Πολιτεία

Πολιτεία

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Η fake λογοτεχνία, δεκανίκι των fake news

Ο Αμερικανός Τζέιμς Φράι αποκάλυψε στο δημοφιλές σόου της Οπρα Γουίνφρι ότι το χρονικό της αποτοξίνωσής του ήταν σκέτη κατασκευή. Το βιβλίο του συνέχισε όμως να σκίζει κι ας ήταν μαϊμού Ο Αμερικανός Τζέιμς Φράι αποκάλυψε στο δημοφιλές σόου της Οπρα Γουίνφρι ότι το χρονικό της αποτοξίνωσής του ήταν σκέτη κατασκευή. Το βιβλίο του συνέχισε όμως να σκίζει κι ας ήταν μαϊμού
«Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές, ο Παστροκωλαράκης,/
Ο λαγναρμένιος Μπιθουλιάν και οι δυό σιαμαίοι Βούζοι,/
Ολόκληρα μερόνυχτα συνέχεια θραπακιάζαν:/ […]/
Τουμποκορδωμπαχλιάζονταν, λυσσοβουτοπαφτιάζαν,/ […]/ ιαχογαυλιούσαν…»
Πρόκειται για ένα δείγμα «Υπερλεξισμού», ενός νέου ποιητικού -ισμού που προβλήθηκε το 1965 ως «η ακρότατη δυνατή προέκταση της γλώσσας»,
δημιούργημα ενός κάποιου Ελευθέριου Δούγια, ανθρώπου με πολλές περγαμηνές, μακαρίτη πια.
«Πάλι - Ενα τετράδιο αναζητήσεων»
Τα χειρόγραφα και η θεωρία του παρουσιάστηκαν από τον φιλοπαίγμονα Αλεκ Σχινά, στο πιο ασυνήθιστο και τολμηρό περιοδικό της εποχής, το βραχύβιο «Πάλι - Ενα τετράδιο αναζητήσεων» που δικαίωνε τον υπερρεαλισμό και τις πρωτοπορίες, και υπερασπιζόταν μια τέχνη και μια σκέψη που «ήταν, είναι και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση». Η δημοσίευση προκάλεσε σάλο, αμφισβήτηση από τον ψυχαναλυτή-συγγραφέα Αριστοτέλη Νικολαΐδη, ανταλλαγή δημόσιων επιστολών και θυελλώδεις καβγάδες στη συντακτική ομάδα του περιοδικού, την οποία συναποτελούσαν εμβληματικοί ποιητές και πεζογράφοι με πρωτεργάτη τον Νάνο Βαλαωρίτη, γύρω του τους Ταχτσή, Μαντώ Αραβαντινού, Πουλικάκο, Κουτρουμπούση, Δενέγρη, Στάγκο, και από κοντά τον Γιώργο Μακρή, τον Νικόλαο Κάλας κ.ά.
Ωσπου, ενάμιση μήνα αργότερα, αποδείχθηκε ότι αυτή η ενδιαφέρουσα ποιητική πράξη ήταν μια χοντρή φάρσα!
Ο Σχινάς και ο Δούγιας ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο, που παρατράβηξε την πρόκληση απέναντι στα αγκυλωμένα, σοβαροφανή, κρυπτο-αντιδραστικά και ψευτο-αναρχικά πνεύματα τα οποία αλώνιζαν στο σινάφι των λογοτεχνών και των διανοουμένων. Ομως κοντά στα ξερά έκαψε και τα χλωρά.
Η φαρσοκωμωδία είχε όρια. Ηταν η χρονιά της Αποστασίας, μια εποχή ζοφερή και νευραλγική, κοινωνικοπολιτικά κρίσιμη, που κυοφορούσε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, και το λογοτεχνικό τοπίο την καθρέφτιζε. Το κλίμα ήταν ηλεκτρισμένο με προκλήσεις, παρεξηγήσεις, φανατισμούς και διάλογο κουφών γύρω από τους πόλους του Σεφέρη και του Εμπειρίκου, των συντηρητικών αστών και των διανοούμενων της Αριστεράς.
Το πνεύμα του Σχινά είχε λειτουργήσει παραπλανητικά απέναντι στα πιεστικά προβλήματα της χώρας. Οταν, λοιπόν, κόπασε ο αχός, εκείνος κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Αναφορά περιπτώσεων» κι έπειτα έφυγε για τη Γερμανία. Από εκεί έδωσε ένα διαφορετικό δείγμα γραφής, καθώς με τις ραδιοφωνικές εκπομπές του στην Ντόιτσε Βέλε αγωνίστηκε γενναία ενάντια στην απριλιανή δικτατορία…
Πώς απαντάμε σήμερα στη fake λογοτεχνία; Τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται και δεν είναι πάντα τόσο κωμικά όσο ο απατηλός «υπερλεξισμός»…
Στη διεθνή αγορά του βιβλίου όλο και συχνότερα πλέον, βρίσκουμε να σερβίρονται με ένα λογοτεχνικό περιτύλιγμα, μαρτυρίες-μαϊμού για τραγικές εμπειρίες που δεν βιώθηκαν ποτέ, επίσης πλαστά απομνημονεύματα από συγγραφείς που σφετερίζονται φυλετικές ή εθνικές ταυτότητες για τις οποίες υπάρχει εμπορικό ενδιαφέρον, αλλά και κρυφά ξενοφοβικά και ρατσιστικά μηνύματα σε φαινομενικά αθώες ψευδώνυμες αφηγήσεις, επινοημένες εξομολογήσεις κ.ο.κ.
Παράλληλα, στο διαδίκτυο κυκλοφορούν ανενόχλητα ψευδεπίγραφα κείμενα και στιχουργήματα που αποδίδονται –με ή χωρίς δόλο– σε διάφορους συγγραφείς.
Χαρακτηριστικό για τα δικά μας πράγματα, ένα ποίημα απλοϊκού ύφους με θέμα τάχα την απλότητα, το οποίο αποδίδεται ψευδώς στον Οδυσσέα Ελύτη. Είχε εμφανιστεί στο διαδίκτυο το 2009, είχε ευρύτατη διάδοση ακόμη και σε σχολεία, και δεν προκάλεσε καμία αντίδραση, μέχρι τις αρχές του 2019, που εντοπίστηκε από τους κυνηγούς των fake news και ξεμπροστιάστηκε, και απαντήθηκε (1/2/2019) στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης» (τχ. 2).
Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σε μια νέα συνθήκη όπου σαν να ισοδυναμούν πλέον αυθεντικότητα και κατεργαριά, αλήθεια και ψεύδος, πραγματικότητα και φαντασία.
Σαν να έχει διαμορφωθεί ένα τοπίο όπου η επιβεβαίωση της αυθεντικής φωνής του συγγραφέα δεν αποτελεί όρο για την καταξίωση του έργου του στην αγορά. Κι όταν αυτό συμβαίνει συστηματικά στη βιομηχανία της κουλτούρας, αλλά ταυτόχρονα συμβαίνει και στη δημόσια σφαίρα, όπου εξαπλώνεται το παγκόσμιο φαινόμενο των fake news, τότε η παράλληλη αυτή κατάσταση απαιτεί ιδιαίτερη εγρήγορση. Και από τον λογοτεχνικό κόσμο.
Σχόλιο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Οδυσσέας Ελύτης Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Οδυσσέας Ελύτης |
Στο ευφάνταστο και πνευματώδες λογοτεχνικό περιοδικό «Χάρτης», που ξανακυκλοφορεί σε ψηφιακή πλέον μορφή, επισημαίνεται ότι εδώ και αρκετά χρόνια κυκλοφορούν και είναι πολύ διαδεδομένα στο διαδίκτυο δύο πλαστά ποιήματα που αποδίδονται ψευδώς στον Ελύτη και στον Μπόρχες, όμως μόλις τώρα εντοπίστηκαν από τους ειδικούς.
Ο πεζογράφος Δημήτρης Καλοκύρης, μεταφραστής του Μπόρχες, χαρακτηρίζει το αντίστοιχο ποίημα ως «γλυκανάλατο διδακτικό κατασκεύασμα σε ύφος μάλλον Χαλίλ Γκιμπράν παρά Μπόρχες».
Και η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, κληρονόμος του Ελύτη, σχολιάζει την πράξη του κατασκευαστή του ψευδεπίγραφου Ελυτικού στιχουργήματος, σημειώνοντας:
«[...] Θα ήταν ίσως μόνο μια ανόητη κίνηση ενός αφελούς που ξύπνησε ένα πρωί και είπε να δώσει στις ιδέες του επίφαση κύρους και συνάμα να γελάσει με την ημιμάθεια των άλλων. Γίνεται όμως κακόβουλη πράξη γιατί αφενός προσβάλλει τον ποιητή, όταν ψευδώς του αποδίδεται κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει γράψει, αλλά αφετέρου παραπλανά νέους ή και αθώα καλοπροαίρετους χρήστες του διαδικτύου, που δεν έχουν ίσως τη γνώση ή τα αντανακλαστικά για να καταλάβουν από την πρώτη φράση πόσο απέχει ο συγγραφέας του κειμένου από τον ποιητή!  “Τρώγε την πρόοδο”, έλεγε ο Ελύτης, “και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της”! Αρκεί να ξέρεις κάποτε και να τα φτύνεις, θα πρόσθετα τώρα πια».
Εξομολογήσεις-μαϊμού, καπηλείες και αληθινό χρήμα
Οι συγγραφείς οι οποίοι παραπλανούν, προσβάλλουν ή και χειραγωγούν τους αναγνώστες τους υπογράφοντας κατασκευασμένες μαρτυρίες ως αληθινές δικές τους, δεν είναι καθόλου λίγοι. Το αποδεικνύει ο Κρίστοφερ Μίλερ (Christopher L. Miller), καθηγητής στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Γέιλ, με την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του με τίτλο «Impostors. Literary Hoaxes and Cultural Authenticity», εκδ. Chicago (κατά λέξη «Λογοτεχνικές απάτες και αυθεντικότητα στην κουλτούρα»). Ο Μίλερ εξετάζει και ταξινομεί διαφορετικές περιπτώσεις συνειδητών ή και δόλιων παραβιάσεων αυτού που αποκαλεί «αυτοβιογραφικό σύμφωνο ειλικρίνειας» («autobiographical pact») μεταξύ του εκάστοτε συγγραφέα με το αναγνωστικό κοινό. Και τελικά, ανήσυχος με τα ευρήματά του, εισάγει στον προβληματισμό του/μας και την ηθική παράμετρο («ethics of authorship»).
Υπάρχουν δημοφιλείς αυτοβιογραφίες, λέει ο Κρίστοφερ Μίλερ, όπου ο αυτοβιογραφούμενος δεν έζησε στο πετσί του όλες τις εμπειρίες που αφηγείται, τις έζησε όμως η κοινότητά του, οπότε το βιβλίο του αντανακλά συλλογικά βιώματα και με την έννοια αυτή δεν είναι παραπλανητικό.
Αυτή είναι η περίπτωση της «Αυτοβιογραφίας του Μάλκολμ Χ» όπως την κατέγραψε το 1965 ο δημοσιογράφος Αλεξ Χάλεϊ (βλ. και εκδ. Κουκκίδα), ρίχνοντας φως και στην ευρύτερη αφροαμερικανική κοινότητα.
Δεν κρίθηκαν όμως με τον ίδιο τρόπο τα «Χίλια κομμάτια» του Αμερικανού Τζέιμς Φράι (Ωκεανίδα, μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ) που έγιναν διεθνές μπεστ σέλερ το 2003. Διότι εδώ, η αυτοβιογραφική αφήγηση του 23χρονου τοξικομανή και αλκοολικού, ο οποίος αναδύεται από την προσωπική του κόλαση και επιστρέφει στον κόσμο των «κανονικών» ανθρώπων, αποδείχθηκε σκέτη κατασκευή!
Το παραδέχθηκε ο ίδιος ο συγγραφέας, στην τηλεοπτική εκπομπή της Οπρα Γουίνφρι μέσω της οποίας έγινε σταρ. Η ειρωνεία είναι ότι ο εκδότης του δέσμευσε 2 εκατομμύρια δολάρια για να αποζημιώσει τους εξαπατημένους αναγνώστες του, αλλά η… ψευδο-εξομολόγηση του Φράι συνεχίζει να διαφημίζεται και να πουλιέται διαδικτυακά μέσω Amazon ως εξαιρετικό χρονικό αποτοξίνωσης.
Πέρσι μάλιστα «έγινε» και ταινία!
Αυτή η ανθεκτικότητα του ψεύδους διαπιστώνεται συχνά σε πλήθος ΜΜΕ (και στην Ελλάδα) όταν ασχολούνται με θέματα πολιτικής επικαιρότητας, αλλά έχει διαβρώσει και τη λογοτεχνία, οπότε πρέπει να μας προβληματίσει διπλά. Διότι αντανακλά μια ηθική χαλαρότητα τόσο από την πλευρά των συγγραφέων όσο και από την πλευρά της μεγάλης κοινότητας των αναγνωστών τους.
Αυτό σχολιάζει στο περιοδικό «New Yorker» ο Λούις Μίναντ (Louis Menand), διακεκριμένος Αμερικανός κριτικός που διδάσκει στο Χάρβαρντ, με αφορμή την έρευνα του Μίλερ για τις λογοτεχνικές απάτες.
Στο πεδίο της Λογοτεχνίας υπήρχε ανέκαθεν μια μεγάλη ποικιλία συγγραφικών προσωπείων: από τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα που δηλώνονται στα βιογραφικά των συγγραφέων –λ.χ. Τζορτζ Ελιοτ, Τζον Λε Καρέ, Μ. Καραγάτσης, Αύγουστος Κορτώ κ.ά.– μέχρι τα περίφημα 72 ετερώνυμα του Φερνάντο Πεσόα, που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικές λογοτεχνικές εκφάνσεις της συγγραφικής του ταυτότητας.
Αντίστοιχα, και οι «συγγραφείς-φαντάσματα» που μαστορεύουν κατά παραγγελία (αυτο)βιογραφίες διασημοτήτων ή και οι ομάδες των «νέγρων» που εξασφαλίζουν ταχύτατη παραγωγή μπεστ σέλερ με τη συνταγή και τις κατευθύνσεις που τους δίνει κάθε φορά ο συγγραφέας-φίρμα, αποτελούν πρακτικές γνωστές στην αγορά και στο κοινό. Και πλέον καταδικάζονται μονάχα όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα και τις (πενιχρές) αμοιβές των εμπλεκόμενων γραφιάδων. Ακόμα και ο γνωστός σεναριογράφος και στιχουργός Βαγγέλης Γκούφας είχε δουλέψει κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Κάποιες φορές, ωστόσο, η κατάσταση ξεφεύγει σε πλαστοπροσωπίες και καπηλείες που οδηγούν στην παραπλάνηση του κοινού με κρίσιμες συνέπειες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, κατά τον Μίλερ, είναι το αυτοβιογραφικό αφήγημα ενηλικίωσης ενός νεαρού Μεξικανού στο Λος Αντζελες με τίτλο «Famous All Over» (σε πρόχειρη μετάφραση «Ξακουστός παντού») που έγραψε το 1983 ο Ντάνι Σαντιάγο με σχόλια υπέρ της αφομοίωσης των «Τσικάνο».
Επί 17 μήνες το βιβλίο του εισέπραττε διθυράμβους έγκριτων κριτικών, όμως τελικά αποδείχθηκε ότι το υπέγραφε ένας ψευδο-Μεξικανός που λεγόταν Ντάνιελ Τζέιμς. Ηταν ένας 70άρης συγγραφέας από το Μιντγουέστ, που καπηλεύτηκε την ταυτότητα του «ξένου» προκειμένου να χρησιμοποιήσει μια δακρύβρεχτη ιστορία για να κάνει μια κερδοφόρα δεύτερη καριέρα.
Κρίσιμες συνέπειες
Μια από τις πιο ανθεκτικές απάτες με αρνητικό ηθικό πρόσημο, είναι η περίπτωση του Γάλλου Ντανιέλ-Λουί Τερόν που έγινε διάσημος το 1997, στα 50 του, ως Πολ Σμαΐλ με μια ψευδο-αυτοβιογραφία η οποία λειτούργησε προδοτικά, ως «δούρειος ίππος» (έτσι την κατατάσσει ο Μίλερ), για τη γαλλο-αραβική κοινότητα στη Γαλλία. Ο Σμαΐλ εμφανίστηκε ως καλλιεργημένος Γάλλος συγγραφέας δήθεν αραβικής καταγωγής και παραπλάνησε τους πάντες με το εξομολογητικό βιβλίο «Vivre me tue» (σε κατά λέξη μετάφραση «Το να ζω με σκοτώνει»).
Εκεί, υποτίθεται πως μιλά με τη φωνή της, γεννημένης στη Γαλλία, δεύτερης γενιάς (Beurs) των Αράβων μεταναστών από τις βορειοαφρικανικές γαλλικές αποικίες και υποβάλλει την άποψη ότι το μόνο που ζητούν είναι να απαλλαγούν από τα δεσμά της αραβικής ταυτότητάς τους και να γίνουν σκέτοι Γάλλοι.
Το βιβλίο του διαβάστηκε πολύ, προκάλεσε σειρά διατριβών και έγινε ταινία, ώσπου το 2003 αποκάλυψε ο ίδιος την πλαστοπροσωπία του.
Πιο σκανδαλώδες όμως και από αυτά τα ισοπεδωτικά ψεύδη του που διαδόθηκαν ευρέως, πιο σκανδαλώδες και από το ότι αποκαλύφθηκε πολέμιος της ανεξιθρησκίας και της πολυπολιτισμικότητας, είναι το ότι ο ίδιος ο απατεώνας-συγγραφέας θέλησε να αξιοποιήσει ακόμα και την πλάνη του κοινού του. Διότι με παρρησία υποστήριξε ψευδώς ότι αφού τόσο πολλοί, ακόμα και ειδικοί του Μαγκρέμπ, τον πίστεψαν, αυτό σημαίνει πως η ίδια η ταυτότητα των Μπερ (Beurs), ως τέτοια, είναι μια κατασκευή!
Ντανιέλ-Λουί Τερόν Ντανιέλ-Λουί Τερόν |
Αρα; Είναι τελικά παράνομη η παραβίαση του άρρητου «αυτοβιογραφικού συμφώνου» των συγγραφέων με τους αναγνώστες τους;
Αυτή καθαυτή, όχι, απαντά ο καθηγητής Μίναντ. Κι ας επικρέμαται ένα σύννεφο από αγωγές και μηνύσεις πάνω από τους συγγραφείς πλαστών αυτοβιογραφικών αφηγήσεων, για τις ζημιογόνες συνέπειες του λογοτεχνικού «παιχνιδιού» τους. Οι συγγραφικές ελευθερίες παραμένουν ένα σοβαρό επιχείρημα στη φαρέτρα τους.
Σίγουρα, όμως, μια τέτοια παραβίαση είναι ανήθικη, επιμένει ο Μίναντ. Πρώτα πρώτα επειδή οι συγγραφείς απατηλών κειμένων κοροϊδεύουν τους αναγνώστες σερβίροντας ιστορίες που άλλα υπαινίσσονται, άλλα υπόσχονται και άλλα προσφέρουν.
Κυρίως, όμως, επειδή συχνά οι λογοτεχνικές απάτες υπονομεύουν, στοχοποιούν, δυσφημούν, προσβάλλουν, παραπλανούν ή αποπροσανατολίζουν, όχι μεμονωμένα άτομα αλλά ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, εθνοτικές, θρησκευτικές κ.λπ.
Ζητείται συγγραφική αλλά και αναγνωστική ηθική
Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν γίνει ακόμα πιο σύνθετα. Η δημόσια συζήτηση έχει ολοκληρωτικά διαφθαρεί από την αναλήθεια και την ψευδολογία, και μάλιστα, όπως σημειώνει ο Λούις Μίναντ, «το πολιτικό ψεύδος έχει κατακτήσει ένα είδος ανίερης ασυλίας».
Παρατηρούμε π.χ. πως είναι πλέον αποδεκτό από τον πολιτικό που κατηγορείται ότι ψεύδεται, να ανταποδίδει την κατηγορία αντί να φανερώνει την αλήθεια (του). Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως τελικά το κοινό των ΜΜΕ καλείται καθημερινά, όχι πια να διαλέξει ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα αλλά «να διαλέξει ποιο ψέμα προτιμά, ποιο ψέμα το εξυπηρετεί».
Με δεδομένη λοιπόν αυτήν την κατάσταση στο πεδίο του δημοσιογραφικού λόγου, και ιδίως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ που σηματοδοτεί τον «θρίαμβο της αντίληψης του σχετικισμού», ο καθηγητής Μίναντ χτυπά συναγερμό.
Ισως να είναι πλέον απαραίτητο, στο πεδίο της ελεύθερης λογοτεχνικής παραγωγής, εκεί όπου σήμερα ένα κείμενο κρίνεται αυτό καθαυτό, και όχι από τα ιδιαίτερα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα του, να επανενεργοποιήσουμε, όπως λέει, τη διάκριση μεταξύ αυθεντικής ή κατασκευασμένης συγγραφικής ταυτότητας. Διότι σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των fake news, με τις ψευδείς ή «εναλλακτικές» ειδήσεις να πολλαπλασιάζονται στα ΜΜΕ και με τη λογοτεχνική αγορά να υπαγορεύει θέματα ή ήρωες (όπως π.χ. οι μετανάστες) που έχουν ζήτηση, η fake λογοτεχνία έχει γίνει θρασύτατη. Και το χειρότερο: πετυχαίνει να δηλητηριάσει την κριτική σκέψη μας.
Τα fake news και η fake λογοτεχνία αντέχουν επειδή εμείς «γινόμαστε συνένοχοι» στο απατηλό αφήγημα που μας σερβίρουν, γράφει ο Μίναντ.
Τόσο η βιομηχανία των ψευδών ειδήσεων όσο και η παραγωγή των κατασκευασμένων λογοτεχνικών «εξομολογήσεων» και των προσχεδιασμένων «αναμνήσεων», χαϊδεύουν τις προκαταλήψεις μας. Ως αναγνωστικό κοινό αποδεχόμαστε και δικαιολογούμε και αθωώνουμε αυτό που επιθυμούμε να πιστέψουμε ως αληθινό, γνήσιο, αυθεντικό.
Με άλλα λόγια γινόμαστε όλο και περισσότερο αδιάβροχοι στο ψεύδος. Ηρθε λοιπόν η ώρα, λέει ο Μίναντ, να γίνουμε πιο ευαίσθητοι στα ζητήματα της «συγγραφικής ηθικής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου