Αισθάνθηκα μια αφόρητη αηδία για το πρόσωπο του γενίτσαρου υπουργού διαβάζοντας τώρα την ανάρτηση που έκανε στο f/b για να μας πει ότι αισθάνθηκε την ανάγκη να επισκεφτεί την ομιλούσα γλάστρα του Προεδρικού Μεγάρου και να την ενημερώσει ότι έστειλε την ένστολη αλητεία του να εκτονώσει μια κατάληψη που υπήρχε για 34 ολόκληρα χρόνια στο ΑΠΘ. Κι αυτό το κάθαρμα υπήρξε για ένα φεγγάρι γραμματέας του Κ.Σ της ΚΝΕ.
Ασυναίσθητα το μυαλό μου πήγε σε μια συνέντευξη που είχε δώσει πριν χρόνια, μια ηρωίδα της τάξης μας. Η θανατοποινίτισσα, Πότα Κακκαβά. Περιγράφοντας τα βασανιστήρια που υπέστη στο εξόριστη στο νησί του θανάτου, την Μακρόνησο, είχε πει ότι οι χειρότεροι βασανιστές της ήταν Αλφαμίτες "πρώην δηλωσίες. Φοβισμένοι, και γι' αυτό τόσο βίαιοι και λυσσασμένοι".
Ο Θεοδωρικάκος όμως, ξεπέρασε κάθε είδους ξεφτίλα, και τώρα θα γράψω κάτι που το απέφυγα πριν μερικές μέρες όταν παραθέτοντας σχετικές φωτογραφίες μαζί με παπάδες έγραφε στο f/b του: "Παρακολούθησα σήμερα τον Αγιασμό των υδάτων στον ιερό ναό του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο και τη ρίψη του τιμίου Σταυρού στον Φλοίσβο. Χρόνια πολλά σε όλους. Εύχομαι η θεία φώτιση να φέρει ανάταση στις ψυχές όλων μας. Την χρειαζόμαστε μέσα στη δοκιμασία της πανδημίας που περνάμε στην πατρίδα μας και σε όλο τον κόσμο".
Δεν ξέρω γιατί, αλλά η μνήμη μου ανέτρεξε στο βιβλίο του Κώστα Παπακωνσταντίνου, (Μπελά) "Η Νεκρή Μεραρχία".
Ηταν στο σημείο που περιγράφει το πώς το μετεμφυλιακό μοναρχοφασιστικό καθεστώς εξευτέλιζε του δηλωσίες κρατούμενους, Δεν αρκούταν στο να αποκηρύξουν την ιδεολογία τους, αλλά για να τους απελευθερώσει απ' τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου αφού τους βασάνισε για να τους αποσπάσει δήλωση αποκήρυξης "του κομμουνισμού και των παραφυάδων αυτού", έπρεπε να αποδείξουν στους κρατικούς μηχανισμούς ότι έγιναν και ... καλοί Χριστιανοί.
Ε, ο πρώην γραμματέας του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ, μόνος του και χωρίς καμιά πίεση νιώθει υποχρεωμένος να διατυμπανίζει ότι "ανέκυψε" και πλέον δεν έχει απαρνηθεί μόνο τις πολιτικές του καταβολές αλλά ανήκει και στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. (Σημειωτέο ότι μετά την ήττα μας στον εμφύλιο, για ένα διάστημα η ασφάλεια κυκλοφόρησε για ένα διάστημα ένα εφημεριδάκι με τίτλο «ΑΝΑΝΗΨΑΣ» από δηλωσίες, που είχαν περάσει με το μέρος του ταξικού εχθρού, συκοφαντώντας τους πρώην συντρόφους τους).
Για ιστορικούς λόγους, λοιπόν, παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μπελά που ανέφερα:
Όσο έβλεπε ότι φεύγουν οι άλλοι κι αυτόν δεν τον φωνάζουν, τόσο αύξανε τις ώρες της ψαλμωδίας μέχρι που έγινε ενοχλητικός και ο μπάρμπα Θανάσης, δεν θυμάμαι τώρα το επώνυμό του, που ήταν συγχωριανός του αγανάκτησε και τούβαλε τις φωνές: «Σταμάτα πια ρε Μάνθο. Άφησέ μας να ησυχάσουμε και λίγο. Μην μας βασανίζεις και συ». Ο Μάνθος αντέδρασε γιατί νόμιζε ότι κάνει έργο σωτήριο για όλους μας κι αντί να τον ευχαριστούμε, του κάνουμε και παρατηρήσεις. «Είναι άσχημα πράγματα αυτά που κάνω Μπάρμπα Θανάση;» «Ότι πράγμα παραγίνεται είναι άσχημο» απάντησε ο μπάρμπα Θανάσης. «Δεν έχεις ακούσει ότι το πολύ Κύριε Ελέήσον το βαριέται κι ο Θεός! Άντε σταμάτα και κοντεύω να νομίζω ότι είμαι πεθαμένος και με ψέλνουν».
Ο Μάνθος όμως δεν σταμάτησε. Μάζευε την ομαδούλα του κι έψελνε. Για την ζωή του και την αποφυλάκισή του αγωνίζονταν ο έρμος, έτσι νόμιζε, δεν ήταν καιρός για ευγένειες. Όμως μας έκανε μια παραχώρηση. Σταμάτησε να ψέλνει τα μεσημέρια αλλά διάβαζε παίζοντας τα χείλη του. Τον κοίταζα και σκεφτόμουνα ότι ο άνθρωπος έχει γυρίσει πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω. Μόνο ότι φορούσε ρούχα. Αν κρεμούσε μια προβιά πάνω του κι άφηνε να μεγαλώσουν τα μαλλιά του και τα γένεια του θάμοιαζε σε κείνους τους άγριους που ζουν στις ζούγκλες της Αφρικής και της Ασίας και προσπαθούν να διώξουν το κακό, την αρρώστια και κάθε τι που απειλεί την ζωή τους με ξόρκια και επικλήσεις στα ξύλινα ξόανα που αυτοί οι ίδιοι κατασκεύασαν.
Ο Μάνθος λοιπόν έψελνε κι έψελνε για να τον ακούσει ο Θεός, αλλά πιο πολύ να τον ακούσουν αυτοί που όριζαν την ζωή του. Μια μέρα έτυχε να είμαστε μόνοι στην σκηνή
Πιάσαμε κουβέντα. Μου είπε ότι με γνώριζε. Εγώ δεν τον θυμόμουνα. Μου είπε τα βάσανά του. Τέλος μου λέει: «Ψάλε και συ. Ψάλε. Τι θα χάσεις. Πάρε ένα Ευαγγέλιο στα χέρια σου. Κάνε ότι κάνουν όλοι. Κάνε βρε αδερφέ ότι τους αρέσει. Τι θα πάθεις; Που ξέρεις κάτι μπορεί να βοηθήσει κι αυτό». Του απάντησα ότι: «Εγώ Μάνθο κι όλη την βιβλιοθήκη να φορτώσω στην πλάτη μου, δεν ξεγελάω κανέναν. Εσύ ψάλε αντί να κλαις. Είναι καλύτερο το ψάλσιμο από το κλάψιμο. Μόνο να μας αφήνεις και λίγο να ξεκουραζόμαστε».
Ο κύριος Θεολόγος - Ανθυπολοχαγός που είχε αναλάβει το θεάρεστον έργο να μας φέρει στο δρόμο του Θεού, έκανε επιθεώρηση κάθε μέρα στο στρατόπεδο. Περνούσε λοιπόν από σκηνή σε σκηνή. Όπου άκουγε ψαλμούς έδινε συγχαρητήρια και μοίραζε υποσχέσεις εν ονόματι κυρίου. Υπόσχονταν ότι για τούτη την ζωή θα κάνει καλές συστάσεις στον εισηγητή του στρατοδικείου και το Α2 γραφείο και για την άλλη ζωή, έλεγε ότι ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για τον Παράδεισο. Κι έτσι λοιπόν όταν τον έβλεπαν κι έμπαινε στην πόρτα, έτρεχαν όλοι στις σκηνές τους, άνοιγαν τα Ευαγγέλια και τα ψαλτήρια. Μάλιστα έκαναν ότι ήταν αφοσιωμένοι στο διάβασμα και δεν τον καταλάβαιναν όταν έμπαινε στην σκηνή. Κι όταν έφθανε στο κέντρο της σκηνής πετάγονταν επάνω και ζητούσαν συγνώμη. Κι αυτός τους έλεγε: «Δεν πειράζει, δεν πειράζει συνεχίστε μην διακόπτετε το διάβασμά σας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου