Σε επιλογές που προκαλούν προβληματισμό και ερωτήματα σε όλα πλέον τα μέτωπα δείχνει να επιμένει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης
Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Σε επιλογές που προκαλούν προβληματισμό και ερωτήματα σε όλα πλέον τα μέτωπα δείχνει να επιμένει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, έστω και εάν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας -ειδικότερα δε αυτά που ψήφισαν και στήριξαν τη Νέα Δημοκρατία- αντιδρούν και εξεγείρονται.
Από το θέμα της πανδημίας έως το Μεταναστευτικό και τα ελληνοτουρκικά, από τις συνεχείς μεταγραφές στελεχών του ΠΑΣΟΚ, και δη του «σημιτικού» σκέλους του, έως τη ροπή στον «δικαιωματισμό» και τους τελευταίους χειρισμούς στην υπόθεση Λιγνάδη, οι αποφάσεις του κ. Μητσοτάκη χαρακτηρίζονται από έναν ευδιάκριτο πλέον πολιτικό αυτισμό. Υστερα, μάλιστα, από τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά ζητήματα, ήρθαν τώρα και τα ηθικά, για να ενισχύσουν τις απορίες αλλά και τις αγωνίες -εντός των τειχών της «γαλάζιας» παράταξης- για την πορεία των πραγμάτων.
Η στοχοπροσήλωση ήταν για τον κ. Μητσοτάκη ανέκαθεν -προτού ακόμη ηγηθεί της Ν.Δ. και γίνει πρωθυπουργός- ένα βασικό χαρακτηριστικό του. Αυτό τον βοήθησε, άλλωστε, να έχει έως το 2019 νικηφόρες μάχες. Ταυτόχρονα όμως έδειχνε ότι μπορούσε να αφουγκράζεται και τα κοινωνικά μηνύματα, σε συνδυασμό με τις επικοινωνιακές προτεραιότητές του. Η εικόνα αυτή έχει προ πολλού αλλάξει και ο πρωθυπουργός εμφανίζεται να διακατέχεται από μια εμμονική τακτική σε όλους τους κρίσιμους τομείς, ακόμη και αν πηγαίνει εντελώς αντίθετα προς την κοινωνία. Δεν θεωρείται από πολλούς άσχετο και το γεγονός ότι σταδιακά άλλαξε το επιτελείο του, παραγκώνισε και παραμέρισε παλαιούς συνεργάτες του και περιστοιχίζεται από ανθρώπους οι οποίοι λειτουργούν πρωτίστως ως «βασιλικότεροι του βασιλέως».
Η δικαιολογία ότι στις δημοσκοπήσεις η Ν.Δ. εξακολουθεί να έχει σημαντικό προβάδισμα από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει να αντιμετωπίζεται σοβαρά και εντός του κυβερνητικού χώρου. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την κλονισμένη αξιοπιστία των μετρήσεων αλλά και με τα ίδια τα ποιοτικά στοιχεία τους, που κάθε άλλο παρά προοιωνίζονται θετική συνέχεια. Όλες οι καμπύλες ικανοποίησης της κοινής γνώμης σημειώνουν μεγάλη και διαρκή υποχώρηση, την ίδια ώρα, μάλιστα, που το εκλογικό χώμα έχει μετατραπεί πάλι σε «χυλό» και -παρά τη φαινομενική στασιμότητα- οι ανακατατάξεις αναμένονται τεκτονικές. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι οι βουλευτές και τα στελέχη της Ν.Δ. γίνονται καθημερινά δέκτες είτε της παγωμάρας είτε της δυσαρέσκειας και της οργής που φουντώνει στη βάση τους. Αυτό είναι από μόνο του αρκετό για να ακυρώνει τους επίσημους εφησυχασμούς της κυβερνητικής ηγεσίας και να καταδεικνύει την απόσταση που υπάρχει από την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία γίνεται ολοένα και πιο δυσάρεστη, αλλά δίχως να υπάρχει κανείς στο Μέγαρο Μαξίμου που να θέλει να την αντιληφθεί και να πάρει το ρίσκο να τη θέσει επί τάπητος.
Σε αρκετούς η κατάσταση θυμίζει την περίοδο της διακυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, που είχε και αυτός μετά το 2010 ανάλογες εμμονές, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα στη συνέχεια. Αυτή η σύγκριση ενισχύει και την εικόνα της «μετάλλαξης» που δείχνει να έχει υποστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν δεν θεωρηθεί ότι αυτές ήταν ανέκαθεν οι βαθύτερες αντιλήψεις του.
Ό,τι κι αν ισχύει, είναι εμφανές ότι ο κ. Μητσοτάκης επιβάλλει μια πολιτική και στηρίζεται σε επιτελείς που, εκτός από τις «σημιτικές παρακαταθήκες», έχουν έντονο το άρωμα της «εποχής ΓΑΠ», όπως σχολιάζουν χαμηλοφώνως και βουλευτές της Ν.Δ. που έχουν ζήσει το τότε και το τώρα. Οι ομοιότητες είναι πασιφανείς, ειδικά στα εθνικά και τα μεταναστευτικά θέματα, ενώ και στην οικονομία ξυπνούν αυτό το διάστημα οδυνηρές μνημονιακές μνήμες, καθώς η «επόμενη μέρα» της πανδημίας φαίνεται ότι επιφυλάσσει στη χώρα δυσάρεστες εκπλήξεις ανάλογου τύπου. Ήδη οι αρμόδιοι υπουργοί του οικονομικού επιτελείου έχουν αναλάβει να προετοιμάζουν το έδαφος.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται ότι έχει διαμορφώσει και εξαρτήσεις από τις οποίες δεν μπορεί να ξεφύγει και να απεμπλακεί. Έχοντας θέσει στο περιθώριο παραδοσιακές δυνάμεις και στελέχη της Κεντροδεξιάς, γίνεται, πολιτικά τουλάχιστον, όμηρος των επιλογών που έχει κάνει ο ίδιος. Το επιτελείο του στο Μέγαρο Μαξίμου κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από πρόσωπα που «έρχονται» από το ΠΑΣΟΚ (από τον Γ. Γεραπετρίτη έως τον Α. Σκέρτσο) και το υποκατάστατο του «σημιτικού εκσυγχρονισμού», δηλαδή το Ποτάμι, ενώ ανάλογες είναι οι τάσεις τόσο στο υπουργικό συμβούλιο όσο και στον κρατικό μηχανισμό. Ακόμη και οι τοποθετήσεις υφυπουργών ή συμβούλων, όπως οι κ. Γιατρομανωλάκης και Πατέλης, που διαλαλούν δημοσίως την ομοφυλοφιλία τους ως «χαρακτηριστικό» τους, εντάσσονται εκ των πραγμάτων σε μια άλλη κατεύθυνση, με χαρακτηριστικά που εκφράζουν περισσότερο τον λεγόμενο «δικαιωματισμό» και λιγότερο τις αντιλήψεις και τις αρχές της Κεντροδεξιάς στη χώρα μας. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης ετοιμαζόταν να ενισχύσει αυτό τον καιρό το επιτελείο του και με άλλα πρόσωπα «εκσυγχρονιστικών» καταβολών. Μένει να φανεί εάν οι τελευταίες εξελίξεις θα βάλουν κάποιο φρένο.
Γαλάζια καχυποψία για τα… πουλέν του Σημίτη!
Βγήκαν τα… μαχαίρια στη Νέα Δημοκρατία με αφορμή την υπόθεση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και τους κάκιστους χειρισμούς της («άστοχους επικοινωνιακά», κατά το Μέγαρο Μαξίμου) στο θέμα Λιγνάδη. Παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του αποφάσισαν να στηρίξουν απόλυτα την υπουργό, ο ένας μετά τον άλλο «γαλάζιοι» βουλευτές και ευρωβουλευτές, άλλοι δημόσια και άλλοι -πολύ περισσότεροι- σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, εξαπέλυσαν σφοδρή κριτική στην κυρία Μενδώνη, ζητώντας μάλιστα κάποιοι εξ αυτών και την αποπομπή της από την κυβέρνηση. Πρόκειται, κατά βάση, για στελέχη προερχόμενα από τη λεγόμενη «λαϊκή Δεξιά», που σε κάθε ευκαιρία εκφράζουν τη δυσφορία τους για την προσπάθεια διεύρυνσης της «γαλάζιας» παράταξης επί Κυριάκου Μητσοτάκη προς το Κέντρο, με την αξιοποίηση στελεχών του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ. Μια τέτοια περίπτωση είναι η κυρία Μενδώνη, η οποία αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα της «σημιτοποίησης» της σημερινής κυβέρνησης της Ν.Δ., κάτι που ξορκίζουν τα παραδοσιακά στελέχη της παράταξης, εκφράζοντας την αγωνία τους για την πορεία της.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ενώ η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να λάβει αυτοδυναμία και να κυβερνήσει μόνη της (χωρίς, π.χ., τη βοήθεια του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜ.ΑΡ., όπως συνέβη το 2012), εντός του υπουργικού σχήματος αλλά και μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου βρίσκονται ουκ ολίγα πρόσωπα «μεταγραφές» από άλλους ιδεολογικούς χώρους. Τα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με την πλειονότητα των νεοδημοκρατών, θεωρούνται «ξένα σώματα» και δεν εμφανίζονται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τον αντίκτυπο των πράξεών τους.
Εύλογα δε γεννάται η απορία τι περισσότερο μπορούν να προσφέρουν αυτοί από εκείνους που είναι νεοδημοκράτες από τα… γεννοφάσκια τους και απαξιώνονται πλήρως από τη σημερινή ηγεσία, παρά την έως τώρα προσφορά τους και τη βούλησή τους να συνεισφέρουν στην προσπάθεια αναγέννησης του τόπου.
Η πρώτη από το κυβερνητικό στρατόπεδο που ζήτησε την παραίτηση Μενδώνη ήταν η ευρωβουλευτής Ελίζα Βόζεμπεργκ, η οποία εκτίμησε ότι η υπουργός Πολιτισμού «πρέπει να διευκολύνει τον πρωθυπουργό, διότι είναι ευθύνη της υπουργού η επιλογή των προσώπων, είτε ξεγελάστηκε είτε εξαπατήθηκε».
Οπως τόνισε, «δεν είναι ευθύνη του πρωθυπουργού» η επιλογή προσώπων, αλλά «του εκάστοτε υπουργού», ενώ πρόσθεσε ότι ο πολιτισμός είναι η «βιτρίνα» της χώρας.
Σειρά πήρε ο βουλευτής Α΄ Αθηνών Θάνος Πλεύρης, ο οποίος άσκησε κριτική στη Λίνα Μενδώνη για δύο αναφορές της. Αφενός, για τη δήλωσή της ότι εξαπατήθηκε από τον Δημήτρη Λιγνάδη, επισημαίνοντας ότι «πολιτικός, κατά την άποψή μου, δεν νοείται να λέει “εξαπατήθηκα”». Αφετέρου, για την εκτίμησή της ότι ο Λιγνάδης είναι ένα «επικίνδυνος άνθρωπος», σημειώνοντας ότι, ως νομικός, οφείλει να τονίσει πως «την επικινδυνότητα θα την κρίνουν τα δικαστήρια, δεν την κρίνει η πολιτική ηγεσία». Εάν ο ίδιος ήταν υπουργός Πολιτισμού και είχε ξεσπάσει αντίστοιχο σκάνδαλο με αυτό του Δημήτρη Λιγνάδη κατά τη θητεία του, θα είχε θέσει σε διαθεσιμότητα τον ίδιο και την παραίτησή του στη διάθεση του προέδρου του κόμματος, ξεκαθάρισε ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, επίσης βουλευτής της Α΄ Αθήνας. «Το ότι παραιτείσαι δεν σημαίνει ότι φταις» τόνισε, ενώ επισήμανε ότι «μερικές φορές καλείσαι να παραιτηθείς από ευθιξία, από κομματικό πατριωτισμό ή για να προστατέψεις τον αρχηγό», εκφράζοντας τις απόψεις μεγάλου μέρους των ανθρώπων που σκέφτονται με κριτήρια τα οποία προφανώς διαφέρουν από αυτά της σημερινής υπουργού.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η «γαλάζια» βουλευτής της ίδιας εκλογικής περιφέρειας, πρώην υπουργός Όλγα Κεφαλογιάννη. «Δεν είναι κακό στην πολιτική να αναλαμβάνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί και δεν είναι κακό να ζητάμε και συγγνώμη. Και η πολιτική ευθύνη είναι αντικειμενική. Δεν έχει να κάνει με το αν “ήξερα, δεν ήξερα” ούτε με το αν “φταίω ή δεν φταίω”» είπε. Σύμφωνα με την κυρία Κεφαλογιάννη, «όταν με την υπογραφή σου έχεις ορίσεις ένα πρόσωπο που στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι δεν είχε συνολικά το προφίλ για να υπηρετήσει μια δημόσια θέση ευθύνης, προφανώς εκεί υπάρχει θέμα ευθύνης, που, ξαναλέω, είναι αντικειμενική».
Τη σκυτάλη πήρε ακόμα μία εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας εντός της Νέας Δημοκρατίας, η ευρωβουλευτής Άννα Ασημακοπούλου.
«Η άποψή μου είναι ότι η κυρία Μενδώνη προφανώς κάκιστα σχολίασε την υπόθεση Λιγνάδη και είπε ότι είναι επικίνδυνος, και αυτό το λέω επιστημονικά, ως νομικός, σεβόμενη το Σύνταγμα και το τεκμήριο της αθωότητας. Από τη στιγμή που αυτή η υπόθεση και αυτές οι αποτρόπαιες πράξεις που περιγράφονται έχουν πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης, δεν πρέπει κανείς να σχολιάζει. Αυτό ήταν μεγάλο “φάουλ”. Επίσης, επικοινωνιακό ατόπημα ήταν ότι μίλησε για εξαπάτηση. Εκανε λάθος, επικοινωνιακό “φάουλ” σε όλα τα επίπεδα. Το θέμα της παραίτησης εναπόκειται και στην κρίση του πρωθυπουργού» σημείωσε με σαφείς τις αιχμές της προς την υπουργό Πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου