Τόσο ο επιπολασμός της
παχυσαρκίας όσο και των διατροφικών διαταραχών, όπως νευρογενής
ανορεξία, βουλιμία και ορθορεξία αυξάνεται επικίνδυνα. Η διαφορά μεταξύ
του κοινωνικά ιδεώδους πολύ αδύνατου σώματος και του συνήθους - φυσικού
μεσογειακού σωματότυπου είναι
προφανής.
Οι αιτίες γι' αυτό είναι σύνθετες και περιλαμβάνουν τις πιέσεις από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνικής Δικτύωσης για πολύ αδύνατο σωματότυπο από τη μία και τις οικογενειακές διατροφικές συνήθειες, τις κακές διατροφικές επιλογές λόγω περιβάλλοντος και προτιμήσεων, αλλά και την πολύ χαμηλή φυσική δραστηριότητα από την άλλη.
Παράλληλα, ως αποτέλεσμα της παραπάνω πόλωσης, ο αυστηρός διαιτητικός περιορισμός πολλές φορές οδηγεί σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο υπερκατανάλωσης τροφής που με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση σωματικού βάρους, επιδείνωση της εικόνας σώματος και αύξηση των ακραίων συμπεριφορών.
Παρ' όλο που είναι δελεαστικό να κατηγορήσουμε αποκλειστικά τα ΜΜΕ για τη δημιουργία μη ρεαλιστικών προτύπων φυσικής ομορφιάς, η αλήθεια μάλλον είναι πιο περίπλοκη. Ιστορικά, το επικρατές πολιτιστικό καθεστώς ανέκαθεν διαμόρφωνε την κοινή γνώμη αναφορικά με τον ιδανικό γυναικείο σωματότυπο. Παρ' όλα αυτά, στη σημερινή κουλτούρα τα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων της τηλεόρασης, του διαδικτύου, των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, του κινηματογράφου και του Τύπου) είναι πολύ πιο ισχυρά από κάθε άλλη φορά.
Ιστορικά τα πρότυπα ομορφιάς έχουν αλλάξει πολύ. Από τη γεροδεμένη, γόνιμη γυναίκα της αποικιακής περιόδου στην πιο θελκτική, λεπτεπίλεπτη του 19ου αιώνα, στις πιο λεπτές με γωνίες ανδροπρεπείς γυναίκες του φεμινιστικού κινήματος έως τις γυναίκες με έντονες καμπύλες του 1950, όπως η Marilyn Monroe.
Από εκεί και μετά η κουλτούρα των ΜΜΕ είναι σύνθετη και συγχυτική. Οι γυναίκες πολιορκούνται από το μήνυμα ότι «μπορούν και πρέπει να τα έχουν όλα». Βομβαρδίζονται με την ιδέα ότι πρέπει να είναι τέλειες στην οικογένεια, την εργασία και το σπίτι, ενώ πολλές γυναίκες-«πρότυπα» τούς επιβάλλουν πώς θα το κάνουν στην τηλεόραση, στο youtube και το instagram.
Τα μοντέλα με όψη ναρκομανούς της δεκαετίας του '90 ακόμα ανταγωνίζονται τις πληθωρικές Πάμελα Αντερσον της δεκαετίας του 2000 και την ακόμα πιο πληθωρική σύγχρονη Κιμ Καρντάσιαν.
Παράλληλα, φαίνεται να προβάλλονται συνεχώς τα καλογυμνασμένα μοντέλα «fitness», ενώ συνεχίζουν να πωλούνται αδύνατες παιδικές κούκλες με εξωπραγματικά μεγάλο στήθος για τον σωματότυπό τους που φαίνεται να παίρνει «σάρκα και οστά» στα μοντέλα των περιοδικών μόδας και του instagram μέσα από την προφανή επέμβαση του πλαστικού χειρουργού.
Επιπρόσθετα η σύγχρονη τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών και επεξεργασίας εικόνας επιτρέπει πολύ μεγάλες «βελτιώσεις» στις εικόνες γυναικών που προβάλλονται στα ΜΜΕ.
Η τάση αυτή για την προβολή ενός εξωραϊσμένου – διορθωμένου – μη πραγματικού εαυτού έχει επεκταθεί από τα γυναικεία περιοδικά μόδας και τα αντρικά «lifestyle» περιοδικά με ημίγυμνες έως και την καθημερινότητα στη μέση γυναίκα με τη χρήση φίλτρων στις φωτογραφίες στο facebook και το instagram.
Οι «διάσημες» γυναίκες, ωστόσο, έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν διαιτολόγους και γυμναστές για να τις φροντίζουν αναφορικά με το βάρος τους, στιλίστες και μόδιστρους να ράβουν ρούχα πάνω τους για να κρύβουν κάθε ατέλεια τους, ενώ συχνά φορούν βοηθητικό ρουχισμό για να δίνει σχήμα στο σώμα τους πριν από δημόσιες εμφανίσεις.
Αυτό βέβαια δεν τις κάνει λιγότερο επιρρεπείς σε διαταραγμένη εικόνα σώματος και διατροφικές διαταραχές απ' ό,τι άλλες γυναίκες με πρόσφατο παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, την αποθανούσα Νανά Καραγιάννη.
Το πρόβλημα φαίνεται να οξύνεται από την ίδια του την ανατροφοδότηση, όταν δημοσιεύματα με γυναίκες που έχουν καμπύλες θεωρούνται πολύ θελκτικές ή από άλλες που ανέκαμψαν σε χρόνο-ρεκόρ στον «ιδανικό» σωματότυπο έπειτα από μια εγκυμοσύνη.
Πριν από 30 χρόνια, το μέσο μοντέλο είχε 8% μικρότερο δείκτη μάζας σώματος από τη μέση γυναίκα, ενώ σε νεότερες μελέτες έχει φανεί να έχει 23%, κάτι που αντανακλά τον αυξανόμενο επιπολασμό της παχυσαρκίας, αλλά και το συνεχώς πιο αδύνατο πρότυπο. Εξετάζοντας περισσότερο τα ΜΜΕ, θα δούμε συχνά να προτρέπουν για διατροφή και άσκηση, άλλοτε με σωστούς και άλλοτε με ακραίους τρόπους από τον κάθε μη ειδικό.
Πρόσφατα ακούσαμε, σε ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι, παρουσιάστρια να παραπέμπει σε «ειδικούς» νεαρό επίδοξο μοντέλο να επισκεφτεί κάποιο διαιτολόγο για να χάσει τοπικό λίπος, κάτι που κάνει τους επιστήμονες του κλάδου, το λιγότερο, να ανατριχιάζουν, ειδικά όταν πρόκειται για μια φυσιολογικότατη κοπέλα. Αυτό που είναι ακόμα χειρότερο όμως είναι ότι θα δούμε πάρα πολλές διαφημίσεις για προϊόντα που υπόσχονται γρήγορο και μόνιμο αδυνάτισμα.
Η βιομηχανία συμπληρωμάτων διατροφής και προϊόντων αδυνατίσματος είναι μία από τις πιο επικερδής παγκοσμίως με τζίρους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με πολλά συμπληρώματα που πολυδιαφημίζονται τελικά να αποδεικνύονται επιβλαβή και να αποσύρονται από την κυκλοφορία, με σαφές αντίκτυπο για τη δημόσια υγεία.
Η επιρροή των ΜΜΕ φαίνεται στο παράδειγμα των νησιών Φίτζι. Πριν την έλευση της τηλεόρασης, το 1995, δεν υπήρξε ποτέ στα νησιά Φίτζι περίπτωση ασθενούς με διατροφική διαταραχή.
Αυτό κυρίως αποδόθηκε στη σημασία που έδιναν στην κουλτούρα των νησιών στη φυσιολογική όρεξη και διατροφή.
Μετά την έλευση της τηλεόρασης και την προβολή αμερικάνικων τηλεοπτικών σειρών, το 1998, το ποσοστό γυναικών που έκανε δίαιτα εκτινάχθηκε από 0% σε 69% και για πρώτη φορά οι κάτοικοι παρουσίασαν διατροφικές διαταραχές. Η επίδραση αυτή επεκτείνεται από την τηλεόραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς έχει φανεί ότι οι γυναίκες όσο πιο πολύ χρόνο δαπανούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Instagram) τόσο πιο αρνητική εικόνα σώματος έχουν.
Παραδόξως, σε σχέση με την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην εικόνα σώματος, πολλές μελέτες έχουν αναδείξει ότι η υπερβολική έκθεση παιδιών στην παρακολούθηση τηλεόρασης, τα περιοδικά και τις ταινίες συμβάλλει σε υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της παχυσαρκίας. Ακόμα και μετά από έλεγχο για συγχυτικούς παράγοντες, η υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας σε γυναίκες και άνδρες κατά 50%.
Επίσης, φαίνεται ότι ο τύπος κι όχι το μέγεθος της έκθεσης σχετίζεται αρνητικά με την εικόνα σώματος. Συγκεκριμένα, ο βαθμός έκθεσης σε σαπουνόπερες και μουσικά βίντεο σχετίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με δυσαρέσκεια της σωματικής εικόνας και τάση για απώλεια βάρους.
Επίσης, η υπερβολική «κατανάλωση» των ΜΜΕ πιθανά σχετίζεται και με κατάθλιψη, η οποία με τη σειρά της εξηγεί την αρνητική εικόνα σώματος στις γυναίκες.
Μπορεί η δυναμική της οικογενειακής δομής και η βιολογική προδιάθεση
να είναι μείζονος σημασίας, ωστόσο ίδιας σημαντικότητας είναι οι
πολιτισμικές προσδοκίες της ομορφιάς. Τα ΜΜΕ φαίνεται εμμέσως να
συμμετέχουν ενεργά πια προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η
εμφάνιση διαδικτυακών τόπων όπου άτομα με εγκατεστημένες διατροφικές
διαταραχές προσκαλούν άλλους να ακολουθήσουν τον δικό τους τρόπο ζωής.
Βέβαια το πρόβλημα δεν αφορά αποκλειστικά το γυναικείο φύλο. Πλέον, η συχνότητα εμφάνισης των διατροφικών διαταραχών στους άνδρες αυξάνεται ραγδαία και οι μετροσεξουαλ φιγούρες των ανδρικών περιοδικών αποκτούν όλο και περισσότερους οπαδούς βάζοντας τους άντρες σε ολοένα και μεγαλύτερο κίνδυνο.
Σε κάθε περίπτωση, ο σύγχρονος άνθρωπος βομβαρδίζεται καθημερινά από πληροφορίες αντικρουόμενες. Από τη μια η πίεση των ΜΜΕ για ισχνά και καλλίγραμμα σώματα και στον αντίποδα μια πολυδάπανη στρατηγική προώθησης συγκεκριμένων «παθογόνων» διατροφικών μοτίβων. Η σύγχυση που επικρατεί οδηγεί σε μια ποικιλομορφία σωματικής εικόνας, άλλοτε ισχνότητα κι άλλοτε παχυσαρκία, που αν και κατανοητή είναι άκρως ανησυχητική.
Είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Τόσο το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον όσο και οι επιστήμονες υγείας έχουν την υποχρέωση να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στις ευάλωτες γυναίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας.
Εν γένει, η παιδική ηλικία αποτελεί σταθμό για την πρόληψη εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και διαταραγμένης εικόνας σώματος και σύνθεσης μιας κουλτούρας που μένει κατά το δυνατό ανεπηρέαστη από επικίνδυνους εξωγενείς παράγοντες.
Για παράδειγμα, οι γονείς οφείλουν με λεπτούς χειρισμούς να ενημερώσουν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και να λάβουν ακόμα και αυστηρά μέτρα όπως η μείωση της παρακολούθησης τηλεόρασης.
Ειδικότερα, οι Αμερικάνοι παιδίατροι συνιστούν στους γονείς να μην επιτρέπουν την τηλεθέαση κατάλληλων εκπομπών πέραν των δύο ωρών ημερησίως.
Συστήνουν, επίσης, να παρακολουθούν τηλεόραση μαζί με τα παιδιά τους έτσι ώστε να συζητούν το περιεχόμενο του προγράμματος και να εξηγούν στα παιδιά ότι πολλές φορές αυτό που βλέπουν στα ΜΜΕ δεν είναι πάντοτε πραγματικό, αλλά πολλές φορές πλαστό ή κατασκευασμένο.
Επιπλέον, οι γονείς μπορούν να εφαρμόσουν διατροφικές πρακτικές όπως η κατανάλωση των κυρίων γευμάτων στο τραπέζι από όλη την οικογένεια. Επίσης, η υιοθέτηση υγιεινών μικρών γευμάτων στα διαλείμματα του σχολείου, όπου είναι προετοιμασμένα από το σπίτι. Ακόμα, η παροχή συγκεκριμένου αριθμού «λιχουδιών» την εβδομάδα, έτσι ώστε να μην υπάρχει και το αίσθημα έλλειψης.
Επίσης, οι ίδιοι οι γονείς οφείλουν να διατηρούν υγιεινές διατροφικές συνήθειες, καθώς αποτελούν βασικό πρότυπο για τα παιδιά τους. Υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν δείξει ότι η διατροφική συμπεριφορά των παιδιών καθορίζεται από αυτή των γονιών.
Οι γονείς ως κύριοι φορείς της αγωγής των παιδιών οφείλουν να μαθαίνουν τα παιδιά να αγαπούν το σώμα τους και να κατανοούν ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Ακόμα περισσότερο να αμφισβητούν την ίδια την έννοια της τελειότητας, βοηθώντας τα να αποδεχτούν την ποικιλομορφία και να αντιληφθούν την ομορφιά σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Εκτός όμως από τους γονείς, ευθύνη και ρόλο πρέπει να αναλαμβάνουν και οι επιστήμονες υγείας. Πρέπει να μην λειτουργούν επικριτικά απέναντι στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών και να μην απαγορεύουν καμία τροφή. Κατά βάση πρέπει να ενθαρρύνουν τη φυσική δραστηριότητα και ένα υγιεινό μοτίβο διατροφής. Επίσης, δεν πρέπει να εστιάζουν στο αισθητικό κομμάτι του σωματικού βάρους, καθώς μια ενδεχόμενη πίεση για απώλεια και αδυνάτισμα να οδηγήσει σε κάποια διατροφική διαταραχή.
Ολοι οι επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται στην αγωγή των παιδιών, όπως παιδίατροι, διαιτολόγοι, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι κ.λπ., πρέπει να λαμβάνουν εκπαίδευση σωστής διαπαιδαγώγησης των παιδιών αναφορικά με την εικόνα σώματος, τη διατροφή αλλά και την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην κοινή αντίληψη. Αυτά φυσικά προσαρμοσμένα στο εκάστοτε αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού.
Τέλος, σημαντική μέριμνα οφείλουν να αναλάβουν και οι εκάστοτε κυβερνήσεις ασκώντας έλεγχο στις διαφημίσεις αλλά και θέτοντας «προδιαγραφές» των μοντέλων, διώκοντας ποινικά ιστoσελίδες (π.χ. pro – ana sites) που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Επιπλέον θα πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση όχι μόνο των παιδιών, αλλά και όλων των φορέων που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο.
Ενδιαφέρον παράδειγμα κυβερνητικής πρωτοβουλίας είναι αυτό της γαλλικής κυβέρνησης που υποχρέωσε με σχετική νομοθεσία να αναγράφεται εμφανώς σε όλες τις φωτογραφίες αν είναι ψηφιακά επεξεργασμένες, έπειτα από αναγνώριση της επίδρασης των προτύπων που παρουσιάζονται.
Συμπερασματικά η επιρροή των ΜΜΕ φαίνεται να είναι καταλυτική στη δημιουργία προτύπων ομορφιάς, ενώ η πίεση που ασκούν στις γυναίκες φαίνεται να δημιουργεί πολλές φορές ανασφάλειες, διαταραγμένη εικόνα σώματος, ενώ υποστηρίζεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο πια στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι ενήλικες, γονείς και επαγγελματίες υγείας, θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών αναφορικά με τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα, ενώ πρέπει να εμφυσήσουν αξίες θετικής εικόνας σώματος στα παιδιά με στόχο τόσο την καλύτερη σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη όσο και τη θωράκισή τους απέναντι στα αντικρουόμενα ερεθίσματα.
Ωστόσο, η πρόοδος σε αυτό δεν μπορεί να είναι γρήγορη αν αναλογιστεί κανείς πόσο δύσκολο είναι να πείσει ένα παιδί να φάει στο διάλειμμα ένα μήλο αντί για μια σοκολάτα, όταν πολιορκείται από πλήθος άλλων μηνυμάτων.
Οι κρατικοί φορείς αντίστοιχα θα μπορούσαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών, των γονέων και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα που άπτονται της αντίληψης της διαφήμισης, της εικόνας σώματος, μόδας και ομορφιάς αλλά και αναφορικά με τον υγιεινό τρόπο ζωής. Τέλος, πιο δραστικές νομικές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε μικρό χρονικό διάστημα.
*Πρόεδρος της Ενωσης Διαιτολόγων Διατροφολόγων Ελλάδος (ΕΔΔΕ) και επιστημονικός υπεύθυνος της Nutriscience | nutriscience.gr
προφανής.
Οι αιτίες γι' αυτό είναι σύνθετες και περιλαμβάνουν τις πιέσεις από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνικής Δικτύωσης για πολύ αδύνατο σωματότυπο από τη μία και τις οικογενειακές διατροφικές συνήθειες, τις κακές διατροφικές επιλογές λόγω περιβάλλοντος και προτιμήσεων, αλλά και την πολύ χαμηλή φυσική δραστηριότητα από την άλλη.
Παράλληλα, ως αποτέλεσμα της παραπάνω πόλωσης, ο αυστηρός διαιτητικός περιορισμός πολλές φορές οδηγεί σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο υπερκατανάλωσης τροφής που με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση σωματικού βάρους, επιδείνωση της εικόνας σώματος και αύξηση των ακραίων συμπεριφορών.
Παρ' όλο που είναι δελεαστικό να κατηγορήσουμε αποκλειστικά τα ΜΜΕ για τη δημιουργία μη ρεαλιστικών προτύπων φυσικής ομορφιάς, η αλήθεια μάλλον είναι πιο περίπλοκη. Ιστορικά, το επικρατές πολιτιστικό καθεστώς ανέκαθεν διαμόρφωνε την κοινή γνώμη αναφορικά με τον ιδανικό γυναικείο σωματότυπο. Παρ' όλα αυτά, στη σημερινή κουλτούρα τα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων της τηλεόρασης, του διαδικτύου, των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, του κινηματογράφου και του Τύπου) είναι πολύ πιο ισχυρά από κάθε άλλη φορά.
Ιστορικά τα πρότυπα ομορφιάς έχουν αλλάξει πολύ. Από τη γεροδεμένη, γόνιμη γυναίκα της αποικιακής περιόδου στην πιο θελκτική, λεπτεπίλεπτη του 19ου αιώνα, στις πιο λεπτές με γωνίες ανδροπρεπείς γυναίκες του φεμινιστικού κινήματος έως τις γυναίκες με έντονες καμπύλες του 1950, όπως η Marilyn Monroe.
Από εκεί και μετά η κουλτούρα των ΜΜΕ είναι σύνθετη και συγχυτική. Οι γυναίκες πολιορκούνται από το μήνυμα ότι «μπορούν και πρέπει να τα έχουν όλα». Βομβαρδίζονται με την ιδέα ότι πρέπει να είναι τέλειες στην οικογένεια, την εργασία και το σπίτι, ενώ πολλές γυναίκες-«πρότυπα» τούς επιβάλλουν πώς θα το κάνουν στην τηλεόραση, στο youtube και το instagram.
Τα μοντέλα με όψη ναρκομανούς της δεκαετίας του '90 ακόμα ανταγωνίζονται τις πληθωρικές Πάμελα Αντερσον της δεκαετίας του 2000 και την ακόμα πιο πληθωρική σύγχρονη Κιμ Καρντάσιαν.
Παράλληλα, φαίνεται να προβάλλονται συνεχώς τα καλογυμνασμένα μοντέλα «fitness», ενώ συνεχίζουν να πωλούνται αδύνατες παιδικές κούκλες με εξωπραγματικά μεγάλο στήθος για τον σωματότυπό τους που φαίνεται να παίρνει «σάρκα και οστά» στα μοντέλα των περιοδικών μόδας και του instagram μέσα από την προφανή επέμβαση του πλαστικού χειρουργού.
Επιπρόσθετα η σύγχρονη τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών και επεξεργασίας εικόνας επιτρέπει πολύ μεγάλες «βελτιώσεις» στις εικόνες γυναικών που προβάλλονται στα ΜΜΕ.
Η τάση αυτή για την προβολή ενός εξωραϊσμένου – διορθωμένου – μη πραγματικού εαυτού έχει επεκταθεί από τα γυναικεία περιοδικά μόδας και τα αντρικά «lifestyle» περιοδικά με ημίγυμνες έως και την καθημερινότητα στη μέση γυναίκα με τη χρήση φίλτρων στις φωτογραφίες στο facebook και το instagram.
Οι «διάσημες» γυναίκες, ωστόσο, έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν διαιτολόγους και γυμναστές για να τις φροντίζουν αναφορικά με το βάρος τους, στιλίστες και μόδιστρους να ράβουν ρούχα πάνω τους για να κρύβουν κάθε ατέλεια τους, ενώ συχνά φορούν βοηθητικό ρουχισμό για να δίνει σχήμα στο σώμα τους πριν από δημόσιες εμφανίσεις.
Αυτό βέβαια δεν τις κάνει λιγότερο επιρρεπείς σε διαταραγμένη εικόνα σώματος και διατροφικές διαταραχές απ' ό,τι άλλες γυναίκες με πρόσφατο παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, την αποθανούσα Νανά Καραγιάννη.
Το πρόβλημα φαίνεται να οξύνεται από την ίδια του την ανατροφοδότηση, όταν δημοσιεύματα με γυναίκες που έχουν καμπύλες θεωρούνται πολύ θελκτικές ή από άλλες που ανέκαμψαν σε χρόνο-ρεκόρ στον «ιδανικό» σωματότυπο έπειτα από μια εγκυμοσύνη.
Πριν από 30 χρόνια, το μέσο μοντέλο είχε 8% μικρότερο δείκτη μάζας σώματος από τη μέση γυναίκα, ενώ σε νεότερες μελέτες έχει φανεί να έχει 23%, κάτι που αντανακλά τον αυξανόμενο επιπολασμό της παχυσαρκίας, αλλά και το συνεχώς πιο αδύνατο πρότυπο. Εξετάζοντας περισσότερο τα ΜΜΕ, θα δούμε συχνά να προτρέπουν για διατροφή και άσκηση, άλλοτε με σωστούς και άλλοτε με ακραίους τρόπους από τον κάθε μη ειδικό.
Πρόσφατα ακούσαμε, σε ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι, παρουσιάστρια να παραπέμπει σε «ειδικούς» νεαρό επίδοξο μοντέλο να επισκεφτεί κάποιο διαιτολόγο για να χάσει τοπικό λίπος, κάτι που κάνει τους επιστήμονες του κλάδου, το λιγότερο, να ανατριχιάζουν, ειδικά όταν πρόκειται για μια φυσιολογικότατη κοπέλα. Αυτό που είναι ακόμα χειρότερο όμως είναι ότι θα δούμε πάρα πολλές διαφημίσεις για προϊόντα που υπόσχονται γρήγορο και μόνιμο αδυνάτισμα.
Η βιομηχανία συμπληρωμάτων διατροφής και προϊόντων αδυνατίσματος είναι μία από τις πιο επικερδής παγκοσμίως με τζίρους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με πολλά συμπληρώματα που πολυδιαφημίζονται τελικά να αποδεικνύονται επιβλαβή και να αποσύρονται από την κυκλοφορία, με σαφές αντίκτυπο για τη δημόσια υγεία.
Η επιρροή των ΜΜΕ φαίνεται στο παράδειγμα των νησιών Φίτζι. Πριν την έλευση της τηλεόρασης, το 1995, δεν υπήρξε ποτέ στα νησιά Φίτζι περίπτωση ασθενούς με διατροφική διαταραχή.
Αυτό κυρίως αποδόθηκε στη σημασία που έδιναν στην κουλτούρα των νησιών στη φυσιολογική όρεξη και διατροφή.
Μετά την έλευση της τηλεόρασης και την προβολή αμερικάνικων τηλεοπτικών σειρών, το 1998, το ποσοστό γυναικών που έκανε δίαιτα εκτινάχθηκε από 0% σε 69% και για πρώτη φορά οι κάτοικοι παρουσίασαν διατροφικές διαταραχές. Η επίδραση αυτή επεκτείνεται από την τηλεόραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς έχει φανεί ότι οι γυναίκες όσο πιο πολύ χρόνο δαπανούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Instagram) τόσο πιο αρνητική εικόνα σώματος έχουν.
Παραδόξως, σε σχέση με την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην εικόνα σώματος, πολλές μελέτες έχουν αναδείξει ότι η υπερβολική έκθεση παιδιών στην παρακολούθηση τηλεόρασης, τα περιοδικά και τις ταινίες συμβάλλει σε υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της παχυσαρκίας. Ακόμα και μετά από έλεγχο για συγχυτικούς παράγοντες, η υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας σε γυναίκες και άνδρες κατά 50%.
Επίσης, φαίνεται ότι ο τύπος κι όχι το μέγεθος της έκθεσης σχετίζεται αρνητικά με την εικόνα σώματος. Συγκεκριμένα, ο βαθμός έκθεσης σε σαπουνόπερες και μουσικά βίντεο σχετίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με δυσαρέσκεια της σωματικής εικόνας και τάση για απώλεια βάρους.
Επίσης, η υπερβολική «κατανάλωση» των ΜΜΕ πιθανά σχετίζεται και με κατάθλιψη, η οποία με τη σειρά της εξηγεί την αρνητική εικόνα σώματος στις γυναίκες.
Βασικές συνέπειες της διαταραγμένης εικόνας σώματος
Εξαρση της νευρογενούς βουλιμίας και ψυχογενούς ανορεξίας
Βέβαια το πρόβλημα δεν αφορά αποκλειστικά το γυναικείο φύλο. Πλέον, η συχνότητα εμφάνισης των διατροφικών διαταραχών στους άνδρες αυξάνεται ραγδαία και οι μετροσεξουαλ φιγούρες των ανδρικών περιοδικών αποκτούν όλο και περισσότερους οπαδούς βάζοντας τους άντρες σε ολοένα και μεγαλύτερο κίνδυνο.
Σε κάθε περίπτωση, ο σύγχρονος άνθρωπος βομβαρδίζεται καθημερινά από πληροφορίες αντικρουόμενες. Από τη μια η πίεση των ΜΜΕ για ισχνά και καλλίγραμμα σώματα και στον αντίποδα μια πολυδάπανη στρατηγική προώθησης συγκεκριμένων «παθογόνων» διατροφικών μοτίβων. Η σύγχυση που επικρατεί οδηγεί σε μια ποικιλομορφία σωματικής εικόνας, άλλοτε ισχνότητα κι άλλοτε παχυσαρκία, που αν και κατανοητή είναι άκρως ανησυχητική.
Είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Τόσο το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον όσο και οι επιστήμονες υγείας έχουν την υποχρέωση να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στις ευάλωτες γυναίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας.
Εν γένει, η παιδική ηλικία αποτελεί σταθμό για την πρόληψη εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και διαταραγμένης εικόνας σώματος και σύνθεσης μιας κουλτούρας που μένει κατά το δυνατό ανεπηρέαστη από επικίνδυνους εξωγενείς παράγοντες.
Για παράδειγμα, οι γονείς οφείλουν με λεπτούς χειρισμούς να ενημερώσουν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και να λάβουν ακόμα και αυστηρά μέτρα όπως η μείωση της παρακολούθησης τηλεόρασης.
Ειδικότερα, οι Αμερικάνοι παιδίατροι συνιστούν στους γονείς να μην επιτρέπουν την τηλεθέαση κατάλληλων εκπομπών πέραν των δύο ωρών ημερησίως.
Συστήνουν, επίσης, να παρακολουθούν τηλεόραση μαζί με τα παιδιά τους έτσι ώστε να συζητούν το περιεχόμενο του προγράμματος και να εξηγούν στα παιδιά ότι πολλές φορές αυτό που βλέπουν στα ΜΜΕ δεν είναι πάντοτε πραγματικό, αλλά πολλές φορές πλαστό ή κατασκευασμένο.
Επιπλέον, οι γονείς μπορούν να εφαρμόσουν διατροφικές πρακτικές όπως η κατανάλωση των κυρίων γευμάτων στο τραπέζι από όλη την οικογένεια. Επίσης, η υιοθέτηση υγιεινών μικρών γευμάτων στα διαλείμματα του σχολείου, όπου είναι προετοιμασμένα από το σπίτι. Ακόμα, η παροχή συγκεκριμένου αριθμού «λιχουδιών» την εβδομάδα, έτσι ώστε να μην υπάρχει και το αίσθημα έλλειψης.
Επίσης, οι ίδιοι οι γονείς οφείλουν να διατηρούν υγιεινές διατροφικές συνήθειες, καθώς αποτελούν βασικό πρότυπο για τα παιδιά τους. Υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν δείξει ότι η διατροφική συμπεριφορά των παιδιών καθορίζεται από αυτή των γονιών.
Οι γονείς ως κύριοι φορείς της αγωγής των παιδιών οφείλουν να μαθαίνουν τα παιδιά να αγαπούν το σώμα τους και να κατανοούν ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Ακόμα περισσότερο να αμφισβητούν την ίδια την έννοια της τελειότητας, βοηθώντας τα να αποδεχτούν την ποικιλομορφία και να αντιληφθούν την ομορφιά σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Εκτός όμως από τους γονείς, ευθύνη και ρόλο πρέπει να αναλαμβάνουν και οι επιστήμονες υγείας. Πρέπει να μην λειτουργούν επικριτικά απέναντι στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών και να μην απαγορεύουν καμία τροφή. Κατά βάση πρέπει να ενθαρρύνουν τη φυσική δραστηριότητα και ένα υγιεινό μοτίβο διατροφής. Επίσης, δεν πρέπει να εστιάζουν στο αισθητικό κομμάτι του σωματικού βάρους, καθώς μια ενδεχόμενη πίεση για απώλεια και αδυνάτισμα να οδηγήσει σε κάποια διατροφική διαταραχή.
Ολοι οι επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται στην αγωγή των παιδιών, όπως παιδίατροι, διαιτολόγοι, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι κ.λπ., πρέπει να λαμβάνουν εκπαίδευση σωστής διαπαιδαγώγησης των παιδιών αναφορικά με την εικόνα σώματος, τη διατροφή αλλά και την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην κοινή αντίληψη. Αυτά φυσικά προσαρμοσμένα στο εκάστοτε αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού.
Τέλος, σημαντική μέριμνα οφείλουν να αναλάβουν και οι εκάστοτε κυβερνήσεις ασκώντας έλεγχο στις διαφημίσεις αλλά και θέτοντας «προδιαγραφές» των μοντέλων, διώκοντας ποινικά ιστoσελίδες (π.χ. pro – ana sites) που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Επιπλέον θα πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση όχι μόνο των παιδιών, αλλά και όλων των φορέων που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο.
Ενδιαφέρον παράδειγμα κυβερνητικής πρωτοβουλίας είναι αυτό της γαλλικής κυβέρνησης που υποχρέωσε με σχετική νομοθεσία να αναγράφεται εμφανώς σε όλες τις φωτογραφίες αν είναι ψηφιακά επεξεργασμένες, έπειτα από αναγνώριση της επίδρασης των προτύπων που παρουσιάζονται.
Συμπερασματικά η επιρροή των ΜΜΕ φαίνεται να είναι καταλυτική στη δημιουργία προτύπων ομορφιάς, ενώ η πίεση που ασκούν στις γυναίκες φαίνεται να δημιουργεί πολλές φορές ανασφάλειες, διαταραγμένη εικόνα σώματος, ενώ υποστηρίζεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο πια στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι ενήλικες, γονείς και επαγγελματίες υγείας, θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών αναφορικά με τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα, ενώ πρέπει να εμφυσήσουν αξίες θετικής εικόνας σώματος στα παιδιά με στόχο τόσο την καλύτερη σωματική και ψυχολογική ανάπτυξη όσο και τη θωράκισή τους απέναντι στα αντικρουόμενα ερεθίσματα.
Ωστόσο, η πρόοδος σε αυτό δεν μπορεί να είναι γρήγορη αν αναλογιστεί κανείς πόσο δύσκολο είναι να πείσει ένα παιδί να φάει στο διάλειμμα ένα μήλο αντί για μια σοκολάτα, όταν πολιορκείται από πλήθος άλλων μηνυμάτων.
Οι κρατικοί φορείς αντίστοιχα θα μπορούσαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών, των γονέων και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών υγείας σε ζητήματα που άπτονται της αντίληψης της διαφήμισης, της εικόνας σώματος, μόδας και ομορφιάς αλλά και αναφορικά με τον υγιεινό τρόπο ζωής. Τέλος, πιο δραστικές νομικές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου