Πολιτεία

Πολιτεία

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Μαρτυρία: Μία διαδηλώτρια που βρέθηκε χτες στην πορεία ξεσπά


Μαρτυρία: Μία διαδηλώτρια που βρέθηκε χτες στην πορεία ξεσπά
Κείμενο:  Κασσιανή Καραγκιουλέ
 

Η αρχισυντάκρια του gossip-tv.gr,  Κασσιανή Καραγκιουλέ γράφει για όσα έζησε στο κέντρο της Αθήνας χτες.
Μερικές φορές οι λέξεις εγκλωβίζονται στη δύναμη της εικόνας. Σε εικόνες που καταγράφει ο εγκέφαλος σου σα μικρά καρέ σε φιλμ. Είναι τόσο δυνατές, σκληρές και παράλληλα σοκαριστικές οι στιγμές αυτές που δεν ξέρω αν θα μπορέσω να μεταφέρω όλα όσα έζησα εχθές το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα στο κέντρο της Αθήνας. Η Νίκη μου ζήτησε να βρω τον τρόπο και εγώ νιώθω εγκλωβισμένη γιατί δεν ξέρω ποιος είναι ο τρόπος για να το κάνω. Πώς να μη βγάλω το θυμό μου, πώς να ελέγξω τα συναισθήματά μου, πώς να είμαι αντικειμενική. Το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν όλοι σήμερα όταν μπήκα στο γραφείο ήταν τι έγινε εχθές και πόσο κρίμα ήταν που έβλεπαν από την μικρή οθόνη να καίγονται τα κτίρια και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος «Αττικόν». Πραγματικά λυπηρό! Αλλά πιο λυπηρό είναι ότι τα έβλεπαν από τα σπίτια τους. Είναι τόσο εύκολο να κρίνεις με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Γιατί κανείς δεν με ρώτησε αν μπορώ να ανασάνω από τα χημικά σήμερα. Κανείς δεν με ρώτησε για τα σπασμένα κεφάλια των διαδηλωτών με τις κουκούλες. Ναι αυτές που φοράγαμε όλοι εμείς που ήμασταν εκεί για να διαδηλώσουμε ενάντια στα νέα μέτρα, μικροί, έφηβοι, φοιτητές, σπουδαστές, συνταξιούχοι, νοικοκυρές, εργαζόμενοι, απολυμένοι, επώνυμοι και μη. Κανείς δεν συγκινήθηκε με τη λιποθυμία του Μίκη Θεοδωράκη και του Μανώλη Γλέζου αλλά με το κάψιμο των κτιρίων. Αυτό έμεινε στην συνείδηση γιατί αυτό προβάλαμε περισσότερο όλοι οι άνθρωποι των media. Ε, λοιπόν δεν έγινε μόνο αυτό εχθές. Δεν κάηκαν μόνο κτίρια ή έγινε πλιάτσικο. Έγιναν τόσα πολλά που κανείς δεν τα αποστήθισε. Μόνο όσοι ήταν εκεί. Μόνο εκείνοι που με τα μαλόξ στα πρόσωπα και τα δακρυσμένα μάτια τους έδιναν βοήθεια σε ανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε τα ονόματα τους και ούτε πρόκειται να τους δούνε ποτέ ξανά. Μόνο εκείνοι που έβλεπαν χέρια να απλώνονται παντού, που άκουγαν τις φωνές από τις ντουντούκες να λένε «Μην τρέχετε» προκειμένου να αποφευχθεί ο πανικός. Φωνές παντού να καλύπτονται από τους ήχους τον κροτίδων λάμψης και από το σκάσιμο των δακρυγόνων. Να τρέχεις να σωθείς από τον εχθρό. Ποιον εχθρό; Αυτούς με τις πράσινες στολές και τις αντιασφυξιογόνες μάσκες. Αυτούς που μιλάνε την ίδια γλώσσα με εσένα, πιστεύουν στον ίδιο Θεό με εσένα και σε κυνηγάνε γιατί διαμαρτύρεσαι και για τα δικά τους δικαιώματα. Πόσο ειρωνικό ε; Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται για να χτυπήσεις έναν ηλικιωμένο; Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να έχει κάποιος για να ρίχνει τα χημικά στα σώματα των διαδηλωτών αδιαφορώντας που αυτά θα τους πετύχουν; Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται για να τα έχεις κάνει όλα αυτά και το βράδυ βγάζοντας τη πράσινη στολή σου να πας να αγκαλιάσεις τα παιδιά σου;

Γράφω το κείμενο και οι εικόνες κυριεύουν το μυαλό μου. Πως μπορούν να σβηστούν άραγε; Πως μπορώ να διαγράψω την εικόνα δυο ανήλικων κοριτσιών να κρατούνται σφιχτά από το χέρι και να έχουν παρασυρθεί από το τρομοκρατημένο πλήθος που προσπαθεί να γλυτώσει από το ντου των Ματ; Πώς να μη θυμάμαι την εικόνα που σκάει στα πόδια μου ένα από τα χημικά τους και ο φίλος μου με πηγαίνει παίρνοντάς με σηκωτή σχεδόν γιατί δεν έβλεπα και δεν ανάσαινα σε μια από τις φωτιές που έχουν στήσει οι διαδηλωτές για να μπορέσω να ανασάνω; Πώς να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα της Δήμητρας, της Ηλιάνας, του Μάνου, του Δημήτρη και των φίλων μου να προστατεύει ο ένας το κεφάλι του άλλου για να γλιτώσουν από τη βία; Πώς να σβήσω την εικόνα της κοπέλας που κλαίει με λυγμούς λέγοντας μονάχα «Γιατί;»! Πώς να μην θυμάμαι τη στιγμή των 60 παλικαριών με ελληνικές σημαίες στα χέρια τους να κοιτάνε στα μάτια τους Ματατζήδες; Πώς να αποβάλλω την εικόνα της γιαγιάς με το τσεμπέρι που φωνάζει με την κουρασμένη από τα χρόνια και τις κακουχίες φωνή της «Προδότες» και να προσπαθεί να καλύψει το πρόσωπο της από την αποπνιχτική ατμόσφαιρα; Πώς να μην θυμάμαι τον αδελφό μου και τη γυναίκα του να κρατιούνται σφιχτά από το χέρι καθισμένοι σε κάτι σκαλιά με αλλοιωμένα πρόσωπα; Πώς να ξεχάσω; Πώς να μη θυμάμαι; Πώς να μην πονάω; Πώς να προστατεύσω την καρδιά μου να μην μισήσω; Πώς να σταματήσω να ενδιαφέρομαι για τον συνάνθρωπό μου; Πώς να γίνω και εγώ με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και να παρακολουθώ να δέρνουν την μάνα μου, τα ανίψια μου, τα αδέλφια μου, τους συναδέλφους μου, τον σύντροφό μου, τους φίλους μου τρώγοντας πατατάκια; Πώς να γίνω καλός και συνετός πολίτης έτσι όπως εσείς με θέλετε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου