Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Για σχέδιο μεταφοράς αρμοδιοτήτων στην κατ΄ ευφημισμόν Τοπική
Αυτοδιοίκηση κάνει λόγο δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ» με τον Υπουργό Εσωτερικών
Τάκη Θεοδωρικάκο ουσιαστικά να επιβεβαιώνει το δημοσίευμα επισημαίνοντας
ότι: «Η επιτροπή ωστόσο δεν έχει ολοκληρώσει το έργο της και δεν έχει
καταθέσει το σχετικό πόρισμά της στο Υπουργείο».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στις εισηγήσεις της 11μελούς επιστημονικής επιτροπής, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αλλαγή σκυτάλης στη διαχείριση σχολείων και κέντρων υγείας, μπαίνουν πλέον οι τελευταίες πινελιές και είναι θέμα ημερών να πάρουν τον δρόμο της έγκρισης από την κυβέρνηση. Αναφορικά με το δεύτερο μεγάλο άξονα του σχεδίου, την εκπαίδευση, προδιαγράφεται σύσφιξη της σχέσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσης, που σήμερα περιορίζεται στα σχολικά κτίρια.
Το Μάρτιο του 2008, η κυβέρνηση της ΝΔ κατέθεσε πρόταση για περιφερειακή αυτοδιοίκηση («Καποδίστριας ΙΙ). Στο σχέδιο αυτό, προβλεπόταν ότι όλες οι αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους μεταφέρονται στην περιφερειακή δομή, εκτός από την εθνική άμυνα και ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας. Ο «Καποδίστριας ΙΙ» δεν προχώρησε, για διάφορους λόγους.
Στόχος η διαμόρφωση του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς, που οικοδομείται πάνω στα ερείπια του σημερινού δημόσιου σχολείου. Στη χώρα μας οι αντιστάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην αποτροπή της εφαρμογής της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης» που αποτελούν βασικούς πυλώνες για την οικοδόμηση του σχολείου της αγοράς και αποτελούσαν βασικές προτεραιότητες της εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις προβάλλουν ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο η επιχείρηση διατάζει και η εκπαίδευση πρέπει να συμμορφώνεται. Γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να «μεταρρυθμίζεται» έτσι που να συμμορφώνεται με τους κανόνες της αγοράς. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται όλο και πιο ορατή η ενεργός συμμετοχή και παρέμβαση των επιχειρήσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία που επιχειρούν να προσδεθεί στο άρμα τους.
Βασικά στοιχεία αυτής της νεοφιλελεύθερης πρότασης είναι: α) η επιλογή σχολείου από τους γονείς β) ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση γ) το άνοιγμα του σχολείου στις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας, ώστε τόσο τα αναλυτικά προγράμματα όσο και η εργασία των εκπαιδευτικών να μην έχουν ως σκοπό να καλλιεργήσουν οι μαθητές κριτική σκέψη, αλλά να «πατρονάρονται» από δεξιότητες άμεσα χρηστικές στην αγορά εργασίας. δ) αξιολόγηση των σχολείων με βάση την επίδοση των μαθητών σε περιφερειακές εξετάσεις.
Πρόκειται για βασικές κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής διαφοροποίησης των σχολείων, όπως έχουν σχεδιαστεί από ΕΕ και ΟΟΣΑ και αναφέρονται στις προγραμματικές δηλώσεις πρώην Υπουργών Παιδείας, της Ά. Διαμαντοπούλου το 2009 και του Κ. Αρβανιτόπουλου το 2012, Κ. Γαβρόγλου 2016.
Ειδικότερα την περίοδο αυτή η ελληνική δημόσια εκπαίδευση δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα με την πολιτική της υποχρηματοδότησης και των περικοπών, των μηδενικών διορισμών, την τηλεκπαίδευση και κυρίως με το πολυνομοσχέδιο που εντείνει τους ταξικούς φραγμούς, εισάγει την αξιολόγηση/κατηγοριοποίηση εκπαιδευτικών και σχολείων κ.α..
Η επίθεση, όπως και στην υπόλοιπη κοινωνία, είναι στρατηγικού χαρακτήρα και στοχεύει στην αλλαγή των αρχών λειτουργίας της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά. Τα όποια υπολείμματα κοινωνικών κατακτήσεων υπάρχουν σήμερα στην εκπαίδευση εξέφραζαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα μιας άλλης εποχής και έναν διαφορετικό συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων από τον σημερινό. Η στρατηγική ήττα του λαϊκού κινήματος τη δεκαετία του ’90 και του 2000 έγινε το εφαλτήριο για να συντριβούν εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα.
Μακροπρόθεσμα τ’ αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δε θα μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής. Ανάλογα προβλήματα θ’ αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών μεταναστών και φτωχών Ελλήνων, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, της μητρόπολης του καπιταλισμού.
Πάνω στα ερείπια του ενιαίου δημόσιου σχολείου οικοδομείται η διαφοροποίηση κάθε σχολείου και ουσιαστικά ο ταξικός διαχωρισμός τους με «δούρειο ίππο» την αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση. Επιπλέον, η τοποθέτηση οικονομικού διευθυντή-μάνατζερ δείχνει το άνοιγμα του σχολείου σε επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη διαπλοκή του με την «ελεύθερη» αγορά.
Στα πλαίσιο μιας ψευδώνυμης αποκέντρωσης οι διευθυντές θα μετατραπούν σε μάνατζερ – διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι ν΄ αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου. Στόχος είναι η θεσμική μετεξέλιξη του διευθυντή από τον παλιό γραφειοκράτη διευθυντή σε έναν «δυναμικό άρχοντα-manager», ο οποίος θα αναζητά πόρους και θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, καινοτόμων δράσεων και διασύνδεσης «του σχολείου του» με την τοπική αγορά.
Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που θεσμοθετεί το υπουργείο με το πολυνομοσχέδιο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θ ʼ ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών).
Στο πλαίσιο αυτά ο διευθυντής της σχολικής μονάδας αναλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα «τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», γεγονός που ενισχύει όλους τους μηχανισμούς αξιολόγησης («κοινωνικής λογοδοσίας») και τους συνδέει αφενός με τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και αφετέρου με την ίδια την χρηματοδότηση των σχολείων. Μια τέτοια προοπτική εμπεριέχει τον κίνδυνο καθυπόταξης της διδακτικής πράξης στην επιχειρηματική λογική. Το σχολείο να λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ ΄αυτή την προοπτική.
Το Υπουργείο Παιδείας προωθεί την ενίσχυση του ελεγκτικού και «πανοπτικού» ρόλου του κράτους, που θα κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχο κάθε σημαντική λειτουργία του μηχανισμού διοίκησης-εποπτείας της εκπαίδευσης. Οι θεωρητικοί για τη διοίκηση και την οργάνωση κάθε συστήματος υποστηρίζουν απόλυτα ότι ένα συγκεντρωτικό κράτος ή εξουσία μπορεί να είναι συμπυκνωμένο ή αποσυμπυκνωμένο.
Παράλληλα το κράτος διαθέτει πολυάριθμούς κόμβους εξουσίας, οι οποίοι μεταβιβάζουν και κάνουν εμφανή τη δύναμη και τη βούληση της πολιτικής εξουσίας. Ένας απ’ αυτούς είναι και η Τ.Α. Το κράτος σ΄ αυτό το στάδιο είναι υποχρεωμένο να διευθετήσει τη συγκεντρωμένη εξουσία γι’ αυτό και καταλήγει να τη διαμοιράσει. Όλη η εξουσία που συγκεντρώνει κατανέμεται σε διάφορες υπηρεσίες και στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Η μεταφορά της εξουσίας σε όργανα τοπικά ή περιφερειακά, που παραμένουν όμως αναγκαστικά στην ιεραρχία των κεντρικών διοικήσεων, δεν δίνει τη δυνατότητα άμεσης επέμβασης του λαού στην εξουσία και στη διοίκηση. Αντίθετα, πρόκειται για απλή αποσυμπύκνωση της συγκεντρωτικής εξουσίας και, ουσιαστικά, πρόκειται για εσωτερική κατανομή των δραστηριοτήτων της Κεντρικής εξουσίας ή της κεντρικής διοίκησης.
Ωστόσο, το κράτος προβάλλει την ανάγκη αυτονόμησης της σχολικής μονάδας. Πίσω από τις εύηχες διακηρύξεις για δυνατότητα της σχολικής μονάδας να διαμορφώνει το πρόγραμμά της, για αυτονομία, διαφοροποίηση του αναλυτικού προγράμματος, ξεπροβάλλει μια εκπαίδευση και ένα σχολείο αντίστοιχο με τις οικονομικές και κοινωνικο-ταξικές συνθήκες της περιοχής του, που θα διαφοροποιείται κατά περιφέρεια ανάλογα με τις επιδιώξεις της αγοράς και τις κατευθύνσεις των επιχειρήσεων. Την ίδια το σχολείο μετατρέπεται σε αποθήκη κατάρτισης φθηνού εργατικού δυναμικού και μεταναστών για την αγορά. Σχολείο της αγοράς, φθηνό, αυταρχικό, εξοντωτικό και ελιτίστικο, σχολείο όχι γνώσεων και παιδείας, αλλά λειτουργικών δεξιοτήτων, στενής κατάρτισης και όχι γενικής γνώσης, σχολείο όπου θα βασιλεύει το πνεύμα του ανταγωνισμού, της κοινωνικής διαφοροποίησης και του «επιχειρείν».
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, όπου στο 75% των σχολείων σύλλογοι γονέων, μαθητές και εκπαιδευτικοί, μετά τη λήξη των μαθημάτων, αναλαμβάνουν υπεργολαβίες από διάφορες επιχειρήσεις, όπως τήρηση ισολογισμών, συσκευασία τροφίμων κ.λπ.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι άλλα σχολεία στη Βρετανία, όσα έχουν οικονομική δυνατότητα, ακολουθούν ένα απαιτητικό θεωρητικό πρόγραμμα που συμπληρώνει τις γνώσεις και ενισχύει τις επιδόσεις στη Γλώσσα, τα Μαθηματικά και σε άλλα μαθήματα γενικής παιδείας, ενώ άλλα σχολεία φυτοζωούν ασχολούμενα με την καλαθοπλεκτική και την πηλοπλαστική!
Στις ΗΠΑ η εκπαίδευση έχει υπαχθεί εξολοκλήρου στην Αυτοδιοίκηση κάθε Πολιτείας. Αποτέλεσμα, η μεγάλη ταξική διαφοροποίηση και η μορφωτική και υλική ένδεια μεγάλου αριθμού σχολείων από τη μετατροπή τους σε εμπορικά υποκαταστήματα. Στη Φινλανδία τα σχολεία χρηματοδοτούνται κατά 50% από κρατικά κονδύλια και κατά 50% από τις τοπικές επιχειρήσεις και τη φορολόγηση των δημοτών.
Το όραμα της αποκέντρωσης ή και της αυτοδιαχείρισης, όπως προσθέτουν πολλοί, του σχολείου στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, όχι μόνο είναι ανέφικτο, αλλά απατηλό και αποπροσανατολιστικό.
Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίος ο σαφής προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων που επανειλημμένα έχουν διατυπωθεί, έτσι ώστε να ενισχυθεί ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Παράλληλα, είναι επιτακτική ανάγκη η αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων που συμβάλλουν στην κατοχύρωση και διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, έτσι που να μπορούν να επεμβαίνουν και να συμμετέχουν -ατομικά και συλλογικά- στη λειτουργία του σχολείου ως ενεργά υποκείμενα. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οι εκπαιδευτικοί μπορούν και πρέπει να έχουν λόγο για τα Αναλυτικά προγράμματα, χωρίς αυτό να σημαίνει την παθητική συναίνεση και συνενοχή στη σύνταξή τους από τα «ανώτερα όργανα».
Γενικότερα μπορούν και πρέπει να επεμβαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, να έχουν άποψη για το περιεχόμενο των γνώσεων και των μεθόδων διδασκαλίας (τι και πώς θα διδαχθεί), αμφισβητώντας το ρόλο του πειθήνιου αλλοτριωμένου δημόσιου υπαλλήλου που λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας και διαμεσολαβητής της κοινωνικής επιλογής των μαθητών.
Συγκεκριμένα χρειάζεται:
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, στις εισηγήσεις της 11μελούς επιστημονικής επιτροπής, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αλλαγή σκυτάλης στη διαχείριση σχολείων και κέντρων υγείας, μπαίνουν πλέον οι τελευταίες πινελιές και είναι θέμα ημερών να πάρουν τον δρόμο της έγκρισης από την κυβέρνηση. Αναφορικά με το δεύτερο μεγάλο άξονα του σχεδίου, την εκπαίδευση, προδιαγράφεται σύσφιξη της σχέσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσης, που σήμερα περιορίζεται στα σχολικά κτίρια.
Το αποκεντρωμένο σχολείο της αγοράς
Από τη δεκαετία του 1990 η κυρίαρχη πολιτική στην εκπαίδευση
επιδιώκει την ευθυγράμμισή της στα νέα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ζήτημα της αποκέντρωσης-περιφερειακότητας έχει ανοίξει στη χώρα μας
από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, με τους ν. 2218 και 2240/94, στους
οποίους περιλαμβάνονταν διατάξεις για την αποκέντρωση της εκπαίδευσης,
αρχής γενομένης από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία. Το Μάρτιο του 2008, η κυβέρνηση της ΝΔ κατέθεσε πρόταση για περιφερειακή αυτοδιοίκηση («Καποδίστριας ΙΙ). Στο σχέδιο αυτό, προβλεπόταν ότι όλες οι αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους μεταφέρονται στην περιφερειακή δομή, εκτός από την εθνική άμυνα και ζητήματα πολιτισμικής ταυτότητας. Ο «Καποδίστριας ΙΙ» δεν προχώρησε, για διάφορους λόγους.
Στόχος η διαμόρφωση του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς, που οικοδομείται πάνω στα ερείπια του σημερινού δημόσιου σχολείου. Στη χώρα μας οι αντιστάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην αποτροπή της εφαρμογής της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης» που αποτελούν βασικούς πυλώνες για την οικοδόμηση του σχολείου της αγοράς και αποτελούσαν βασικές προτεραιότητες της εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις προβάλλουν ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο η επιχείρηση διατάζει και η εκπαίδευση πρέπει να συμμορφώνεται. Γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να «μεταρρυθμίζεται» έτσι που να συμμορφώνεται με τους κανόνες της αγοράς. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται όλο και πιο ορατή η ενεργός συμμετοχή και παρέμβαση των επιχειρήσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία που επιχειρούν να προσδεθεί στο άρμα τους.
Βασικά στοιχεία αυτής της νεοφιλελεύθερης πρότασης είναι: α) η επιλογή σχολείου από τους γονείς β) ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση γ) το άνοιγμα του σχολείου στις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας, ώστε τόσο τα αναλυτικά προγράμματα όσο και η εργασία των εκπαιδευτικών να μην έχουν ως σκοπό να καλλιεργήσουν οι μαθητές κριτική σκέψη, αλλά να «πατρονάρονται» από δεξιότητες άμεσα χρηστικές στην αγορά εργασίας. δ) αξιολόγηση των σχολείων με βάση την επίδοση των μαθητών σε περιφερειακές εξετάσεις.
Πρόκειται για βασικές κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής διαφοροποίησης των σχολείων, όπως έχουν σχεδιαστεί από ΕΕ και ΟΟΣΑ και αναφέρονται στις προγραμματικές δηλώσεις πρώην Υπουργών Παιδείας, της Ά. Διαμαντοπούλου το 2009 και του Κ. Αρβανιτόπουλου το 2012, Κ. Γαβρόγλου 2016.
Ειδικότερα την περίοδο αυτή η ελληνική δημόσια εκπαίδευση δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα με την πολιτική της υποχρηματοδότησης και των περικοπών, των μηδενικών διορισμών, την τηλεκπαίδευση και κυρίως με το πολυνομοσχέδιο που εντείνει τους ταξικούς φραγμούς, εισάγει την αξιολόγηση/κατηγοριοποίηση εκπαιδευτικών και σχολείων κ.α..
Η επίθεση, όπως και στην υπόλοιπη κοινωνία, είναι στρατηγικού χαρακτήρα και στοχεύει στην αλλαγή των αρχών λειτουργίας της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά. Τα όποια υπολείμματα κοινωνικών κατακτήσεων υπάρχουν σήμερα στην εκπαίδευση εξέφραζαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα μιας άλλης εποχής και έναν διαφορετικό συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων από τον σημερινό. Η στρατηγική ήττα του λαϊκού κινήματος τη δεκαετία του ’90 και του 2000 έγινε το εφαλτήριο για να συντριβούν εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα.
Καθήλωση δημόσιων δαπανών – Χορηγοί – κατηγοριοποίηση
Βασικός στόχος της κυβέρνησης με την ολοκληρωτική πρόσδεση της
εκπαίδευσης στους Δήμους είναι η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την
εκπαίδευση και η μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων
στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής
φορολογίας και εν τέλει η διείσδυση εταιριών – χορηγών. Aυτό είναι το
φτηνό και ευέλικτο σχολείο της αγοράς. Aυτό είναι το επιχειρηματικό
σχολείο των «κουπονιών», έρμαιο της αγοράς, που λειτουργεί με
ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Μακροπρόθεσμα τ’ αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δε θα μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής. Ανάλογα προβλήματα θ’ αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών μεταναστών και φτωχών Ελλήνων, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, της μητρόπολης του καπιταλισμού.
Πάνω στα ερείπια του ενιαίου δημόσιου σχολείου οικοδομείται η διαφοροποίηση κάθε σχολείου και ουσιαστικά ο ταξικός διαχωρισμός τους με «δούρειο ίππο» την αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση. Επιπλέον, η τοποθέτηση οικονομικού διευθυντή-μάνατζερ δείχνει το άνοιγμα του σχολείου σε επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη διαπλοκή του με την «ελεύθερη» αγορά.
Στα πλαίσιο μιας ψευδώνυμης αποκέντρωσης οι διευθυντές θα μετατραπούν σε μάνατζερ – διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι ν΄ αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου. Στόχος είναι η θεσμική μετεξέλιξη του διευθυντή από τον παλιό γραφειοκράτη διευθυντή σε έναν «δυναμικό άρχοντα-manager», ο οποίος θα αναζητά πόρους και θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, καινοτόμων δράσεων και διασύνδεσης «του σχολείου του» με την τοπική αγορά.
Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που θεσμοθετεί το υπουργείο με το πολυνομοσχέδιο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θ ʼ ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών).
Στο πλαίσιο αυτά ο διευθυντής της σχολικής μονάδας αναλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα «τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», γεγονός που ενισχύει όλους τους μηχανισμούς αξιολόγησης («κοινωνικής λογοδοσίας») και τους συνδέει αφενός με τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και αφετέρου με την ίδια την χρηματοδότηση των σχολείων. Μια τέτοια προοπτική εμπεριέχει τον κίνδυνο καθυπόταξης της διδακτικής πράξης στην επιχειρηματική λογική. Το σχολείο να λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ ΄αυτή την προοπτική.
Το Υπουργείο Παιδείας προωθεί την ενίσχυση του ελεγκτικού και «πανοπτικού» ρόλου του κράτους, που θα κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχο κάθε σημαντική λειτουργία του μηχανισμού διοίκησης-εποπτείας της εκπαίδευσης. Οι θεωρητικοί για τη διοίκηση και την οργάνωση κάθε συστήματος υποστηρίζουν απόλυτα ότι ένα συγκεντρωτικό κράτος ή εξουσία μπορεί να είναι συμπυκνωμένο ή αποσυμπυκνωμένο.
Παράλληλα το κράτος διαθέτει πολυάριθμούς κόμβους εξουσίας, οι οποίοι μεταβιβάζουν και κάνουν εμφανή τη δύναμη και τη βούληση της πολιτικής εξουσίας. Ένας απ’ αυτούς είναι και η Τ.Α. Το κράτος σ΄ αυτό το στάδιο είναι υποχρεωμένο να διευθετήσει τη συγκεντρωμένη εξουσία γι’ αυτό και καταλήγει να τη διαμοιράσει. Όλη η εξουσία που συγκεντρώνει κατανέμεται σε διάφορες υπηρεσίες και στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Η μεταφορά της εξουσίας σε όργανα τοπικά ή περιφερειακά, που παραμένουν όμως αναγκαστικά στην ιεραρχία των κεντρικών διοικήσεων, δεν δίνει τη δυνατότητα άμεσης επέμβασης του λαού στην εξουσία και στη διοίκηση. Αντίθετα, πρόκειται για απλή αποσυμπύκνωση της συγκεντρωτικής εξουσίας και, ουσιαστικά, πρόκειται για εσωτερική κατανομή των δραστηριοτήτων της Κεντρικής εξουσίας ή της κεντρικής διοίκησης.
Ωστόσο, το κράτος προβάλλει την ανάγκη αυτονόμησης της σχολικής μονάδας. Πίσω από τις εύηχες διακηρύξεις για δυνατότητα της σχολικής μονάδας να διαμορφώνει το πρόγραμμά της, για αυτονομία, διαφοροποίηση του αναλυτικού προγράμματος, ξεπροβάλλει μια εκπαίδευση και ένα σχολείο αντίστοιχο με τις οικονομικές και κοινωνικο-ταξικές συνθήκες της περιοχής του, που θα διαφοροποιείται κατά περιφέρεια ανάλογα με τις επιδιώξεις της αγοράς και τις κατευθύνσεις των επιχειρήσεων. Την ίδια το σχολείο μετατρέπεται σε αποθήκη κατάρτισης φθηνού εργατικού δυναμικού και μεταναστών για την αγορά. Σχολείο της αγοράς, φθηνό, αυταρχικό, εξοντωτικό και ελιτίστικο, σχολείο όχι γνώσεων και παιδείας, αλλά λειτουργικών δεξιοτήτων, στενής κατάρτισης και όχι γενικής γνώσης, σχολείο όπου θα βασιλεύει το πνεύμα του ανταγωνισμού, της κοινωνικής διαφοροποίησης και του «επιχειρείν».
Η διεθνής εμπειρία
Μακροπρόθεσμα τ’ αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο
πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι μικρότεροι δήμοι
δε θα μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που
οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα
τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής. Ανάλογα προβλήματα θ’
αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των
υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών
μεταναστών και φτωχών Ελλήνων, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, της μητρόπολης
του καπιταλισμού. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, όπου στο 75% των σχολείων σύλλογοι γονέων, μαθητές και εκπαιδευτικοί, μετά τη λήξη των μαθημάτων, αναλαμβάνουν υπεργολαβίες από διάφορες επιχειρήσεις, όπως τήρηση ισολογισμών, συσκευασία τροφίμων κ.λπ.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι άλλα σχολεία στη Βρετανία, όσα έχουν οικονομική δυνατότητα, ακολουθούν ένα απαιτητικό θεωρητικό πρόγραμμα που συμπληρώνει τις γνώσεις και ενισχύει τις επιδόσεις στη Γλώσσα, τα Μαθηματικά και σε άλλα μαθήματα γενικής παιδείας, ενώ άλλα σχολεία φυτοζωούν ασχολούμενα με την καλαθοπλεκτική και την πηλοπλαστική!
Στις ΗΠΑ η εκπαίδευση έχει υπαχθεί εξολοκλήρου στην Αυτοδιοίκηση κάθε Πολιτείας. Αποτέλεσμα, η μεγάλη ταξική διαφοροποίηση και η μορφωτική και υλική ένδεια μεγάλου αριθμού σχολείων από τη μετατροπή τους σε εμπορικά υποκαταστήματα. Στη Φινλανδία τα σχολεία χρηματοδοτούνται κατά 50% από κρατικά κονδύλια και κατά 50% από τις τοπικές επιχειρήσεις και τη φορολόγηση των δημοτών.
Το όραμα της αποκέντρωσης ή και της αυτοδιαχείρισης, όπως προσθέτουν πολλοί, του σχολείου στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, όχι μόνο είναι ανέφικτο, αλλά απατηλό και αποπροσανατολιστικό.
Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίος ο σαφής προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων που επανειλημμένα έχουν διατυπωθεί, έτσι ώστε να ενισχυθεί ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Παράλληλα, είναι επιτακτική ανάγκη η αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων που συμβάλλουν στην κατοχύρωση και διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, έτσι που να μπορούν να επεμβαίνουν και να συμμετέχουν -ατομικά και συλλογικά- στη λειτουργία του σχολείου ως ενεργά υποκείμενα. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οι εκπαιδευτικοί μπορούν και πρέπει να έχουν λόγο για τα Αναλυτικά προγράμματα, χωρίς αυτό να σημαίνει την παθητική συναίνεση και συνενοχή στη σύνταξή τους από τα «ανώτερα όργανα».
Γενικότερα μπορούν και πρέπει να επεμβαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, να έχουν άποψη για το περιεχόμενο των γνώσεων και των μεθόδων διδασκαλίας (τι και πώς θα διδαχθεί), αμφισβητώντας το ρόλο του πειθήνιου αλλοτριωμένου δημόσιου υπαλλήλου που λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας και διαμεσολαβητής της κοινωνικής επιλογής των μαθητών.
Συγκεκριμένα χρειάζεται:
- Υπεράσπιση της Δημόσιας Δωρεάν Ενιαίας εκπαίδευσης, χωρίς διαχωρισμούς σε τύπους σχολείων. Ενιαίο 12χρονο υποχρεωτικό δωρεάν Σχολείο για όλα τα παιδιά, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις
- Οικονομική ενίσχυση της εκπαίδευσης, μαζικοί διορισμοί – μονιμοποίηση των αναπληρωτών που θα επιτρέψουν τη μείωση του αριθμού των μαθητών σε 20 ανά τμήμα. Αύξηση των δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
- Άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων. Δικαίωμα στη μόρφωση για όλους.
- Αναδιάρθρωση των αναλυτικών προγραμμάτων με βάση τις θέσεις των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των νέων για πολύπλευρη μόρφωση.
- Όχι στο θεσμικό πλαίσιο που προωθεί την εφαρμογή της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης». Όχι στην κοινωνική κατηγοριοποίηση των σχολείων μέσω της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης» των σχολείων. Παιδαγωγική αυτονομία και δημοκρατία στο σχολείο.
- Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», του Εκπαιδευτικού Ομίλου και μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου