Η δικτατορία στόχευσε στο μυαλό, στον τρόπο σκέψης, στις λέξεις, στους ήχους, στην έκφραση, καίγοντας βιβλία, χαράσσοντας δίσκους, βασανίζοντας και εξορίζοντας αντιφρονούντες και ανθρώπους του πνεύματος
Κείμενο: Χρήστος Δεμέτης, Χρήστος Καράμπελας
"Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος. Το νου σου ε;"
Ο στίχος ανήκει στην Κατερίνα Γώγου και γράφτηκε μόλις
τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της Χούντας, το 1978.
Έντεκα χρόνια πριν, και πενήντα χρόνια από σήμερα, οι συνταγματάρχες κατέλυαν τη δημοκρατία πυροβολώντας τόσο στα πόδια, αλλά και "στο μυαλό".
Όσοι βίωσαν τη δικτατορία στην Ελλάδα αναμφίβολα εστιάζουν στην καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών, τη λογοκρισία και τις
προσπάθειες αλλοτρίωσης της σκέψης.
Σε μια Αθήνα πλημμυρισμένη από ελληνικές σημαίες και τον "Φοίνικα" της χούντας να κοσμεί όσες περισσότερες γωνιές μπορούσε, το καθεστώς προωθούσε κατά τη διάρκεια της επταετίας μια μαζική κουλτούρα με στόχο να διαφθείρει τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων. Η πολιτική των συνταγματαρχών αποτέλεσε τροχοπέδη στην πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας (δεν επετράπη η ωρίμανσή της, που είχε ξεκινήσει στις αρχές του 60) και μια στροφή προς την παράδοση, την αρχαία Ελλάδα και τις λαϊκίστικες γιορτές. Όλα μέσα από το γκροτέσκο του διδακτορικού λόγου, τη διεξοδική χρήση συμβόλων, το θέαμα και την αισθητική του κιτς.
Η Χούντα επέβαλλε λογοκρισία στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, αλλά και στα πανεπιστήμια. Πάνω από 800 βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων θεωρήθηκαν "επικίνδυνα" και αποσύρθηκαν από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων ή καταστράφηκαν.
Στο Εθνικό θέατρο δόθηκε κατάλογος με έργα τα οποία επιτρέπονταν, ενώ απαγορεύτηκε η συμμετοχή των Αλέξη Μινωτή και Κατίνας Παξινού. Τεράστιος αριθμός μουσικών κομματιών κόπηκαν στη λογοκρισία ή αναγκάστηκαν οι συντελεστές τους να παραλλάξουν τους στίχους για να περάσουν τον έλεγχο.
Φυσικά, η λογοκρισία έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο στο κομμάτι της δημοσιογραφίας.
(Σπάνια έγχρωμη φωτογραφία της 22ας Απριλίου του 1967
που έστειλε Ιταλός τουρίστας από ξενοδοχείο της Αθήνας, στο Associated
Press)
Το βιβλίο "Πενήντα και κάτι... δημοσιογραφικά χρόνια" αποτελεί την αυτοβιογραφική κατάθεση της Ελένης Βλάχου. Ο τρίτος τόμος τιτλοφορείται "Ο αγώνας των "ανθελλήνων" (1967-1974)" και αναφέρεται φυσικά στη μαύρη επταετία, πρωτεργάτης της οποίας ήταν και ο Στυλιανός Παττακός με την "παρέα" του.
Το 1967, η Ελένη Βλάχου διέκοψε την έκδοση των εντύπων της, αντιδρώντας στη στρατιωτική δικτατορία. Η χούντα της επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό αλλά στις 15 Δεκεμβρίου του 1967 δραπέτευσε πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού της στη ταράτσα του διπλανού σπιτιού. Στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Από εκεί εξέδιδε το περιοδικό "Hellenic Review" στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενα και σκίτσα κατά της δικτατορίας.
Η Ελένη Βλάχου περιγράφει τη συνάντηση της με τον
Παττακό. Από το βιβλίο, "Πενήντα και κάτι... δημοσιογραφικά χρόνια",
τρίτος τόμος "Ο αγώνας των "ανθελλήνων":
"Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1967
Ένας ξαφνικός θόρυβος μας ξύπνησε.
Ήταν εφτά το πρωί. Κάποιοι χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός μας και ταυτόχρονα χτυπούσαν ασταμάτητα το κουδούνι.
-Ασφάλεια, είπε το μπλε κοστούμι. Έχουμε εντολή να κάνουμε έρευνα.
-Έχετε ένταλμα;
-Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα.
-Έχετε καμιά ταυτότητα; επέμεινε ο άνδρας μου. Πώς ξέρουμε ότι είστε της Ασφάλειας;
Ο άλλος χαμογέλασε συμπονετικά.
-Εσείς δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να ξέρουμε.
Δεν έχω αλλάξει ούτε μια λέξη απ' αυτό το λακωνικό διάλογο που σημάδεψε την αρχή της εποχής της σύλληψης μας στο σπίτι, και δε νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομακτικά απλή εφαρμογή του όρου "ολοκληρωτικό καθεστώς" στην καθημερινή ζωή".
Τι είχε προηγηθεί; Ο αγώνας των χουντικών να ελέγξουν αρχικά και στην πορεία να κλείσουν όλες τις εφημερίδες, αριστερών ή κεντροδεξιών "αποχρώσεων", μετά την άρση της λογοκρισίας που είχε κρατήσει για ένα πολύ μικρό διάστημα το '67.
"Τον πρώτο από την άγνωστη τριανδρία, τον Στυλιανό Παττακό, τον γνωρίσαμε την Τρίτη 25 Απριλίου το βράδυ. Ήταν περασμένες δέκα, όταν έφτασε στο σπίτι μας στην οδό Μουρούζη 1. Κοντός και βαρύς, φορούσε τα πολιτικά σαν μια ασυνήθιστη στολή, ήταν ωχρός, κατάκοπος, αλλά πλημμυρισμένος από υπερηφάνεια και ευτυχία. Κάθισε σε μια γωνιά του καναπέ, ήπιε μια γουλιά ουίσκι και μπήκε αμέσως στο θέμα:
-Γιατί αυτές οι δύο λαμπρές εφημερίδες, που τόσο αγαπούν οι καλοί Έλληνες, η "Καθημερινή και η "Μεσημβρινή" δεν έρχονται να ενώσουν τη φωνή τους στον πανελλήνιο ενθουσιασμό; Τί λέτε; Λογοκρισία; Μα δεν υπάρχει λογοκρισία για εσάς! Αφού θα γράφετε τα "σωστά". Θα είσαστε μαζί μας! Θα μας βοηθάτε. Θα δημιουργήσουμε μαζί μια καινούργια Ελλάδα!
(Φωτογραφία: Associated Press, Αριστοτέλης Σαρρηκώστας. Η αγορά της Ρόδου)
Μας κοίταζε με ορθάνοιχτα, ανέκφραστα μάτια. Δεν απάντησε στην πρώτη ερώτηση, αλλά παραδέχθηκε την απάτη με ενθουσιασμό:
-Μα έπρεπε να μεταχειρισθούμε το όνομα του Βασιλέως! Και της Κυβερνήσεως! Έπρεπε αμέσως να παρασύρομε και τον κόσμο και τον υπόλοιπο Ελληνικό Στρατό! Θέλαμε να σώσομε την Ελλάδα χωρίς αιματοχυσία. Μοναχοί μας. Χωρίς καμία βοήθεια! Θα σας την πω όλη την ένδοξη ιστορία, για να τη δημοσιεύσετε στην αγαπημένη "Καθημερινή".
Σταμάτησε λίγο, ίσως για καμιά ενθαρρυντική κουβέντα, αλλά όπως τον ακούγαμε σιωπηλοί, συνέχισε:
-Βλέπετε, είχε φτάσει η ώρα μας. Όλα τα είχαμε προετοιμάσει εν πλήρει μυστικότητι. Η κόρη μου χρησίμευε για γραμματεύες, η ίδια έγραφε στη μηχανή τις οδηγίες. Και όταν δόθηκε η διαταγή...
-Πότε;
-Την Πέμπτη. Φώναξα τους άνδρες μου λίγο πριν από τα μεσάνυχτα και τους είπα ότι η ιερά στιγμή είχε φτάσει. Ότι ήταν οι διαλεγμένοι γιοι της Ελλάδος. Ότι όλες οι ερχόμενες γενεές θα τους έβλεπαν σαν ήρωες. Όταν τελείωσα, ο ενθουσιασμός τους δεν είχε όρια! Ήταν όλοι έτοιμοι να πεθάνουν για την Πατρίδα! Ν' αντιμετωπίσουμε κάθε εχθρό!
-Ποιον εχθρό;
Αλλά πολύ γρήγορα είχαμε καταλάβει ότι δεν υπήρχε δυνατότης ούτε επικοινωνίας ούτε διαλόγου με τον Ταξίαρχο. Ο άνθρωπος ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που πίστευε στην αποστολή του, που δεν αναζητούσε εξηγήσεις και δικαιολογίες και προχωρούσε ανένδοτος, με τη δύναμη που χαρίζει η αμάθεια και η πεισματική κουτοπονηριά. Έτσι θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, την αντίδραση που είχαμε, σχεδόν αυτόματη, όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του.
-Τι είναι τούτο!
Τι είναι "τούτο", όχι τί είναι "αυτός". Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν "πράμα". Τώρα, για το πώς είχε βρεθεί σε τέτοια υπεύθυνη, σημαντική θέση, το πώς του είχαν εμπιστευθεί τέτοιο πόστο, είναι άλλη ιστορία. Τη βαριά ευθύνη του Παττακού και της συντροφιάς του την φέρουν άλλοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί".
(Φωτογραφία: Αυγή, Εύη Φυλακτού. Υπηρεσιακό σημείωμα της
Διεύθυνσης Ελέγχου Δημοσίων Θεαμάτων με το οποίο προτείνεται η
απαγόρευση προβολής της ταινίας "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια", 27
Νοεμβρίου 1967)
Σε άλλο σημείο του βιβλίου της, η Ελένη Βλάχου αναφέρεται σε κείμενο του Christopher Janus, ο οποίος διασκεύαζε την "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων" για να καυτηριάσει την ελληνική δικτατορία.
Λέει ο Τρελός Καπελάς:
"Με το να μη βγάζει πια τις εφημερίδες της η Βλάχου αύξησε σημαντικά τους μη αναγνώστες της. Δηλαδή αντί να έχει 200.000 αναγνώστες, απέκτησε περί τα δύο εκατομμύρια μη αναγνωστών που ασχολούνται μαζί της γιατί δεν έχουν τις εφημερίδες της να διαβάσουν...
-Ω Θεέ μου!, φώναξε η Αλίκη, και τώρα η Ελένη Βλάχου έδωσε μια συνέντευξη σε ιταλική εφημερίδα και ονόμασε τον συνταγματάρχη Παττακό "Κλόουν".
-Καλά, και τί πειράζει; Κάθε μέρα κάποιος ονομάζει τον Σπύρο Άγκνιου κάτι χειρότερο και δεν τον νοιάζει...
-Είναι διαφορετικά τα πράγματα σε μια δικτατορία, είπε η Αλίκη. Μπορείς να κατηγορήσεις έναν δικτάτορα για κτηνωδίες, για εγκλήματα... Αρκεί να ξυπνάς τον φόβο του κόσμου. Οι δικτάτορες δεν μπορούν να κυβερνήσουν αν δεν τους φοβούνται... Αλλά έναν κλόουν που οδηγεί τανκς, ποιος τον φοβάται;".
Η Βλάχου εκτός από κλόουν χαρακτηρίζει τον Παττακό "αδαή", γράφοντας πως όλοι οι πραξικοπηματίες κατακρεουργούσαν την ελληνική γλώσσα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα παραπάνω καταγράφονται σε ένα συγκλονιστικό κείμενο - ιστορικό ντοκουμέντο μιας εμβληματικής γυναίκας της δημοσιογραφίας που στήριζε τον κεντροδεξιό χώρο.
(Φωτογραφία του NEWS 247 από το βιβλίο "Πενήντα και κάτι... δημοσιογραφικά χρόνια")
Όπως έλεγε ο ίδιος στη συνέντευξη του στο NEWS 247:
"Στις 21 Απριλίου του 1967, η Μεσημβρινή έκλεισε και εγώ έμεινα άνεργος χωρίς εφημερίδα. Στην πορεία οι Εικόνες που εντάσσονταν στο συγκρότημα Βλάχου άνοιξαν υπό τη διεύθυνση του Τάκη του Λαμπρία που ήταν και υπασπιστής του Καραμανλή στο Παρίσι. Όταν κυκλοφόρησαν και πάλι οι Εικόνες, έφτιαξα ένα κόμικ, τον Τρωικό Πόλεμο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό. Εκεί υπήρχαν πολλά υπονοούμενα για τη Χούντα. Όταν το μυρίστηκαν αυτό, άρχισαν να διαγράφουν όλα τα σκίτσα μου. Εν συνεχεία πήγα στην Απογευματινή, όταν ο Παπαδόπουλος είπε ότι θα αμβλύνει τη λογοκρισία και μπόρεσα να δημοσιεύσω πάλι κάποια σκίτσα. Σε όλη τη διάρκεια της Χούντας όμως έστελνα αντιστασιακά σκίτσα στο Λονδίνο, στην Ελένη Βλάχου που εξέδιδε το περιοδικό Hellenic Review. Αυτά τα υπέγραφα με το ψευδώνυμο MAC PAPA".
Γελώντας, ο ΚΥΡ θυμάται που τον περνούσαν για Σκωτσέζο γελοιογράφο.
"Μετά την απελευθέρωση είχε γίνει στην Κηφισιά μια έκθεση κόμικ κατά του φασισμού. Εκεί είχαν στήσει ένα περίπτερο ξένων γελοιογράφων όπου υπήρχε και ο Σκωτσέζος σκιτσογράφος MAC PAPA με έργα του που είχε κάνει κατά την επταετία".
Φυσικά, η λογοκρισία χτυπούσε και όσους προσπαθούσαν να
καταγράψουν φωτογραφικά ντοκουμέντα από τη δράση των συνταγματαρχών και
των οργάνων τους, στους δρόμους. Όπως έλεγε ο άνθρωπος που κατέγραψε με τον φακό του τη νύχτα του Πολυτεχνείου, Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, στο NEWS 247:
Εγώ έκανα τη δουλειά μου. Δε σκέφτηκα ποτέ να μη στείλω κάποια φωτογραφία για να μην έχω μπλεξίματα. Πρόσεχα όμως. Έστελνα τις φωτογραφίες που ήθελα αλλά προσπαθούσα να μην είναι πολύ "προκλητικές". Στο νοσοκομείο βρέθηκα το '65, λίγο πριν τη Χούντα. Η πολιτική τότε άλλωστε δεν είχε διαφορές. Ποτέ όμως δε σκέφτηκα να σταματήσω".
Το τηλεπαιχνίδι "Πείτε την αλήθεια" του 1972, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη:
Σήμα κατατεθέν του χουντικού "πολιτισμού" ήταν οι "εορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων" (στο Καλλιμάρμαρο και στο Καυτανζόγλειο της Θεσσαλονίκης), οι εορτασμοί της 21ης Απριλίου, οι Ολυμπιάδες τραγουδιού, ακόμα και οι εκτεταμένοι στολισμοί που γίνονταν για τις θρησκευτικές εορτές (κυρίως αυτή του Πάσχα).
Στο Καλλιμάρμαρο οι εορτασμοί σε εκδηλώσεις - πανηγύρια όπως η "Πολεμική αρετή των Ελλήνων" ξεκινούσαν το πρωί με κανονιοβολισμούς και περιελάμβαναν τουλάχιστον τρία μέρη: Ομιλία ενός τουλάχιστον από τους συνταγματάρχες, παρέλαση - φαντασμαγορία με άρματα και φαγοπότι: Οι μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ έκαναν εντυπωσιακά ακροβατικά πάνω στις μηχανές τους, κρατώντας πάντα τη σημαία με τον Φοίνικα. Οι άντρες των ειδικών δυνάμεων έκαναν ασκήσεις γυμναστικής. Την παράσταση ωστόσο έκλεβαν οι… αρχαίοι Έλληνες, οι Βυζαντινοί και οι αρματολοί του 1821, πάνω σε κιτς άρματα από φελιζόλ - ομοιώματα αρχαίων τριήρων ή ακόμη και του θωρηκτού "Αβέρωφ".
Οι παραστάσεις ποικίλες και συμβολικές: Σε ένα άρμα η στεφανωμένη Ελλάδα φορά τον χιτώνα με «στάμπα» τον Φοίνικα. Άλλο άρμα ήταν ο Δούρειος Ίππος ή η παράταξη των σαρισοφόρων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ακολουθούσε φαγοπότι, χορός και χειροκροτήματα.
(Φωτογραφία: Associated Press/ Fritz Reiss. 29 Απριλίου
1971. Ο Μίκης Θεοδωράκης περιοδεύει στη Γερμανία και μιλάει κατά της
δικτατορίας)
Υπήρξαν φυσικά και οι ατελείωτες τηλεοπτικές αναμεταδόσεις των προαναφερόμενων πανηγυριών. Οι εικόνες του Παπαδόπουλου και του Παττακού να χορεύουν Τσάμικα, να τσουγκρίζουν αυγά, να συμμετέχουν σε πανηγύρια με σούβλες και αρνιά, περιβαλλόμενοι από πλήθος χειροκροτητών ήταν συνήθεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, οπότε και το ολοένα αυξανόμενο αντιστασιακό πολιτιστικό "μέτωπο" (ιδίως μέσω συγγραφέων και μουσικών) είχε ενδυναμωθεί, έκανε την εμφάνισή του στο κανάλι της ΕΙΡΤ τα σκετς του Κώστα Μουρσελά "Εκείνος κι Εκείνος" (προβάλλονται 19 Ιουνίου 1972 - 9 Φεβρουαρίου 1974), τα οποία ίσως να αποτελούν τη μοναδική περίπτωση αντιδικτατορικού λόγου που πέρασε στους τηλεοπτικούς δέκτες. Όσο κι αν υφίστανται λογοκρισία, τα σκετς καταφέρνουν να περάσουν στο κοινό έμμεσες αλλά ευανάγνωστες αντικαθεστωτικές αναφορές.
Η χούντα επένδυσε στο μαζικό θέαμα και πέρα από την τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα της εθνικής ψυχαγωγίας - με αποκορύφωση το "έπος του Γουέμπλεϊ", την πορεία δηλαδή του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών την άνοιξη του 1971, μια πορεία που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί.
Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η ανακοίνωση του Συλλόγου Παλαιμάχων Ποδοσφαιριστών του Παναθηναϊκού που εκδόθηκε το 2014 με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου. Μεταξύ άλλων ανακοίνωναν: "οι μηχανισμοί οικειοποίησης εθνικών επιτυχιών από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό. Ειδικότερα όμως στην περίοδο της Χούντας, το φαινόμενο αυτό ήταν σε έξαρση και οι διορισμένοι εκπρόσωποι της Δικτατορίας - που υπήρχαν στη διοίκηση όλων των ποδοσφαιρικών σωματείων της εποχής -, πάσχιζαν να συνδέσουν τις νίκες και τις επιτυχίες με τη δική τους ακροδεξιά Κυβέρνηση.
Η ποδοσφαιρική ανωτερότητα του Παναθηναϊκού εκείνη την εποχή, ήταν φυσικό από τη μία μεριά να κρατήσει ψηλά το ανάστημα του κόσμου και από την άλλη να δέχεται επίθεση από μηχανισμούς προπαγάνδας -με φήμες και υποθετικά σενάρια- για την οικειοποίηση της ευρωπαϊκής μας επιτυχίας προς όφελός τους".
(Φωτογραφία: Associated Press)
Η κινηματογραφική έκφραση της χούντας ήταν ο Τζέιμς Πάρις και οι υπερπαραγωγές του με τους φαντάρους σε ρόλους κομπάρσων, που αλωνίζουν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ταινίες όπως το "Όχι", ο "Παπαφλέσσας", η "Μάχη της Κρήτης", "Οι τελευταίοι του Ρούπελ", προμόταραν τις θέσεις και τα θέλω των συνταγματαρχών όσον αφορά στην εθνική συνείδηση που ήθελαν να επιβάλλουν.
Αποκορύφωμα ωστόσο αποτέλεσε ο ύμνος της χούντας, προϊόν διαγωνισμού που τραγουδήθηκε από τον Γιάννη Βογιατζή:
"Μέσα στ' Απρίλη τη γιορτή, το μέλλον χτίζει η νιότη, αγκαλιασμένη, δυνατή, μ' εργάτη, αγρότη, φοιτητή και πρώτο τον στρατιώτη/ Τραγούδι αγάπης αντηχεί, γελούν όλα τα χείλη και σμίγουν μέσα στην ψυχή, του Εικοσιένα η εποχή κι η Εικοσιμιά τ' Απρίλη./ Μες στις καρδιές μπαίνει ζεστή του Απριλιού η λιακάδα κι έχουν στα στήθια τους κλεισθεί θρησκεία, οικογένεια και πάνω απ' όλα Ελλάδα".
(Φωτογραφία του Associated Press. 9 Δεκεμβρίου, 1974. 22
μέρες από τις πρώτες μετά την επτάχρονη δικτατορία ελεύθερες
βουλευτικές εκλογές)
Η δικτατορία στόχευσε στο μυαλό, στον τρόπο σκέψεις, στις λέξεις, στους ήχους, στην έκφραση, καίγοντας βιβλία, χαράσσοντας δίσκους, βασανίζοντας και εξορίζοντας αντιφρονούντες και ανθρώπους του πνεύματος. Φίμωσε στόματα, όμως, ευτυχώς για εμάς σήμερα, δεν κατάφερε να φιμώσει τη ψυχή και τον πραγματικό πολιτισμό που επανήλθε μαζί με τη Μελίνα, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο και τους πραγματικούς πρεσβευτές της ελευθερίας στη μεταπολίτευση της χώρας μας.
Έντεκα χρόνια πριν, και πενήντα χρόνια από σήμερα, οι συνταγματάρχες κατέλυαν τη δημοκρατία πυροβολώντας τόσο στα πόδια, αλλά και "στο μυαλό".
Όσοι βίωσαν τη δικτατορία στην Ελλάδα αναμφίβολα εστιάζουν στην καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών, τη λογοκρισία και τις
προσπάθειες αλλοτρίωσης της σκέψης.
Σε μια Αθήνα πλημμυρισμένη από ελληνικές σημαίες και τον "Φοίνικα" της χούντας να κοσμεί όσες περισσότερες γωνιές μπορούσε, το καθεστώς προωθούσε κατά τη διάρκεια της επταετίας μια μαζική κουλτούρα με στόχο να διαφθείρει τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων. Η πολιτική των συνταγματαρχών αποτέλεσε τροχοπέδη στην πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας (δεν επετράπη η ωρίμανσή της, που είχε ξεκινήσει στις αρχές του 60) και μια στροφή προς την παράδοση, την αρχαία Ελλάδα και τις λαϊκίστικες γιορτές. Όλα μέσα από το γκροτέσκο του διδακτορικού λόγου, τη διεξοδική χρήση συμβόλων, το θέαμα και την αισθητική του κιτς.
Η Χούντα επέβαλλε λογοκρισία στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, αλλά και στα πανεπιστήμια. Πάνω από 800 βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων θεωρήθηκαν "επικίνδυνα" και αποσύρθηκαν από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων ή καταστράφηκαν.
Στο Εθνικό θέατρο δόθηκε κατάλογος με έργα τα οποία επιτρέπονταν, ενώ απαγορεύτηκε η συμμετοχή των Αλέξη Μινωτή και Κατίνας Παξινού. Τεράστιος αριθμός μουσικών κομματιών κόπηκαν στη λογοκρισία ή αναγκάστηκαν οι συντελεστές τους να παραλλάξουν τους στίχους για να περάσουν τον έλεγχο.
Φυσικά, η λογοκρισία έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο στο κομμάτι της δημοσιογραφίας.
Χούντα και λογοκρισία
Το 1967 είχαμε και την αυγή της λογοκρισίας. Κάθε άρθρο εφημερίδας, κάθε έργο τέχνης, έπρεπε να πάρει την έγκριση των αξιωματικών της αρμόδιας επιτροπής που έδρευε στο Υπουργείο Τύπου στην οδό Ζαλοκώστα. Οι εφημερίδες Καθημερινή, Μεσημβρινή και Ελευθερία αποφασίζουν να διακόψουν την έκδοσή τους.Το βιβλίο "Πενήντα και κάτι... δημοσιογραφικά χρόνια" αποτελεί την αυτοβιογραφική κατάθεση της Ελένης Βλάχου. Ο τρίτος τόμος τιτλοφορείται "Ο αγώνας των "ανθελλήνων" (1967-1974)" και αναφέρεται φυσικά στη μαύρη επταετία, πρωτεργάτης της οποίας ήταν και ο Στυλιανός Παττακός με την "παρέα" του.
Το 1967, η Ελένη Βλάχου διέκοψε την έκδοση των εντύπων της, αντιδρώντας στη στρατιωτική δικτατορία. Η χούντα της επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό αλλά στις 15 Δεκεμβρίου του 1967 δραπέτευσε πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού της στη ταράτσα του διπλανού σπιτιού. Στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Από εκεί εξέδιδε το περιοδικό "Hellenic Review" στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενα και σκίτσα κατά της δικτατορίας.
"Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1967
Ένας ξαφνικός θόρυβος μας ξύπνησε.
Ήταν εφτά το πρωί. Κάποιοι χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός μας και ταυτόχρονα χτυπούσαν ασταμάτητα το κουδούνι.
-Ασφάλεια, είπε το μπλε κοστούμι. Έχουμε εντολή να κάνουμε έρευνα.
-Έχετε ένταλμα;
-Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα.
-Έχετε καμιά ταυτότητα; επέμεινε ο άνδρας μου. Πώς ξέρουμε ότι είστε της Ασφάλειας;
Ο άλλος χαμογέλασε συμπονετικά.
-Εσείς δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να ξέρουμε.
Δεν έχω αλλάξει ούτε μια λέξη απ' αυτό το λακωνικό διάλογο που σημάδεψε την αρχή της εποχής της σύλληψης μας στο σπίτι, και δε νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομακτικά απλή εφαρμογή του όρου "ολοκληρωτικό καθεστώς" στην καθημερινή ζωή".
Τι είχε προηγηθεί; Ο αγώνας των χουντικών να ελέγξουν αρχικά και στην πορεία να κλείσουν όλες τις εφημερίδες, αριστερών ή κεντροδεξιών "αποχρώσεων", μετά την άρση της λογοκρισίας που είχε κρατήσει για ένα πολύ μικρό διάστημα το '67.
"Τον πρώτο από την άγνωστη τριανδρία, τον Στυλιανό Παττακό, τον γνωρίσαμε την Τρίτη 25 Απριλίου το βράδυ. Ήταν περασμένες δέκα, όταν έφτασε στο σπίτι μας στην οδό Μουρούζη 1. Κοντός και βαρύς, φορούσε τα πολιτικά σαν μια ασυνήθιστη στολή, ήταν ωχρός, κατάκοπος, αλλά πλημμυρισμένος από υπερηφάνεια και ευτυχία. Κάθισε σε μια γωνιά του καναπέ, ήπιε μια γουλιά ουίσκι και μπήκε αμέσως στο θέμα:
-Γιατί αυτές οι δύο λαμπρές εφημερίδες, που τόσο αγαπούν οι καλοί Έλληνες, η "Καθημερινή και η "Μεσημβρινή" δεν έρχονται να ενώσουν τη φωνή τους στον πανελλήνιο ενθουσιασμό; Τί λέτε; Λογοκρισία; Μα δεν υπάρχει λογοκρισία για εσάς! Αφού θα γράφετε τα "σωστά". Θα είσαστε μαζί μας! Θα μας βοηθάτε. Θα δημιουργήσουμε μαζί μια καινούργια Ελλάδα!
Πολύ γρήγορα είχαμε καταλάβει ότι δεν υπήρχε δυνατότης ούτε επικοινωνίας ούτε διαλόγου με τον Ταξίαρχο. Ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που πίστευε στην αποστολή του, δεν αναζητούσε εξηγήσεις και δικαιολογίες
Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τη συζήτηση και τον ρωτήσαμε ποιοι ήταν οι κίνδυνοι που είχαν απειλήσει την Ελλάδα, και γιατί είχαν μεταχειριστεί το όνομα του Βασιλέως.Μας κοίταζε με ορθάνοιχτα, ανέκφραστα μάτια. Δεν απάντησε στην πρώτη ερώτηση, αλλά παραδέχθηκε την απάτη με ενθουσιασμό:
-Μα έπρεπε να μεταχειρισθούμε το όνομα του Βασιλέως! Και της Κυβερνήσεως! Έπρεπε αμέσως να παρασύρομε και τον κόσμο και τον υπόλοιπο Ελληνικό Στρατό! Θέλαμε να σώσομε την Ελλάδα χωρίς αιματοχυσία. Μοναχοί μας. Χωρίς καμία βοήθεια! Θα σας την πω όλη την ένδοξη ιστορία, για να τη δημοσιεύσετε στην αγαπημένη "Καθημερινή".
Σταμάτησε λίγο, ίσως για καμιά ενθαρρυντική κουβέντα, αλλά όπως τον ακούγαμε σιωπηλοί, συνέχισε:
-Βλέπετε, είχε φτάσει η ώρα μας. Όλα τα είχαμε προετοιμάσει εν πλήρει μυστικότητι. Η κόρη μου χρησίμευε για γραμματεύες, η ίδια έγραφε στη μηχανή τις οδηγίες. Και όταν δόθηκε η διαταγή...
-Πότε;
-Την Πέμπτη. Φώναξα τους άνδρες μου λίγο πριν από τα μεσάνυχτα και τους είπα ότι η ιερά στιγμή είχε φτάσει. Ότι ήταν οι διαλεγμένοι γιοι της Ελλάδος. Ότι όλες οι ερχόμενες γενεές θα τους έβλεπαν σαν ήρωες. Όταν τελείωσα, ο ενθουσιασμός τους δεν είχε όρια! Ήταν όλοι έτοιμοι να πεθάνουν για την Πατρίδα! Ν' αντιμετωπίσουμε κάθε εχθρό!
-Ποιον εχθρό;
Αλλά πολύ γρήγορα είχαμε καταλάβει ότι δεν υπήρχε δυνατότης ούτε επικοινωνίας ούτε διαλόγου με τον Ταξίαρχο. Ο άνθρωπος ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που πίστευε στην αποστολή του, που δεν αναζητούσε εξηγήσεις και δικαιολογίες και προχωρούσε ανένδοτος, με τη δύναμη που χαρίζει η αμάθεια και η πεισματική κουτοπονηριά. Έτσι θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, την αντίδραση που είχαμε, σχεδόν αυτόματη, όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του.
-Τι είναι τούτο!
Τι είναι "τούτο", όχι τί είναι "αυτός". Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν "πράμα". Τώρα, για το πώς είχε βρεθεί σε τέτοια υπεύθυνη, σημαντική θέση, το πώς του είχαν εμπιστευθεί τέτοιο πόστο, είναι άλλη ιστορία. Τη βαριά ευθύνη του Παττακού και της συντροφιάς του την φέρουν άλλοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί".
Σε άλλο σημείο του βιβλίου της, η Ελένη Βλάχου αναφέρεται σε κείμενο του Christopher Janus, ο οποίος διασκεύαζε την "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων" για να καυτηριάσει την ελληνική δικτατορία.
Λέει ο Τρελός Καπελάς:
"Με το να μη βγάζει πια τις εφημερίδες της η Βλάχου αύξησε σημαντικά τους μη αναγνώστες της. Δηλαδή αντί να έχει 200.000 αναγνώστες, απέκτησε περί τα δύο εκατομμύρια μη αναγνωστών που ασχολούνται μαζί της γιατί δεν έχουν τις εφημερίδες της να διαβάσουν...
-Ω Θεέ μου!, φώναξε η Αλίκη, και τώρα η Ελένη Βλάχου έδωσε μια συνέντευξη σε ιταλική εφημερίδα και ονόμασε τον συνταγματάρχη Παττακό "Κλόουν".
-Καλά, και τί πειράζει; Κάθε μέρα κάποιος ονομάζει τον Σπύρο Άγκνιου κάτι χειρότερο και δεν τον νοιάζει...
-Είναι διαφορετικά τα πράγματα σε μια δικτατορία, είπε η Αλίκη. Μπορείς να κατηγορήσεις έναν δικτάτορα για κτηνωδίες, για εγκλήματα... Αρκεί να ξυπνάς τον φόβο του κόσμου. Οι δικτάτορες δεν μπορούν να κυβερνήσουν αν δεν τους φοβούνται... Αλλά έναν κλόουν που οδηγεί τανκς, ποιος τον φοβάται;".
Η Βλάχου εκτός από κλόουν χαρακτηρίζει τον Παττακό "αδαή", γράφοντας πως όλοι οι πραξικοπηματίες κατακρεουργούσαν την ελληνική γλώσσα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα παραπάνω καταγράφονται σε ένα συγκλονιστικό κείμενο - ιστορικό ντοκουμέντο μιας εμβληματικής γυναίκας της δημοσιογραφίας που στήριζε τον κεντροδεξιό χώρο.
Λογοκρισία και στα σκίτσα
Τη μαύρη εποχή της χούντας το καθεστώς είχε απαγορεύσει στον ΚΥΡ να δημοσιεύει σκίτσα. Την περίοδο εκείνη έστελνε στο Λονδίνο αντιστασιακά έργα του στο περιοδικό Hellenic Review που εξέδιδε η Ελένη Βλάχου με το ψευδώνυμο MAC PAPA (Ήταν τα αρχικά ΜΑΚαρέζου, Παπαδόπουλο, Πατακού).Όπως έλεγε ο ίδιος στη συνέντευξη του στο NEWS 247:
"Στις 21 Απριλίου του 1967, η Μεσημβρινή έκλεισε και εγώ έμεινα άνεργος χωρίς εφημερίδα. Στην πορεία οι Εικόνες που εντάσσονταν στο συγκρότημα Βλάχου άνοιξαν υπό τη διεύθυνση του Τάκη του Λαμπρία που ήταν και υπασπιστής του Καραμανλή στο Παρίσι. Όταν κυκλοφόρησαν και πάλι οι Εικόνες, έφτιαξα ένα κόμικ, τον Τρωικό Πόλεμο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό. Εκεί υπήρχαν πολλά υπονοούμενα για τη Χούντα. Όταν το μυρίστηκαν αυτό, άρχισαν να διαγράφουν όλα τα σκίτσα μου. Εν συνεχεία πήγα στην Απογευματινή, όταν ο Παπαδόπουλος είπε ότι θα αμβλύνει τη λογοκρισία και μπόρεσα να δημοσιεύσω πάλι κάποια σκίτσα. Σε όλη τη διάρκεια της Χούντας όμως έστελνα αντιστασιακά σκίτσα στο Λονδίνο, στην Ελένη Βλάχου που εξέδιδε το περιοδικό Hellenic Review. Αυτά τα υπέγραφα με το ψευδώνυμο MAC PAPA".
Γελώντας, ο ΚΥΡ θυμάται που τον περνούσαν για Σκωτσέζο γελοιογράφο.
"Μετά την απελευθέρωση είχε γίνει στην Κηφισιά μια έκθεση κόμικ κατά του φασισμού. Εκεί είχαν στήσει ένα περίπτερο ξένων γελοιογράφων όπου υπήρχε και ο Σκωτσέζος σκιτσογράφος MAC PAPA με έργα του που είχε κάνει κατά την επταετία".
Οι στρατιωτικοί ήθελαν να ελέγχουν μεν τις φωτογραφίες που στέλναμε στο εξωτερικό, από την άλλη όμως δεν ήξεραν αγγλικά. Έτσι μας έβαζαν να αυτολογοκρινόμαστε
"Οι στρατιωτικοί ήθελαν να ελέγχουν μεν τις φωτογραφίες που στέλναμε στο εξωτερικό, από την άλλη όμως δεν ήξεραν αγγλικά. Έτσι μας έβαζαν να αυτολογοκρινόμαστε. Ακόμα χειρότερα δηλαδή. Αν έστελνα εγώ μια φωτογραφία και την επόμενη μέρα τη βλέπανε ας πούμε στο Spiegel, οι συνέπειες ήταν πολλές. Κυρίως για τους Έλληνες συναδέλφους. Πολλοί είχαν φάει ξύλο, τους είχαν σπάσει τις μηχανές. Συνάδελφους που συνεργαζόταν με την "Αυγή", ήταν σεσημασμένος.Εγώ έκανα τη δουλειά μου. Δε σκέφτηκα ποτέ να μη στείλω κάποια φωτογραφία για να μην έχω μπλεξίματα. Πρόσεχα όμως. Έστελνα τις φωτογραφίες που ήθελα αλλά προσπαθούσα να μην είναι πολύ "προκλητικές". Στο νοσοκομείο βρέθηκα το '65, λίγο πριν τη Χούντα. Η πολιτική τότε άλλωστε δεν είχε διαφορές. Ποτέ όμως δε σκέφτηκα να σταματήσω".
Πολιτισμός στον "γύψο"
Σε αντίθεση με τη ζοφερή εικόνα που έχει η κοινή συνείδηση για τα γκρίζα εκείνα χρόνια της ιστορίας, ορισμένες εκφάνσεις της δικτατορίας ήταν αρκετά πιο… πολύχρωμες. Οι πολιτιστικές εκφάνσεις και δράσεις της εποχής λίγο πολύ πιάνουν από τα τσάμικα, τις Ολυμπιάδες τραγουδιού και τις Εορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων στο Στάδιο, μέχρι τον "Άγνωστο Πόλεμο" και το "Εκείνος κι Εκείνος".Το τηλεπαιχνίδι "Πείτε την αλήθεια" του 1972, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη:
Σήμα κατατεθέν του χουντικού "πολιτισμού" ήταν οι "εορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων" (στο Καλλιμάρμαρο και στο Καυτανζόγλειο της Θεσσαλονίκης), οι εορτασμοί της 21ης Απριλίου, οι Ολυμπιάδες τραγουδιού, ακόμα και οι εκτεταμένοι στολισμοί που γίνονταν για τις θρησκευτικές εορτές (κυρίως αυτή του Πάσχα).
Στο Καλλιμάρμαρο οι εορτασμοί σε εκδηλώσεις - πανηγύρια όπως η "Πολεμική αρετή των Ελλήνων" ξεκινούσαν το πρωί με κανονιοβολισμούς και περιελάμβαναν τουλάχιστον τρία μέρη: Ομιλία ενός τουλάχιστον από τους συνταγματάρχες, παρέλαση - φαντασμαγορία με άρματα και φαγοπότι: Οι μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ έκαναν εντυπωσιακά ακροβατικά πάνω στις μηχανές τους, κρατώντας πάντα τη σημαία με τον Φοίνικα. Οι άντρες των ειδικών δυνάμεων έκαναν ασκήσεις γυμναστικής. Την παράσταση ωστόσο έκλεβαν οι… αρχαίοι Έλληνες, οι Βυζαντινοί και οι αρματολοί του 1821, πάνω σε κιτς άρματα από φελιζόλ - ομοιώματα αρχαίων τριήρων ή ακόμη και του θωρηκτού "Αβέρωφ".
Οι παραστάσεις ποικίλες και συμβολικές: Σε ένα άρμα η στεφανωμένη Ελλάδα φορά τον χιτώνα με «στάμπα» τον Φοίνικα. Άλλο άρμα ήταν ο Δούρειος Ίππος ή η παράταξη των σαρισοφόρων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ακολουθούσε φαγοπότι, χορός και χειροκροτήματα.
Τηλεόραση και κινηματογράφος
Η κρατική τηλεόραση γίνεται μετά το 1968 λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας, με τη χειραγώγηση του καθεστώτος φυσικά. Στόχος, ο οποίος επετεύχθη, ήταν η ψυχαγωγία από το σαλόνι να αποτρέψει τυχόν επικίνδυνες κοινωνικές συναναστροφές εκτός σπιτιού. Η απήχηση του μέσου ήταν τέτοια που οι δρόμοι ερήμωναν όταν προβάλλονταν κάποια τηλεοπτικά προγράμματα όπως η σειρά "Άγνωστος πόλεμος" (1970).
Υπήρξαν φυσικά και οι ατελείωτες τηλεοπτικές αναμεταδόσεις των προαναφερόμενων πανηγυριών. Οι εικόνες του Παπαδόπουλου και του Παττακού να χορεύουν Τσάμικα, να τσουγκρίζουν αυγά, να συμμετέχουν σε πανηγύρια με σούβλες και αρνιά, περιβαλλόμενοι από πλήθος χειροκροτητών ήταν συνήθεις.
Η επιτομή του κιτς:
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, οπότε και το ολοένα αυξανόμενο αντιστασιακό πολιτιστικό "μέτωπο" (ιδίως μέσω συγγραφέων και μουσικών) είχε ενδυναμωθεί, έκανε την εμφάνισή του στο κανάλι της ΕΙΡΤ τα σκετς του Κώστα Μουρσελά "Εκείνος κι Εκείνος" (προβάλλονται 19 Ιουνίου 1972 - 9 Φεβρουαρίου 1974), τα οποία ίσως να αποτελούν τη μοναδική περίπτωση αντιδικτατορικού λόγου που πέρασε στους τηλεοπτικούς δέκτες. Όσο κι αν υφίστανται λογοκρισία, τα σκετς καταφέρνουν να περάσουν στο κοινό έμμεσες αλλά ευανάγνωστες αντικαθεστωτικές αναφορές.
Η χούντα επένδυσε στο μαζικό θέαμα και πέρα από την τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα της εθνικής ψυχαγωγίας - με αποκορύφωση το "έπος του Γουέμπλεϊ", την πορεία δηλαδή του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών την άνοιξη του 1971, μια πορεία που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί.
Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η ανακοίνωση του Συλλόγου Παλαιμάχων Ποδοσφαιριστών του Παναθηναϊκού που εκδόθηκε το 2014 με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου. Μεταξύ άλλων ανακοίνωναν: "οι μηχανισμοί οικειοποίησης εθνικών επιτυχιών από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό. Ειδικότερα όμως στην περίοδο της Χούντας, το φαινόμενο αυτό ήταν σε έξαρση και οι διορισμένοι εκπρόσωποι της Δικτατορίας - που υπήρχαν στη διοίκηση όλων των ποδοσφαιρικών σωματείων της εποχής -, πάσχιζαν να συνδέσουν τις νίκες και τις επιτυχίες με τη δική τους ακροδεξιά Κυβέρνηση.
Η ποδοσφαιρική ανωτερότητα του Παναθηναϊκού εκείνη την εποχή, ήταν φυσικό από τη μία μεριά να κρατήσει ψηλά το ανάστημα του κόσμου και από την άλλη να δέχεται επίθεση από μηχανισμούς προπαγάνδας -με φήμες και υποθετικά σενάρια- για την οικειοποίηση της ευρωπαϊκής μας επιτυχίας προς όφελός τους".
Η κινηματογραφική έκφραση της χούντας ήταν ο Τζέιμς Πάρις και οι υπερπαραγωγές του με τους φαντάρους σε ρόλους κομπάρσων, που αλωνίζουν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ταινίες όπως το "Όχι", ο "Παπαφλέσσας", η "Μάχη της Κρήτης", "Οι τελευταίοι του Ρούπελ", προμόταραν τις θέσεις και τα θέλω των συνταγματαρχών όσον αφορά στην εθνική συνείδηση που ήθελαν να επιβάλλουν.
Ο ύμνος της χούντας
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1969 οι χουντικοί ασχολήθηκαν και με την ποίηση. Με πρωτοβουλία τους εκδόθηκε η "Λαϊκή Μούσα", μία εγκωμιαστική αν μη τι άλλο συλλογή για το έργο τους. "Κύριε Παπαδόπουλε, να ζήσης χίλια χρόνια γιατί προσφέρεις στον λαό αγάπη και συμπόνια", είναι ένα δείγμα στιχομυθίας.Αποκορύφωμα ωστόσο αποτέλεσε ο ύμνος της χούντας, προϊόν διαγωνισμού που τραγουδήθηκε από τον Γιάννη Βογιατζή:
"Μέσα στ' Απρίλη τη γιορτή, το μέλλον χτίζει η νιότη, αγκαλιασμένη, δυνατή, μ' εργάτη, αγρότη, φοιτητή και πρώτο τον στρατιώτη/ Τραγούδι αγάπης αντηχεί, γελούν όλα τα χείλη και σμίγουν μέσα στην ψυχή, του Εικοσιένα η εποχή κι η Εικοσιμιά τ' Απρίλη./ Μες στις καρδιές μπαίνει ζεστή του Απριλιού η λιακάδα κι έχουν στα στήθια τους κλεισθεί θρησκεία, οικογένεια και πάνω απ' όλα Ελλάδα".
Η δικτατορία στόχευσε στο μυαλό, στον τρόπο σκέψεις, στις λέξεις, στους ήχους, στην έκφραση, καίγοντας βιβλία, χαράσσοντας δίσκους, βασανίζοντας και εξορίζοντας αντιφρονούντες και ανθρώπους του πνεύματος. Φίμωσε στόματα, όμως, ευτυχώς για εμάς σήμερα, δεν κατάφερε να φιμώσει τη ψυχή και τον πραγματικό πολιτισμό που επανήλθε μαζί με τη Μελίνα, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο και τους πραγματικούς πρεσβευτές της ελευθερίας στη μεταπολίτευση της χώρας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου