Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται - Χρόνης Μίσσιος Λόγια ψυχής και ατομικής σιωπής!!!
Ακούστε και ...σωπάστε!
Τα αστέρια λένε τα ψαρεύεις πυροφάνι
Και το κλειδί θα είναι κάτω απ’ το γεράνι
Η επανάσταση μονάχα έχει ουσία
όσο κρατάει μέχρι να γίνει εξουσία
Κι εσύ που έφυγες νωρίς που να γυρίζεις
Ποιους μαχαλάδες και ποια πέλαγα αρμενίζεις
Κι όποτε οι μπάτσοι ένα χαμόγελο ζητάνε
Τους λες «υπάρχει και ζεμπέκικο ρουφιάνε!»
Στα Ποταμούδια στην Καβάλα πάλι τα κεραμίδια στάζουν
Και οι κυράδες στους μαχαλάδες πιάνουν την παρασιά και ετοιμάζουν
Έτσι σε πείσμα του καιρού οι γειτόνισσες μαζευτήκανε πάλι
Απ’ έξω βροχή και κοκοσάλι κι αυτές τριγύρω απ’ το μαγκάλι
Και πιάσανε την ψιλή κουβέντα και λένε για τα περασμένα
Για τα παλικάρια του μαχαλά και κάπου εκεί θυμηθήκαν κι εσένα
Δεκατετράχρονο παιδί, ούτε καν χνούδι δε θα ‘χε βγάλει
Και πήγε αντάρτης στο βουνό, διηγείται η μια και συμφωνεί η άλλη
Και ύστερα θυμηθήκανε και τους καπνεργάτες απ’ τη Θάσο
Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς αλλά εγώ πώς να ξεχάσω
Την παρανομία και την απεργία, την απομόνωση κι ακόμα
Εκείνα τα λόγια τα απλά του Νικόλα τότε που μπήκαμε στο Κόμμα
Ότι είναι οι πλούσιοι από τη μια κι εμείς οι φτωχοί από την άλλη
Και να τα μοιράσουμε όλα στα ίσα να πάψουν να υπάρχουν μικροί και μεγάλοι
Και κάτι χρονάκια πιο μετά ο Χρόνης γυρνάει στη Σαλονίκη
Στο Δημοκρατικό Στρατό μα είχε πετάξει πια η νίκη
Τονε συλλάβαν το ‘47, λένε οι γειτόνισσες βουρκωμένες
Κάτι φασίστες στρατιωτικοί κάτι κυβερνήσεις πουλημένες
Και τονε ρίξαν στο κελί η βία και η εξουσία
Και ύστερα πιάσανε οι νικητές να γράψουνε την ιστορία.
Τα αστέρια λένε τα ψαρεύεις πυροφάνι
Και το κλειδί θα είναι κάτω απ’ το γεράνι
Η επανάσταση μονάχα έχει ουσία
όσο κρατάει μέχρι να γίνει εξουσία
Κι εσύ που έφυγες νωρίς που να γυρίζεις
Ποιους μαχαλάδες και ποια πέλαγα αρμενίζεις
Κι όποτε οι μπάτσοι ένα χαμόγελο ζητάνε
Τους λες «υπάρχει και ζεμπέκικο ρουφιάνε!»
Η ιστορία είναι τα ίχνη στου χρόνου το χώμα που περπατάτε
Κάτι ορνιθοσκαλίσματα που λέει κι ο Marcos o Subcomandante
Τη γράφουνε στο τέλος οι νικητές κι οι ανυποψίαστοι την πιστεύουν
Μα τη ζωντανεύουν οι δίχως φωνή κι εκείνοι που γράμματα δεν κατέχουν
Εκείνοι που γνώρισαν τη φυλακή, τα βασανιστήρια, την εξορία
Σε Μακρονήσι, Ανάφη, και Γυάρο, Άγιο Ευστράτιο, και Ικαρία
Αυτοί που κοιτούσαν το βασανιστή μέσα στα μάτια και του ‘λεγαν «βάρα»
Κι αχτινοβολούσαν στο απόσπασμα μπρος κάτι απ’το πείσμα του Guevarra
Και κάθε που πίνω στο ταβερνάκι μια κούπα στο χώμα «εβίβα και γεια μας»
Για τους νεκρούς μας τους αγωνιστές, για τα «κουτσαβάκια» τα δικά μας
Καμιά φορά πάλι τους γράφω τραγούδια, μην τους ξεχνάμε και μένουνε μόνοι
Κάτι στιχάκια, κουπλέ, και ρεφρέν, ένα του Άρη κι ένα του Χρόνη
Τι να σου πω πια και τι να μου πεις, έφυγες νωρίς κι εγώ εδώ είμαι ακόμα
Έγινε εξουσία κι η αριστερά, κι είναι ιεραρχικό το κόμμα
Γραφειοκράτες μας ποδηγετούν, και προπαγάνδα μας ρίχνουν ντουμάνι
Όμως δεν ξέρουνε πως το κλειδί θα ‘ναι πάντα κάτω από το γεράνι…
Και το κλειδί θα είναι κάτω απ’ το γεράνι
όσο κρατάει μέχρι να γίνει εξουσία
Κι εσύ που έφυγες νωρίς που να γυρίζεις
Ποιους μαχαλάδες και ποια πέλαγα αρμενίζεις
Κι όποτε οι μπάτσοι ένα χαμόγελο ζητάνε
Τους λες «υπάρχει και ζεμπέκικο ρουφιάνε!»
Στα Ποταμούδια στην Καβάλα πάλι τα κεραμίδια στάζουν
Και οι κυράδες στους μαχαλάδες πιάνουν την παρασιά και ετοιμάζουν
Έτσι σε πείσμα του καιρού οι γειτόνισσες μαζευτήκανε πάλι
Απ’ έξω βροχή και κοκοσάλι κι αυτές τριγύρω απ’ το μαγκάλι
Και πιάσανε την ψιλή κουβέντα και λένε για τα περασμένα
Για τα παλικάρια του μαχαλά και κάπου εκεί θυμηθήκαν κι εσένα
Δεκατετράχρονο παιδί, ούτε καν χνούδι δε θα ‘χε βγάλει
Και πήγε αντάρτης στο βουνό, διηγείται η μια και συμφωνεί η άλλη
Και ύστερα θυμηθήκανε και τους καπνεργάτες απ’ τη Θάσο
Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς αλλά εγώ πώς να ξεχάσω
Την παρανομία και την απεργία, την απομόνωση κι ακόμα
Εκείνα τα λόγια τα απλά του Νικόλα τότε που μπήκαμε στο Κόμμα
Ότι είναι οι πλούσιοι από τη μια κι εμείς οι φτωχοί από την άλλη
Και να τα μοιράσουμε όλα στα ίσα να πάψουν να υπάρχουν μικροί και μεγάλοι
Και κάτι χρονάκια πιο μετά ο Χρόνης γυρνάει στη Σαλονίκη
Στο Δημοκρατικό Στρατό μα είχε πετάξει πια η νίκη
Τονε συλλάβαν το ‘47, λένε οι γειτόνισσες βουρκωμένες
Κάτι φασίστες στρατιωτικοί κάτι κυβερνήσεις πουλημένες
Και τονε ρίξαν στο κελί η βία και η εξουσία
Και ύστερα πιάσανε οι νικητές να γράψουνε την ιστορία.
Τα αστέρια λένε τα ψαρεύεις πυροφάνι
Και το κλειδί θα είναι κάτω απ’ το γεράνι
Η επανάσταση μονάχα έχει ουσία
όσο κρατάει μέχρι να γίνει εξουσία
Κι εσύ που έφυγες νωρίς που να γυρίζεις
Ποιους μαχαλάδες και ποια πέλαγα αρμενίζεις
Κι όποτε οι μπάτσοι ένα χαμόγελο ζητάνε
Τους λες «υπάρχει και ζεμπέκικο ρουφιάνε!»
Η ιστορία είναι τα ίχνη στου χρόνου το χώμα που περπατάτε
Κάτι ορνιθοσκαλίσματα που λέει κι ο Marcos o Subcomandante
Τη γράφουνε στο τέλος οι νικητές κι οι ανυποψίαστοι την πιστεύουν
Μα τη ζωντανεύουν οι δίχως φωνή κι εκείνοι που γράμματα δεν κατέχουν
Εκείνοι που γνώρισαν τη φυλακή, τα βασανιστήρια, την εξορία
Σε Μακρονήσι, Ανάφη, και Γυάρο, Άγιο Ευστράτιο, και Ικαρία
Αυτοί που κοιτούσαν το βασανιστή μέσα στα μάτια και του ‘λεγαν «βάρα»
Κι αχτινοβολούσαν στο απόσπασμα μπρος κάτι απ’το πείσμα του Guevarra
Και κάθε που πίνω στο ταβερνάκι μια κούπα στο χώμα «εβίβα και γεια μας»
Για τους νεκρούς μας τους αγωνιστές, για τα «κουτσαβάκια» τα δικά μας
Καμιά φορά πάλι τους γράφω τραγούδια, μην τους ξεχνάμε και μένουνε μόνοι
Κάτι στιχάκια, κουπλέ, και ρεφρέν, ένα του Άρη κι ένα του Χρόνη
Τι να σου πω πια και τι να μου πεις, έφυγες νωρίς κι εγώ εδώ είμαι ακόμα
Έγινε εξουσία κι η αριστερά, κι είναι ιεραρχικό το κόμμα
Γραφειοκράτες μας ποδηγετούν, και προπαγάνδα μας ρίχνουν ντουμάνι
Όμως δεν ξέρουνε πως το κλειδί θα ‘ναι πάντα κάτω από το γεράνι…