Πολιτεία

Πολιτεία

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Μια μαρτυρία από την κόλαση της Μακρονήσου


     Η μελέτη της Μακρονήσου ως τόπου εξορίας, βασανισμού και πειθάρχησης καταλαμβάνει μέχρι σήμερα μόνο ένα μικρό μέρος της κατά τα άλλα
πλουσιότατης ιστοριογραφικής παραγωγής που αφορά την πολυτάραχη δεκαετία του 1940.
   Ιδιαίτερης σημασίας για τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας πάνω στο ζήτημα αυτό υπήρξε, κατά τη δεκαετία του 1980, η «έκρηξη» των δημοσιεύσεων μαρτυριών και αναμνήσεων από τα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου εκ μέρους των αγωνιστών της Αριστεράς, που είχαν επιτέλους βγει από το περιθώριο της «καχεκτικής» μετεμφυλιακής δημοκρατίας.
   Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή, την οποία μας μεταφέρει το νέο βιβλίο των εκδόσεων Πληθώρα. Ο ιστορικός Βασίλης Μπογιατζής συγκέντρωσε τα χειρόγραφα του πατέρα του, τα μετέγραψε και ανέλαβε με ιδιαίτερη φροντίδα την επιμέλεια του εν λόγω βιβλίου. Στο τελευταίο μέρος του, ο ίδιος συνέθεσε ένα είδος ιστορικής βιογραφίας, ανασυγκροτώντας το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έζησε ο πατέρας του και τοποθέτησε επίσης τη Μακρόνησο στο αναλυτικό πρίσμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης που κηλίδωσαν την ιστορία του 20ού αιώνα.
   Ο Απόστολος Μπογιατζής γεννήθηκε το 1910 στην Τρίγλια της Βιθυνίας και πέθανε στη Ραφήνα το 2004. Το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έφτασε στον Πειραιά και σύντομα εγκαταστάθηκε στη Ραφήνα.
Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Υστερα στρατολογήθηκε στο 34ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και συμμετείχε στις μάχες των Δεκεμβριανών. Διωκόμενος από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο στις 12 Μαΐου 1947. Στο εξής, θα κυκλοφορούσε στην παρανομία, μέχρι τη σύλληψή του στην Κοκκινιά, στις 9 Νοεμβρίου 1947.
   Από την άνοιξη του 1948 μέχρι τον Ιούλιο του 1949, εκτοπίστηκε, ως θανατοποινίτης, στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, εν αναμονή της νέας εκδίκασης της υπόθεσής του. Στις 14 Νοεμβρίου 1949, ο Μπογιατζής αθωώθηκε, ελλείψει στοιχείων για τη δολοφονία που δήθεν είχε διαπράξει τον Αύγουστο του 1944, όμως συνελήφθη σχεδόν αμέσως, καθώς δεν είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας.
   Σύντομα επέστρεψε στο Α' Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Α' ΕΤΟ) της Μακρονήσου και στα μέσα του 1950 μεταφέρθηκε σε νέο τόπο εκτοπισμού, στον Αη Στράτη. Στις αρχές του 1952 επέστρεψε, νόμιμα πλέον, στη Ραφήνα ως «τελών εν εκτοπίσει». Δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της ΕΔΑ, όμως η ρήξη του με το κόμμα, το 1963, τον απογοήτευσε βαθιά. Το απόγευμα της 21ης Απριλίου του ’67 συνελήφθη εκ νέου και εξορίστηκε στη Γυάρο, όπου υπό την ασφυκτική πίεση των Αρχών και πικραμένος από την προαναφερθείσα σύγκρουσή του με τους κομματικούς φορείς, αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για να επιστρέψει στη Ραφήνα.
   Το καθαυτό μέρος της μαρτυρίας ξεκινά «in medias res», από την ημέρα της σύλληψης του Μπογιατζή, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της εξαντλείται στην περίοδο της κράτησής του στη ΣΦΑ. Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα πάθη και τα βάσανα των συντρόφων και συγκρατουμένων του. Από τα ταραχώδη επισκεπτήρια στις φυλακές του Πειραιά, την αγωνία τους κατά την άφιξη στον «τάφο του κομμουνισμού», μέχρι και τον φόβο μπροστά στους αδίστακτους «αλφαμίτες», περιγράφει με τρομακτική διαύγεια την «κόλαση» που βίωσαν οι εκτοπισθέντες.
   Η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή ξεκίνησε να γράφεται το 1982, αλλά έμεινε δυστυχώς ημιτελής, καλύπτοντας μόνο ένα μέρος της παραμονής του στη Μακρόνησο. Περικλείοντας όμως όλο το φάσμα των συναισθημάτων που γέννησαν οι ακραίες εμπειρίες του 20ού αιώνα, το βιβλίο αυτό μας βοηθά να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία συναντά και πολλές φορές καθορίζει τις ζωές των απλών, καθημερινών ανθρώπων. Η προφορικότητα της γραφής, σε συνδυασμό με την απλότητα της γλώσσας, χαρίζουν στο κείμενο ιδιαίτερη ζωντάνια.
   Οι περιγραφές των ξυλοδαρμών και των σαδιστικών βασανιστηρίων στα οποία υποβάλλονταν οι κρατούμενοι συγκλονίζουν ακόμα και τον πιο εξοικειωμένο αναγνώστη. Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι διάσπαρτες μικρο-κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις του συγγραφέα, τόσο για τον κόσμο του στρατοπέδου όσο και για την πολιτική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτό που τις καθιστά εντυπωσιακές δεν είναι μόνο η οξυδέρκειά τους, αλλά και το γεγονός ότι προέρχονται από έναν γνήσια λαϊκό άνθρωπο και όχι από κάποιον διανοούμενο της εποχής.
   Πέραν αυτού, το βιβλίο αναδίδει, με απλό ύφος και χωρίς τάσεις στομφώδους ηρωοποίησης, την αξιοπρέπεια ενός αγωνιστή που διακατέχεται από βαθιά πίστη στον αγώνα του για έναν καλύτερο κόσμο. Λειτουργεί, επίσης, ως φόρος τιμής στα θύματα των απανταχού στρατοπέδων συγκέντρωσης, υπενθυμίζοντας εν συνόλω το ευρωπαϊκό παρελθόν της βαρβαρότητας.
   Οπως αναφέρει ο Βασίλης Μπογιατζής, χωρίς την υπενθύμιση αυτή, η διαμόρφωση μιας «παραδειγματικής ιστορίας», η οποία θα συμβάλει στο να μην επιτρέψουμε στο μέλλον μια ανάλογη μεταχείριση του πολιτικού αντιπάλου, θα είναι ανέφικτη. Ως κατακλείδα, αξίζει να κρατήσουμε στη μνήμη μας τη φράση του Μαξ Χορκχάιμερ, την οποία παραθέτει στην αρχή των «επιλεγομένων» του ο επιμελητής του βιβλίου: «Οι ανώνυμοι μάρτυρες των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι τα σύμβολα μιας ανθρωπιάς που πασχίζει να γεννηθεί».
*Υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου