Εύκολα ή δύσκολα θέματα; «Στρατιές» αριστούχων ή «σφαγή» των υποψηφίων; Τις τελευταίες δεκαετίες οι τίτλοι που περιγράφουν τις Πανελλαδικές Εξετάσεις για την εισαγωγή στα AEI κινούνται στις δύο άκρες ενός εκπαιδευτικού «εκκρεμούς» που προβάλλει τα θέματα των εξετάσεων ως φορείς σωτηρίας ή απώλειας.
Πραγματικά, όσοι παρακολουθήσουν από κοντά το «τι», το «πώς» και το «γιατί» των πανελλαδικών εξετάσεων, τα θέματα και την κίνηση των βαθμολογιών, θα διαπιστώσουν ότι ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος, αυτές τις μέρες, θα γεμίσει με αναλύσεις για «εύκολα» ή «δύσκολα» θέματα, για «θέματα–παιχνιδάκι» ή «θέματα–φωτιά» ανεβάζοντας το θερμόμετρο του άγχους και της ανησυχίας των υποψηφίων στον πιο κρίσιμο «εξεταστικό» γύρο.
Ωστόσο τους τίτλους που είναι έτοιμοι να ξεχειλίσουν φωτιές τους αφοπλίζει ένα απλό ερώτημα: Αν τα θέματα των Πανελλαδικών είναι ευκολότερα ή είναι δυσκολότερα θα πετύχουν περισσότεροι ή λιγότεροι υποψήφιοι στα ΑΕΙ; Έχει νόημα αυτή η συζήτηση όταν ο αριθμός εισακτέων είναι καθορισμένος;
Προφανώς η συζήτηση αυτή έρχεται να κρύψει, με το θόρυβο που κάνει, το «ξυράφι» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Το γεγονός, δηλαδή, ότι είτε με εύκολα είτε με δύσκολα θέματα και φέτος 8-10.000 υποψήφιοι θα βρουν τις πύλες των ΑΕΙ κλειστές λόγω της ΕΒΕ. Και βέβαια δεν αναφερόμαστε σε αυτούς που δεν «χωράνε» στον αριθμό εισακτέων αλλά σε αυτούς που δεν θα περάσουν την ΕΒΕ και θα αφήσουν 8-10.000 θέσεις κενές έτσι ώστε να λιπάνουν το έδαφος της αναδιάρθρωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης δηλαδή των συγχωνεύσεων και κλεισίματος δεκάδων τμημάτων.
Παράλληλα, όσοι γνωρίζουν τη «λογική» των πανελλαδικών εξετάσεων, μπορούν, πριν ακόμη ολοκληρωθούν, να κάνουν ένα είδος πρώιμου απολογισμού για τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις, το χαρακτήρα των θεμάτων, την «κατασκευή» των επιδόσεων και τους επιτυχόντες και τους αποτυχόντες, ο οποίος θα επαληθευτεί καθώς βασίζεται σε ακλόνητη σειρά στατιστικών δεδομένων.
Εχουμε λοιπόν και λέμε: Και φέτος η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων θα επιχειρήσει να υποτάξει τα θέματα σε σχέδια που ούτε με την εκπαιδευτική διαδικασία έχουν σχέση ούτε με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών.
Τόσοι 18-20, τόσοι κάτω από τη βάση
Τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες, έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Ακόμη υποτάσσονται στη λογική της κίνησης των βάσεων. Το κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν κάτω από τη βάση κτλ. Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερφυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΑΙΘ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια, έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο “αντικειμενική” η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Εχει αυτό σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία; Εχει μήπως σχέση με
τους όρους και τις διαδικασίες μάθησης μέσα στη σχολική αίθουσα; Καμία.
Πέρα από τους επιτυχόντες και τους αποτυχόντες
Την ίδια ώρα, με βικτοριανή υποκρισία, προβάλλεται ως τεκμήριο της αθωότητάς του εξεταστικού συστήματος η δυνατότητα που παρέχει σε όλους να διαγωνιστούν ισότιμα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια θέματα, για την είσοδό τους στη σχολή που επιθυμούν, εξαγνισμένο στην «κολυμβήθρα» των μαρτύρων υπεράσπισης, επιτυχόντων και αποτυχόντων, που ως πρώην υποψήφιοι βεβαιώνουν μπροστά στις κάμερες την αντικειμενικότητα της επιλογής.
Είναι βεβαίως οι απόψεις όλων εκείνων που πήραν μέρος στις γενικές εξετάσεις. Γιατί οι απόψεις και η ίδια η ύπαρξη όσων δεν μπόρεσαν να παρουσιαστούν ούτε καν ως υποψήφιοι σ’ αυτές υφίστανται το τελευταίο στάδιο του αποκλεισμού, καθώς εξαφανίζονται την περίοδο αυτή από το εκπαιδευτικό τοπίο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Βρισκόμαστε μπροστά στην περίπτωση όπου η διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των γενικών εξετάσεων, ο ίδιος ο θεσμός τους, αποκρύπτουν τον αποκλεισμό ενός τμήματος των μαθητών χωρίς καν εξετάσεις.
Η “κατασκευή” των χαμηλών επιδόσεων
Θέλουμε να τονίσουμε μια άποψη που κάθε άλλο παρά είναι δημοφιλής,
ωστόσο, βασίζεται στην επιστημονική έρευνα. Οι βαθμολογίες που
συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι, κατά ένα μέρος,
«κατασκευή». Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού μαθητών που βαθμολογούνται
κάτω από τη βάση δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα των μαθητών, αλλά του
εξεταστικού συστήματος που λειτουργεί σαν εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ.
Με άλλα
λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή απόρροια των λεγόμενων
διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν σαν «έξυπνες βόμβες» στην
κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας. Το υπουργείο Παιδείας, με βάση τον
βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων, μοιάζει με τον υδραυλικό που
κρατάει στο χέρι του τον διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές
του τη ροή του νερού. Αλλοτε με εύκολα θέματα έχει λίγους υποψήφιους με
βαθμολογία κάτω από τη βάση, άλλοτε με δυσκολότερα έχει περισσότερους
και άλλοτε με ακόμη δυσκολότερα φτάνει να οδηγεί στην αποτυχία τον έναν
στους δύο υποψήφιους.
Το ύψος της αποτυχίας συνδέεται με ένα νήμα με την ίδια τη λογική του εξεταστικού συστήματος, που απαιτεί όχι μόνο τον «εξοστρακισμό» ενός μεγάλου τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και τη νομιμοποίηση, στη συνείδηση των αποτυχόντων, του αποκλεισμού τους μέσα από την «κατασκευή» της αποτυχίας τους με όχημα τον «βαθμό δυσκολίας» των θεμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου