Πολιτεία

Πολιτεία

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην Παιδική Κακοποίηση

Πολλά παιδιά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τη βία, την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλική κακοποίηση, την εκμετάλλευση, την αμέλεια, την εγκατάλειψη. Τις περισσότερες φορές θύτες είναι οι ίδιοι οι γονείς τους.

Τα παραπάνω τονίζει σε ανακοίνωσή του «Το Χαμόγελο του Παιδιού», με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην Παιδική Κακοποίηση, που έχει οριστεί η 19η Νοεμβρίου.

Συνολικά 691 περιπτώσεις έφτασαν ως καταγγελίες στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή SOS 1056, από την 1η Δεκεμβρίου έως και τις 31 Οκτωβρίου 2012, τις οποίες προώθησε στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το ίδιο χρονικό διάστημα, «Το Χαμόγελο του Παιδιού» προχώρησε σε επιτόπια παρέμβαση 122 παιδιών που βρέθηκαν σε άμεσο κίνδυνο, εκ των οποίων τα 66 έχρηζαν άμεσης απομάκρυνσης από το οικογενειακό τους περιβάλλον.

Ερευνητές, διεθνώς, εκτιμούν ότι τουλάχιστον ένα στα πέντε κορίτσια και ένα στα 10 αγόρια θα γίνει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης πριν ακόμη φτάσει την ηλικία των 18 ετών, ενώ, μόνο μία στις τρεις υποθέσεις θα δηλωθεί.

Τουλάχιστον 1,8 εκατομμύρια παιδιά οδηγούνται στη σεξουαλική εκμετάλλευση.

Μελέτες της Mayo Clinic, του Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (HΠΑ), καθώς και
άλλων φορέων, ανακαλύπτουν συνεχώς ότι το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης οδηγεί σε πολλαπλές διαταραχές της υγείας κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του παιδιού, προκαλώντας ένα τεράστιο βάρος για όλη τη ζωή των θυμάτων και μία ευρεία πρόκληση για τη δημόσια υγεία.

Μελέτη της Mayo Clinic, το 2010, εντόπισε ότι το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης σχετίζεται με τάσεις αυτοκτονίας, μετατραυματικό στρες, διαταραχές άγχους, κατάθλιψης, διατροφικές διαταραχές και διαταραχές στον ύπνο.

Η σεξουαλική θυματοποίηση επηρεάζει τον εγκέφαλο του παιδιού και έχει σοβαρές επιπτώσεις στη υγεία του για την υπόλοιπη ζωή του. Δημιουργεί κινδύνους για προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας, περιλαμβανομένου και του κινδύνου για θάνατο από διαβήτη, καρκίνο και καρδιακή ανεπάρκεια.

Στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει «Το Χαμόγελο του Παιδιού», τα περιστατικά που καταγγέλλονται καταλήγουν στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές, οι οποίες καλούνται να αποφασίσουν για την προστασία του παιδιού-θύματος.

Μόλις κριθεί επιβεβλημένη η απομάκρυνσή του από το κακοποιητικό περιβάλλον, το παιδί μεταφέρεται σε κάποιο από τα Νοσοκομεία Παίδων, ώστε να βεβαιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Παράλληλα, αναζητείται ο κατάλληλος χώρος φιλοξενίας του.

Ωστόσο, σημειώνει «Το Χαμόγελο του Παιδιού», η έλλειψη χώρων φιλοξενίας οδηγεί πολλά από αυτά τα παιδιά να παραμένουν «εγκαταλελειμμένα» στα Νοσοκομεία Παίδων για εβδομάδες, μήνες, ακόμη και χρόνια σε κάποιες περιπτώσεις, αν δεν βρεθεί άμεσα κάποια λύση.

«Στο νοσοκομείο παύει η σωματική κακοποίηση. Η κοινωνία επαναπαύεται πιστεύοντας ότι έχει επιτελέσει το χρέος της. Ποια είναι η επόμενη μέρα για αυτά τα παιδιά;», υπογραμμίζει η οργάνωση και συμπληρώνει ότι «από την στιγμή που το παιδί εισέρχεται στο "κοινωνικό σύστημα" ξεκινά μία μεγάλη και δύσκολη πορεία. Η μία υπηρεσία διαδέχεται την άλλη και το παιδί παραμένει στο Νοσοκομείο».

Η επόμενη μέρα λοιπόν προδιαγράφει ενός άλλου τύπου κακοποίηση, με θύτη αυτή τη φορά την κοινωνία και το προνοιακό σύστημα και θύμα το ήδη κακοποιημένο παιδί.

Οι εισαγγελείς αποφαίνονται για την προστασία του, οι κρατικοί φορείς, οι κοινωνικές υπηρεσίες και η πρόνοια αναλαμβάνουν την ευθύνη να βρεθεί μία λύση και το παιδί περιμένει. «Σπίτι» του ένα δωμάτιο νοσοκομείου!

Για την επίλυση των προβλημάτων του προνοιακού συστήματος της Ελλάδας, «Το Χαμόγελο του Παιδιού» προτείνει τη δημιουργία χώρων φιλοξενίας, την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών παιδικής προστασίας, την εφαρμογή κοινωνικής ιατρικής στα Νοσοκομεία Παίδων κ.α. Ωστόσο, αυτό που πρωταρχικά κρίνεται απαραίτητο, σύμφωνα με την οργάνωση, είναι η απρόσκοπτη συνεργασία όλων των φορέων που δραστηριοποιούνται στην παιδική προστασία, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του παιδιού και την αναζήτηση των πλέον ενδεδειγμένων μεθόδων υποστήριξης των παιδιών.

«Το Χαμόγελο του Παιδιού», στην ανακοίνωσή του, παραθέτει πραγματικές ιστορίες κακοποίησης παιδιών που σήμερα φιλοξενούνται από την οργάνωση.

Η Χριστίνα είναι σήμερα 22 ετών και γνώρισε από πολύ μικρή τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση.

Οι γονείς της βρίσκονται σε διάσταση από τότε που η μικρή ήταν 2,5 ετών. Έκτοτε, η Χριστίνα και ο μεγαλύτερος αδελφός της, έμεναν με τον παππού και τη γιαγιά σε επαρχιακή πόλη της Ελλάδας.

Από τότε που χώρισαν οι γονείς της, η Χριστίνα δεν είχε καμία σχέση και επικοινωνία με την μητέρα της, παρότι ζούσαν στην ίδια περιοχή. Ο πατέρας της συζούσε με μία κυρία, με την οποία μάλιστα απέκτησε μία κόρη.

Τον Απρίλιο του 2003 η Χριστίνα επισκέφθηκε την Κοινωνική Υπηρεσία του νοσοκομείου της περιοχής της και ανέφερε στην κοινωνική λειτουργό ότι ξυλοκοπείται πολύ συχνά από τον πατέρα της, χωρίς αιτία, με αποτέλεσμα να φέρει μώλωπες σε όλο το σώμα της. Εξετάστηκε από τους γιατρούς του νοσοκομείου και εισήχθη στην ορθοπεδική κλινική όπου νοσηλεύτηκε, λόγω τραυματισμού της στον αυχένα και τη μέση.

Η Χριστίνα ανέφερε, επίσης, ότι από 3 ετών, εκτός από τους ξυλοδαρμούς, υφίστατο σχεδόν καθημερινά σεξουαλική κακοποίηση τόσο από τον πατέρα όσο και από τον παππού της.

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο νοσοκομείο η επιμελήτρια ανηλίκων που επισκεπτόταν την Χριστίνα, επικοινώνησε με τον παππού και τον πατέρα της, οι οποίοι ως αιτία των ξυλοδαρμών της Χριστίνας, πρόβαλλαν την τιμωρία και τον συνετισμό της σε κανόνες ηθικής (π.χ. να μη μιλάει σε αγόρια, να μην βγαίνει έξω κ.λπ.).

Τελικά αποφασίστηκε, με τη συναίνεση της Χριστίνας, να μην επιστρέψει στο σπίτι που έμενε έως τότε και τη φροντίδα της ανέλαβε «Το Χαμόγελο του Παιδιού».

Σήμερα η Χριστίνα έχει το δικό της σπίτι και εργάζεται ως αισθητικός.

Ο Δημήτρης σήμερα είναι 7 ετών και γνώρισε την παραμέληση από την οικογένειά του. Ο ίδιος και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του (αγόρια), ζούσαν στο δυσμενές περιβάλλον που δημιουργούσαν οι έντονοι και καθημερινοί καβγάδες των γονέων τους, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέληγαν στον ξυλοδαρμό της μητέρας από τον αλκοολικό πατέρα.

Η μητέρα του Δημήτρη εγκατέλειψε τον πατέρα του, όταν ο ίδιος ήταν σχεδόν ενός έτους και ανέθεσε την φροντίδα των δύο μεγαλύτερων παιδιών της σε ίδρυμα, ενώ, η ίδια επέλεξε να ζήσει με τον μικρό γιο της σε υπόγειο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Ο πατέρας έκτοτε είναι παντελώς απών.

Οι καταγγελίες που έγιναν από γείτονες ανέφεραν, πως η μητέρα άφηνε το παιδί της πολλές ώρες μόνο του στο σπίτι, δεν άκουγαν καθόλου το μωρό κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και της νύχτας και υποψιάζονταν πως η μητέρα κρατούσε πολλές ώρες κοιμισμένο το μωρό για να μην την ενοχλεί. Επίσης, από το υπόγειο διαμέρισμά τους αναδυόταν έντονη δυσοσμία, ενώ γενικά η μητέρα δεν τηρούσε βασικούς κανόνες υγιεινής και καθαριότητας. Παράλληλα υπήρχαν ενδείξεις ότι η μητέρα έκανε χρήση αλκοόλ και ψυχοφαρμάκων.

Η καταγγελία που οδήγησε σε άμεση εισαγγελική παρέμβαση αφορούσε στην υποψία πως ο Δημήτρης και ο μεσαίος αδελφός του (8 ετών) που επισκεπτόταν τη μητέρα κατά διαστήματα, ήταν κλειδωμένοι για περίπου μία εβδομάδα στο σπίτι και δεν ακούγονταν.

Κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης, κοινωνική λειτουργός εισήλθε στο διαμέρισμα παραβιάζοντας την πόρτα. Εκεί αντίκρισε τον 2 ετών Δημήτρη και τον 8χρονο αδελφό του, σε ένα χώρο χωρίς θέρμανση, σχεδόν άδειο, τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά, κατσαρίδες περιφέρονταν τριγύρω και η δυσοσμία ήταν ανυπόφορη. Ο μικρός Δημήτρης ήταν ημιλιπόθυμος και απαθής, φορώντας μόνο την πάνα του, ενώ μαζί με τον αδελφό του διαπιστώθηκε ότι τρέφονταν με κομμάτια φελιζόλ, μην έχοντας άλλη επιλογή τροφής.

Τα παιδιά μεταφέρθηκαν άμεσα στο νοσοκομείο. Ο 8χρονος Βασίλης επέστρεψε στο ίδρυμα, όπου και διέμενε σχεδόν μόνιμα, ενώ, ο Δημήτρης έγινε μέλος της οικογένειας του Χαμόγελου.

Όπως επισημαίνει το «Χαμόγελο του Παιδιού», ο Δημήτρης πάλεψε σκληρά έχοντας δίπλα του συνεχώς το επιστημονικό προσωπικό της οργάνωσης. Ξεπέρασε πολλά σωματικά, πνευματικά και ψυχικά προβλήματα, που είχαν προκληθεί από την σοβαρή παραμέληση που δεχόταν. Ο Δημήτρης, ο οποίος δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να μιλήσει και ήταν ένα πολύ εσωστρεφές αγοράκι, σήμερα είναι ένας πανέξυπνος και πολύ κοινωνικός πολυλογάς που ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης!

Η Μυρτώ είναι σήμερα 10 ετών και από πολύ νωρίς δέχτηκε σωματική κακοποίηση από την οικογένειά της.

Στα έξι της χρόνια εισήχθη στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» όταν, όπως ανέφερε η ίδια, τη χτύπησε η μητέρα της και βγήκε στο δρόμο. Το παιδί εντοπίστηκε από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, το οποίο και το μετέφερε στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση, η Μυρτώ παρουσίαζε πρόσφατες εκδορές τραχήλου και παλαιότερες κορμού και άκρων, όπως, επίσης, και κατάγματα θώρακα, κακώσεις κρανίου και θλαστικά τραύματα άνω χείλους.

Η Μυρτώ δεν επέστρεψε ποτέ στην οικογένειά της, όπως, επίσης, και η οικογένειά της δεν την έχει ποτέ αναζητήσει. Μεγαλώνοντας στο «Χαμόγελο του Παιδιού» έχει ξεπεράσει πλέον, σχεδόν τελείως, τα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα που ήταν έντονα το πρώτο διάστημα της διαμονής της στην οργάνωση και ζει φυσιολογικά. Πηγαίνει στην 3η δημοτικού, έχει πολλούς φίλους, είναι ιδιαίτερα καλή στα μαθηματικά και λατρεύει το μπαλέτο.

Ο Μιχάλης, ο οποίος σήμερα είναι 15 ετών, υπέστη συναισθηματική κακοποίηση.

Ζούσε σε ένα προνομιούχο περιβάλλον, καθώς είχε σε περίσσεια όλα τα υλικά αγαθά που θέλει ένα παιδί, αφού η οικογένεια του είχε οικονομική άνεση. Θεωρητικά, ήταν πολύ τυχερό παιδί.

Ο Μιχάλης, ζήτησε ο ίδιος βοήθεια από τους κοινωνικούς λειτουργούς της Εθνικής Τηλεφωνικής Γραμμής για τα Παιδιά SOS 1056, όταν άρχισε να καλεί συστηματικά, εκφράζοντας την απορία και απόγνωσή του για τις συνεχείς φραστικές επιθέσεις που δεχόταν από τους γονείς του, και ιδιαίτερα από τη μητέρα του, με την οποία περνούσε περισσότερο χρόνο στο σπίτι.

Καθημερινά, από την ώρα που ο Μιχάλης ερχόταν από το σχολείο, είχε να αντιμετωπίσει τη μητέρα του, η οποία χρησιμοποιούσε φράσεις όπως «είσαι άχρηστος, θα σε πετάξω από το σπίτι, δεν είσαι ικανός για τίποτα, είσαι ένα τίποτα, υπάρχεις για να με βασανίζεις, καλύτερα να μη σε είχα γεννήσει…» κ.α.

Οι αφορμές για τις ανελέητες αυτές επιθέσεις ήταν συνήθως ένας, όχι ικανοποιητικός, βαθμός από το σχολείο, κάποιος λεκές στα ρούχα του παιδιού, η ένταση της τηλεόρασης, η διαμαρτυρία του για κούραση μετά από το πιεστικό και πολύωρο διάβασμα των μαθημάτων κ.λπ. Ο πατέρας του Μιχάλη απορροφημένος από την απαιτητική του εργασία, απουσίαζε σχεδόν όλη μέρα από το σπίτι και τις λίγες ώρες που βρισκόταν εκεί, τις αφιέρωνε στον εαυτό του και όχι στο παιδί.

Η κατάσταση αυτή είχε επιφορτίσει σε τέτοιο βαθμό το παιδί που, όπως εκμυστηρευόταν στους ανθρώπους της γραμμής, σκεφτόταν να το σκάσει από το σπίτι του. Παράλληλα, δεν μπορούσε να αποδώσει αποτελεσματικά στις σχολικές απαιτήσεις, αφού, παρά το γεγονός ότι μελετούσε, αισθανόταν μονίμως ανεπαρκής και απροετοίμαστος.

Μετά από αρκετές επικοινωνίες που είχε ο Μιχάλης με την υποστηρικτική γραμμή, κατάφερε να πείσει την μητέρα του να επικοινωνήσει με την οργάνωση. Όπως αποδείχθηκε, η μητέρα είχε μεγάλη ανάγκη από συμβουλευτική υποστήριξη.

Τα τελευταία χρόνια είχε επωμιστεί αποκλειστικά την ευθύνη ανατροφής του παιδιού, που σε συνδυασμό με κάποια προβλήματα στη σχέση της με τον πατέρα του Μιχάλη, την οδήγησαν στην αδυναμία ελέγχου του θυμού και της συμπεριφοράς της απέναντι στο παιδί.

Σήμερα, οι σχέσεις του Μιχάλη με τους γονείς του, έχουν βελτιωθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό. Ο Μιχάλης επικοινωνεί ακόμη με «Το Χαμόγελο του Παιδιού» και μοιράζεται τις στιγμές της καθημερινότητάς τους.

Ο 15χρονος σήμερα Βασίλης αφηγείται τη δική του ιστορία

«Θυμάμαι πως ήμουν 8 χρονών και πως πήγαινα στη Β' Δημοτικού. Μια μέρα γυρνώντας στο σπίτι μου δεν είχα καθόλου διάθεση. Δεν ήθελα ούτε να φάω, ούτε να διαβάσω, το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Ο πατέρας μου συνήθιζε να γυρίζει από τη δουλειά του μισή ώρα αφού είχα γυρίσει σπίτι από το σχολείο. Όταν έμαθε ότι δεν ήθελα να φάω και να διαβάσω αγρίεψε και άρχισε να μου φωνάζει. Εγώ δεν του έδινα σημασία. Τότε αυτός σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να με χτυπάει αλύπητα…

 Εγώ δεν μπόρεσα να αντιδράσω γιατί ήμουν μικρός και αδύναμος. Όταν σταμάτησε να με χτυπάει πήγα τρέχοντας και κλαίγοντας στο δωμάτιο μου. Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα μόνος και αβοήθητος. Η μάνα μου ήταν εκεί αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Από εκείνη τη μέρα αποφάσισα να το σκάσω από το σπίτι. Για μία εβδομάδα περίπου δεν μιλούσα σε κανένα. Στο τέλος ήθελα να το βγάλω από μέσα μου και το είπα στον φίλο μου τον Άρη. Εκείνος το είπε σε όλη την τάξη και εγώ ντράπηκα πάρα πολύ.

Την ίδια μέρα δεν γύρισα στο σπίτι. Πήγα σε μια πλατεία και καθόμουν έως τις 10 το βράδυ. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Πήγα στο καρτοτηλέφωνο και κάλεσα το 1056. Κάποιος φίλος μου είχε πει ότι σε αυτόν τον αριθμό βοηθούν παιδιά που είναι σε κίνδυνο. Αφού μίλησα με μία κυρία και της είπα τα πάντα, με ρώτησε που είμαι και μου είπε να την περιμένω. Σε μία ώρα είχε έρθει, με πήρε και με πήγε σε ένα σπίτι στον Καρέα.

Μου πήρε αρκετό καιρό να προσαρμοστώ αλλά τα κατάφερα. Έχουν περάσει επτά χρόνια και έχω, πια, νέα αντίληψη για μένα, τη ζωή και το μέλλον. Πιστεύω πως έχω δικαίωμα να πιστεύω ότι θέλω και έχω μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσω τη ζωή που ήθελα.

Μακάρι όλες οι ιστορίες των παιδιών που πονάνε να είχαν το ίδιο αίσιο τέλος… Δεν το πιστεύω… Μακάρι όμως…»

Η 22χρονη Σοφία, αλβανικής καταγωγής, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς της στο μαιευτήριο όπου γεννήθηκε. Μέχρι τα 5 της χρόνια μεγάλωσε σε ίδρυμα της πατρίδας της και μετά υιοθετήθηκε από νεαρό ζευγάρι. Η μικρή Σοφία δεν βρήκε την αγάπη και το σπιτικό που φανταζόταν εκεί, αλλά, έγινε θύμα κακομεταχείρισης και παραμέλησης από τους νέους της γονείς.

Πέντε περίπου χρόνια αργότερα, οι θετοί γονείς της Σοφίας χώρισαν και τη μικρή ανέλαβε ο πατριός της, ο οποίος λίγο αργότερα ξαναπαντρεύτηκε και μετακινήθηκε σε μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Εκεί η 11χρονη Σοφία, «ανατέθηκε» σε «φίλη» του ζεύγους («θεία»), η οποία την εξώθησε σε επαιτεία στα φανάρια. Παράλληλα, η μικρή κακοποιείτο σωματικά σε καθημερινή βάση και ανάλογα με τις «επιδόσεις» της στην επαιτεία.

Κάποια στιγμή η Σοφία συνελήφθη από την αστυνομία και απελάθηκε στην Αλβανία.

Έναν χρόνο αργότερα, η σύζυγος του πατριού της την ξαναφέρνει στην Ελλάδα, σε άλλη πόλη αυτή τη φορά, όπου η έφηβη, πια, Σοφία συνεχίζει να επαιτεί στα φανάρια, με «μάνατζερ» αυτή τη φορά την σύζυγο του πατριού της, ενώ, φυσικά συνεχίζει να κακοποιείται βάναυσα τόσο από τη δεύτερη μητριά της όσο και από το περιβάλλον αυτής.

Κάποια στιγμή η Σοφία άρχισε να επικοινωνεί με το 1056, για τα λίγα λεπτά της ημέρας που απαλλασσόταν από το αυστηρό βλέμμα και την επίβλεψη της «εργοδότριάς» της. Η Σοφία μοιραζόταν με τους κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους της γραμμής τη θλίψη και την απόγνωσή της για τη σκληρή και βάναυση ζωή που είχε γνωρίσει από τη στιγμή που γεννήθηκε.

Σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Σοφία συλλαμβάνεται πάλι από την αστυνομία και λίγες ημέρες αργότερα το «Χαμόγελο του Παιδιού» λαμβάνει εισαγγελική εντολή για τη φιλοξενία της.

Από τη στιγμή που η Σοφία έγινε μέλος της οικογένειας του Χαμόγελου, άρχισε να βιώνει τη φυσιολογική ζωή που είχε στερηθεί. Έμαθε σιγά-σιγά να γράφει και να διαβάζει, ξεκίνησε το σχολείο, δημιούργησε φίλους και άρχισε να εμπιστεύεται τους ανθρώπους και να βιώνει την εμπειρία της ανιδιοτελούς αγάπης. Σήμερα η Σοφία τελειώνει τις σπουδές της στη φωτογραφία και κάνει όνειρα για το παρόν και το μέλλον της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου