Τριάντα χρόνια μετά την κοσμοϊστορική καμπή του 1989/90 τα μοιραία εκείνα γεγονότα θα μπορούσαν ενδεχομένως να συντελέσουν σε μια νέα ιστορική τομή. Αυτό θα κριθεί τους επόμενους μήνες – στις Βρυξέλες, αλλά και στο Βερολίνο. Εκ πρώτης όψεως φαντάζει κάπως υπερβολικό το να συγκρίνουμε την υπέρβαση της διπολικής παγκόσμιας τάξης και της εξάπλωσης παγκοσμίως του νικητή καπιταλισμού με την αφοπλιστική φυσική τυχαιότητα μιας εν εξελίξει πανδημίας και με την -επί του παρόντος αγνώστων διαστάσεων- παγκόσμια οικονομική κρίση που αυτή πυροδότησε.
Ωστόσο, αν εμείς οι Ευρωπαίοι μπορούσαμε να βρούμε μια εποικοδομητική απάντηση απέναντι σε αυτό το σοκ, τότε από μια άποψη θα προέκυπτε και μια αναλογία ανάμεσα σε αυτές τις δυο ιστορικές τομές. Εκείνη την εποχή η επανένωση της Γερμανίας και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλληλοσυνδέονταν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Σήμερα ο συσχετισμός αυτών των δυο διεργασιών, ο οποίος τότε προέκυπτε με σαφήνεια, δεν είναι πλέον τόσο προφανής, ωστόσο εν όψει του επικείμενου εθνικού εορτασμού, ο οποίος αυτές τις τρεις δεκαετίες παραδόξως αφέθηκε να ξεθωριάσει, φαίνεται λογική η ακόλουθη υπόθεση: Οι ανισορροπίες της διαδικασίας εσωτερικής ενοποίησης της Γερμανίας δεν αποτελούν βέβαια την αιτία για την απροσδόκητη επανάκαμψη της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης, ωστόσο η ιστορική απόσταση που έχει κατακτηθεί σήμερα απέναντι σε εκείνα τα εσωτερικά προβλήματα συμβάλλει ώστε η Γερμανία να αναλάβει επιτέλους εκ νέου την εκκρεμή ιστορική αποστολή της πολιτικής διαμόρφωσης του ευρωπαϊκού μέλλοντος.
Η υπέρβαση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην πίεση από την παγκόσμια αναταραχή που προκάλεσε η κρίση του κορονοϊού. Γεγονός είναι ότι και στην εσωτερική πολιτική σκηνή μεταβλήθηκαν σημαντικά οι συσχετισμοί – πρωτίστως επειδή κλονίστηκε η ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων συνεπεία της ανόδου του AfD. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε τριάντα χρόνια μετά από εκείνο το σημείο καμπής μια δεύτερη ευκαιρία να προωθήσουμε από κοινού τη γερμανική και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
To 1989/90 η επανένωση, σχεδόν μέσα σε μία νύχτα, της επί σαράντα χρόνια διχοτομημένης Γερμανίας δεν θα μπορούσε παρά να επιφέρει μια μετατόπιση δυνάμεων. Η προοπτική αυτή προκάλεσε την ιστορικά δικαιολογημένη ανησυχία για ενδεχόμενη επανάκαμψη «του γερμανικού ζητήματος».
Ετσι, ενώ οι ΗΠΑ στήριξαν τον επιδέξιο καγκελάριο, οι Ευρωπαίοι γείτονες θορυβήθηκαν από το φάντασμα της επιστροφής μια γερμανικής αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα μιας δύναμης μεσαίου μεγέθους, η οποία ήδη από την εποχή του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’ ήταν πολύ μεγάλη για να επιτύχει την ειρηνική ενσωμάτωσή της στον κύκλο των γειτόνων της και πολύ μικρή για να αναλάβει έναν ηγεμονικό ρόλο. Αυτή η επιθυμία να καταστεί μη αναστρέψιμη η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Γερμανίας απεδείχθη απόλυτα δικαιολογημένη, όπως καταδείχθηκε και στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης από το 2010 και μετά.
Σε αντίθεση με τη Μάργκαρετ Θάτσερ, που υπό το βάρος του σοκ αδρανοποιήθηκε, ο Φρανσουά Μιτεράν ήταν αυτός που επέλεξε με γενναιότητα τον δρόμο προς τα εμπρός. Προκειμένου να κάμψει τον εθνικό εγωισμό ενός γείτονα, ο οποίος θα μπορούσε να αξιοποιήσει την οικονομική του ισχύ αποκλειστικά προς δικό του όφελος, ο Μιτεράν ζήτησε από τον Χέλμουτ Κολ να συναινέσει στη δημιουργία του ευρώ. Οι απαρχές αυτής της τολμηρής πρωτοβουλίας, που προωθήθηκε αποφασιστικά από τον Ζακ Ντελόρ, χρονολογούνται από το 1970, όταν η τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω της Συνθήκης Βέρνερ απέβλεπε στην ίδρυση μιας νομισματικής ένωσης. Το σχέδιο απέτυχε τελικά λόγω των αναταραχών που ξέσπασαν αργότερα στα νομισματικά συστήματα και της κατάρρευσης της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς.
Ωστόσο οι ιδέες αυτές έπαιξαν και πάλι ρόλο στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Βαλερί Ζισκάρ Ντ'Εστέν και τον Χέλμουτ Σμιτ. Ισχύει μάλιστα ότι ο Χέλμουτ Κολ, μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 9 Δεκεμβρίου 1989 στο Στρασβούργο, της οποίας εμπνευστής ήταν ο Μιτεράν, επέδειξε βαθιά πολιτική συνείδηση και επέβαλε ενάντια στις πολιτικές αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν στη χώρα του το μακρόπνοο όραμα του συνδυασμού της εθνικής ενότητας με την πρωτοποριακή Συνθήκη του Mάαστριχτ.
Αντίστοιχες εκείνων των ιστορικών διεργασιών είναι σήμερα οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, οι οποίες επιφέρουν τεράστια χρέη στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που πλήττονται περισσότερο στη δυτική και τη νότια Ευρώπη και ως εκ τούτου υπονομεύουν την ύπαρξη της Νομισματικής Ενωσης. Αυτός είναι σήμερα ο κίνδυνος που φοβάται περισσότερο ο γερμανικός εξαγωγικός τομέας και λόγω του οποίου η γερμανική κυβέρνηση υπέκυψε μετά από μακρόχρονη άρνηση στο αίτημα του Γάλλου προέδρου για στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία.
Η δυναμική πρωτοβουλία της Aνγκελα Mέρκελ και του Eμανουέλ Mακρόν για τη δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτείται με μακροπρόθεσμα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τα οποία σε μεγάλο βαθμό πρόκειται να ωφελήσουν υπό τη μορφή μη επιστρεπτέων ενισχύσεων τις πιο αδύναμες χώρες, οδήγησε κατά την τελευταία σύνοδο κορυφής σε έναν αξιοσημείωτο συμβιβασμό. Η απόφαση της ανάληψης κοινού ευρωπαϊκού χρέους, η οποία επετεύχθη μόνο λόγω της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε., θα μπορούσε να είναι η πρώτη πραγματικά σημαντική ώθηση προς την ενοποίηση μετά το Μάαστριχτ.
Ακόμα και αν αυτή η απόφαση δεν είναι ακόμη οριστική, ο ίδιος ο Mακρόν μίλησε στη σύνοδο για την «πιο σημαντική στιγμή της Ευρώπης από την ίδρυση του ευρώ». Σίγουρα, σε αντίθεση με την επιθυμία του Mακρόν, η Aνγκελα Mέρκελ παρέμεινε πιστή στην τακτική των μικρών βημάτων. Η καγκελάριος δεν αποζητά μακροπρόθεσμη θεσμική λύση, παρά μόνο μια εφάπαξ αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε η πανδημία. Παρά τον υπαρξιακό κίνδυνο που ενέχει το λειψό πολιτικό Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενωσης, τα κοινά χρέη θα αναλαμβάνονται όχι μόνο από τα κράτη, αλλά και από την Ενωση στο σύνολό της. Ως γνωστόν, η πρόοδος είναι ένα σαλιγκάρι που κινείται σε φιδωτά μονοπάτια.
Τι μετράει στην παρούσα φάση: Ως προς τη Γερμανία, οι τρέχουσες έκτακτες περιστάσεις προσφέρουν μια νέα ευκαιρία για επίτευξη διπλής ενότητας, τόσο σε γερμανικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επειδή, όπως καταδείχθηκε, στη Γερμανία λαμβάνουν χώρα δυο συμπληρωτικές εξελίξεις: Σε Ανατολή και Δύση αναπτύσσεται μια αμοιβαία ευαισθησία και μια κατανόηση για τις ιστορικές διαφορές στη διαμόρφωση των τρόπων πολιτικής σκέψης, για τις οποίες δεν υπήρξε δικαίωμα επιλογής.
Ταυτόχρονα καθίσταται σαφής η πολιτική σημασία μιας αντιπαράθεσης, την οποία το πολιτικό κέντρο δεν έχει λάβει σοβαρά υπόψη, αν και την έχει αποδεχθεί: Το AfD υποδαυλίζει μια σύγκρουση, η οποία βέβαια τροφοδοτήθηκε από τις ασύμμετρες επιπτώσεις της γερμανικής ενοποίησης, αλλά πλέον αναπτύσσεται σε νέο πλαίσιο μέσα από την απόρριψη της ευρωπαϊκής ενοποίησης με έναν εθνικιστικό και ρατσιστικό λόγο.
Αυτή η μετατοπισθείσα προς το εθνικιστικό σύγκρουση λαμβάνει έναν συνολικό για τη Γερμανία χαρακτήρα, επειδή δεν διατρέχει πλέον τα γεωγραφικά σύνορα ιστορικών πεπρωμένων, αλλά εξελίσσεται στη βάση κομματικών προτιμήσεων. Οσο καλύτερα αποσαφηνίζονται οι συνολικές για τη Γερμανία διαστάσεις αυτής της σύγκρουσης, τόσο περισσότερο η αντιπαράθεση με τον ακροδεξιό λαϊκισμό, που λαμβάνει χώρα σε ολόκληρη τη Γερμανία, αυξάνει την ολοένα διευρυνόμενη απόσταση από τις αποτυχίες της διαδικασίας ενοποίησης. Συνακόλουθα, αυξάνεται και η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι στο προσκήνιο ανακύπτουν διαρκώς νέα προβλήματα, τα οποία δεδομένου του αυταρχικού και όλο και λιγότερου ειρηνικού κόσμου που ζούμε μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο από κοινού, τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και στην Ευρώπη.
Μπορούμε να εκλάβουμε αυτή την εσωτερική πολιτική μεταβολή των συσχετισμών ως μια ευκαιρία να ολοκληρωθεί η διαδικασία της γερμανικής ενοποίησης, μέσω της συσπείρωσης των εθνικών μας δυνάμεων στην κατεύθυνση ενός αποφασιστικού βήματος προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Διότι δίχως ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε ούτε τις απρόβλεπτες οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, ούτε τον ακροδεξιό λαϊκισμό στη Γερμανία και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ (1990-2020)
«Η πρόοδος είναι ένα σαλιγκάρι που κινείται σε φιδωτά μονοπάτια»
Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Εν όψει του κρατικού (όχι εθνικού) εορτασμού της Γερμανίας για τα 30 χρόνια της γερμανικής ενοποίησης (1990-2010), ο Γιούργκεν Χάμπερμπας μου έστειλε ένα πολυσέλιδο κείμενό του, με τον τίτλο «Τριάντα χρόνια μετά: η δεύτερη ευκαιρία. Η στροφή της Μέρκελ στην ευρωπαϊκή πολιτική και η διαδικασία της γερμανικής ενοποίησης», μαζί με την άδεια της μετάφρασης και της δημοσίευσής του στα ελληνικά.
Απ’ αυτό το κείμενο του Χάμπερμας επέλεξα ένα απόσπασμα, το οποίο είναι χαρακτηριστικό και για τη θεωρητικο-πολιτική σκέψη του, αλλά ταυτόχρονα αποτυπώνει την ίδια την έλλογη αγωνία της εποχής μας για τη μελλοντική πορεία της.
Η κοσμοϊστορική τομή (ή καμπή) του έτους 1989-1990 έχει σημαδέψει τη γερμανική ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων, ενώ ταυτόχρονα υπέδειξε ή ορθότερα υπαγόρευσε στο ορθολογικό πλαίσιο τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο Χάμπερμας, σ’ αυτό το κείμενό του, γράφει επί λέξει: «Η Γερμανία να αναλάβει επιτέλους την εκκρεμή ιστορική αποστολή της πολιτικής διαμόρφωσης του ευρωπαϊκού μέλλοντος».
Η δυστοκία αυτής της κατάστασης οφείλεται, κατά τον Χάμπερμας, στα εσωτερικά προβλήματα αυτογνωσίας και κρατικού επαναπροσδιορισμού της ίδιας της Γερμανίας. Η Mέρκελ στράφηκε προς την ευρωπαϊκή πολιτική καθυστερημένα, μετά το έτος 2015. Και σήμερα (2020) που αποχωρεί, δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι το μέλλον δεν είναι παρελθόν.
Και μια τελευταία παρατήρηση-σχόλιο στα όσα γράφει ο Γιούργκεν Χάμπερμας μιλώντας για μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτή η δεύτερη ευκαιρία είναι μια δυναμική ιστορική στιγμή του παρόντος, όπου η ημιτελής γερμανική ενοποίηση των 30 χρόνων δεν μπορεί να ενταχθεί σ’ έναν πολιτικό ισολογισμό μπροστά σε μια ευρωπαϊκή ενοποίηση, της οποίας τα βήματα πορείας είναι τεχνοκρατικά και όχι πολιτικά.
*καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου