Λένε (και ορθώς το λένε, μα δυστυχώς δεν το πολυλένε ώστε να μπει για τα καλά στην κούτρα μας μπας και!) ότι το ζήτημα είναι τι θα προηγηθεί: η σκέψη ή το συναίσθημα; Εξηγούμαι: Εστω ότι ως πεζός πας να περάσεις κανονικά με το πράσινο φαναράκι σου, γνωστό και ως Γρηγόρης, τον δρόμο. Και τσουπ ένας μερακλής σπιντάρει με το τζιπ του και στο τσακ γλιτώνεις τη μετωπική με τον Αγιο Πέτρο. Και σταματάει δύο μέτρα πιο κάτω. Αφού έχεις κάνει τον σταυρό σου καμιά δεκαπενταριά φορές, δε πά’ να ’σαι άθεος, μαρξιστής ή ινδουιστής, τον προλαβαίνεις. Εδώ σε θέλω –τι κάμεις; Βγάζεις τον σουγιά από το εσωτερικό της αρβύλας και του κόβεις τα λάστιχα, ενώ θες να του κόψεις το λαρύγγι; Τον περνάς γενεές δεκατέσσερις, λες κι είσαι ληξίαρχος με ειδητική μνήμη; Ή προσπαθείς να κάνεις κάποιο είδος διαλόγου μαζί του, μπας και!
Το πιθανότερο είναι αυτό το «μπας και» να μη συμβεί ποτέ. Και όταν λέω ποτέ, δεν εννοώ ίσως κάποτε. Εννοώ ποτέ. Ωστόσο, αν προηγηθεί το συναίσθημα ως αντίδραση μιας ετεροκαθορισμένης δράσης του άλλου, δύσκολα επανέρχεται η σκέψη ώστε να βάλει τα όρια, άρα να δώσει (πιθανώς) και μια κάποια λύση. Ενώ αν προλάβει η λογική και δράσει πριν απ’ το συναίσθημα, κάτι μπορεί και να...
Το πιθανότερο είναι αυτό το «και να...» να μη συμβεί ποτέ. Και όταν λέω ποτέ, δεν εννοώ ίσως κάποτε. Εννοώ ποτέ. Ωστόσο, μένεις με την ικανοποίηση ότι έδρασες ανθρώπινα και όχι υπανθρώπινα, οπότε τελικά ίσως και κάτι να... Αλλιώς, να κι αν δεν, να κι αν μη δεν. Ξεμπερδεύεις και με το πρόβλημα και με την ανθρώπινη φύση σου και ξαναγυρίζεις στη ζούγκλα της καθημερινότητάς σου, με την ψευδαίσθηση ότι αφού περπατάς στα δύο και δεν σου κρέμεται και καμιά ουρά, έχεις φτάσει στο ανώτερο εξελικτικό στάδιο και μπάστα.
Κατ’ αρχάς να διευκρινίσω ότι το θέμα «τζιπάτος παρ’ ολίγον ταβλαρώσει ξανθιά καλλονή» αποτελεί προσωπικό μου βίωμα. Και ναι. Τον πρόλαβα πιο κάτω και μες στην ευγένεια, στον πληθυντικό μάλιστα, τον ρώτησα τι διάολο έπαθε και τι στα κομμάτια τού συνέβη και είπε να γίνει ο δολοφόνος της ασφάλτου. Ενα παιδαρέλι ήταν, προφανώς με το τζιπ του πατέρα ή της θειας του (οι γενεές που λέγαμε και που δεκατέσσερις να τον περάσω ήθελα), μου έφτυσε την τσίχλα που μασούσε κατάφατσα και συνέχισε τον δρόμο του. Τώρα, πως ένιωσα ανώτερη από τα δίποδα χωρίς ουρά που περιέγραψα παραπάνω, δεν θα το πω. Και αυτό ακριβώς, αυτό που δεν ένιωσα, πολύ με προβλημάτισε.
Οι σχέσεις εξουσίας είναι βασικό χαρακτηριστικό των «ανεπτυγμένων» κοινωνιών μας. Που εδώ και αιώνες, βασίζονται στο δίπολο εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, κατ’ επέκταση θύτη και θύματος. Οι ρόλοι, δε, φαίνεται πως εναλλάσσονται το ίδιο εύκολα με την αποδοχή τους: επειδή και η υπόλοιπη κοινωνία δείχνει ασύλληπτη ανοχή ως προς αυτό, αλλά και επειδή μας είναι σχεδόν οικείο. Δεν σοκάρει. Δεν προβληματίζει. Δεν κινητοποιεί.
«Μα καλά, τώρα το θυμήθηκαν όλες πως κακοποιήθηκαν;»... Ηταν και πρωί, ήταν και φρέσκο το γεγονός, ήταν και γιατρός, ήταν και που σε λίγο θα βρισκόμουν ημίγυμνη μπροστά του, με τα σκέλια ανοιχτά για την εξέταση (παρεμπιπτόντως, όποιος ανακάλυψε τις γυναικολογικές εξετάσεις όλων των ειδών είναι βέβαιο ότι μισούσε τις γυναίκες, επίσης όλων των ειδών)... οπότε, τι του λες αυτουνού τώρα, μου λες;
Δεν κρίνω τον ίδιο (εξάλλου δεν είναι ο μόνος!). Κρίνω αυτά που είπε: Βρε δε μας παρατάς, ηλίθιε παπάρα (δεν ξέρω ποιο είναι το αντίστοιχο σε θηλυκό, για να είμαι πολιτικά ορθή – ξέρω όμως σε ουδέτερο αν σας ενδιαφέρει) που μου αναρωτιέσαι «τώρα το θυμήθηκαν;»! Αυτό λες.
Ναι. Με παρέσυρε το συναίσθημα.
Θες να προτάξω τη σκέψη; Ιδού: Η «υπόθεση Τοπαλούδη», γιατί φέρει το όνομα της αγρίως βιασμένης και δολοφονημένης κοπέλας; Γιατί δεν φέρει το όνομα του βιαστή της;
Ας απαντήσουμε πρώτα σε αυτό, ως κοινωνία όμως, και ρώτα ό,τι άλλο θες μετά. Αϊ σιχτίρ πια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου