Πολιτεία

Πολιτεία

Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Για να μη γίνουμε Αργεντινή

Για να μη γίνουμε Αργεντινή

     Τα τελευταία χρόνια με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., τα «αντικειμενικά» Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι γνωστοί πιστοί στην αντιπολίτευση πολιτικοί σχολιαστές έσπευδαν να «αφυπνίσουν» τον λαό πως η χώρα κινδυνεύει να γίνει σαν την Βενεζουέλα, παρομοιάζοντας την κυβέρνηση Νικολάς Μαδούρο με αυτήν του Αλέξη Τσίπρα. Περίεργο που κανείς δεν θυμήθηκε την ιστορία της -γειτονικής στη Βενεζουέλα- Αργεντινής, μιας
χώρας που επίσης ξέρει καλά από χούντα, οικονομικές κρίσεις, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και λιτότητα, αριστερές κυβερνήσεις και σκάνδαλα. Ο φανατισμός τους φόρεσε παρωπίδες, στην προκειμένη περίπτωση πρωτίστως γεωγραφικές και κυρίως πολιτικές.
  Μετά την πτώση του καθεστώτος Βιντέλα το 1981, ο Κάρλος Μένεμ εκλέχτηκε πρόεδρος της Αργεντινής με μια δυναμική περονιστική ατζέντα που τελικά δεν θύμιζε καθόλου τη διακυβέρνηση του Χουάν και της Ισαβέλλας Περόν. Αντιθέτως, χαρακτηρίστηκε από οικονομικές κρίσεις, πακέτα δημοσιονομικής λιτότητας και ατιμωρησία της χούντας.
  Τη δεκαετία του ’90, το ΔΝΤ εισήγαγε μια σειρά νεοφιλελεύθερων μέτρων που ονομάστηκαν από τον οικονομολόγο John Williamson «Washington Consensus» και συμπεριλαμβάνουν αυτορύθμιση της αγοράς, φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, περικοπές στο κράτος πρόνοιας και δημοσιονομική πολιτική.     Πρόκειται για την «επόμενη μέρα» του παλαιάς κοπής νεοφιλελευθερισμού του Φρίντμαν καθώς υιοθετήθηκε από διεθνείς οργανισμούς, εδραιώνοντας τα πακέτα μεταρρυθμίσεων δημοσιονομικής λιτότητας που ανοίγουν τις οικονομικές και κοινωνικές διχάλες.
  Αντίθετα με τις υποσχόμενες περονιστικές μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση Μένεμ με την υπαγόρευση του ΔΝΤ και υπουργό οικονομικών τον Ντομίνγκο Καβάλο (που είχε την ίδια θέση και επί καθεστώτος Βιντέλα), έφερε δημοσιονομική λιτότητα, ιδιωτικοποίησε το 90% των κρατικών επιχειρήσεων και ισοστάθμισε το Αργεντίνικο πέσο με το δολάριο για να μειώσει τον υπερ-πληθωρισμό (Convertibility Plan).
  Η κρίση του υπερ-πληθωρισμού προκάλεσε και διευκόλυνε την επιβολή νεοφιλελεύθερων μέτρων: Στο βιβλίο «Δόγμα του Σοκ» η Ναόμι Κλάιν αναλύει ακριβώς πως η συγκεκριμένη κρίση που «σόκαρε» τον λαό της Αργεντινής σε βαθμό αδράνειας, διευκόλυνε και ευνόησε τη δημοσιονομική λιτότητα, όμως αυτή η πρακτική του «σοκ» είναι σαν μια ωρολογιακή βόμβα, και στην Αργεντινή δεν άργησε πολύ να σκάσει.
Παρά την προσωρινή μείωση του πληθωρισμού και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η Αργεντινή βυθίστηκε σε μακροχρόνια οικονομικά προβλήματα που «έσκασαν» το 1999. Μετά από συμφωνία με το ΔΝΤ η Αργεντινή δανείστηκε 23 δισ. δολάρια και μέτρα λιτότητας (π.χ. οι συντάξεις κόπηκαν κατά 13%) με αποτέλεσμα η ανεργία να ανέβει στο 20% και το ΑΕΠ να πέσει κατά 11%.
  Οι διαδηλώσεις δεν άργησαν να έρθουν. Το 2001 η Πλάσα ντελ Μάγιο στο Μπουένος Άιρες γέμισε με αγανακτισμένους πολίτες, διαρρήξεις σε τράπεζες και πλιάτσικο σε μαγαζιά. Ο Προέδρος Φραντσίσκο ντε λα Ρούα παραιτήθηκε και διέφυγε με ελικόπτερο από το Προεδρικό Μέγαρο, αφήνοντας πίσω του λαϊκές συγκρούσεις με την αστυνομία που μέχρι το τέλος των διαδηλώσεων άφησαν 39 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων και 9 ανηλίκων.
  Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με άλλο αέρα: Ο Νέστορ Κίχνερ, ηγέτης του περονιστικού κόμματος εκλέχτηκε πρόεδρος της Αργεντινής και προέβη σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Διαπραγματεύτηκε την αναδιάρθρωση του χρέους (κάτι που ολοκλήρωσε η σύζυγός του και μετέπειτα πρόεδρος της Αργεντινής Χριστίνα Φερνάντεζ-Κίχνερ) και μείωσε την αξία του πέσο.
Σε πολιτικό επίπεδο, δεν άφησε ανοιχτές τις πληγές του καθεστώτος Βιντέλα: Ακύρωσε τον νόμο που έδινε αμνηστία στους συνεργάτες του δικτατορικού καθεστώτος και στήριξε την οργάνωση «Madres de Plaza del Mayo» που ίδρυσαν οι μητέρες των παιδιών που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αντιτάχθηκε στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και μείωσε τους δείκτες της ανεργίας. Στήριξε το γάμο ομόφυλων ζευγαριών ταράζοντας τα οπισθοδρομικά στεγανά της καθολικής εκκλησίας.
Η πολιτική του παρομοιάστηκε με έναν «αριστερίζοντα» περονισμό, μια λαϊκιστική οικονομική πολιτική που προωθεί την ισότητα δικαιωμάτων και στηρίζει τα στρώματα που «χτυπήθηκαν» από την κρίση του 2001 και φέρνει κοινωνική δικαιοσύνη για τα κατάλοιπα των προηγούμενων κυβερνήσεων (δημοκρατικών και μη).
Μετά τον θάνατο του Κίχνερ, η σύζυγός του, Φερνάντεζ-Κίχνερ, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και τη διαχείριση του χρέους. Ωστόσο, η αντιπολίτευση δεν δίστασε να χτυπήσει το μόλις εδραιωμένο πολιτικό καθεστώς με κατηγορίες διαφθοράς εναντίον της προέδρου (οι οποίες παραμένουν αναπόδεικτες) και γρήγορα ξέχασε την περίοδο σταθερότητας που γνώρισε μετά το 2001. Έτσι, λοιπόν, το 2015 ο Μαουρίσιο Μάκρι εκλέχτηκε πρόεδρος της Αργεντινής.
Με μια «πολλά υποσχόμενη» νεοφιλελεύθερη ατζέντα, μόλις μέσα σε τρία χρόνια «κατόρθωσε» να φέρει την Αργεντινή σε συνθήκες που θυμίζουν την κρίση του 2001. Έφερε συμφωνία δανεισμού από το ΔΝΤ ύψους 50 δισ. δολαρίων, αναίρεσε τις κρατικές επιδοτήσεις σε νερό, πετρέλαιο και αέριο με αποτέλεσμα την έκρηξη των τιμών και δεν κατάφερε να νομιμοποιήσει τις εκτρώσεις (κάτι που ο ίδιος δήλωνε ότι είναι αντίθετος) επιτρέποντας τη συνέχιση της πατριαρχικής και καθολικής εμπόδισης στο δικαίωμα της γυναίκας να έχει έλεγχο επί του σώματος της και της ζωής της. Από τα σκάνδαλα και τα έως και οπισθοδρομικά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα δεν έλειπε να βρεθεί και το όνομα του ίδιου, Μαουρίσιο Μάκρι, από τα Panama Papers ως διευθυντή της εταιρείας του πατέρα του «Fleg Trading» από το 1998 ώς το 2009.
Ο κίνδυνος παραμονεύει. Η περίοδος σταθερότητας στην Αργεντινή ήρθε μετά από πολλές πολιτικές και οικονομικές αναταραχές, ατιμωρησία του δικτατορικού καθεστώτος και επιβολή ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων. Επί κυβερνήσεων Κίχνερ και Κίχνερ-Φερνάντεζ, η Αργεντινή διεκδίκησε την εθνική της κυριαρχία πρωτίστως σε διεθνές επίπεδο σηκώνοντας το κεφάλι απέναντι στους διεθνείς οργανισμούς που μαζί με προηγούμενες κυβερνήσεις επέβαλαν σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα και κατάφερε να εγκρίνει νομοθεσίες για θέματα ιστορικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Η περίοδος της οικονομικής και κοινωνικής προόδου διακόπηκε απότομα με την εκλογή του Μαουρίσιο Μάκρι.
Σας θυμίζει κάτι αυτό το δίπολο; Από τη μία, κυβερνήσεις με άρρηκτες σχέσεις με τις «βρόμικες» σελίδες της ιστορίας, με μια επιμονή στον νεοφιλελευθερισμό, ελάχιστη πρόοδο σε ζητήματα πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων και με οικονομικά σκάνδαλα. Από την άλλη, ένα κίνημα που δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί το «βρώμικο» παρελθόν της χώρας, πιστεύει στο κράτος πρόνοιας και την κοινωνική πρόοδο και υπερασπίζεται τους αδύναμους.
Στην τελική, η απόφαση είναι στα χέρια του λαού και αυτός ανέδειξε τον νεοφιλελεύθερο Μάκρι μετά από μια περίοδο του αριστερού Κιχνερισμού. Αλλά η βιωσιμότητα τέτοιας κοπής πολιτικών χειρισμών έχει αρχίσει να φθίνει: Τον Σεπτέμβριο του 2018 και τον Ιανουάριο του 2019 το Μπουένος Άιρες βούλιαζε από διαδηλώσεις κατά της λιτότητας. Οι επόμενες εκλογές στην Αργεντινή θα δείξουν αν ο λαός πήρε το μάθημά του με την ξαφνική αλλαγή από τον εύκαμπτο Κιχνερισμό στον σκληρό νεοφιλελευθερισμό του Μάκρι.
Η ουσία είναι μία: Το παράδειγμα της Αργεντινής μας δείχνει πως δύσκολα ξεφεύγει κανείς από τα «σαγόνια» του νεοφιλελευθερισμού και των κατάλοιπων των παλιών κυβερνήσεων, όμως ο λαός της Αργεντινής δεν σταματά να αγωνίζεται, από την Βουλή ως τους δρόμους.
* Φοιτήτρια Φιλοσοφίας και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου