Απογευματάκι Κυριακής, και όσο αναμένουμε τα αποτελέσματα του δευτέρου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, λέμε να σας χαρίσουμε δυο ανάλαφρα αναγνώσματα. Σ’ αυτά θα συναντήσετε εικόνες μια άλλης εποχής, αλλά και αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Πηγή μας θα είναι το το βιβλίο “Ρεμπέτικο ΅Τεκέδες, μπαγλαμάδες, αμανέδες και νταλγκάδες” που είχε κυκλοφορήσει μαζί με την εφημερίδα “Docunento”.
Απ’ αυτό επιλέξαμε να παραθέσουμε δυο κεφάλαια.
Το πρώτο που το θεωρούμε και πιο ενδιαφέρον πρόκειται για μια προσέγγιση για το “Πώς συνδέονται τα χασισοποτεία και τα στέκια των ρεμπετών με την επιτήρηση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης εκ μέρους του κράτους”.
Είναι ένα κείμενο γραμμένο από ξεκάθαρα αναρχικό οπτικό πεδίο – έχει πρωτοδημοσιευτεί στην περιοδική έκδοση “Antifa- Πόλεμος ενάντια στον φόβο” τ. 57- και αντιμετωπίζει την ιστορία του τεκέ σαν “κομμάτι της ιστορίας της εργατικής τάξης”.
Το δεύτερο κείμενο που παραθέτουμε έχει περισσότερο ιστορικό ενδιαφέρον. Το υπογράφει η δημοσιογράφος Εμμυ Ντούρου. Κάνει αναφορά στους “διάσημους” τεκέδες που υπήρχαν, στους γνωστούς ρεμπέτες που σύχναζαν σ’ αυτούς, καθώς και τις σχέσεις που είχαν ορισμένοι “τεκετζήδες” με την αστυνομία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποσπάσματα από βιογραφίες του Νίκου Μάθεση και του Μάρκου Βαμβακάτη, που υπάρχουν εκεί και μας παρουσιάζουν τις εμπειρίες τους, από “μαστουρώματα”.
Καλή σας ανάγνωση
Πώς συνδέονται τα χασισοποτεία και τα στέκια των ρεμπετών με την επιτήρηση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης εκ μέρους του κράτους.
Η εργατική τάξη δεν είναι μια μονοσήμαντη κοινωνική κατηγορία. Είναι μια ιστορική διαδικασία, ένας ζωντανός οργανισμός που φτιάχνεται και ξαναφτιάχνεται, αποσυντίθεται και ξαναεμφανίζεται άλλοτε με συνείδηση εαυτού, άλλοτε χωρίς.
Οπως να έχει, όμως, πάντα εμφανιζόμαστε ως μια αυθόρμητη κοινωνική αρνητικότητα που οργανώνεται γύρω από σχέσεις που χτίζουμε αναμεταξύ μας για να την παλεύουμε.
Απέναντι μας το κράτος να προσπαθεί να διαχειριστεί αυτές τις μικρές ανοίκειες, σχεδόν χαλασμένες μηχανές και τις διαρκείς επιθυμίες τους.
Η ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα φτιαξίματος της εργατικής τάξης και φτιαξίματος των εχθρών της.
Ενα από αυτά θα δούμε και στο παρόν κείμενο.
Ας πούμε ότι είμαστε στο φθινόπωρο του 1936 στην Τούμπα του Πειραιά. Είμαστε σε έναν κακόφημο αυτοσχέδιο τεκέ που είναι όλος κι όλος ένα μικρό δωμάτιο με στριμωγμένα τραπέζια. Τέσσερις μουστακαλήδες με ύφος «μη μου κολλάς πολύ γιατί έχω φάει πέντε» παίζουν ρεμπέτικα για τα πακέτα τους, τη φτώχεια τους και φυσικά για τα χαώδη συναισθηματικά τους.
Αυτοί οι τέσσερις μουστακαλήδες δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα λέγαμε «νέοι με προοπτικές». Ηταν πρεζάκηδες, αγαπητικοί, ύποπτοι ανεξιχνίαστων ανθρωποκτονιών. Η συγκεκριμένη παρέα δεν ήταν εξαίρεση· ήταν μία ανάμεσα σε τόσες άλλες, με τη μόνη διαφορά ότι έμεινε στην ιστορία.
Η παρέα αυτή δεν ήταν άλλη από τη διάσημη Τετράδα του Πειραιά: ο Μάρκος Βαμβακάρης, εσωτερικός μετανάστης από τη Σύρο, ο Ανέστης Δελιάς, μετανάστης από τη Σμύρνη, ο Στράτος Παγιουμτζής, μετανάστης από το Αϊβαλί, και ο Γιώργος Μπάτης, μάγκας (σκέτο) από τα Μέθανα.
Μπλεγμένος μέσα στο κοινό διασκέδαζε κι ένας κοντός νευρικός κοκαλιάρης με μοχθηρό βλέμμα και περιποιημένο μαγκιόρικο μουστάκι. Το όνομά του ήταν Νίκος Μάθεσης – το παρατσούκλι «Νίκος ο τρελάκιας». Η ζωή του ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι που μελοποίησε ο Αν. Δελιάς, το περιεχόμενο του οποίου σε γενικές γραμμές ήταν πως ο «Νίκος ο τρελάκιας» ήταν καλό παιδί, αλλά καλό θα ήταν να μην του ξηγιόσουν άσχημα.
Θα πρέπει να φανταστούμε την εν λόγω παρέα με soundtrack το τραγούδι «Πολυτεχνίτης»: «Μες στα κλωστήρια μ’ είχανε κι έκανα πακετάκια νήμα και κούκλες φέρνανε σε με τα κοριτσάκια […] Δε μ’ άρεσε αυτή η δουλειά, ζήλευα κάποια άλλη και ψυχογιός εγένηκα σ’ ένα χοντρομπακάλη».
Το τραγούδι που διαλέξαμε να κάνει παρέα στη συντροφιά των μουστακαλήδων έχει σαφή προτερήματα: το πρώτο είναι ότι κατεβάζει από το βάθρο του cult αντιήρωα της λούμπεν υποκουλτούρας όλους τους μουστακαλήδες και τις βαρυσήμαντες στιλιστικές επιλογές με το πολλά βαρύ ύφος για να τους προσγειώσει στο πραγματικό επίπεδο των ταξικών σχέσεων και συσχετισμών της εποχής: εσωτερικοί μετανάστες, εργάτες στη βιομηχανική καρδιά της μεσοπολεμικής ελληνικής κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, η ταξική τους σύνθεση ήταν σαφώς καθορισμένη. Πότε εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βαριά βιομηχανία και πότε εργάτες στα μπακάλικα και σε κάθε είδους μικροεπιχείρηση. Για να μην αναφέρουμε καν ότι από μόνο του το λιμάνι αποτελούσε μια ολόκληρη βιομηχανική μονάδα. Για παράδειγμα, ολόκληρη την εφηβεία του ο Βαμβακάρης την πέρασε δουλεύοντας καρβουνιάρης στον Πειραιά.
Η πρώτη του επίσκεψη σε τεκέ έγινε στην ηλικία των 17 χρόνων. Εκεί βρήκε κι άλλους σαν εκείνον: «Βρέθηκα σε μια παρέα […]. Ο ένας ήταν ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι, τριανταπέντε, σαράντα χρόνων χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους».
Αυτό το «με πήραν μαζί τους» δεν ήταν βέβαια κάτι απλό. Για την περίοδο που μιλάμε ο Βαμβακάρης χρειαζόταν μια ώρα για να πάει από το σπίτι του στο λιμάνι. Κατόπιν δούλευε οχτώ με δέκα ώρες σκληρή χειρωνακτική εργασία. Στη συνέχεια έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι του – δηλαδή χρειαζόταν άλλη μια ώρα δρόμο- για να ξεπλυθεί από το κάρβουνο και να ντυθεί σαν αξιοπρεπής μόρτης. Επειτα είχε άλλη μια ώρα δρόμο για να πάει στον τεκέ και να συναντήσει τον φίλο του, τον Βασίλη τον κουλό λιμενεργάτη.
Ο Μάρκος ο καρβουνιάρης, ο Βασίλης ο κουλός λιμενεργάτης κι όλη η καλή παρέα έπιναν ακατέργαστα φύλλα καπνού. Τα έκοβαν με το μαχαίρι και τα έβαζαν σε ναργιλέ – αυτό ήταν το περίφημο τουμπεκί. Το τουμπεκί βέβαια δεν καταναλωνόταν σκέτο – συνοδευόταν από ένα χοντρό κομμάτι ψημένο χασίς, κατά προτίμηση από την Προύσα της Τουρκίας. Δυο τρεις μερακλίδικες τζούρες και το τουμπεκί τελείωνε. Οπωσδήποτε ύστερα από μια κουραστική μέρα στη δουλειά οι συνέπειες ήταν εκρηκτικές. Ο Μάρκος Βαμβακάρης περιέγραψε την πρώτη του εμπειρία χασισοποσίας ως εξής:
«Για πρώτη φορά είχα ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα. Ηταν αδύνατο να κουνηθώ […]. Ημουνα τότες δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρονών. Αφού περάσανε δυο τρεις ώρες τότες συνήλθα. Τι με ‘κάνε και ξαναπήγα; Το ντερβισιλίκι μου. Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δε πείραζα κανένα, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε και τους αγάπαγα […]. Ημαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας».
Σε ελεύθερη μετάφραση: ο Βαμβακάρης βρισκόταν ανάμεσα στην κοινότητά του με το crew του κι ένιωθε περήφανος γι’ αυτό. Τον αγαπάγανε και τους αγάπαγε, τον σέβονταν και τους σεβόταν κι αυτός – μια συναισθηματική εξήγηση του τρόπου με τον οποίο το προλεταριάτο της εποχής κατόρθωνε να επιβιώνει έπειτα από δεκάωρα σκληρής δουλειάς.
Το ντερβισιλίκι κι η μαγκιά την οποία εξυμνεί ως αξία ο Βαμβακάρης αποτελούσαν μέρος της αντρικής εργατικής κοινότητας, μιας κοινότητας που διεπόταν από τις δικές της νόρμες και καταναγκασμούς, τον δικό της αξιακό και ηθικό κώδικα. Ο ρεμπέτης Γ. Ροβερτάκης συνήθιζε να λέει: «Επρεπε να φουμάρεις για να σε θεωρούν δικό τους».
O Βαμβακάρης έχασε τον κόσμο όταν πρωτοπήγε στον τεκέ, πράγμα που διόλου τον εμπόδισε να τον ξαναεπισκεφτεί. Ηθελε να τον θεωρούν δικό τους και για να το πετύχει έπρεπε να γίνει σαν κι αυτούς – να πίνει χασίς, να μερακλώνει και να φουμέρνει, ακόμη κι αν το όλο ντερβισιλίκι τον οδηγούσε στη λιποθυμία.
Ολόκληρη η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη περιστρέφεται γύρω από ανάλογες μικροϊστορίες που καταδεικνύουν την ύπαρξη κοινοτικών δεσμών που συνάπτονταν γύρω από τη χασισοποσία και τον τεκέ.
Στην αργκό της εποχής αυτό που πάθαινε ο Βαμβακάρης είχε όνομα. «Την ψώνισε». Για να γίνει κάτι κομμάτι της αργκό πάει να πει ότι εξέφραζε μια παγιωμένη κοινωνική συμπεριφορά, γύρω από την οποία φτιάχνονταν ορολογίες, μύθοι και αφηγήσεις. Ο Βαμβακάρης περιγράφει τους ανθρώπους που σύχναζαν στον τεκέ ως ήσυχους, με μοναδική τους επιθυμία να μαστουρώσουν και «να δούνε όνειρα».
Καθόλου περίεργο που στον τεκέ επικρατούσε συνήθως απόλυτη ησυχία. Με άλλα λόγια, οι θαμώνες του «την ψώνιζαν», γεγονός καθόλου περίεργο αν αναλογιστούμε την εργασιακή και κοινωνική καθημερινότητά τους. Αυτή η ησυχία, το «τουμπεκί ψιλοκομμένο», η πλήρης απουσία ήχων αποτελούσε σχεδόν μια τελετουργία. Ο περίφημος στίχος «Οταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς. Κοίταξε τριγύρω, οι μάγκες κάνουν όλοι, κάνουν το τουμπεκί» ήταν μια προσπάθεια να αποδοθεί η ιερότητα της στιγμής, η σιγαλιά που συνόδευε την απόλαυση του πιόματος και της μαστούρας.
Οπότε όταν ο Βαμβακάρης λιποθύμησε από το χασίς δεν έπεσε στα μάτια των παλιών χασικλήδων γιατί αυτό που του είχε συμβεί ήταν κάτι συνηθισμένο στις παρέες του τεκέ.
Στο μεταξύ, βέβαια, η παρέα του Βαμβακάρη είχε σαφή ταξική καταγωγή: αποτελούνταν από χαμάληδες, εργάτες βιομηχανίας, κουλούς λιμενεργάτες και φυσικά λαχανάδες, διαρρήκτες και λοιπά μικροπαραβατικά στοιχεία. Πολλάκις, όπως δείχνει και η περίπτωση του ίδιου του Βαμβακάρη, η «άσπρη» εργασία μπλεκόταν με τη μαύρη ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, ο δρόμος της μικροπαραβατικότητας ήταν ένας προφανής τρόπος για να ξεφύγει κανείς από το πολύωρο χαμαλίκι.
Και βέβαια ο τεκές ήταν το τέλειο μέρος για να αρχίσει κάποιος να παίζει μουσική. Οι θαμώνες του ήταν όλοι τους βαριά μαστουρωμένοι, πράγμα που οδηγούσε στη γενική σιωπή που περιγράψαμε παραπάνω. Το ότι επικρατούσε απόλυτη ησυχία όταν έμπαινε η μουσική στον τεκέ δεν οφείλεται αποκλειστικά στον σεβασμό απέναντι στον δερβίση, αλλά επίσης και στα όνειρα που προκαλούσε η βαριά μαστούρα. Ταυτόχρονα, οι στίχοι των τραγουδιών μίλαγαν για τα καθημερινά εργατικά προβλήματα, για τη σχέση των εργατικών στρωμάτων με τον νόμο, για την εργασία, την καταραμένη κοινωνία που αδυνατεί να κατανοήσει τα σεκλέτια του χειρώνακτα εργάτη άντρα και φυσικά για τον έρωτα.
Εξιστορούσαν, άλλοτε πιστά κι άλλοτε αντεστραμμένα, το εργατικό βίωμα και το εργατικό συναίσθημα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: ο Βαμβακάρης, για παράδειγμα, εκτός από τη χαρά της αυτοέκφρασης που του πρόσφερε το μπουζούκι κέρδισε με την τέχνη του και τον σεβασμό των παλιότερων. Και, στο μεταξύ, μέσα από το μπουζούκι έμαθε να διαχειρίζεται τη μαστούρα του κι έτσι σταμάτησε να λιποθυμάει από το χασίς, σε ένα περιβάλλον που οριζόταν από το χασίς. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που πρέπει να το κρατήσουμε γιατί αποτέλεσε τη βάση της ποινικοκατασταλτικής διαχείρισης κομματιών της εργατικής τάξης.
Η εξορία
Η κατάσταση των εργατών δεν πέρναγε απαρατήρητη από το κράτος. Ενώ μέχρι το 1920 η χασισοποσία θεωρούνταν φυσιολογική συνήθεια, το πράγμα σταδιακά άρχιζε να αλλάζει καθώς τα ηττημένα ελληνικά στρατεύματα έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής από τη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα καθώς η μαζική μετακίνηση «προσφύγων» προς την ελληνική ενδοχώρα προίκισε το εν Ελλάδι προλεταριάτο με μερικές ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες μέλη.
Σταδιακά, ο ψυχιατρικός λόγος γύρω από το πρόβλημα της τοξικομανίας άρχισε να πυκνώνει. Η χασισοποσία, διά μέσου της ψυχιατρικής οδού, εντάχθηκε στο πεδίο της τοξικομανίας και έγινε αντικείμενο της ποινικής καταστολής. Παρέα με τις πρώτες κατασταλτικές νομοθεσίες που απαγόρευαν τη χρήση και την εισαγωγή ουσιών μια πληθώρα άρθρων πληροφορούσε για τις καταστρεπτικές συνέπειες της τοξικομανίας. Ταυτοχρόνως, «οι ειδικοί» ξεκινούσαν να αναλύουν την περίεργη αυτή ασθένεια.
Πέρα από τις ασήμαντες διαφορές τους, οι ειδικοί της εποχής συμφωνούσαν στα βασικά. Κατά τη γνώμη τους, δηλαδή η τοξικομανία είχε δύο μορφές: την κοκαϊνομανία και τη μορφινομανία, που ήταν κοινή στα μέλη της αστικής τάξης. Το μοναδικό πράγμα από το οποίο έπασχαν οι ασθενείς αυτής της κατηγορίας ήταν απλώς «η πλήξη». Η υπόθεσή τους δεν παρουσίαζε κανένα ποινικό ενδιαφέρον, οπότε και η συνιστώμενη αγωγή κυμαίνεται άμεσα σε επισκέψεις σε ακριβά ιατρεία, «κατανόηση» και «εξεύρεση ενδιαφερόντων».
Η δεύτερη μορφή τοξικομανίας ήταν η χασισομανία και η ωρωινομανία , η οποία σύμφωνα με τους ειδικούς ενδημούσε στις τάξεις των φτωχών.
Οι επιρρεπείς σ αυτήν τη δεύτερη μορφή ήταν στην πλειονότητά του μέλη της εργατικής τάξης, οι οποίοι εκτός των άλλων χαρακτηρίζονταν «ανώμαλοι», «με έντονη ροπή προ τον ηδονισμό» ,«νωθροί» και «φυγόπονοι».
Εξαιτία της «φύσης» τους θεωρούνταν ύποπτοι για την τέλεση αντικοινωνικών πράξεων. Η «ασθένεια» που του είχε προσβάλει λογιζόταν ως επιδημική, όχι όμως για βιολογικούς λόγους.
Οι ειδικοί απέδιδαν την εξάπλωση της στις κοινωνικές σχέσεις και στον μιμητισμό. Αυτή επιδημία αποκτούσε χαρακτήρα κοινωνικής μάστιγα: που μετέτρεπε τη νωθρότητα και την παραβατικότητα σε γενικό κοινωνικό χαρακτηριστικό. Η εκ του σύνεγγυς και μακράς χρονικής διάρκειας επαφή του ελληνικού στρατού με το ανατολίτικο στοιχείο που έφερε τη ρετσινιά του ηδονισμού και της ραθυμίας καταδείχτηκε ως η αιτία των νέων δεινών.
Κοινώς, η εργατική τάξη που για χρόνια σφαγιαζόταν κατά χιλιάδες στις περιπέτειες του ελληνικού ιμπεριαλισμού μαζί και οι μετανάστες εργάτες (οι λεγόμενοι Μικρασιάτες πρόσφυγες) θεωρήθηκαν οι κύριοι ύποπτοι για τη μετάδοση της ανατολίτικης νωθρότητας.
Η λύση που προτάθηκε ήταν ο εγκλεισμός και η απομόνωσή τους από το κοινωνικό σύνολο. Για την καταστολή, τέλος, της εργατικής τάξης που κοπροσκύλιαζε καπνίζοντας χασίς επιστρατεύτηκε η αστυνομία πόλεων.
Μέχρι το 1936 η ποινική διαχείριση του χρήστη χασίς περιλάμβανε δημόσιο ξεφτίλισμα ενώπιον της καλής κοινωνίας, ξύλο, καταγραφή και πάλι έξω.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης περιγράφει την εμπλοκή του με τον νόμο ως εξής:
«Και μια μέρα με τσακώνουνε στον τεκέ του Σωτηράκη με πέντε και μου δίνουνε τον ναργιλέ και τα καλάμια και τα χασίσια και τα τουμπέκια στα χέρια και δεμένον με περνούσαν μαζί με άλλους από την παραλία του Πειραιά, της Ζέας και μας πήγαιναν για το τρίτο που ήταν στη Ρετσίνα. Κάτι ξυλιές, κάτι κλοτσιές, και την άλλη για πλημελοδικίο. Μας έδιναν τρεις μέρες κράτηση και μετά έξω. Οσες φορές και αν μας πιάνανε».
Το 1936 ο Μεταξάς ενεργοποίησε έναν νόμο που μολονότι είχε ψηφιστεί δυο χρόνια νωρίτερα από το σύνολο της Βουλής (βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς) δεν είχε τύχει εφαρμογής λόγω της πολιτικής αστάθειας. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη σύλληψη και τη φυλάκιση των τοξικομανών, των χασικλήδων και των ηρωινομανών και την εκτόπισή τους στην εξορία, το κλείσιμο των τεκέδων και παρακολουθήσεις υπόπτων.
Την ίδια χρονιά ο εύπορος (για τα δεδομένα της εποχής) Γιοβάν Τσαούς ηχογράφησε το «Πέντε μάγκες στον Περαία», χασάπικο ανώνυμου φυλακόβιου. Το τραγούδι έκλεινε με τους χαρακτηριστικά χλευαστικούς για τον νόμο στίχους:
«Αν θα κλείσουν τους τεκέδες Περαία Κρεμμυδαρού, τότε πια θα κουβαλάω στην σπηλιά την κουρελού».
Την ίδια χρονιά ο Αν. Δελιάς ηχογράφησε τον «Πόνο του πρεζάκια», για να πάρει λίγο αργότερα τον δρόμο για την Ιο.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1938, ο 19χρονος τότε αληταράς και ρεμπέτης εκ Πειραιώς Μ. Γενίτσαρης εκτοπίζεται και αυτός στην Ιο.
Να πώς περιγράφει την εμπειρία του «Πέθαιναν γυμνοί στη Νιο οι πρεζάκηδες, σαν τα σκυλιά στο δρόμο. Πέθαιναν από τη πείνα. Πρήζονταν από την ασιτία και πέθαιναν. Αφού πούλαγαν το φαγητό για ένεση […] την πείνα που είδανε όλοι στη κατοχή, να πεθαίνει ο κόσμος στους δρόμους από την ασιτία, την είδα εγώ πιο μπροστά, το 1938, στην εξορία εκεί. […] Αυτός ο μάγειρας πούλαγε πρέζα. […] Επαιρνε από τους εξόριστους ρούχα, λεφτά, ρολόγια, δαχτυλίδια, ό,τι είχανε και έρχονταν στην Αθήνα και τα πούλαγε. Εκανε τα δρομολόγια αυτά, πούλαγε τα πράγματα κι έφερνε στη Νιο πρέζα. [_] Αυτά ήταν εις γνώση της χωροφυλακής, σε γνώση του κράτους. Ολοι τα ξέρανε. […] Την πρέζα που είδα να κυκλοφορεί εκεί δεν την είχα δει σε όλη την Αθήνα».
Το σύστημα πήγαινε ως εξής: κάθε κρατούμενος δικαιούνταν κάποια χρήματα καθημερινώς, για να λαμβάνει το φαγητό του από τον μάγειρα. Προφανώς τα συγκεκριμένα χρήματα προέρχονταν από κάποιο κρατικό κονδύλι και ήταν με αυτά τα χρήματα που οι εκτοπισμένοι στην Ιο αγόραζαν την πρέζα τους από τον μάγειρα.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι με τους νόμους ενάντια στα ναρκωτικά που τέθηκαν σε ισχύ το 1936 επήλθε μια κάποιου είδους καπιταλιστική συγκεντροποίηση. Ενώ μέχρι πρότινος, αν πιστέψουμε τα λόγια του Βαμβακάρη, η αγορά ήταν διάχυτη, δηλαδή συγκροτούνταν από ένα αχανές δίκτυο μικροπωλητών, μικροέμπορων. μικρών παντοπωλείων κ.ά., από το 1936 κι έπειτα η αγορά άρχισε να κλείνει.
Το παράδειγμα του μάγειρα από τη Ιο ήταν ενδεικτικό αυτής της νέας κατάστασης: ο μάγειρας είχε μια άκρη, την άκρη του του την είχαν συστήσει οι δεσμοφύλακες και μπάτσοι της Ιου, ο μάγειρας ήταν κι αυτός λιγάκι μπάτσος και πάει λέγοντας. Το μέγεθος της μπίζνας, αν αναλογιστούμε πόσο χρήμα έβγαινε μόνο από την Ιο, θα πρέπει να ήταν τεράστιο.
Ταυτόχρονα με την εξόντωση του απείθαρχου και αντιπαραγωγικού εργατικού πληθυσμού διάφοροι γίνονταν πλούσιοι.
Η τοπική κοινωνία της Ιου κέρδιζε τα προς το ζην από την εξόντωση των τοξικομανών και από την άλλη οι μπάτσοι έφτιαξαν μια ελεγχόμενη αγορά πρέζας διαχειριζόμενοι και τη ροή του εμπορεύματος και τα κέρδη που έβγαιναν. Η νομοθετική απαγόρευση του προϊόντος οδήγησε στη συγκεντροποίηση της διακίνησής του. Και όλο αυτό εις γνώση του νομοθέτη.
Οι φυλακίσεις χασικλήδων, το κλείσιμο των περισσότερων τεκέδων και η στενή παρακολούθηση αυτών που έμειναν ανοιχτοί δεν στόχευε απλώς στον έλεγχο του εμπορίου χασίς και πρέζας. Την ίδια στιγμή αποτελούσε επίθεση με στόχο τον έλεγχο του δημόσιου χώρου και τη συγκεντροποίηση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Οι τεκέδες για τους οποίους μιλάμε ήταν σήμα κατατεθέν των εργατικών γκέτο. Για παράδειγμα η Δραπετσώνα, που το 1929 είχε κηρυχτεί ολόκληρη σε κατάσταση έκτατης ανάγκης λόγω της υποστήριξης που παρείχε στην άγρια απεργία του εργοστασίου χημικών λιπασμάτων, ήταν διάσημη και για τους τεκέδες της. Και εδώ δώστε βάση και στην ημερομηνία: 1929, χρονιά του παγκόσμιου οικονομικού κραχ που τσάκισε το προλεταριάτο όχι μόνο στη Δραπετσώνα αλλά σε ολόκληρο τον Πειραιά.
Κατά τα άλλα η μετακίνηση του τεκέ στη σφαίρα του παράνομου σήμαινε νομιμοποίηση της αστυνομικής επέμβασης στον πολεοδομικό ιστό της εργατικής συνοικίας στο γενικότερο φόντο της οικονομικής κρίσης, των άγριων απεργιών και του παγκόσμιου πολέμου.
Η ποινικοποίηση του συνεκτικού τους στοιχείου καθιστούσε παράνομες ολόκληρες εργατικές κοινότητες – η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης τελούσε υπό το βλέμμα και τον βούρδουλα των κατασταλτικών μηχανισμών.
Ενόψει του επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης δεν μπορούσε να προκύπτει αυτόνομα, αλλά αντιθέτως έπρεπε να μετουσιωθεί σε υπόθεση της κρατικής στρατηγικής.
Ο έλεγχος των μπάτσων πάνω στον τεκέ ήταν ένα επιμέρους επεισόδιο της μεσοπολεμικής κρατικής στρατηγικής για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
Αλλωστε όλες οι νομοθεσίες περί απαγόρευσης (από την ποτοαπαγόρευση μέχρι την απαγόρευση μετακίνησης) δεν στοχεύουν στην εξάλειψη εκείνου που απαγορεύεται, αλλά σε νέες μορφές διαχείρισής του.
Επίλογος
Στο παρόν κείμενο προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε έστω και φευγαλέα τη ζωή γύρω από τον τεκέ ως μια ζωή εργατική. Προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε ότι το ρεμπέτικο δεν ήταν σκέτο τραγούδι, αλλά σχέσεις που αναπτύσσονταν γύρω από τον τεκέ στον Πειραιά του μεσοπολέμου.
Προσπαθήσαμε να το εξετάσουμε ως σχέσεις που διαπερνούσαν τον εργατικό τρόπο ζωής και την κουλτούρα των αντρικών τμημάτων του προλεταριάτου. Προσπαθήσαμε να πούμε ότι οι τόποι που στήνονταν οι τεκέδες, εν ολίγοις τα εργατικά γκέτο από τη Δραπετσώνα μέχρι το Πέραμα και από το λιμάνι έως την Καλλιθέα, δεν ήταν τυχαίοι: ήταν οι τόποι όπου το προλεταριάτο της εποχής ζούσε και αναπτυσσόταν μαζικά Κατά τη γνώμη μας, ακόμη κι αν πολλές φορές δεν αποφύγαμε την ωραιοποίηση, το ρεμπέτικο ήταν ένας τρόπος επιβίωσης (συναισθηματικής, διανοητικής και υλικής) του πάτου σε έναν εχθρικό κόσμο.
Με άλλα λόγια, τρόπος καθημερινής ανατίμησης στα κάτω επίπεδα της μητρόπολης. Η κατασταλτική νομοθεσία του 1936 έθεσε στο στόχαστρο αυτήν ακριβώς τη ζωή. Οπωσδήποτε γνωρίζουμε ότι αυτά που παραλείψαμε να αναφέρουμε είναι πολλά: η ιστορία γειτονιών όπως η Δραπετσώνα, η Καλλιθέα, το Μοσχάτο, ο ευρύτερος Πειραιάς· η ιστορία συγκεκριμένων βιομηχανικών μονάδων όπως τα κλωστοϋφαντουργεία των αδερφών Ρετσίνα και η βιομηχανία χημικών λιπασμάτων (έχει τη σημασία του ότι το εργοστάσιο ενάντια στο οποίο είχε ξεσηκωθεί ολόκληρη η Δραπετσώνα είχε για μεγαλομετόχους έναν επίτροπο για τη μετανάστευση και έναν υπουργό Εργασίας).
Και φυσικά η μεγάλη μας έλλειψη βρίσκεται στις έμφυλες διαστάσεις της εργατικής υποκειμενικότητας, για την οποία μας φαίνεται σημαντικό να μιλήσουμε όταν θα είμαστε περισσότερο έτοιμοι.
Τελικά μας φαίνεται ότι η συνείδηση είναι μια μορφή αντίληψης για το παρελθόν. Οταν μιλάμε για ιστορία της εργατικής τάξης δεν έχουμε στο μυαλό μας το κόμμα, το συνδικάτο και την αφήγηση του Κορδάτου, αλλά τον τεκέ, τον τσαμπουκά με τον επιστάτη, το τζαρτζάρισμα με τον μπάτσο, τη μουσική που γεννιόταν στα υπόγεια τους τρόπους κοινωνικοποίησης, τη γυναικεία και την παιδική εργασία, τις σχέσεις, τις μορφές συλλογικών αναπαραστάσεων και αφηγήσεων και φυσικά τις εργατικές κοινότητες και την εσωτερική τους ζωή.
_________________________________________
Φύσα, ρούφα, τράβα τόνε
Τι συνέβαινε στα πέριξ όταν έκαιγαν φωτιές, Μα τι άλλο; Επιναν οι μάγκες αργιλέ.
Στη δεκαετία του 1930, που η ζωή κυλούσε με τις προμήθειες από τα δημοτικά συσσίτια, δεκάδες τεκέδες ξεφύτρωσαν σε όλη τη χώρα.
Φαινομενικά επρόκειτο για καφενέδες, που όμως στο δίπλα δωμάτιο φυγάδευαν το ένοχο «μαυράκι».
Ψαράδες, χασαπάκια, αραμπατζήδες αλλά και τσιλιαδόροι, παπατζήδες, λαχανάδες, πορτοφολάδες, νταήδες, μαχαιροβγάλτες, κουραδόμαγκες, μαχαλόμαγκες, σκυλόμαγκες, ρεμπέτες (που δεν πρέπει να συγχέονται με τους μάγκες) ήταν το κοινό των τεκέδων.
Το χασίσι μέχρι και το 1936 ήταν σχεδόν ελεύθερο, από το 1933 και μετά υπήρξε νόμος που προέβλεπε μέχρι και εκτοπίσεις χρηστών, αλλά συνήθως τιμωρούνταν με λίγες μέρες κράτηση και στη συνέχεια ήταν ελεύθεροι να ξαναγυρίσουν στον τεκέ.
Και τα ντουμάνια σιγοντάριζαν όπως πρώτα, της μαστούρας τον σκοπό. Γύρω από τη θράκα γράφτηκαν τραγούδια όπως τα «Οταν καπνίζει ο λουλάς», «Επρεπε να ’ρχόσουνα ρε μάγκα, στον τεκέ μας» και «Χαρμάνι είμαι απ’ το πρωί και βγήκα να φουμάρω».
Ωστόσο το καθεστώς Μεταξά που όπως χαρακτηριστικά λέγεται «κυνήγησε πολύ το μπουζούκι, το ρεμπέτικο και το μαρκούτσι», απαγόρευσε διά ροπάλου «τους αμανέδες, τους τεκέδες, τους μπαγλαμάδες και τους λουλάδες».
«Είμαι φίνος μάγκας, πρώτος τεκετζής»
Κουμάντο στον τεκέ έκανε ο τεκετζής, ο οποίος συνήθως δεν ήταν το καλύτερο παιδί. Ο στιχουργός του ρεμπέτικου και νταής της εποχής Νίκος Μάθεσης, γνωστός και ως Τρελάκιας, περιγράφει:
«Οι τεκετζήδες ήταν μάγκες αλλά όχι νταήδες, δεν ήταν σκυλόμαγκες ποτέ. Ενας σκυλόμαγκας που είχε κάνει χρόνια στη φυλακή δεν έκανε αυτήν τη δουλειά, να γεμίσει τον λουλά (η εστία του ναργιλέ), να τον ανάψει και να τον δώσει σ’ αυτόν που παρήγγειλε, σε κάνα μαγκάκι που θέλει να βγει κι αυτός κάτι, να του κάνει τον υπηρέτη».
Συχνά ο τεκετζής συνεργαζόταν με την ασφάλεια και το λιμεναρχείο για να εξασφαλίσει την ευρυθμία του καταστήματος του. Εν ολίγοις έδινε στεγνά όποιον «περίεργο» έμπαινε στο μαγαζί. Αυτούς δηλαδή που δεν ήξερε τι καπνό φούμαραν.
Οι μαρτυριάρηδες τεκετζήδες αγάπησαν σφόδρα τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή ή Κομμουνιστοφάγο, ο οποίος με τη σειρά του αγαπούσε τα ρεμπέτικα και είχε ένα σπίτι γεμάτο πλάκες, δίσκους γραμμοφώνου δηλαδή, συνολικά 5.000 κομμάτια.
Αλλος αγαπημένος αστυνομικός, στον Πειραιά αυτός, ήταν ο Γαληγάλης με το όνομα και ένα μπουλντόγκ παρέα. Ο Γαληγάλης δεν ενοχλούσε τους φουμάροντες. Χόμπι του ήταν μόνο η περισυλλογή κλεφτών και λοιπών κακοποιών στοιχείων.
Το σήμα για την έφοδο το έδινε ο τεκετζής με τη μέθοδο της λευκής σημαιούλας. Υπήρχε δηλαδή μια σημαία δεμένη με έναν σπάγκο. Οταν έμπαινε ύποπτος στο κατά τ’ άλλα οικογενειακό κατάστημα, ο τεκετζής τράβαγε τον σπάγκο και έριχνε το σήμα για το ντου στους ασφαλίτες που ήταν απέξω.
«Κάν’ τόνε, Σταύρο, κάν’ τόνε, βάλ’ του φωτιά και κάφ’ τόνε»
Τον ναργιλέ τον πλήρωνε αυτός που έκανε την παραγγελιά. Αν γούσταρε, κέρναγε την παρέα. Αν πάλι είχε νταλκάδες και δεν γούσταρε τα πολλά πολλά, τον έπινε μόνος του. Με ένα μακροβούτι ερχόταν στο ντουζένι.
Ο τεκές ήταν λιτά διακοσμημένος, μόνο με τα χρειαζούμενα. Κάνα καναπεδάκι, κάνα σοφραδάκι, δυο τρεις καρέκλες, κάνας φωνόγραφος στο τσακίρ κέφι ή ένα μπουζούκι, ένας μπαγλαμάς, το κατεξοχήν μουσικό όργανο του τεκέ και της φυλακής. Και φυσικά γλυκά του κουταλιού, μπακλαβάδες ή ξερά σύκα για την υπογλυκαιμία.
Η είσοδος απαγορευόταν σε ομοφυλόφιλους, γυναίκες και πρεζάκηδες.
Το καλύτερο χασίσι ερχόταν από την Περσία, την Προύσα («Γεια σου, Προύσα, παινεμένη και στον κόσμο ξακουσμένη»), την Πόλη και την Τρίπολη.
Ο ναργιλές είχε ιεροτελεστία. Το δοχείο φτιαχνόταν κυρίως από ινδική καρύδα, που έπαιρναν από την αγορά, για να μπορεί να κρύβεται σε σχέση με τον γυάλινο. Μέχρι και πεπόνια χρησιμοποιήθηκαν ως ναργιλέδες, με απόλυτη επιτυχία. Για λουλά χρησιμοποιούσαν πατάτες. «Μάγκες, φέρτε την πατάτα για να κάνουμε λουλά / να φουμάρουνε οι μάγκες που ’χουν ντέρτι στην καρδιά». Μετά άπλωναν τουμπεκί (ο καπνός που χρησιμοποιούν στον ναργιλέ), χασίς, τουμπεκί και από πάνω καρβουνάκια.
Ο τεκετζής που ήξερε να φτιάχνει τον ναργιλέ σένιο ήταν περιζήτητος. Τεκέδες είχε παντού όπου υπήρχαν χαμοκέλες (χαμόσπιτα), στον Βοτανικό, στο Μεταξουργείο, στην Καισαριανή, στον Πειραιά, στο Ηράκλειο, στον Βόλο, στη Λάρισα, την Πάτρα, τη Θεσσαλονίκη, την Καλαμάτα
Στο τεκέ του Πολυκανδριώτη στον Πειραιά πήγαιναν ο Μάρκος, ο Κηρομύτης και ο Μάθεσης και έπαιζαν μπουζούκι. Ο στίχος «Κάν’ τόνε, Σταύρο, κάν’ τόνε, βάλ’ του φωτιά και κάφ’ τόνε» γράφτηκε για τον τεκέ του Σταύρακα στην Κοκκινιά, που θρυλείται ότι ήταν ολίγον ρουφιάνος.
Υπήρχαν δεκάδες άλλοι στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, ειδικά στη Δραπετσώνα, στα Βούρλα, τα Χιώτικα, τα Μπουταίικα, στο Μπαρουτάδικο κ.α.
Ντουμάνια έσκαγαν οι καπνοί πάνω από τους τεκέδες του Τσαμπίκου, του Μπότακα, του Μαρκεζίνη, του Περδικάκη ή Μπίσμπιρα, του Μπαμπαρή που μετά τον πήρε ο Μίμης ο Μπογιατζής, της χήρας, που τους έμπλεξε όλους με την πρέζα.
Μέσα σε όλους ήταν και του Σάλωνα στα Βούρλα του Πειραιά, που ήθελες μύτη για να τον εντοπίσεις, γιατί ήταν σε μόνιμη περιοδεία.
Τουτέστιν, για να μην τον βρει η ασφάλεια άλλαζε συνεχώς τοποθεσία. Εσκιζε ωστόσο από ποιότητα. «Θα πάω να μαστουρωθώ / και τη χαρά μου να βρω / μες στον τεκέ του Σάλωνα / που ’χει το φίνο μαύρο», που το έφερνε από την Προύσα.
Πολύ γνωστός ήταν και ο τεκές του Σερενάκη στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας, που μάζευε όλο το ανφάν-γκατέ. Εκεί μέσα αν έκανες το λάθος να στραβοκοιτάξεις κάποιον, έφευγες ξαπλωτός, όχι απαραιτήτως για το σπίτι σου.
Ο πιο πολυτελής τεκές ανήκε στον Τζόανο, ένα καλόπαιδο με μακρά καριέρα στα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Φαινομενικά ήταν ουζερί, με ελαφροντυμένα κορίτσια που ό,τι ήθελε προκύψει. Μέσα όμως γινόταν το νταλαβέρι. Ούτε από εκεί ήταν εξασφαλισμένο ότι θα έβγαινες ζωντανός. «Μες του Ζουάνου την αυλή / σκοτώσαν ένα χασικλή» έλεγε ένα τραγούδι της εποχής.
Στο κέντρο της Αθήνας τεκέδες λειτουργούσαν στη Ζήνωνος και Σατωβριάνδου, τη Σωκράτους, την Πειραιώς, την πλατεία Βάθη, τη Μιχαήλ Βόδα, τη Συγγρού, στο Θησείο, στη Λαχαναγορά.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αναφέρει δυο τεκέδες στην οδό Βουτάδων, παράλληλα με τη μάντρα του τότε εργοστασίου παραγωγής φωταέριου στο Γκάζι.
Συχνά έβρισκε κανείς τεκέδες κοντά σε νεκροταφεία, με αποτέλεσμα να «την ακούν» οι παπάδες που πήγαιναν το πρωί για τα τρισάγια.
Γνωστοί ήταν οι υπαίθριοι τεκέδες στο εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης πριν από την καταστροφή του. Εκεί οι χαρμάνηδες πατάγαν ναργιλέδες στη ζούλα πάνω στα μνήματα για να μην τους ενοχλήσει κανείς.
Και οι σπηλιές της Κρεμμυδαρούς, της σημερινής Δραπετσώνας όμως, όπως και του Κερατσινίου, ντουμάνιαζαν για χρόνια.
Του Κουλού η Τρύπα ήταν μια από τις γνωστές σπηλιές-τεκέδες. «Αν θα κλείσουν τους τεκέδες/ Περαιά Κρεμμυδαρού / τότε πια θα κουβαλάω στη σπηλιά την κουρελού» λέει ο στίχος του Γιοβάν Τσαούς στο «Πέντε μάγκες στον Περαία».
Ο Γιώργος Ζαμπέτας αναφέρθηκε σχετικά στην αυτοβιογραφία του: «Τα παλιά χρόνια που τους κυνήγαγαν όλους αυτούς τους χασισοπότες παίρνανε μετά φόβου Θεού τους αργιλέδες, τα καλάμια, τα κάρβουνα – τα χασίσια τους και τα κουβαλάγανε σε βουνά πάνω, μέσα σε σπηλιές και τα κρύβανε. Και πηγαίνανε μέσα στο βουνό και φουμάρανε. Εδώ στο Δαφνί πάνω στο βουνό τους είχα τρακάρει. […] Αυτοί ήταν γραβαταρισμένοι, κουστουμαρισμένοι και τρέχανε στα βουνά κι εγώ απορούσα τι πηγαίνανε και κάνανε στα βουνά με τα καλά τους».
«Εφτά μάγκες φούμαραν στο καπηλειό του Μπάτη»
Μερικές από τις πιο σημαντικές φωτογραφίες της ιστορίας του ρεμπέτικου τραβήχτηκαν έξω από τον καφενέ του Μπάτη, το Ζωρζ Μπατέ, στην πλατεία Καραΐσκάκη -Λεμονάδικα.
Στο μαγαζί που άνοιξε το 1931 σύχναζαν ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής, ο Δελιάς, ο Κηρομύτης ο Μουφλουζέλης, ο Παπαϊωάννου, ο Γενίτσαρης και άλλοι ρεμπέτες.
Στον καφενέ, που ήταν γεμάτος όργανα γράφτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα ρεμπέτικα τραγούδια. Φυσικά και το κατάστημα σέρβιρε και αργιλέ, στη ζούλα όμως.
Το μαρκούτσι έβγαινε από μια τρύπα στο ξύλινο χώρισμα από τον ένα χώρο του χασισοποτείου προς τον χώρο του καφενείου. Τον ρουφούσαν οι θαμώνες και αν έπιαναν καμιά ύποπτη κίνηση, τον έσπρωχναν μέσα στην τρύπα. «Εφτά μαγκίτες φούμαραν / στο καπηλειό :. Μπάτη / έξω εχάραζ’ η αυγή / κι από το μαύρο το πολύ/ τους θόλωσε το μάτι» και καταλήγει «άμα μπλέξεις με τον Μάρκο / και τον μάγκα τον Δελιά / πέντε μέρες στους τεκέδες / μ’ αναμμένους ναργιλέδες / για μια μέρα πας δουλειά».
Λέγεται ότι η φωτιά του 1937 μπήκε από ενεργούμενα του καθεστώτος Μεταξά επίτηδες για
να καθαρίσει η πλατεία από τα «αντικοινωνικά στοιχεία». Μετά την πυρκαγιά χτίστηκαν εκεί νέα καταστήματα.
Η περιγραφή του Μάρκου
Ο Μάρκος Βαμβακάρης περιγράφει στην αυτοβιογραφία του την πρώτη φορά που έκανε ναργιλέ στη σπηλιά του Κουλού. «Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον άργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ενιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν’ ανέβω τώρα τον γκρεμό να φύγω; Αρχίνισα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ηταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι».
Με το τραγούδι του «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί και πάω να φουμάρω» ο Μάρκος έδωσε άθελά του πληροφορίες για τους τεκέδες. «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί / πάω για να φουμάρω / μες τον τεκέ του Σάλωνα / π’ έχει το φίνο μαύρο / μες τον τεκέ του Μιχαλού / π’ έχει το σύρμα μαύρο».
Βγήκανε οι πλάκες στην κυκλοφορία, τις ακούγανε οι ρεμπέτες και οι μάγκες και γουστάρανε, τις άκουγε και η μπασκιναρία κι έτρεχε να τους φορέσει βραχιόλια.
Πηγή: Εμυ Ντούρου, Δημοσιογράφος – “Docunento”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου