Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ήμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα", αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας... και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμεν σ' αυτό το σκοπό και κάναμεν την επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοιαν και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι... Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπεδο και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και εις την Κωνσταντινούπολη...
Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουαν Έλληνα και φεύγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός κι ένα καράβι μια αρμάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου