Η ζωή και ο μύθος του «αυτοκράτορα της άγονης γραμμής», που επί
Ανδρέα «αλώνιζε» στο υπ. Ναυτιλίας και στο τέλος τούς φέσωσε όλους
Από τον
Δημήτρη Καπράνο
Αν θέλει κάποιος να αποτυπώσει με μια λέξη την «πολιτική» του ΠΑΣΟΚ στην ακτοπλοΐα, θα καταφύγει σε ένα όνομα: «Αγούδημος»!
Ο εφοπλιστής, που άφησε το -όχι και τόσο καθαρό- στίγμα του στην ελληνική ακτοπλοΐα και την τελευταία του πνοή τη M. Δευτέρα στην Ελβετία, όπου είχε
εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας πίσω του φέσια και δικαστικές εκκρεμότητες, εξέφρασε -με τη συμπεριφορά αλλά και με τη μεταχείριση που είχε από το ΠΑΣΟΚ- μια ολόκληρη εποχή!
Hταν προς τα τέλη του 1988, όταν ανέλαβε υπουργός Ναυτιλίας ο Βασίλης Σαραντίτης, ο μεγαλύτερος ναυτοδικηγόρος στην Ελλάδα, με τεράστιο δικηγορικό γραφείο στον Πειραιά και στην Αθήνα, με τεράστια προσωπική περιουσία και στενός συνεργάτης και σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ενα πρωί, όπως έκανα συχνά, τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, στο υπουργείο, για καφέ και κουβέντα. Εκεί μου αποκάλυψε ότι είχε υποβάλει την παραίτησή του!
«Εγώ δεν είμαι κανένας τυχαίος, έχω όνομα στη ναυτιλία, έχω γραφείο που διαχειρίζεται τεράστιες υποθέσεις και στην πολιτική βρέθηκα για να βοηθήσω τον Ανδρέα. Αλλά εδώ κάνει κουμάντο ο Αγούδημος!»
Ο υπουργός, λοιπόν, είχε δώσει εντολή να απαγορεύεται στον γραφικό «πλοιοκτήτη» να αράζει την καφέ (!) χρώματος σπορ «Μερσεντέ» κάθετα στο πεζοδρόμιο του υπουργείου, στο Πασαλιμάνι! Αλλά κανείς δεν τον άκουγε διότι ο «καπτα-Μάκης» ήταν «κράτος εν κράτει», είχε «πλάτες» τόσο στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού όσο και στο γραφείο του τότε υφυπουργού Ναυτιλίας και ουδείς λιμενοφύλακας ή αξιωματικός τολμούσε να του πει οτιδήποτε!
Σε λίγες μέρες έγινε ανασχηματισμός, ο Σαραντίτης έφυγε και αποσύρθηκε από την πολιτική επιστρέφοντας στις δάφνες και στα εκατομμύρια των γραφείων του, και ο υφυπουργός έγινε υπουργός, με τον καπτα-Μάκη να χαμογελάει με νόημα...
Ο καπτα-Μάκης, λοιπόν, άραζε τη «Μερσεντέ» στο πεζοδρόμιο και αλώνιζε στα γραφεία του υπουργείου σαν αφεντικό. Λέγεται ότι ο Κεφαλλονίτης εφοπλιστής άρχισε την καριέρα του ως ναύτης σε μότορσιπ που έκαναν ταξίδια στη Μεσόγειο. Κάποιοι μιλάνε και για τσιγαράδικα, αλλά αυτά είναι μόνο φήμες...
Ο καπτα-Μάκης, κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974), έκανε μια αξιοζήλευτη καριέρα στα φορτηγά βαπόρια. Αγόρασε ένα, το μοσχοπούλησε κι αγόρασε δύο. Ετσι, καθώς λένε οι φήμες στο λιμάνι, το οποίο έχει κανονικά φεσώσει αφού άφησε χρέη σε όποιον μιλάει από ελληνικά μέχρι..…σουαχίλι, μέχρι που «την έκανε» για το Λουγκάνο, θα πρέπει να αγόρασε και να πούλησε περισσότερα από 250 βαπόρια!
Σε μια συζήτηση, από τις πολλές που είχα μαζί του, μου είχε πει ότι «το να αγοράζεις και να πουλάς βαπόρια είναι τέχνη που τη μαθαίνεις νύχτα», εννοώντας, ασφαλώς, ότι η τέχνη δεν διδάσκεται στα κολέγια...
Μπορεί να μην είχε σπουδές και να μιλούσε τη γλώσσα της πιάτσας, αλλά στο πρώτο βαπόρι που αγόρασε ταξίδεψε ως καπετάνιος («δικό μου είναι το βαπόρι, ό,τι θέλω το κάνω») και στην τσιμινιέρα έβαλε τα διακριτικά του «G.Α.». Ηταν ο λογότυπος που τον ακολούθησε σε όλη την καριέρα του.
Δίπλα του, από την πρώτη στιγμή, στάθηκε η σύζυγός του, η Ροδάνθη Κωσταρά, την οποία γνώρισε σε ένα ταξίδι του στην Αίγυπτο. «Ροδάνθη» βάφτισε και το πρώτο του βαπόρι στην ακτοπλοΐα, ένα από τα εννιά «ποστάλια» που απέκτησε και τα οποία έγραψαν τη δική τους, περίεργη, ιστορία στην ελληνική ακτοπλοΐα...
Οταν το 1985 ιδρύθηκε η G.A. Ferries -επί υπουργίας του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου (έπινε νερό στο όνομά του ο Μάκης)-, οι «άδειες σκοπιμότητας» ήταν μια απλή λεπτομέρεια για τον εκκεντρικό καπετάνιο...
Εκεί, όμως, που ο Μάκης έγραψε ιστορία ήταν ότι έγινε -και παραμένει- ο μοναδικός εφοπλιστής δύο πλοία του οποίου χρηματοδοτήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, εντασσόμενα στον αναπτυξιακό νόμο 1262/82! Δεν ήταν ασφαλώς τυχαία η σχέση του και με τον Μένιο Κουτσόγιωργα! Στα πλοία αυτά έδωσε τα ονόματα των δύο κοριτσιών του «Μιλένα» και «Νταλιάνα»...
Μπήκε σαν σίφουνας στην ακτοπλοΐα ο καπτα-Μάκης, είχε «πλάτες» και «άκρες», έπαιρνε δρομολόγια, είχε αδυναμία στις επιδοτούμενες γραμμές, τις οποίες εξυπηρετούσε μέχρις ενός σημείου, αλλά στο τέλος τις παρατούσε μέχρι να αυξηθεί η επιδότηση. Τα βαπόρια του δεν ήταν «άλφα», αλλά ήταν τα μοναδικά που ταξίδευαν σε συγκεκριμένους προορισμούς και, φυσικά, τα παράπονα των επιβατών έπεφταν στο κενό.
Το «Δημητρούλα» προς τιμήν της Λιάνη!
Η «αυτοκρατορία» του γραφικού πλοιοκτήτη μεγάλωνε και ο Μάκης αγόρασε κάποιους ορόφους στο κτίριο του Μένη Καραγεώργη (εκεί από όπου τελικά αυτοκτόνησε ο Παντελής Σφηνιάς).
Εφτιαξε ένα τεράστιο γραφείο (σχεδόν ολόκληρος ο όροφος), το στόλισε σαν συνοικιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο (η αποθέωση του κιτς) και άρχισε να δέχεται εκεί. Παρόμοιο γραφείο είχα δει μόνο στον Δήμο Πειραιώς, επί Αριστείδη Σκυλίτση!
«Δεν είναι λίγο υπερβολικό, καπετάνιο;» τον ρώτησα, όταν με κάλεσε για καφέ αλλά μου σέρβιρε ουίσκι. Πάντα με ένα τεράστιο πούρο στο στόμα και... ανυπόδητος.
«Ακου, κύριε αριστοκράτη, εμείς οι φτωχοί, όταν γίνουμε πλούσιοι, δεν αλλάζουμε το στιλ μας, όπως κάνετε εσείς που μεγαλώσατε στα πούπουλα. Εσένανε η εφημερίδα σου (τότε ήμουν στην «Καθημερινή») είναι με την αριστοκρατία. Εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος, αλλά δεν είμαι εφοπλιστής, είμαι πλοιοκτήτης!»
Ως πλοιοκτήτης ο Αγούδημος κυριάρχησε στη γραμμή των Δωδεκανήσων (είχε πτωχεύσει η ΔΑΝΕ με τον ατυχή Σολούνια), όμως έγινε και ο «αυτοκράτορας της άγονης γραμμής».
Πήρε κι ένα βαπόρι που το ονόμασε -εν χορδαίς και οργάνω- «Δημητρούλα», προς τιμήν της νέας συζύγου του Ανδρέα! Μάλιστα, το «έκλεισε» όλο «για πάρτη του προέδρου» και μετέφερε στην Τήνο τον Ανδρέα και τη Δήμητρα προκειμένου να ολοκληρώσουν το τάμα της νέας συζύγου για τη διάσωση του πρωθυπουργού στο Χέρφιλντ!
Ποιος τολμούσε πια να κουνηθεί στον καπτα-Μάκη; Μπορεί να καθυστερούσε η «Ροδάνθη», να υπερφόρτωνε η «Δημητρούλα», να είχε υπεράριθμους η «Μιλένα» και να πάθαινε κάθε τόσο βλάβες η «Νταλιάνα», αλλά ο Μάκης ήταν «βασιλιάς»...
Η αρχή του τέλους με την εμφάνιση Σφηνιά και η απόδραση στο χλιδάτο Λουγκάνο
Στη βίλα με τις σημαίες «G.A.» στο Λαγονήσι τα πάρτι του καλοκαιριού ήταν αξέχαστα. Με είχε καλέσει πολλές φορές, ποτέ δεν πήγα, δεν με ενέπνεε. Το ναυτιλιακό ρεπορτάζ, όμως, γλεντούσε αβέρτα στους κήπους μέχρι τελικής πτώσεως! Ο Μάκης μεσουρανούσε, αλλά τότε φάνηκε ο Σφηνιάς! Ο άνθρωπος που αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε (με κόστος την ίδια του τη ζωή) την ελληνική ακτοπλοΐα δεν μπορούσε, φυσικά, να αφήσει αλώβητη την «αυτοκρατορία».
Ο Ανδρέας δεν υπήρχε πια, ο Σημίτης ούτε να τον δει δεν ήθελε τον Μάκη, οι επιβάτες άρχισαν να νιώθουν τη χλιδή των highspeed και των superfast, ο υπουργός Σουμάκης ήταν θιασώτης του εκσυγχρονισμού των πάντων, άρχισε ο καπτα- Μάκης να «τα χώνει» στον Σφηνιά. «Πάει να μας κάνει ζούγκλα!» έλεγε...
Ο Σταύρος Σουμάκης δεν επιθυμούσε πολλά πολλά με τον Μάκη και, όποτε εκείνος ενέσκηπτε στο υπουργείο, τον παρέπεμπε στον γενικό του γραμματέα, τον Θανάση Τσουροπλή, καθηγητή ΤΕΙ. Στην αίθουσα, λοιπόν, των συνεδριάσεων του υπουργείου ο Τσουροπλής συνομιλεί με δημοσιογράφους, όταν εισβάλλει o καπτα-Μάκης, με πούρο και δαχτυλίδια καπνού. «...Σου πω κάτι» λέει του γραμματέα, ο οποίος κάνει ότι δεν ακούει. «Είπα... σου πω κάτι!» επαναλαμβάνει. Ο γραμματέας «τα παίρνει στο κρανίο». «Και ποιος νομίζεις ότι είσαι;» του λέει!
Ο καπτα-Μάκης τον κοντοζυγώνει, κολλάει το πρόσωπο στο δικό του, φυσάει πάνω του τον καπνό από το Μοντεκρίστο και λέει. «Πλοιοκτήτης είμαι, ρε, πλοιοκτήτης!» Ο Σφηνιάς, όμως, κάλπαζε, οι μικροί ενέτασσαν τα βαπόρια τους στον νέο μεγάλο συνεταιρισμό και ο καπτα-Μάκης έβριζε. Μέχρι που «πήρε το κατιτίς του» και σταμάτησε. Αλλά ο Σημίτης δεν ήθελε Αγούδημους στα πόδια του...
Και ο Μάκης έκανε το απίθανο! Κάλεσε τους δημοσιογράφους και τις Αρχές στη «Δημητρούλα» για να παρακολουθήσουν την... υποστολή της ελληνικής σημαίας!
«Θα αλλάξω σημαία και θα σας αλλάξω τα φώτα!» απειλούσε, αλλά τελικά η «Δημητρούλα» και η «Ροδάνθη», η «Νταλιάνα» και η «Μιλένα» έγιναν γελοιογραφίες για τις απίθανες καταστάσεις τις οποίες έφεραν στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες! Αφηγήσεις επιβατών από το εξωτερικό, με περιγραφές απίθανες, είδαν το φως σε μεγάλα ΜΜΕ της αλλοδαπής!
Ο Μάκης άρχισε να χρωστάει, άρχισε να μην πληρώνει, τα βαπόρια έδεσαν, οι ναυτικοί τα κατέλαβαν απεργούντες, ο Μάκης χρωστούσε όλο και περισσότερο και κάθε τόσο άρπαζε μια απόφαση δικαστηρίου σε βάρος του. Οι παλιοί φίλοι του έκαναν ότι δεν τον ξέρουν, το ΠΑΣΟΚ είχε διαλυθεί! Ε, ζωή ήταν αυτή;
Ετσι, όπως κάνει κάθε αξιοπρεπής σοσιαλιστής, ο καπτα-Μάκης έφυγε ένα πρωί για το Λουγκάνο, όπου εγκαταστάθηκε μετά της οικογενείας του για να περάσει την «άτιμη φτώχεια» αφήνοντας πίσω εκατοντάδες απλήρωτους και βαπόρια τα οποία τελικά έγιναν παλιοσίδερα και πουλήθηκαν για σκραπ! Κάποια στιγμή το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον «αυτοκράτορα του Αιγαίου» για φοροδιαφυγή και ανακριβή απόδοση ΦΠΑ.
Για πολλοστή φορά ο καπτα-Μάκης δεν είχε προσέλθει να δικαστεί στο Εφετείο του Πειραιά: «Αμεση συνέργεια σε ανακριβή απόδοση ΦΠΑ κατ’ εξακολούθηση, για ποσό που υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος».
Δεκάδες οι δίκες και οι καταδικαστικές αποφάσεις ερήμην, αλλά ο Μάκης πίνει μαλτ στο Λουγκάνο! Χρέη στο ΝΑΤ, στους εργαζομένους, στην Εφορία, χρέη-χιονοστιβάδες... Χρέη σε προμηθευτές, σε εταιρίες πετρελαιοειδών, στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία ανέρχονται γύρω στα 20.000.000 ευρώ.
Και το διεθνές ένταλμα θα πρέπει να έφτασε ως το Λουγκάνο. Αλλά έχει και η Ελβετία δικηγόρους και δικαστήρια. Δικηγόρους ακριβούς, αλλά αποτελεσματικούς... Είναι βέβαιο ότι ο καπτα-Μάκης Αγούδημος δεν ήταν ό,τι καλύτερο έβγαλε η ακτοπλοΐα. Αλλά είχε «στιλ» και άποψη! Και θα τον θυμόμαστε, είναι βέβαιο...
Από τον
Δημήτρη Καπράνο
Αν θέλει κάποιος να αποτυπώσει με μια λέξη την «πολιτική» του ΠΑΣΟΚ στην ακτοπλοΐα, θα καταφύγει σε ένα όνομα: «Αγούδημος»!
Ο εφοπλιστής, που άφησε το -όχι και τόσο καθαρό- στίγμα του στην ελληνική ακτοπλοΐα και την τελευταία του πνοή τη M. Δευτέρα στην Ελβετία, όπου είχε
εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας πίσω του φέσια και δικαστικές εκκρεμότητες, εξέφρασε -με τη συμπεριφορά αλλά και με τη μεταχείριση που είχε από το ΠΑΣΟΚ- μια ολόκληρη εποχή!
Hταν προς τα τέλη του 1988, όταν ανέλαβε υπουργός Ναυτιλίας ο Βασίλης Σαραντίτης, ο μεγαλύτερος ναυτοδικηγόρος στην Ελλάδα, με τεράστιο δικηγορικό γραφείο στον Πειραιά και στην Αθήνα, με τεράστια προσωπική περιουσία και στενός συνεργάτης και σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ενα πρωί, όπως έκανα συχνά, τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, στο υπουργείο, για καφέ και κουβέντα. Εκεί μου αποκάλυψε ότι είχε υποβάλει την παραίτησή του!
«Εγώ δεν είμαι κανένας τυχαίος, έχω όνομα στη ναυτιλία, έχω γραφείο που διαχειρίζεται τεράστιες υποθέσεις και στην πολιτική βρέθηκα για να βοηθήσω τον Ανδρέα. Αλλά εδώ κάνει κουμάντο ο Αγούδημος!»
Ο υπουργός, λοιπόν, είχε δώσει εντολή να απαγορεύεται στον γραφικό «πλοιοκτήτη» να αράζει την καφέ (!) χρώματος σπορ «Μερσεντέ» κάθετα στο πεζοδρόμιο του υπουργείου, στο Πασαλιμάνι! Αλλά κανείς δεν τον άκουγε διότι ο «καπτα-Μάκης» ήταν «κράτος εν κράτει», είχε «πλάτες» τόσο στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού όσο και στο γραφείο του τότε υφυπουργού Ναυτιλίας και ουδείς λιμενοφύλακας ή αξιωματικός τολμούσε να του πει οτιδήποτε!
Σε λίγες μέρες έγινε ανασχηματισμός, ο Σαραντίτης έφυγε και αποσύρθηκε από την πολιτική επιστρέφοντας στις δάφνες και στα εκατομμύρια των γραφείων του, και ο υφυπουργός έγινε υπουργός, με τον καπτα-Μάκη να χαμογελάει με νόημα...
Ο καπτα-Μάκης, λοιπόν, άραζε τη «Μερσεντέ» στο πεζοδρόμιο και αλώνιζε στα γραφεία του υπουργείου σαν αφεντικό. Λέγεται ότι ο Κεφαλλονίτης εφοπλιστής άρχισε την καριέρα του ως ναύτης σε μότορσιπ που έκαναν ταξίδια στη Μεσόγειο. Κάποιοι μιλάνε και για τσιγαράδικα, αλλά αυτά είναι μόνο φήμες...
Ο καπτα-Μάκης, κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974), έκανε μια αξιοζήλευτη καριέρα στα φορτηγά βαπόρια. Αγόρασε ένα, το μοσχοπούλησε κι αγόρασε δύο. Ετσι, καθώς λένε οι φήμες στο λιμάνι, το οποίο έχει κανονικά φεσώσει αφού άφησε χρέη σε όποιον μιλάει από ελληνικά μέχρι..…σουαχίλι, μέχρι που «την έκανε» για το Λουγκάνο, θα πρέπει να αγόρασε και να πούλησε περισσότερα από 250 βαπόρια!
Σε μια συζήτηση, από τις πολλές που είχα μαζί του, μου είχε πει ότι «το να αγοράζεις και να πουλάς βαπόρια είναι τέχνη που τη μαθαίνεις νύχτα», εννοώντας, ασφαλώς, ότι η τέχνη δεν διδάσκεται στα κολέγια...
Μπορεί να μην είχε σπουδές και να μιλούσε τη γλώσσα της πιάτσας, αλλά στο πρώτο βαπόρι που αγόρασε ταξίδεψε ως καπετάνιος («δικό μου είναι το βαπόρι, ό,τι θέλω το κάνω») και στην τσιμινιέρα έβαλε τα διακριτικά του «G.Α.». Ηταν ο λογότυπος που τον ακολούθησε σε όλη την καριέρα του.
Δίπλα του, από την πρώτη στιγμή, στάθηκε η σύζυγός του, η Ροδάνθη Κωσταρά, την οποία γνώρισε σε ένα ταξίδι του στην Αίγυπτο. «Ροδάνθη» βάφτισε και το πρώτο του βαπόρι στην ακτοπλοΐα, ένα από τα εννιά «ποστάλια» που απέκτησε και τα οποία έγραψαν τη δική τους, περίεργη, ιστορία στην ελληνική ακτοπλοΐα...
Οταν το 1985 ιδρύθηκε η G.A. Ferries -επί υπουργίας του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου (έπινε νερό στο όνομά του ο Μάκης)-, οι «άδειες σκοπιμότητας» ήταν μια απλή λεπτομέρεια για τον εκκεντρικό καπετάνιο...
Εκεί, όμως, που ο Μάκης έγραψε ιστορία ήταν ότι έγινε -και παραμένει- ο μοναδικός εφοπλιστής δύο πλοία του οποίου χρηματοδοτήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, εντασσόμενα στον αναπτυξιακό νόμο 1262/82! Δεν ήταν ασφαλώς τυχαία η σχέση του και με τον Μένιο Κουτσόγιωργα! Στα πλοία αυτά έδωσε τα ονόματα των δύο κοριτσιών του «Μιλένα» και «Νταλιάνα»...
Μπήκε σαν σίφουνας στην ακτοπλοΐα ο καπτα-Μάκης, είχε «πλάτες» και «άκρες», έπαιρνε δρομολόγια, είχε αδυναμία στις επιδοτούμενες γραμμές, τις οποίες εξυπηρετούσε μέχρις ενός σημείου, αλλά στο τέλος τις παρατούσε μέχρι να αυξηθεί η επιδότηση. Τα βαπόρια του δεν ήταν «άλφα», αλλά ήταν τα μοναδικά που ταξίδευαν σε συγκεκριμένους προορισμούς και, φυσικά, τα παράπονα των επιβατών έπεφταν στο κενό.
Το «Δημητρούλα» προς τιμήν της Λιάνη!
Η «αυτοκρατορία» του γραφικού πλοιοκτήτη μεγάλωνε και ο Μάκης αγόρασε κάποιους ορόφους στο κτίριο του Μένη Καραγεώργη (εκεί από όπου τελικά αυτοκτόνησε ο Παντελής Σφηνιάς).
Εφτιαξε ένα τεράστιο γραφείο (σχεδόν ολόκληρος ο όροφος), το στόλισε σαν συνοικιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο (η αποθέωση του κιτς) και άρχισε να δέχεται εκεί. Παρόμοιο γραφείο είχα δει μόνο στον Δήμο Πειραιώς, επί Αριστείδη Σκυλίτση!
«Δεν είναι λίγο υπερβολικό, καπετάνιο;» τον ρώτησα, όταν με κάλεσε για καφέ αλλά μου σέρβιρε ουίσκι. Πάντα με ένα τεράστιο πούρο στο στόμα και... ανυπόδητος.
«Ακου, κύριε αριστοκράτη, εμείς οι φτωχοί, όταν γίνουμε πλούσιοι, δεν αλλάζουμε το στιλ μας, όπως κάνετε εσείς που μεγαλώσατε στα πούπουλα. Εσένανε η εφημερίδα σου (τότε ήμουν στην «Καθημερινή») είναι με την αριστοκρατία. Εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος, αλλά δεν είμαι εφοπλιστής, είμαι πλοιοκτήτης!»
Ως πλοιοκτήτης ο Αγούδημος κυριάρχησε στη γραμμή των Δωδεκανήσων (είχε πτωχεύσει η ΔΑΝΕ με τον ατυχή Σολούνια), όμως έγινε και ο «αυτοκράτορας της άγονης γραμμής».
Πήρε κι ένα βαπόρι που το ονόμασε -εν χορδαίς και οργάνω- «Δημητρούλα», προς τιμήν της νέας συζύγου του Ανδρέα! Μάλιστα, το «έκλεισε» όλο «για πάρτη του προέδρου» και μετέφερε στην Τήνο τον Ανδρέα και τη Δήμητρα προκειμένου να ολοκληρώσουν το τάμα της νέας συζύγου για τη διάσωση του πρωθυπουργού στο Χέρφιλντ!
Ποιος τολμούσε πια να κουνηθεί στον καπτα-Μάκη; Μπορεί να καθυστερούσε η «Ροδάνθη», να υπερφόρτωνε η «Δημητρούλα», να είχε υπεράριθμους η «Μιλένα» και να πάθαινε κάθε τόσο βλάβες η «Νταλιάνα», αλλά ο Μάκης ήταν «βασιλιάς»...
Η αρχή του τέλους με την εμφάνιση Σφηνιά και η απόδραση στο χλιδάτο Λουγκάνο
Στη βίλα με τις σημαίες «G.A.» στο Λαγονήσι τα πάρτι του καλοκαιριού ήταν αξέχαστα. Με είχε καλέσει πολλές φορές, ποτέ δεν πήγα, δεν με ενέπνεε. Το ναυτιλιακό ρεπορτάζ, όμως, γλεντούσε αβέρτα στους κήπους μέχρι τελικής πτώσεως! Ο Μάκης μεσουρανούσε, αλλά τότε φάνηκε ο Σφηνιάς! Ο άνθρωπος που αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε (με κόστος την ίδια του τη ζωή) την ελληνική ακτοπλοΐα δεν μπορούσε, φυσικά, να αφήσει αλώβητη την «αυτοκρατορία».
Ο Ανδρέας δεν υπήρχε πια, ο Σημίτης ούτε να τον δει δεν ήθελε τον Μάκη, οι επιβάτες άρχισαν να νιώθουν τη χλιδή των highspeed και των superfast, ο υπουργός Σουμάκης ήταν θιασώτης του εκσυγχρονισμού των πάντων, άρχισε ο καπτα- Μάκης να «τα χώνει» στον Σφηνιά. «Πάει να μας κάνει ζούγκλα!» έλεγε...
Ο Σταύρος Σουμάκης δεν επιθυμούσε πολλά πολλά με τον Μάκη και, όποτε εκείνος ενέσκηπτε στο υπουργείο, τον παρέπεμπε στον γενικό του γραμματέα, τον Θανάση Τσουροπλή, καθηγητή ΤΕΙ. Στην αίθουσα, λοιπόν, των συνεδριάσεων του υπουργείου ο Τσουροπλής συνομιλεί με δημοσιογράφους, όταν εισβάλλει o καπτα-Μάκης, με πούρο και δαχτυλίδια καπνού. «...Σου πω κάτι» λέει του γραμματέα, ο οποίος κάνει ότι δεν ακούει. «Είπα... σου πω κάτι!» επαναλαμβάνει. Ο γραμματέας «τα παίρνει στο κρανίο». «Και ποιος νομίζεις ότι είσαι;» του λέει!
Ο καπτα-Μάκης τον κοντοζυγώνει, κολλάει το πρόσωπο στο δικό του, φυσάει πάνω του τον καπνό από το Μοντεκρίστο και λέει. «Πλοιοκτήτης είμαι, ρε, πλοιοκτήτης!» Ο Σφηνιάς, όμως, κάλπαζε, οι μικροί ενέτασσαν τα βαπόρια τους στον νέο μεγάλο συνεταιρισμό και ο καπτα-Μάκης έβριζε. Μέχρι που «πήρε το κατιτίς του» και σταμάτησε. Αλλά ο Σημίτης δεν ήθελε Αγούδημους στα πόδια του...
Και ο Μάκης έκανε το απίθανο! Κάλεσε τους δημοσιογράφους και τις Αρχές στη «Δημητρούλα» για να παρακολουθήσουν την... υποστολή της ελληνικής σημαίας!
«Θα αλλάξω σημαία και θα σας αλλάξω τα φώτα!» απειλούσε, αλλά τελικά η «Δημητρούλα» και η «Ροδάνθη», η «Νταλιάνα» και η «Μιλένα» έγιναν γελοιογραφίες για τις απίθανες καταστάσεις τις οποίες έφεραν στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες! Αφηγήσεις επιβατών από το εξωτερικό, με περιγραφές απίθανες, είδαν το φως σε μεγάλα ΜΜΕ της αλλοδαπής!
Ο Μάκης άρχισε να χρωστάει, άρχισε να μην πληρώνει, τα βαπόρια έδεσαν, οι ναυτικοί τα κατέλαβαν απεργούντες, ο Μάκης χρωστούσε όλο και περισσότερο και κάθε τόσο άρπαζε μια απόφαση δικαστηρίου σε βάρος του. Οι παλιοί φίλοι του έκαναν ότι δεν τον ξέρουν, το ΠΑΣΟΚ είχε διαλυθεί! Ε, ζωή ήταν αυτή;
Ετσι, όπως κάνει κάθε αξιοπρεπής σοσιαλιστής, ο καπτα-Μάκης έφυγε ένα πρωί για το Λουγκάνο, όπου εγκαταστάθηκε μετά της οικογενείας του για να περάσει την «άτιμη φτώχεια» αφήνοντας πίσω εκατοντάδες απλήρωτους και βαπόρια τα οποία τελικά έγιναν παλιοσίδερα και πουλήθηκαν για σκραπ! Κάποια στιγμή το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον «αυτοκράτορα του Αιγαίου» για φοροδιαφυγή και ανακριβή απόδοση ΦΠΑ.
Για πολλοστή φορά ο καπτα-Μάκης δεν είχε προσέλθει να δικαστεί στο Εφετείο του Πειραιά: «Αμεση συνέργεια σε ανακριβή απόδοση ΦΠΑ κατ’ εξακολούθηση, για ποσό που υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος».
Δεκάδες οι δίκες και οι καταδικαστικές αποφάσεις ερήμην, αλλά ο Μάκης πίνει μαλτ στο Λουγκάνο! Χρέη στο ΝΑΤ, στους εργαζομένους, στην Εφορία, χρέη-χιονοστιβάδες... Χρέη σε προμηθευτές, σε εταιρίες πετρελαιοειδών, στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία ανέρχονται γύρω στα 20.000.000 ευρώ.
Και το διεθνές ένταλμα θα πρέπει να έφτασε ως το Λουγκάνο. Αλλά έχει και η Ελβετία δικηγόρους και δικαστήρια. Δικηγόρους ακριβούς, αλλά αποτελεσματικούς... Είναι βέβαιο ότι ο καπτα-Μάκης Αγούδημος δεν ήταν ό,τι καλύτερο έβγαλε η ακτοπλοΐα. Αλλά είχε «στιλ» και άποψη! Και θα τον θυμόμαστε, είναι βέβαιο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου