«Είμαι δασκάλα. Δουλεύω,
αλλά δεν με φτάνουν αυτά που βγάζω. Πώς θα κάνω καλά το μάθημα αν δεν
τρώω καλά; Οι μαθητές μου, χειρότερα. Κοιμούνται στο μάθημα. Γιατί;
Διότι πεινάνε... Γι’ αυτό είμαστε απογοητευμένοι με αυτήν την κατάσταση.
Γι’ αυτό ζητάω από τη διεθνή
κοινότητα να ελέγξει πραγματικά τα λεφτά για να μην πάνε στις τσέπες όλων αυτών που έχουν λογαριασμούς στην Ελβετία...»
Σταράτες κουβέντες, οι οποίες περιγράφουν την αγωνία ενός άνθρωπου που δεν έχει καμία σχέση με τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη, τη Γεννηματά και τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς.
Πώς θα μπορούσε να έχει, αφού ήταν από τη Βολιβία και αυτές οι φράσεις ακούστηκαν πριν από δεκαεπτά χρόνια σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Μανού Τσάο, αποσπάσματα του οποίου προβλήθηκαν στην εκπομπή «Μουσικοί του Κόσμου» ( ΕΡΤ, 11.11.2001).
Και όμως είναι επίκαιρες και διαχρονικές όσο η πείνα και ο πλούτος. Τα ίδια ακριβώς θα μπορούσε να έχει πει μια Ελληνίδα δασκάλα σήμερα, μια Ισπανίδα ή μια Πορτογαλέζα πριν από τρία χρόνια, μια Αργεντίνα σήμερα και πριν από δεκαοκτώ χρόνια, μια Ινδονησιάνα ή μια Ρωσίδα στα τέλη της δεκαετίας του 1990… ακόμη και μια Αμερικανίδα που διδάσκει σε σχολείο ενός γκέτο…
Ανθρωποι από τόπους που χτύπησε η οικονομική κρίση, αλλά και από αυτούς που η ανισότητα έχει αναχθεί σε συστατικό της ανάπτυξης.
Πείνα και πλούτος. Δυνάμεις που καθορίζουν την ανθρώπινη ιστορία και κατατάσσουν τους κυβερνήτες σε αυτούς που προσπάθησαν να λειάνουν τις ακραίες εκφάνσεις τους και σε εκείνους που είτε αδιαφόρησαν είτε τις έκαναν ακόμα πιο κοφτερές.
Στην εποχή μας, ο πλούτος, κατακτητικός και άπληστος –άλλοτε με ήπιες και άλλοτε με βάρβαρες μεθόδους– καταπίνει τα πάντα, προσφέροντας πείνα.
Προκαλεί οικονομικές κρίσεις και μετέτρεψε στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, τον μισό ΟΗΕ, σε εργοστάσια παραγωγής του και σε εργαστήρια τεχνογνωσίας που θα εξασφαλίζουν την… αθανασία του.
Σε αυτή την αλυσίδα των χρυσοτόκων κρίσεων, η Ελλάδα λόγω μεγέθους, γεωγραφικής-γεωπολιτικής ταυτότητας αλλά και πολιτικής ιδιαιτερότητας, δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο σαν «μηχανή παραγωγής χρηματικών κερδών» αλλά και σαν «εργαλείο» παραγωγής πολιτικής και κοινωνικής τεχνογνωσίας.
Στα τελευταία είκοσι χρόνια, ο τόπος γνώρισε τα πάντα: το πώς στήνεται μια κρίση, το πώς γίνεται η παράδοση μιας κοινωνίας, το πώς επιτυγχάνεται η διαχείριση των ανθρώπινων ανοχών και αντοχών και τέλος το πώς κατοχυρώνεται η μακροχρόνια εκμετάλλευσή της και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που διέπεται από τις αρχές της ελευθερίας του πολίτη.
Κοντολογίς η Ελλάδα, πολύ μικρή για να προσφέρει κέρδη ανάλογα της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Ινδονησίας και της Ρωσίας, ήταν η πιο κατάλληλη για να δοκιμαστούν τεχνικές της λεηλασίας σε περιβάλλον φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που αλλάζει όλη την αποτίμηση της μνημονιακής περιόδου –από το στήσιμο μέχρι την έξοδο από αυτήν. Για παράδειγμα, όλοι οι κυβερνήτες της κρίσης χρησιμοποίησαν –συστηματικά και μεθοδικά– αριθμούς για το χρέος, τη συρρίκνωση της οικονομίας, την ανεργία, τη φτώχεια… Και σταματούν εκεί.
Κανείς όμως δεν έκανε το βήμα παραπάνω: να προσθέσει σε αυτές τις ποσοτικές μετρήσεις και κριτήρια αξιολόγησης συμπεριφορών. Για παράδειγμα, κανείς τους δεν ασχολήθηκε με την αντίδραση των Ελλήνων σε κάθε αύξηση της ανεργίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Κανείς δεν μίλησε για την αντίσταση του πολιτικού συστήματος στις πολιτικές που θα περιόριζαν την ανάπτυξη κατά 0,25 ποσοστιαία μονάδα.
Κανείς δεν αναφέρθηκε στις στρατηγικές και στις τακτικές που εφαρμόστηκαν όχι μόνο από τους δανειστές αλλά και απο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, προκειμένου να εφαρμοστούν μέτρα που θα οδηγούσαν σε φτωχοποίηση ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες. Προφανώς γιατί δεν βολεύει.
Σε μια τέτοιους είδους αξιολόγηση, το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι στον σημερινό κόσμο οι ιδεολογικές ταμπέλες προσφέρονται μόνο για… ψαριές ψήφων.
Οπου η κρίση έβαλε τη σφραγίδα της, οι ταμπέλες αυτές δούλεψαν για τον πλούτο. Και η πράξη έδειξε ότι ο πλούτος κάνει τη δουλειά του τόσο με τις δυνάμεις της «οικονομίας της αγοράς» όσο και με εκείνες που ισχυρίζονται ότι τον αμφισβητούν.
Οι τελευταίες, μάλιστα, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, απρόθυμες και –ενδεχομένως– ανήμπορες στο να διατυπώσουν και να εφαρμόσουν τη δική τους πρόταση για τη διαχείριση της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Φυσικά, σε αυτό συνέβαλαν και ο πολιτιστικός και ο πνευματικός ακρωτηριασμός της ψηφιακής εποχής, που επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τον μέσο άνθρωπο, ώστε, όταν ακούει για τις «αλυσίδες των προλετάριων», να στρέφει το κεφάλι προς την αλυσίδα του ποδηλάτου που περνά μπροστά του.
Τα λόγια της Βολιβιανής είναι διαχρονικά και προφητικά συνάμα, καθώς με συγκλονιστική απλότητα και σαφήνεια περιγράφουν ταυτόχρονα το χθες, το σήμερα και το αύριο.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας
κοινότητα να ελέγξει πραγματικά τα λεφτά για να μην πάνε στις τσέπες όλων αυτών που έχουν λογαριασμούς στην Ελβετία...»
Σταράτες κουβέντες, οι οποίες περιγράφουν την αγωνία ενός άνθρωπου που δεν έχει καμία σχέση με τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη, τη Γεννηματά και τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς.
Πώς θα μπορούσε να έχει, αφού ήταν από τη Βολιβία και αυτές οι φράσεις ακούστηκαν πριν από δεκαεπτά χρόνια σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Μανού Τσάο, αποσπάσματα του οποίου προβλήθηκαν στην εκπομπή «Μουσικοί του Κόσμου» ( ΕΡΤ, 11.11.2001).
Και όμως είναι επίκαιρες και διαχρονικές όσο η πείνα και ο πλούτος. Τα ίδια ακριβώς θα μπορούσε να έχει πει μια Ελληνίδα δασκάλα σήμερα, μια Ισπανίδα ή μια Πορτογαλέζα πριν από τρία χρόνια, μια Αργεντίνα σήμερα και πριν από δεκαοκτώ χρόνια, μια Ινδονησιάνα ή μια Ρωσίδα στα τέλη της δεκαετίας του 1990… ακόμη και μια Αμερικανίδα που διδάσκει σε σχολείο ενός γκέτο…
Ανθρωποι από τόπους που χτύπησε η οικονομική κρίση, αλλά και από αυτούς που η ανισότητα έχει αναχθεί σε συστατικό της ανάπτυξης.
Πείνα και πλούτος. Δυνάμεις που καθορίζουν την ανθρώπινη ιστορία και κατατάσσουν τους κυβερνήτες σε αυτούς που προσπάθησαν να λειάνουν τις ακραίες εκφάνσεις τους και σε εκείνους που είτε αδιαφόρησαν είτε τις έκαναν ακόμα πιο κοφτερές.
Στην εποχή μας, ο πλούτος, κατακτητικός και άπληστος –άλλοτε με ήπιες και άλλοτε με βάρβαρες μεθόδους– καταπίνει τα πάντα, προσφέροντας πείνα.
Προκαλεί οικονομικές κρίσεις και μετέτρεψε στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, τον μισό ΟΗΕ, σε εργοστάσια παραγωγής του και σε εργαστήρια τεχνογνωσίας που θα εξασφαλίζουν την… αθανασία του.
Σε αυτή την αλυσίδα των χρυσοτόκων κρίσεων, η Ελλάδα λόγω μεγέθους, γεωγραφικής-γεωπολιτικής ταυτότητας αλλά και πολιτικής ιδιαιτερότητας, δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο σαν «μηχανή παραγωγής χρηματικών κερδών» αλλά και σαν «εργαλείο» παραγωγής πολιτικής και κοινωνικής τεχνογνωσίας.
Στα τελευταία είκοσι χρόνια, ο τόπος γνώρισε τα πάντα: το πώς στήνεται μια κρίση, το πώς γίνεται η παράδοση μιας κοινωνίας, το πώς επιτυγχάνεται η διαχείριση των ανθρώπινων ανοχών και αντοχών και τέλος το πώς κατοχυρώνεται η μακροχρόνια εκμετάλλευσή της και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που διέπεται από τις αρχές της ελευθερίας του πολίτη.
Κοντολογίς η Ελλάδα, πολύ μικρή για να προσφέρει κέρδη ανάλογα της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Ινδονησίας και της Ρωσίας, ήταν η πιο κατάλληλη για να δοκιμαστούν τεχνικές της λεηλασίας σε περιβάλλον φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που αλλάζει όλη την αποτίμηση της μνημονιακής περιόδου –από το στήσιμο μέχρι την έξοδο από αυτήν. Για παράδειγμα, όλοι οι κυβερνήτες της κρίσης χρησιμοποίησαν –συστηματικά και μεθοδικά– αριθμούς για το χρέος, τη συρρίκνωση της οικονομίας, την ανεργία, τη φτώχεια… Και σταματούν εκεί.
Κανείς όμως δεν έκανε το βήμα παραπάνω: να προσθέσει σε αυτές τις ποσοτικές μετρήσεις και κριτήρια αξιολόγησης συμπεριφορών. Για παράδειγμα, κανείς τους δεν ασχολήθηκε με την αντίδραση των Ελλήνων σε κάθε αύξηση της ανεργίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Κανείς δεν μίλησε για την αντίσταση του πολιτικού συστήματος στις πολιτικές που θα περιόριζαν την ανάπτυξη κατά 0,25 ποσοστιαία μονάδα.
Κανείς δεν αναφέρθηκε στις στρατηγικές και στις τακτικές που εφαρμόστηκαν όχι μόνο από τους δανειστές αλλά και απο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, προκειμένου να εφαρμοστούν μέτρα που θα οδηγούσαν σε φτωχοποίηση ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες. Προφανώς γιατί δεν βολεύει.
Σε μια τέτοιους είδους αξιολόγηση, το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι στον σημερινό κόσμο οι ιδεολογικές ταμπέλες προσφέρονται μόνο για… ψαριές ψήφων.
Οπου η κρίση έβαλε τη σφραγίδα της, οι ταμπέλες αυτές δούλεψαν για τον πλούτο. Και η πράξη έδειξε ότι ο πλούτος κάνει τη δουλειά του τόσο με τις δυνάμεις της «οικονομίας της αγοράς» όσο και με εκείνες που ισχυρίζονται ότι τον αμφισβητούν.
Οι τελευταίες, μάλιστα, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, απρόθυμες και –ενδεχομένως– ανήμπορες στο να διατυπώσουν και να εφαρμόσουν τη δική τους πρόταση για τη διαχείριση της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Φυσικά, σε αυτό συνέβαλαν και ο πολιτιστικός και ο πνευματικός ακρωτηριασμός της ψηφιακής εποχής, που επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τον μέσο άνθρωπο, ώστε, όταν ακούει για τις «αλυσίδες των προλετάριων», να στρέφει το κεφάλι προς την αλυσίδα του ποδηλάτου που περνά μπροστά του.
Τα λόγια της Βολιβιανής είναι διαχρονικά και προφητικά συνάμα, καθώς με συγκλονιστική απλότητα και σαφήνεια περιγράφουν ταυτόχρονα το χθες, το σήμερα και το αύριο.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου