινές παραδοχές με
τους εθνικιστές αναφορικά με την πατρίδα, το έθνος, τον λαό δεν θέλησε
να αντιπαρατεθεί στην ουσία με το εθνικό αφήγημα, αλλά αρκέστηκε στη
διεκδίκηση μιας θέση εντός του. Για αυτό και επέμεινε κυρίως στο αίτημα
αναγνώρισης και δικαίωσης των θυμάτων της.
«Προς πολτοποίησην»
Η τρίτη διαμάχη πραγματοποιήθηκε το 1965 και αφορούσε το εγχειρίδιο της Β΄ Γυμνασίου Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική (1965) του Κ. Καλοκαιρινού.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η διαμάχη «παρότι τέμνεται, δεν ταυτίζεται
με την αντιπαράθεση για τη δημοτική γλώσσα, αλλά εγγράφεται στη διαπάλη
για τη νοηματοδότηση του ελληνικού έθνους».
Εκπαιδευτικό και πολιτικό πλαίσιο: Έτος 1964, η Ένωση Κέντρου βρίσκεται στην κυβέρνηση επαγγελλόμενη τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η προώθηση μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης,
που θα γενίκευε την πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα ανέπτυσσε
την τεχνική εκπαίδευση κ.λπ., θεωρείται αναγκαία για τον εκσυγχρονισμό
της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Πρόσκομμα στην όλη στοχοθεσία θεωρήθηκε η καθαρεύουσα,
ωστόσο ακραίες λύσεις δεν προκρίνονται υπό το φόβο των ακροδεξιών
αντιδράσεων: η δημοτική γενικεύτηκε στη στοιχειώδη μόνο εκπαίδευση, στη
μέση εισήχθη διστακτικά ως «ισότιμη» με την καθαρεύουσα. «Η επίλυση του
ακανθώδους ζητήματος μετατέθηκε στο πεδίο της εφαρμογής, στη γλώσσα των
νέων εγχειριδίων». Η έκδοση τους πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές
διαδικασίες, ωστόσο τα Ιουλιανά και οι δύο πρώτες βραχύβιες κυβερνήσεις
αποστατών ανέκοψαν τη μεταρρυθμιστική ορμή.
Ο νέος γενικός γραμματέας του υπουργείου
Παιδείας διαφωνώντας με τη μεταρρύθμιση και με πρόφαση κάποιες
παρατυπίες στην έκδοση των νέων σχολικών βιβλίων ζητά από νεοσύστατες
επιτροπές να αποφασίσουν αν τα νέα βιβλία «θα σταλούν προς πολτοποίησην».
Οι Παπανδρέου και Παπανούτσος αντέδρασαν άμεσα υποστηρίζοντας ότι το
ζήτημα είναι η γλώσσα των εγχειριδίων οδηγώντας το υπουργείο σε
απολογητική στάση. Η τρίτη κυβέρνηση αποστατών θα υπουργοποιήσει στο
Παιδείας έναν υπέρμαχο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, και οι επιτροπές
θα γνωμοδοτήσουν θετικά για τα νέα βιβλία.
Ωστόσο το βιβλίο Ιστορίας θα
συγκεντρώσει πλήθος βολών. «Σε αδρές γραμμές, οι πολεμικές θα
επιχειρήσουν να καταδείξουν ότι συγκεκριμένες αποφάνσεις, σιωπές και
λογικές της αφήγησης του Καλοκαιρινού, πρώτον, αμφισβητούν την παραδοχή
περί αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού έθνους, δεύτερον, αποτιμούν
θετικά τους προαιώνιους εχθρούς των Ελλήνων και τρίτον υπονομεύουν την
εθνική ενότητα προκρίνοντας την ταξική εξήγηση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με την οπτική των πολέμιων, το βιβλίο
αντιστρατεύεται τον κεντρικό στόχο που οφείλει να έχει κάθε σχολική
ιστορία: την ενστάλαξη του εθνικού φρονήματος στη συνείδηση των
μαθητών». Το βιβλίο του Καλοκαιρινού θα παραμείνει στις αποθήκες του υπουργείου για 12 χρόνια και θα επανεισαχθεί στη Β΄ Λυκείου αυτή τη φορά, το 1976, με υπαναχωρήσεις στις πιέσεις των πολέμιων.
Στην πυρά
«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολειών και καώσι τα […] υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους
και κακοβούλου προθέσεως», τα παραπάνω αποφάνθηκε η διορισμένη (τη
διετία 1920-1922) από τις κυβερνήσεις των αντι-βενιζελικών Επιτροπεία,
αποτελούμενη από 6 διανοούμενους τους συντηρητικού χώρου, για τα 13
αναγνωστικά βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917, που ήταν
γραμμένα για πρώτη φορά στη δημοτική γλώσσα.
Επρόκειτο για την κορύφωση μιας παρατεταμένης διαμάχης που ξεκίνησε το 1918. Πλήθος επικρίσεων δέχτηκε το αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού, Τα ψηλά βουνά, του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Το βιβλίο σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη της εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης, που εισήγαγε το βενιζελικό καθεστώς της τριετίας
1917-1920, συγκεντρώνοντας τα πυρά όχι των αντι-βενιζελικών αλλά και βενιζελικών.
«Σύμφωνα με το εξηγητικό σχήμα όλα τούτα συνέβησαν διότι το διακύβευμα
δεν ήταν μόνο η γλώσσα των αναγνωστικών […] αλλά επίσης η ιδεολογία
τους».
«Τα ψηλά βουνά είναι βιβλίο άθεον, μη διδάσκον ούτε θρησκεία ούτε πατρίδα ούτε οικογένεια. Είναι βιβλίο Μπολσεβίκικον!»
θα αναφωνήσει ένας από τους καθαρολόγους συντηρητικούς επικριτές του. Η
κριτική επί του περιεχομένου που διατυπώθηκε από αυτή την τάξη των
πολέμιων συνοψίζεται από το συγγραφέα στα εξής: «Οι 26 μαθητές του
αφηγήματος θα παραμείνουν επί μακρόν στην θερινή κατασκήνωση, χωρίς να
νοιάζονται για την οικογένεια παρά μόνο για την κοινότητα (το soviet!)
θα πέφτουν για ύπνο χωρίς να προσεύχονται. (…) Περιφερειακός θα είναι
και ο ρόλος που επιφυλάσσει το αναγνωστικό στην πατρίδα». Εναντίον του
αναγνωστικού στράφηκαν και δημοτικιστές όπως η Γαλάτεια Καζαντζάκη η
οποία «αναζητά εναγωνίως στις σελίδες του το Έθνος (με έψιλον κεφαλαίο)»
και δεν το βρίσκει. Οι λόγοι της Γ. Καζαντζάκη σηματοδοτούνταν βλέψεις
μερίδας δημοτικιστών – ρομαντικών εθνικιστών που απαιτούσαν τη γλωσσική
μεταρρύθμιση ώστε να στρατευτούν ολόψυχα οι μαθητές στον εθνικό αγώνα.
Εν τέλει καταλήγει ο Χ. Αθανασιάδης «η απουσία της Ιστορίας» συσπείρωσε
ετερόκλητες δυνάμεις εναντίον του.
Η έντονη κριτική θα επηρεάσει την κυβερνώσα βενιζελική παράταξη, η οποία στη δεύτερη έκδοση, το 1919, θα προβεί στις απαραίτητες τροποποιήσεις «διασκεδάζοντας τις περί θρησκείας και οικογένεια αντιδράσεις.
Δεν θα αλλάξουν όμως μήτε θα προσθέσουν τίποτα που να απαντά στις
ειδικές εγκλήσεις για το έθνος», επιμένοντας σε μια μη ουσιοκρατική
αντίληψη της εθνικής ενότητας, αλλά αντίθετα αναγνώρισης της ως απόφαση,
πολιτική πράξη ένταξης στο έθνος.
Τελικά το επίμαχο αναγνωστικό δεν
στάλθηκε στην πυρά από την κυβέρνηση των αντι-βενιζελικών. Παρέμεινε
στις αποθήκες ως το 1924 οπότε επέστρεψαν οι βενιζελικοί και
επανεγκρίθηκε.
Ο Γεροστάθης του Λέοντα Μελά
Το τελευταίο κεφάλαιο σε αντίστιξη
με τα προηγούμενα επιφυλάσσει μια έκπληξη, καθώς μιλά για ένα
αναγνωστικό που έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και χρησιμοποιήθηκε 4
δεκαετίες, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τον Γεροστάθη του Λέοντα Μελά. Ένα αναγνωστικό γεμάτο
ιστορικές αναφορές, που σε ένα άλλο χωρόχρονο θα μπορούσε να αποτελέσει
κόκκινο πανί για τους υπερασπιστές της εθνοποιητικής λειτουργίας της
σχολικής Ιστορίας και αυτό γιατί: «αμφισβητεί την ελληνικότητα
της Μακεδονίας, δεν διαχωρίζει τη Βυζαντινή από την Ρωμαϊκή Ιστορία και
εμφανίζει την τουρκοκρατία ως μάλλον ανεκτική περίοδο στην οποία οι
έλληνες θρησκεύονταν και εκπαιδεύονταν ελεύθερα».
Ενδεικτικά αναφέρεται το παρακάτω
απόσπασμα: «Οι Αθηναίοι μετά τας ενδόξους νίκας των κατά των Περσών, (…)
υπεδουλώθησαν υπό την Σπάρτη την δε υπερήφανον Σπάρτη εταπείνωσεν
έπειτα ο Επαμεινώνδας, μέχρι [ότ]ου άπασα η υπερήφανος Ελλάς ταπεινώθη
κατέστη Μακεδονική, ακολούθως Ρωμαϊκή και επί τέλους Τούρκικη επαρχία».
Αυτή η αφήγηση, που τον επόμενο αιώνα θα φάνταζε εξωφρενική, στα μέσα
του 19ου αιώνα ήταν κυρίαρχη στους κύκλος των λόγιων του
ελληνικού διαφωτισμού, από τους οποίους εμπνεόταν ο Μελάς. Ο
καθοδηγητικός άξονα της είχε ως εξής: «ως ελληνική θεωρούταν η ιστορία
της αρχαιότητας και μόνο αυτή, η οποία είχε ενδιαφέρον διότι αποτελούσε
κρίσιμο στάδιο της γενικής παγκόσμιας Ιστορίας». Τα προτάγματα του
Διαφωτισμού είναι φανερά σε τούτη την αφήγηση, η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα θα ηττηθεί κατά κράτος από τους οπαδούς του ελληνικού ρομαντισμού, που ενστερνίστηκαν το σχήμα Παπαρηγόπουλου.
Το βιβλίο Τα αποσυρθέντα βιβλία εξαιρετικά καλογραμμένο, συνεκτικό και ευκολοδιάβαστο προσφέρει πλούσια τροφή για σκέψη σχετικά: α) με το ρόλο που καλείται να επιτελέσει η σχολική Ιστορία στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου η ιδέα των εθνών ως πολιτισμικών μορφωμάτων ολοένα εδραιώνεται. β) με τη συμμετοχή των πολιτών στις διαμάχες για την Ιστορία.
Και εδώ αξίζει να σταθούμε και να δούμε προσεκτικά (ιδιαίτερα με
δεδομένο την ποινικοποίηση της ιστορικής αφήγησης όπως εκδηλώθηκε με την
υπόθεση Ρίχτερ-άσχετα με το αν κανείς διαφωνεί με τις απόψεις του) πώς
οι ιστορικοί μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση των όρων συμμετοχής
ευρύτατων κοινωνικών ομάδων στον ιστορικό διάλογο, χωρίς να αφήνουν αυτή
τη διαδικασία στα χέρια κάθε λογής Λιακόπουλων. Από αυτή την άποψη η συμβολή του βιβλίου είναι σημαντική.
[i]
Αλλά και διανοούμενοι του ΚΚΕ θα στραφούν εναντίον του βιβλίου
υποστηρίζοντας ότι η απάλειψη των λαμπρών σελίδων των εθνικών και
κοινωνικών αγώνων υπονομεύει το νεωτερικό έθνος (που γίνεται αντιληπτό
ως καταφύγιο των «από κάτω» και ανάχωμα στην επέλαση της αγοράς) προς
όφελος του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Στα Αποσυρθέντα δεν
παρουσιάζονται οι ενστάσεις εναντίον του σχολικού βιβλίου που
διατυπώθηκαν από οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αλλά και
συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, πλευρά που θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθεί,
παράλληλα με τους λόγους υπεράσπισης του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνοντας μια πιο
συνολική εικόνα για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο σχολικό
εγχειρίδιο.
«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων
και να καώσι τα υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και
κακοβούλου προθέσεως». Την πρόταση αυτή έκανε στον υπουργό
Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως Θεόδωρο Ζαΐμη, τον Φεβρουάριο
του 1921, η επιτροπή των διανοουμένων που συγκροτήθηκε για να
αξιολογήσει τα 13 αναγνωστικά βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του
1917 – τα πρώτα αναγνωστικά που γράφτηκαν στη νεοελληνική γλώσσα.
Ωστόσο από τα 13, ένα βιβλίο προσείλκυσε κυρίως τα βέλη των πολέμιων της μεταρρύθμισης: «Τα ψηλά βουνά», το Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού, γραμμένο από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. «Το διακύβευμα των επιθέσεων δεν ήταν μόνο η δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, αλλά η ιδεολογία από την οποία εμφορούνταν, πρωτίστως η εθνική και, δευτερευόντως, η κοινωνική. Το βιβλίο κατηγορήθηκε για τάσεις αθεΐας και αντιπατριωτισμού. Για παράδειγμα, επικρίθηκε ότι ο ρόλος που επιφυλάσσει το Αναγνωστικό στην πατρίδα είναι περιθωριακός. Καμία αναφορά στους προγόνους ή στις ηρωικές σελίδες της Ιστορίας», λέει ο Χάρης Αθανασιάδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αποσυρθέντα βιβλία – Εθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η χρονική συγκυρία στην οποία κυκλοφόρησε (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) το βιβλίο του Χ. Αθανασιάδη, καθώς ο ίδιος μετέχει στην 36μελή επιτροπή την οποία συγκρότησε προ ημερών του υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο του διαλόγου για αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μάλιστα, η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας και ιστορικός Σία Αναγνωστοπούλου δήλωσε στο φύλλο της «Κ» την Κυριακή 20/12: «Τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας πρέπει να αλλάξουν. Πρέπει να πάψει να μπαίνει σε καλούπια εθνόμετρου η έρευνα και η άποψη των επιστημόνων για την Ιστορία και όπως αυτή διδάσκεται στο σχολείο», ενώ ο πρόεδρος της επιτροπής Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός – «δεν θέλω τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας. Θέλω τη δημιουργία ιστορικής ταυτότητας», δήλωσε ο ίδιος πρόσφατα.
«Κόντρα» 29 μηνών
«Οι αντιπαραθέσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από τα τέσσερα σχολικά βιβλία, που τελικά αποσύρθηκαν, είχαν ουσιαστικό διακύβευμα το κατά πόσο τα βιβλία εναρμονίζονταν με την επίσημη δημόσια αφήγηση του παρελθόντος. Η αντιπαράθεση αφορά την ευρύτερη διαπάλη για τη νοηματοδότηση του ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως αυτό επιδιώκεται μέσα από τα Αναγνωστικά και τα βιβλία της σχολικής Ιστορίας», λέει ο κ. Αθανασιάδης, ο οποίος παρουσιάζει όχι μόνο τη διαμάχη για τα επίμαχα βιβλία, αλλά ανασυστά το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αποφασίσθηκε η απόσυρση. Οι μνήμες είναι νωπές: το πρώτο εκ των τεσσάρων αποσυρθέν σχολικό βιβλίο που παρουσιάζει ο Χ. Αθανασιάδης είναι της Ιστορίας Στ΄ Δημοτικού, με επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας τη Μαρία Ρεπούση.
Η διαμάχη για το βιβλίο της Μ. Ρεπούση κράτησε περίπου 29 μήνες, από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2008. «Στο διάστημα αυτό δημοσιεύθηκαν περί τα 1.000 κείμενα, ήταν μια από τις πιο έντονες και παρατεταμένες διαμάχες που γνώρισε η Ελλάδα για τα ζητήματα εκπαίδευσης», λέει ο κ. Αθανασιάδης. Το βιβλίο επικρίθηκε για πολλά σημεία του, αλλά αυτό που συζητήθηκε περισσότερο ήταν ότι παρουσίασε ως «συνωστισμό» την εναγώνια προσπάθεια των Ελλήνων της Σμύρνης να μπουν σε πλοία κατά τον διωγμό τους από τους Τούρκους στο λιμάνι της Σμύρνης, το 1922, όταν η πόλη κατακάηκε.
«Το κεντρικό διακύβευμα της διαμάχης ήταν η εθνοποιητική λειτουργία του. Οπως είχε υπογραμμίσει στο πόρισμά της η Ακαδημία Αθηνών, “το εγχειρίδιο δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της εθνικής μνήμης και της ελληνικής αυτογνωσίας”. Αρα δεν είναι τυχαίο ότι η πολεμική εναντίον του αρθρώθηκε πρωτίστως για τον τρόπο με τον οποίο το εγχειρίδιο πραγματεύεται α) τις ένδοξες σελίδες και τα τραύματα του έθνους, εφόσον χρησιμοποιούνται συνήθως για να επιτευχθεί η εθνική συσπείρωση και ομοψυχία, β) τη σχέση ελληνισμού-ορθοδοξίας, εφόσον η συνάρθρωσή τους αποτέλεσε ιστορικά τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής ταυτότητας, και γ) το ιστορικό βάθος του ελληνισμού, εφόσον η αντοχή στον χρόνο καταδεικνύει τη ζωτικότητα και την αξία ενός έθνους», λέει ο συγγραφέας.
Στις 27 Απριλίου 2002 ο Κύπριος υπουργός Παιδείας Ουράνιος Ιωαννίδης θα διαμηνύσει στον Ελληνα ομόλογό του Πέτρο Ευθυμίου την έντονη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο το νέο εγχειρίδιο της Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου περιέγραφε και αποτιμούσε τον ένοπλο αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το εγχειρίδιο είχε γραφεί από 12 νέους ιστορικούς με επικεφαλής τον Γιώργο Κόκκινο, τότε επίκουρο καθηγητή του Παν. Αιγαίου. Την οργή προκάλεσε κυρίως η πρόταση: «Την εποχή που ο Τρίτος Κόσμος συγκλονιζόταν από ριζοσπαστικά αντιαποικιακά κινήματα, που έδιναν προτεραιότητα όχι μόνον στην εθνική απελευθέρωση αλλά και στην κοινωνική πρόοδο, στην Κύπρο η ΕΟΚΑ του στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό».
«Η δημόσια διαμάχη περιστράφηκε κυρίως γύρω από την ΕΟΚΑ: τον ιδεολογικό της προσανατολισμό, τον χαρακτήρα του αγώνα της, τις επιπτώσεις του αγώνα στην πορεία του κυπριακού ζητήματος και την εγκυρότητα της ιστορικής ανασύνθεσης των σχετικών γεγονότων, και την πρέπουσα απόδοσή τους στο επίπεδο της σχολικής Ιστορίας», λέει ο Χ. Αθανασιάδης και προσθέτει ότι, εκτός από την ΕΟΚΑ, σχολιάστηκε και η ανάμειξη των πολιτικών σε ζητήματα που όφειλαν να λυθούν από την ιστορική κοινότητα, και παραθέτει απόσπασμα άρθρου της νυν αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας Σίας Αναγνωστοπούλου, επίσης ιστορικού, το έργο της οποίας αποτέλεσε πηγή για τον Χ. Αθανασιάδη.
Η εθνική συνείδηση
«Σχολικό βιβλίον - παγίς» χαρακτηρίστηκε το 1965 το εγχειρίδιο της Β΄ Γυμνασίου Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική, του Κώστα Καλοκαιρινού, τότε φιλολόγου στο Κολλέγιο Αθηνών. Το βιβλίο εισήχθη μαζί με άλλα επτά στο Γυμνάσιο το 1965, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Παπανούτσου. Ωστόσο, ενώ ξέσπασε διαμάχη για τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τα οκτώ βιβλία, απεσύρθη μόνο του Καλοκαιρινού. «Γεγονός που καταδεικνύει ότι η διαμάχη για το βιβλίο δεν ταυτίζεται με την αντιπαράθεση για τη δημοτική γλώσσα, αλλά εγγράφεται στην ευρύτερη διαπάλη για τη νοηματοδότηση του ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων», όπως αναφέρει ο κ. Αθανασιάδης. Και αυτό, διότι το βιβλίο του Καλοκαιρινού απάλειφε, ήδη από τον τίτλο του, το Βυζάντιο ως τμήμα της εθνικής Ιστορίας. «Η βυζαντινή Ιστορία είναι ουχί συνέχεια της ρωμαϊκής, αλλά αυτή ταύτη η συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας κατά τους Μέσους Χρόνους», θα δηλώσει τότε η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στην εντονότατα επικριτική έκθεσή της για το βιβλίο.
«Μελετώντας το παρελθόν κατανοούμε το παρόν και οργανώνουμε το μέλλον αποφεύγοντας άγονους αγώνες», τονίζει, μιλώντας στην «Κ», ο Χάρης Αθανασιάδης. Και προσθέτει: «Τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες υπάρχει θεαματική εξέλιξη στις ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα. Αλλά αυτό αντί να μειώνει τον κίνδυνο διαμάχης για θέματα της σχολικής Ιστορίας, τον αυξάνει, καθώς διευρύνει την απόσταση της ακαδημαϊκής από τη δημόσια ιστορία. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να γραφεί ένα έγκυρο σχολικό βιβλίο Ιστορίας δίχως να προκαλέσει αντιδράσεις, αρκεί ο συγγραφέας να είναι ταυτόχρονα καλός ιστορικός και καλός παιδαγωγός»
Σχολικά βιβλία που κόπηκαν ως έργα ψεύδους
Ωστόσο από τα 13, ένα βιβλίο προσείλκυσε κυρίως τα βέλη των πολέμιων της μεταρρύθμισης: «Τα ψηλά βουνά», το Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού, γραμμένο από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. «Το διακύβευμα των επιθέσεων δεν ήταν μόνο η δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, αλλά η ιδεολογία από την οποία εμφορούνταν, πρωτίστως η εθνική και, δευτερευόντως, η κοινωνική. Το βιβλίο κατηγορήθηκε για τάσεις αθεΐας και αντιπατριωτισμού. Για παράδειγμα, επικρίθηκε ότι ο ρόλος που επιφυλάσσει το Αναγνωστικό στην πατρίδα είναι περιθωριακός. Καμία αναφορά στους προγόνους ή στις ηρωικές σελίδες της Ιστορίας», λέει ο Χάρης Αθανασιάδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αποσυρθέντα βιβλία – Εθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η χρονική συγκυρία στην οποία κυκλοφόρησε (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) το βιβλίο του Χ. Αθανασιάδη, καθώς ο ίδιος μετέχει στην 36μελή επιτροπή την οποία συγκρότησε προ ημερών του υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο του διαλόγου για αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μάλιστα, η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας και ιστορικός Σία Αναγνωστοπούλου δήλωσε στο φύλλο της «Κ» την Κυριακή 20/12: «Τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας πρέπει να αλλάξουν. Πρέπει να πάψει να μπαίνει σε καλούπια εθνόμετρου η έρευνα και η άποψη των επιστημόνων για την Ιστορία και όπως αυτή διδάσκεται στο σχολείο», ενώ ο πρόεδρος της επιτροπής Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός – «δεν θέλω τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας. Θέλω τη δημιουργία ιστορικής ταυτότητας», δήλωσε ο ίδιος πρόσφατα.
«Κόντρα» 29 μηνών
«Οι αντιπαραθέσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από τα τέσσερα σχολικά βιβλία, που τελικά αποσύρθηκαν, είχαν ουσιαστικό διακύβευμα το κατά πόσο τα βιβλία εναρμονίζονταν με την επίσημη δημόσια αφήγηση του παρελθόντος. Η αντιπαράθεση αφορά την ευρύτερη διαπάλη για τη νοηματοδότηση του ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως αυτό επιδιώκεται μέσα από τα Αναγνωστικά και τα βιβλία της σχολικής Ιστορίας», λέει ο κ. Αθανασιάδης, ο οποίος παρουσιάζει όχι μόνο τη διαμάχη για τα επίμαχα βιβλία, αλλά ανασυστά το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αποφασίσθηκε η απόσυρση. Οι μνήμες είναι νωπές: το πρώτο εκ των τεσσάρων αποσυρθέν σχολικό βιβλίο που παρουσιάζει ο Χ. Αθανασιάδης είναι της Ιστορίας Στ΄ Δημοτικού, με επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας τη Μαρία Ρεπούση.
Η διαμάχη για το βιβλίο της Μ. Ρεπούση κράτησε περίπου 29 μήνες, από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2008. «Στο διάστημα αυτό δημοσιεύθηκαν περί τα 1.000 κείμενα, ήταν μια από τις πιο έντονες και παρατεταμένες διαμάχες που γνώρισε η Ελλάδα για τα ζητήματα εκπαίδευσης», λέει ο κ. Αθανασιάδης. Το βιβλίο επικρίθηκε για πολλά σημεία του, αλλά αυτό που συζητήθηκε περισσότερο ήταν ότι παρουσίασε ως «συνωστισμό» την εναγώνια προσπάθεια των Ελλήνων της Σμύρνης να μπουν σε πλοία κατά τον διωγμό τους από τους Τούρκους στο λιμάνι της Σμύρνης, το 1922, όταν η πόλη κατακάηκε.
«Το κεντρικό διακύβευμα της διαμάχης ήταν η εθνοποιητική λειτουργία του. Οπως είχε υπογραμμίσει στο πόρισμά της η Ακαδημία Αθηνών, “το εγχειρίδιο δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της εθνικής μνήμης και της ελληνικής αυτογνωσίας”. Αρα δεν είναι τυχαίο ότι η πολεμική εναντίον του αρθρώθηκε πρωτίστως για τον τρόπο με τον οποίο το εγχειρίδιο πραγματεύεται α) τις ένδοξες σελίδες και τα τραύματα του έθνους, εφόσον χρησιμοποιούνται συνήθως για να επιτευχθεί η εθνική συσπείρωση και ομοψυχία, β) τη σχέση ελληνισμού-ορθοδοξίας, εφόσον η συνάρθρωσή τους αποτέλεσε ιστορικά τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής ταυτότητας, και γ) το ιστορικό βάθος του ελληνισμού, εφόσον η αντοχή στον χρόνο καταδεικνύει τη ζωτικότητα και την αξία ενός έθνους», λέει ο συγγραφέας.
Στις 27 Απριλίου 2002 ο Κύπριος υπουργός Παιδείας Ουράνιος Ιωαννίδης θα διαμηνύσει στον Ελληνα ομόλογό του Πέτρο Ευθυμίου την έντονη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο το νέο εγχειρίδιο της Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου περιέγραφε και αποτιμούσε τον ένοπλο αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το εγχειρίδιο είχε γραφεί από 12 νέους ιστορικούς με επικεφαλής τον Γιώργο Κόκκινο, τότε επίκουρο καθηγητή του Παν. Αιγαίου. Την οργή προκάλεσε κυρίως η πρόταση: «Την εποχή που ο Τρίτος Κόσμος συγκλονιζόταν από ριζοσπαστικά αντιαποικιακά κινήματα, που έδιναν προτεραιότητα όχι μόνον στην εθνική απελευθέρωση αλλά και στην κοινωνική πρόοδο, στην Κύπρο η ΕΟΚΑ του στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό».
«Η δημόσια διαμάχη περιστράφηκε κυρίως γύρω από την ΕΟΚΑ: τον ιδεολογικό της προσανατολισμό, τον χαρακτήρα του αγώνα της, τις επιπτώσεις του αγώνα στην πορεία του κυπριακού ζητήματος και την εγκυρότητα της ιστορικής ανασύνθεσης των σχετικών γεγονότων, και την πρέπουσα απόδοσή τους στο επίπεδο της σχολικής Ιστορίας», λέει ο Χ. Αθανασιάδης και προσθέτει ότι, εκτός από την ΕΟΚΑ, σχολιάστηκε και η ανάμειξη των πολιτικών σε ζητήματα που όφειλαν να λυθούν από την ιστορική κοινότητα, και παραθέτει απόσπασμα άρθρου της νυν αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας Σίας Αναγνωστοπούλου, επίσης ιστορικού, το έργο της οποίας αποτέλεσε πηγή για τον Χ. Αθανασιάδη.
Η εθνική συνείδηση
«Σχολικό βιβλίον - παγίς» χαρακτηρίστηκε το 1965 το εγχειρίδιο της Β΄ Γυμνασίου Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική, του Κώστα Καλοκαιρινού, τότε φιλολόγου στο Κολλέγιο Αθηνών. Το βιβλίο εισήχθη μαζί με άλλα επτά στο Γυμνάσιο το 1965, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Παπανούτσου. Ωστόσο, ενώ ξέσπασε διαμάχη για τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τα οκτώ βιβλία, απεσύρθη μόνο του Καλοκαιρινού. «Γεγονός που καταδεικνύει ότι η διαμάχη για το βιβλίο δεν ταυτίζεται με την αντιπαράθεση για τη δημοτική γλώσσα, αλλά εγγράφεται στην ευρύτερη διαπάλη για τη νοηματοδότηση του ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων», όπως αναφέρει ο κ. Αθανασιάδης. Και αυτό, διότι το βιβλίο του Καλοκαιρινού απάλειφε, ήδη από τον τίτλο του, το Βυζάντιο ως τμήμα της εθνικής Ιστορίας. «Η βυζαντινή Ιστορία είναι ουχί συνέχεια της ρωμαϊκής, αλλά αυτή ταύτη η συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας κατά τους Μέσους Χρόνους», θα δηλώσει τότε η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στην εντονότατα επικριτική έκθεσή της για το βιβλίο.
«Μελετώντας το παρελθόν κατανοούμε το παρόν και οργανώνουμε το μέλλον αποφεύγοντας άγονους αγώνες», τονίζει, μιλώντας στην «Κ», ο Χάρης Αθανασιάδης. Και προσθέτει: «Τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες υπάρχει θεαματική εξέλιξη στις ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα. Αλλά αυτό αντί να μειώνει τον κίνδυνο διαμάχης για θέματα της σχολικής Ιστορίας, τον αυξάνει, καθώς διευρύνει την απόσταση της ακαδημαϊκής από τη δημόσια ιστορία. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να γραφεί ένα έγκυρο σχολικό βιβλίο Ιστορίας δίχως να προκαλέσει αντιδράσεις, αρκεί ο συγγραφέας να είναι ταυτόχρονα καλός ιστορικός και καλός παιδαγωγός»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου