Πολιτεία

Πολιτεία

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Η λεηλασία της Ελλάδας από τους Γερμανούς στην κατοχή - Έρευνα στα πρακτικά της δίκης των δοσιλόγων για τις γερμανικές οφειλές


Μέσα από τη μελετη και τη γνωση ιστορικών γεγονίτων,έχουμε τη δυνατότη βελτίωσης της δυνατότητας μας να κρίνουμε καταστάσεις!

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη, andrikakis@patris.gr - ΠΑΤΡΙΣ (ΚΡΗΤΗ)

Τελικά ποιoς χρωστάει σε ποιον; Απίστευτα ποσά, που φτάνουν μέχρι τα 13,3 εκατομμύρια χρυσές λίρες, άρπαξαν από τα δημόσια ταμεία οι δυνάμεις του Χίτλερ.
Ακόμη μεγαλύτερης ίσως αξίας οι αρπαγές προϊόντων και εθνικού πλούτου.
Πρωταγωνιστές στο λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά
Έρευνα της «Π» στα πρακτικά της δίκης των δοσιλόγων πρωθυπουργών και υπουργών για τις γερμανικές οφειλές στη χώρα μας, που ουδέποτε πληρώθηκαν

Η χώρα στην κυριολεξία μπήκε στο γύψο και οι άνθρωποί της σε μια κρεατομηχανή, οδηγούμενοι στην απελπισία ή ακόμη και στο θάνατο, στο όνομα των οφειλών της Ελλάδας, κυρίως προς τη Γερμανία. Ουδέποτε όμως μας προσδιόρισαν αυτές τις οφειλές, ούτε καν τι έχουμε πληρώσει έναντι αυτών τα δύο τελευταία χρόνια της εφαρμογής των βάρβαρων μέτρων της λιτότητας.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική και περιέργως κρατείται αρκετά θολή όχι μόνο από τη γερμανική, αλλά και την ελληνική πλευρά. Τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Π» σε σχέση με το κατοχικό δάνειο, το λεγόμενο αναγκαστικό, δείχνουν ότι η Γερμανία έχει τεράστιες οφειλές προς την ελληνική πλευρά, τις οποίες είχε αναγνωρίσει ακόμη και η ναζιστική διακυβέρνησή της! Μόνο από τα ελληνικά ταμεία, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδος, τον κρατικό προϋπολογισμό και τα ταμεία των δήμων και άλλων οργανισμών που συγκροτούσαν νομικά πρόσωπα, οι κατοχικές δυνάμεις πήραν σε ρευστό χρήμα από 12.798.000 έως 13.328.000 χρυσές λίρες! Το δικαστήριο, στην απόφασή του που εκδόθηκε στις 31 Μαΐου 1945, αναγνώρισε εκροές 9.097.000 χρυσών λιρών προς τους κατακτητές στο πλαίσιο του κατοχικού δανείου, ποσό στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται σειρά άλλων αναλήψεων – κλοπών στην ουσία, τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος και σε βάρος του ελληνικού προϋπολογισμού, όσο και από τα ταμεία των δήμων και άλλων νομικών προσώπων. Τα χρήματα αυτά πάρθηκαν για τις ανάγκες του στρατού κατοχής, στο όνομα της γερμανικής κυβέρνησης. Αλλά, όπως κατατέθηκε και στη δίκη των δοσιλόγων πρωθυπουργών και υπουργών, που εξελίχθηκε από τις 21 Φεβρουαρίου μέχρι τις 31 Μαΐου 1945, τελικά οι Γερμανοί εξυπηρέτησαν από τα προϊόντα και τα χρήματα της Ελλάδας όχι μόνο τις δυνάμεις τους που βρίσκονταν στη χώρα, και οι οποίες υπολογίστηκαν στις 40.000 άνδρες, αλλά συνολικά στρατό 1.500.000 ανθρώπων, στην ευρύτερη περιοχή και στην εκστρατεία στη Βόρειο Αφρική! Φυσικά, στη σημερινή μας έρευνα δεν αναφερόμαστε στις τεράστιες απώλεις σε ανθρώπους, που έφτασαν περίπου το 1,5 εκατομμύριο ψυχές στη διάρκεια της κατοχής, και φυσικά αυτό δεν «πληρώνεται»... Ούτε συμπεριλαμβάνουμε τις καταστροφές οικισμών και περιουσιών. Για τις υλικές καταστροφές αυτής της μορφής, ήδη οι σύμμαχες χώρες του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου επιδίκασαν στην Ελλάδα επανορθώσεις ύψους 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό το οποίο ουδέποτε πλήρωσε η Γερμανία...

Ληστείες πριν καν το δάνειο...

Η «Πατρίς» αναζήτησε τα στοιχεία για τη λεηλασία των ταμείων και το κατοχικό δάνειο αλλά και την αρπαγή του ελληνικού πλούτου από τους Ναζί, ερευνώντας τα πρακτικά της δίκης δοσιλόγων, όπως δημοσιεύονταν καθημερινά στις εφημερίδες της εποχής. Τα στοιχεία έχουν την εγκυρότητα της παρουσίασής τους από τους ίδιους τους διαχειριστές των κονδυλίων ή των θεμάτων που αφορούσαν στη δράση των Γερμανών. Πρόκειται για υψηλόβαθμα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος ή των βασικών υπουργείων, και κυρίως του υπουργείου Οικονομικών. Οι άνθρωποι αυτοί κατέθεταν επί ημέρες συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη διαρπαγή των χρημάτων ή των προϊόντων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών του ελληνικού λαού και της χώρας. Όλοι τους είχαν άμεση γνώση τόσο για τα ποσά όσο και τις λεηλασίες των αρχών κατοχής, καθώς είτε οι ίδιοι είχαν τις εντολές να παραδίδουν χρήματα, είτε ήταν αποδέκτες και καταγραφείς των στοιχείων. Μάλιστα οι συγκλονιστικές καταθέσεις τους γίνονταν ενώπιον των κατοχικών πρωθυπουργών και υπουργών, που ουδέποτε διέψευσαν την ακρίβεια των καταθέσεων.

Σημειώνεται ότι όλα τα χρήματα (τεράστια ποσά) που οι κατοχικές δυνάμεις πήραν από τα ελληνικά κρατικά ταμεία, δεν είχαν τη μορφή του δανείου, καθώς, όπως ανέφερε σε άρθρο του στην «Π» στις 25 Ιανουαρίου 2010 ο πολιτειολόγος Τάσος Ηλιαδάκης, η δανειακή συμφωνία υπογράφηκε στις 14 Μαρτίου 1942, με αναδρομική ισχύ από την 1 Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς. Όμως Γερμανοί έπαιρναν χρήματα πολύ νωρίτερα, από τον Αύγουστο του 1941. Το δάνειο είχε υπογραφεί από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23. 3.1942. Οι Ιταλοί συμμετείχαν στο δάνειο καθώς ήταν επίσης κατοχική δύναμη αλλά η Ιταλία στη συνέχεια επέστρεψε το δικό της μέρος του χρέους, ενώ η Γερμανία το αρνείται…
Στη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου ο υφυπουργός Οικονομικών της πρώτης μετακατοχικής κυβέρνησης, Αθανάσιος Σμπαρούνης, γενικός διευθυντής του ίδιου υπουργείου μέχρι το 1943, άρχισε να ξεδιπλώνει το μέγεθος της λεηλασίας των ταμείων και των προϊόντων. Όπως τόνιζε, οι Γερμανοί έπαιρναν χρήματα από τα ταμεία της Τράπεζας της Ελλάδος και μʼ αυτά αγόραζαν ελληνικά προϊόντα. Η χώρα δηλαδή πλήρωνε τα είδη διαβίωσης του στρατού 1,5 εκατομμυρίου ανδρών των Ες Ες στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική.
Παράλληλα, δέσμευαν μεγάλες ποσότητες διαφόρων προϊόντων και ειδών διαβίωσης που πωλούσαν ιδιώτες και τα αποδέσμευαν μόνο αφού οι ιδιοκτήτες τους πλήρωναν για να ξαναπάρουν τα προϊόντα τους!
Έθεσαν σε κυκλοφορία το κατοχικό μάρκο, το οποίο εκτύπωναν σε δύο αυτοκίνητα (!) στην Κηφισιά. Το κατοχικό μάρκο το επέβαλαν ως νόμισμα συναλλαγής, στη θέση της δραχμής την οποία απέσυραν. Όμως είχε ισχύ μόνο εντός της Ελλάδας, με συνέπεια η χώρα να έχει μηδενική νομισματική και οικονομική δυνατότητα για όλο το διάστημα της κατοχής.
Με το που κατέλαβαν τη χώρα οι Γερμανοί απαίτησαν να λάβουν το 50% του εθνικού εισοδήματος για τις ανάγκες τους. Το εισόδημα καθορίστηκε τότε από επιτροπή, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος ο μάρτυρας σε 25 δισεκατομμύρια, προπολεμικές δραχμές. Οι δυνάμεις του Χίτλερ ζήτησαν να έχουν κάθε μήνα 3 δισεκατομμύρια ως έξοδα κατοχής και άλλα 500 εκατομμύρια για διάφορα άλλα έξοδα. Ο ίδιος υποστήριξε στο δικαστήριο ότι, ως αρμόδιος υπάλληλος, τούς υπέδειξε να μειώσουν αυτό το ποσό. Μάλιστα, στην κατάθεσή του τόνισε ότι σύμφωνα με τη συνθήκη της Χάγης, δεν δικαιούνταν πάνω από 300 εκατομμύρια μηνιαίως. Ο Σμπαρούνης σημείωσε ότι οι Ιταλοί τότε δέχτηκαν να μειωθεί το δικό τους μερίδιο από 3 σε 1,5 δισεκατομμύριο αλλά θα μπορούσαν να παίρνουν ως προκαταβολές όσα άλλα ήθελαν! Έτσι, αρχικά τα έξοδα κατοχής έφταναν το μήνα τα 6 δισεκατομμύρια, ενώ αργότερα πολλαπλασιάστηκαν.
Το 1941, είπε, οι Γερμανοί εισέπραξαν τα 2/3 του ετήσιου εθνικού εισοδήματος. Κατά κεφαλή πληρώνονταν με 110 δραχμές ανά Έλληνα, ενώ στη Γαλλία, χώρα πλούσια σε σχέση με την Ελλάδα, 7 γαλλικά φράγκα, που αντιστοιχούσαν σε 70 ελληνικές δραχμές. Υπολόγισε, μάλιστα, ότι τα έξοδα κατοχής, χωρίς τα άλλα, ζημιές κλπ, έφτασαν τα 8 εκατομμύρια χρυσές λίρες.
Ο Σμπαρούνης κατέθεσε και μερικά ακόμη στοιχεία που δείχνουν το μέγεθος της λεηλασίας. Όπως ότι το 1941 δέσμευσαν 100.000 τόνους καπνού, τους οποίους έστειλαν στη Γερμανία, και φυσικά τους εμπορεύτηκαν. Για τις λεηλασίες αυτού του είδους πάντως υπήρξαν ακόμη πιο εντυπωσιακά στοιχεία, τα οποία θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, από άλλες μαρτυρίες.
Είπε ακόμη ότι με την είσοδο των Γερμανών και την κατάληψη της χώρας, η Γερμανία χρωστούσε από το κλήριγκ στην Ελλάδα 150 εκατομμύρια γερμανικά (γνήσια) μάρκα. Το κλήριγκ ήταν η συναλλαγή ανάμεσα στις δύο χώρες (από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά), σύμφωνα με την οποία η Γερμανία έπαιρνε τα ελληνικά προϊόντα και πλήρωνε στη συνέχεια την Ελλάδα με δικά της προϊόντα, συνήθως δεύτερης ποιότητας που δεν μπορούσε να κάνει εξαγωγή σε άλλες χώρες, και μάλιστα σε υψηλές τιμές τις οποίες καθόριζε η ίδια. Φυσικά από τα ελληνικά προϊόντα η Γερμανία έκανε δικές της εξαγωγές, κερδίζοντας ακόμη περισσότερο. Το γερμανικό χρέος απʼ αυτή τη συναλλαγή είχε φτάσει τα 150 εκατομμύρια μάρκα, τα οποία «εξόφλησε» ως κατοχική δύναμη φέρνοντας ποσότητες κάρβουνου τις οποίες κοστολόγησε … 150 εκατομμύρια γνήσια μάρκα. Ακόμη όμως κι αυτό το κάρβουνο χρησιμοποιήθηκε όχι για τις ελληνικές ανάγκες, αλλά για τα τρένα που μετέφεραν τον γερμανικό στρατό. Έτσι το γερμανικό χρέος των 150 εκατομμυρίων μάρκων ουδέποτε εξοφλήθηκε προς την Ελλάδα.

Η Ελλάδα πλήρωσε για το "τείχος της Ευρώπης!”
Ο Σμπαρούνης κατέθεσε επίσης ότι η Ελλάδα πλήρωσε για το «Τείχος της Ευρώπης» την κατασκευή του οποίου είχε ξεκινήσει ο Χίτλερ και μʼ αυτό προσπαθούσε να μπλοκάρει και να περιορίσει τις συμμαχικές δυνάμεις.

Στις 19 Μαρτίου, ο γενικός διευθυντής φορολογίας του υπουργείου Οικονομικών Αρ. Πέππας κατέθεσε ότι οι λεηλασίες των Γερμανών ξεκίνησαν με την κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά. Από τις πρώτες τους ενέργειες ήταν να δεσμεύσουν ό,τι υπήρχε στο τελωνείο του Πειραιά. Τα προς εισαγωγή είδη μοιράστηκαν ανάμεσα στους αξιωματικούς των Ες Ες, οι οποίοι τα εμπορεύτηκαν και έκαναν εξαγωγές στο εξωτερικό! Ανάμεσα στα άλλα, πήραν 7.000 τόνους γαιάνθρακες, χιλιάδες τόνους δέρματα, 8.000 σάκους καφέ, 3.000 τόνους ζάχαρη, 1.000 τόνους χοιρινό λίπος, 1.500 μπάλες από μαλλί. Επίσης από τα εμπορεύματα της ελεύθερης ζώνης πήραν, κατά διαστήματα, είδη αξίας 800.000 χρυσών λιρών και από τις Γενικές Αποθήκες είδη που άξιζαν 148.000 χρυσές λίρες.
Ο Πέππας κατέθεσε ότι τα κέρδη του γερμανικού στρατού ήταν τεράστια σʼ όλη την περίοδο της κατοχής από την εμπορεία καπνών, βασικού προϊόντος της χώρας την εποχή εκείνη, το οποίο στην ουσία κατέσχεσαν, χωρίς να πληρώσουν την αξία του. Μάλιστα ανέφερε ότι λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας, ο στρατάρχης φον Λιστ εξέδωσε διαταγή για τη δέσμευση όλων των ποσοτήτων καπνών εσοδείας 1940. Το προϊόν πληρώθηκε σε δραχμές, που ήταν άνευ αξίας, σε εξευτελιστικές τιμές. Ανέφερε, για παράδειγμα, ότι από τη Λάρισα δεσμεύτηκαν όλες οι ποσότητες και το ποσό που καταβλήθηκε δεν αντιστοιχούσε καν στην αξία της... λινάτσας που χρησιμοποιήθηκε για το περιτύλιγμα! Εκτός από τα παραγωγικά καπνά, κατέσχεσαν και τα εμπορικά, όσες δηλαδή ποσότητες ήταν ήδη στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό άρπαξαν 120.200.000 κιλά καπνών, αξίας 19 δισ. παλαιών, προπολεμικών δραχμών, στην ουσία χωρίς να πληρώσουν τίποτε. Και φυσικά αποκόμισαν τεράστια κέρδη!

Λαθρέμποροι!
Στη συνεδρίαση της 20ης Μαρτίου 1945, ο διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών Μαγκριώτης έθεσε μια ακόμη πλευρά της οικονομικής λεηλασίας της χώρας: οι Γερμανοί προώθησαν το λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά και κερδοσκόπησαν απʼ αυτό! Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ο Γερμανός φρούραρχος της Θεσσαλονίκης απαίτησε να σταματήσει η δίωξη του λαθρεμπορίου, ενώ το γερμανικό ναυαρχείο αξίωσε και παράλαβε, τελικά, 1 εκατομμύριο κουτιά σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου, τα οποία διοχέτευσε μέσω κάποιου Γκοτζάρα στη μαύρη αγορά, εξαφανίζοντας το νόμιμο εμπόριό τους.
Ανέφερε επίσης τη λεηλασία των αλυκών μʼ έναν τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν κοινοί απατεώνες. Οι Γερμανοί χτυπούσαν συναγερμό, έφευγε ο κόσμος και έσπευδαν με ειδικά αυτοκίνητα τα οποία γέμιζαν αλάτι που στη συνέχεια προωθούσαν τη μαύρη αγορά. Το λεηλατημένο προϊόν αντάλλασσαν με τρόφιμα για το στρατό τους.
Ανάμεσα στʼ άλλα, ο Μαγκριώτης τόνισε ότι άρπαξαν και 2.500 τόνους φωτιστικού πετρελαίου.


Η λεηλασία των ταμείων
Συνολικά ποσά για το αναγκαστικό δάνειο και τη λεηλασία των ελληνικών ταμείων έδωσε ένας άλλος διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, ο Εμμανουήλ Δελαμάγκας. Όπως ανέφερε, με διαταγές του υπουργού Οικονομικών των κατοχικών κυβερνήσεων Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να εκταμιεύει ποσά για τους Γερμανούς, χωρίς να προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση, ούτε να υπάρξει νομισματική πρόβλεψη.
Οι Γερμανοί, κατά τα στοιχεία που παρουσίασε ο Δελαμάγκας:
-Πήραν ποσά που έφταναν τα 220 τετράκις εκατομμύρια, που αντιστοιχούσαν σε 7.350.000 χρυσές λίρες.
-Επιβάρυναν τα ταμεία για έργα διευκόλυνσης του στρατού τους με ποσά που έφτασαν τα 2.500.000 χρυσές λίρες.

-Πήραν από τα ταμεία των δήμων και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ποσά που τότε ακόμη δεν μπορούσαν καν να υπολογιστούν.

-Κερδοσκόπησαν μέσω των γερμανικών εμπορικών εταιρειών «Ντεγκρίγκς» και «Σαντζιγκς» στις οποίες ανέθεσαν όλη την ευθύνη των εξαγωγών και εισαγωγών προϊόντων. Οι εταιρείες αυτές, εκτός από το γεγονός ότι κέρδισαν απροσδιόριστα ποσά μεταπωλώντας τα προϊόντα τόσο στο εξωτερικό (τα ελληνικά) όσο και στο εσωτερικό (τα εισαγόμενα), εισέπρατταν και εισφορές που έφταναν το 300% επί των τιμών!
Στις 21 Μαρτίου 1945 ο διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γρηγορίου, που μίλησε για συστηματική οικονομική εξουθένωση του τόπου από την γερμανική κατοχική διοίκηση, παρουσίασε στοιχεία ότι οι Γερμανοί όσο και οι Ιταλοί είχαν δεσμευτεί εγγράφως να παίρνουν τα χρήματα ως έξοδα κατοχής στο όνομα των κυβερνήσεων τους, ώστε στη συνέχεια να επιστραφούν. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της συμφωνίας που υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1942. Εκείνος προσδιόρισε τα ποσά του δανείου κατά μισό εκατομμύριο περισσότερο απʼ τα στοιχεία του Δελαμάγκα. Είπε, δηλαδή, ότι τα έξοδα κατοχής έφτασαν τα 7.888.000 χρυσές λίρες, απʼ τα οποία τα 3,4 εκατομμύρια ήταν δόσεις του δανείου και τα υπόλοιπα 4,488 προκαταβολές.
Επιπλέον, την ίδια εποχή πήραν απʼ το ελληνικό δημόσιο άλλα 2 εκατομμύρια χρυσές λίρες από τα 6 εκατ. που προορίζονταν για τη λειτουργία των υπηρεσιών κλπ.
Ο μάρτυρας χαρακτήρισε το κλήριγκ ως μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές του τόπου. Όπως τόνισε, ενώ οι Γερμανοί έπαιρναν τα καλύτερα ελληνικά προϊόντα και κερδοσκοπούσαν στο εξωτερικό μʼ αυτά, στην Ελλάδα, ως πληρωμή, έστελναν ελάχιστα προϊόντα, άχρηστα γι αυτούς, και σε τιμές πολύ υψηλές, ώστε να καλύπτονται οι οφειλές τους. Διατίμησαν τα ελληνικά προϊόντα, υπερτίμησαν τα γερμανικά κι έτσι η χώρα εμφανίστηκε να χρωστά στο κράτος των Ναζί 26,3 εκατ. γνήσια μάρκα, δηλαδή 13 εκατομμύρια χρυσές λίρες!
Ο γενικός διευθυντής του Χημείου του Κράτους, Μοδινός ανέφερε τη δέσμευση της παραγωγής της σταφίδας σʼ όλη τη διάρκεια της κατοχής, γεγονός που αποτέλεσε τεράστια καταστροφή. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δέσμευσαν για λογαριασμό τους όλη την παραγωγή μπαμπακιού, σύκων, κουκουλιών, ελαιολάδου, πυρηνέλαιου, αλλά και βιοτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, όπως σιδηρικών και άλλων προϊόντων.

Στις 6 Απριλίου ο διευθυντής του υπουργείου Γεωργίας Φιλιππόπουλος κατέθεσε ότι οι Ιταλοί άρπαξαν το λάδι παραγωγής 1941 και το διέθεσαν στη μαύρη αγορά. Το λάδι της Κρήτης εμπορεύτηκαν δύο λαθρέμποροι που ονομάζονταν Τουζόγλου και Γιάθεσης.

Μάζεψαν όλα τα κέρματα
Στη διάρκεια της δίκης ο επίτροπος του δικαστηρίου παρουσίασε επίσημο έγγραφο σύμφωνα με το οποίο οι Γερμανοί φόρτωσαν 10-11 βαγόνια τρένου με ελληνικά κέρματα, βάρους 28 εκατομμυρίων κιλών, και τα έστειλαν στη Γερμανία. Παραδόθηκαν επίσης 53 εκατομμύρια κιλά νικελένιων κερμάτων και πολλά εκατομμύρια κερμάτων, με άλλες ευκαιρίες! Πιθανώς οι Ναζί χρησιμοποίησαν τα κέρματα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή νομίσματος.

ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Τα στοιχεία απʼ τη δίκη των δοσιλόγων για τη ληστεία των ελληνικών ταμείων και του πλούτου της χώρας από τους Ναζί είχαν κεντρική θέση στην ειδησεογραφία των εφημερίδων τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945. Το «Εμπρός» της 15ης Μαρτίου είχε πρωτοσέλιδο τίτλο «Αι ληστείαι των Γερμανών εις την Ελλάδα». Σχεδόν όλη η 3 σελίδα της «Ελευθερίας» της 3ης Μαρτίου κάνει λόγο για την αποκάλυψη στη δίκη ότι οι Γερμανοί έπαιρναν από την Ελλάδα όλα τα χρήματα προκειμένου να συντηρούν το στρατό τους στη Βόρειο Αφρική και σε άλλες περιοχές. Ο «Ριζοσπάστης» της 18ης Μαρτίου παρουσίασε τα στοιχεία που κατατέθηκαν σε σχέση με τα χρήματα της Τράπεζας της Ελλάδος που πήγαν για το «Ευρωπαϊκό φρούριο» (τείχος) του Χίτλερ αλλά και την κλοπή τεράστιων ποσοτήτων ελληνικών δραχμών (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος)






 
 
 
Η λεηλασία των Γερμανών σε αριθμούς
 

-Από τις καταθέσεις προκύπτει ότι από τα ταμεία της Τράπεζας της Ελλάδος εισέπραξαν ποσά από 7.350.000- 7.888.000 χρυσές λίρες, για το κατοχικό δάνειο. Το δικαστήριο στην απόφασή του δέχτηκε ένα ποσό 9.097.000 χρυσών λιρών.


-Για την κατασκευή διαφόρων έργων διευκόλυνσης των ναζιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές επιχειρήσεων επιβάρυναν τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό με 2.500.000 χρυσές λίρες.

-Από τα ταμεία των δήμων και άλλων υπηρεσιών του δημοσίου πήραν τεράστια, αλλά απροσδιόριστα ποσά.


-Από τα χρήματα λειτουργίας του κράτους, που ήταν 6.000.000 χρυσές λίρες για όλη την περίοδο της κατοχής, οι Γερμανοί πήραν τα 2.000.000 για δικές τους ανάγκες…

-Επεβαλαν στην Ελλάδα να πληρώνει έξοδα στρατού κατοχής 110 δραχμές ανά κάτοικο, ενώ στη Γαλλία, χώρα πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη, επέβαλαν 7 φράγκα (70 δραχμές)

-Η Ελλάδα πλήρωνε όχι μόνο για τον κατοχικό στρατό 40.000 ανδρών, αλλά για 1,5 εκατομμύριο άνδρες, στην ουσία για όλες τις επιχειρήσεις των Γερμανών στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρειο Αφρική.


-Επιβλήθηκε στη χώρα να συνεισφέρει ακόμη και για το… "Φρούριο της Ευρώπης” που φιλοδοξούσε να χτίσει ο Χίτλερ.


-Από την ελεύθερη ζώνη του λιμανιού του Πειραιά πήραν εμπορεύματα αξίας 800.000 χρυσών λιρών και από τις Γενικές Αποθήκες άλλα είδη 148.000 χρυσών λιρών.


-Απέκλεισαν την ελληνική οικονομία και τις επιχειρήσεις απʼ τις αγορές του εξωτερικού, καθώς ακύρωσαν την αξία της δραχμής και αντικατέστησαν το νόμισμα με το κατοχικό μάρκο (το εκτύπωναν σε δύο φορτηγά στην Κηφισιά!) το οποίο είχε "αξία” μόνο εντός της χώρας.


-Λεηλάτησαν το τελωνείο του Πειραιά και πήραν όλα τα προς εκτελωνισμό είδη, τα οποία στη συνέχεια οι αξιωματικοί τους πώλησαν στο εξωτερικό και εισέπραξαν τα χρήματα.


-Κατέσχεσαν καπνά 120.200.000 κιλών αξίας 19 δισεκατομμυρίων προπολεμικών δραχμών. Τα οποία πλήρωσαν με ελάχιστα ποσά σε κατοχικές δραχμές, άνευ αξίας.


-Από το κλήριγκ (διακρατικές συναλλαγές από την προπολεμική περίοδο με ανταλλαγή προϊόντων) η Γερμανία χρωστούσε στην Ελλάδα 150 εκατομμύρια γνήσια μάρκα. Η "εξόφληση” έγινε με …κάρβουνο αξίας 150 εκατ. μάρκων, το οποίο, ούτως ή άλλως, χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί στα τρένα για τις μετακινήσεις του στρατού τους!

-Επίσης, με το κλήριγκ διατίμησαν τα ελληνικά προϊόντα και υπερίμησαν τα γερμανικά και χρέωσαν τηυν Ελλάδα με…13 εκατομμύρια χρυσές λίρες, όσο δηλαδή τα χρήματα που άρπαξαν από τα ελληνικά ταμεία!

-Δέσμευσαν όλη την αγροτική παραγωγή της Ελλάδας για όλη την περίοδο της κατοχής και εμπορεύτηκαν οι ίδιοι τα προϊόντα, είστε στη μαύρη αγορά, είτε για εξαγωγές.

-Ενίσχυσαν και με δικούς ανθρώπους πρωταγωνίστησαν στο λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά. Σε μια περίπτωση "εμπορεύτηκαν” 1 εκατομμύριο σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου. Ενώ έπαιρναν διαρκώς αλάτι από τις αλυκές και το έριχναν στη μαύρη αγορά, αποκλείοντας έτσι το νόμιμο εμπόριο και μηδενίζοντας τα κρατικά έσοδα και τη φορολογία απʼ αυτές τις δραστηριότητες.

-Ορισαν αποκλειστικά δύο γερμανικές εταιρείες για το εξαγωγικό εμπόριο, οι οποίες εκτός, των κερδών τους, θησαύρισαν εισπράττοντας εισφορές επί των τιμών, που έφταναν μέχρι το 300%!

- Έκλεψαν και μετέφεραν στη Γερμανία τεράστιες ποσότητες κερμάτων δραχμών. Κατατέθηκε ότι σε πρώτη φάση φόρτωσαν 10-11 βαγόνια τρένου με ελληνικά κέρματα, βάρους 28 εκατομμυρίων κιλών. Πήραν επίσης 53 εκατομμύρια κιλά νικελένιων κερμάτων και πολλά εκατομμύρια κερμάτων, με άλλες ευκαιρίες! Πιθανώς οι Ναζί χρησιμοποίησαν τα κέρματα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή νομίσματος.

Το κατοχικό δάνειο, οι ελληνικές διεκδικήσεις και οι γερμανικές υπεκφυγές ή αρνήσεις

Για το κατοχικό δάνειο, τις ελληνικές διεκδικήσεις και τις υπεκφυγές ή αρνήσεις των Γερμανών, έγραφε, μεταξύ άλλων, τον Ιανουάριο του 2010 σε άρθρο του στην «Π» ο πολιτειολόγος Τάσος Ηλιαδάκης:«Η σχετική δανειακή συμφωνία θα υπογραφεί στις 14.3.1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23. 3.1942.


Σύμφωνα μʼαυτήν:

• Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται κατά μήνα να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).


• Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος (στο εξής ΤΕ), άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).


• Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (αρθ. 4).


• Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρ. 5).


Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν. Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφληση του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές.


Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2.4.1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδινε εντολή στην ΤΕ να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Αλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές.


Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετατρέπουν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική. Δηλαδή το δάνειο παύει να είναι αναγκαστικό και μεταπίπτει σε κοινό συμβατικό δάνειο.


Με την πρώτη τροποποίηση (2.12.1942) ορίζεται ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3).


Μάλιστα κατέβαλαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησαν την επιστροφή του, οπότε μεταπίπτει σε έντοκο λόγω υπερημερίας. Δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο.


Το ύψος του δανείου κατά την ΤΕ ανέρχεται (δίχως τους τόκους) σε 227.940.201 εκ. δολ. το 1944 και κατά τον Αλτενμπουργκ 400 εκ. μετακατοχικά μάρκα. Με τις αναπροσαρμογές και τους τόκους ανέρχεται σε κάποιες δεκάδες δισ. ευρώ.


Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο. Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Ως τέτοια δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που αναστέλλει την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων.




Η ελληνική διεκδίκηση του δανείου

Η Ελλάδα στη διάσκεψη των επανορθώσεων του 1945, στη διάσκεψη των Παρισίων το 1946 και στη διάσκεψη των ΥΠΕΞ των τεσσάρων Μ.Δ. το Νοέμβριο του 1947, διαχώρισε το κατοχικό δάνειο από τις επανορθώσεις και ζητούσε την επιστροφή του.


Η Ελλάδα ουδέποτε έπαψε να διεκδικεί το κατοχικό δάνειο .


• Το 1964 με τον Αγγελόπουλο, ως εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης.


• Το 1965 με τον Α. Παπανδρέου.


• Στις ελληνογερμανικές συνομιλίες στην Αθήνα το 1966.


Τότε η Γερμανία πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι του δανείου είχε παραιτηθεί εγγράφως ο Κ. Καραμανλής. Στη συνέχεια το μετέτρεψε σε προφορική παραίτηση Καραμανλή, πράγμα που διέψευσε ο Κ. Καραμανλής. Τέλος με τη ρηματική της διακοίνωση στις 31.3.1967, η Γερμανία δεχόταν ότι δεν υπήρξε παραίτηση Καραμανλή.


• Το 1974 το ανακίνησε ο Ζολώτας.


• Στις 18.4.1991 το έθεσε ανεπίσημα και προφορικά ο τότε ΥΠΕΞ Α. Σαμαράς στο Γερμανό ομόλογό του.


• Στις 14.11.1995 το έθεσε η Ελλάδα με ρηματική διακοίνωση.


Η Γερμανία σταθερά το απορρίπτει, με τα επιχειρήματα:

• Το δάνειο εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου.


• Από το δάνειο παραιτήθηκε ο Κ. Καραμανλής. Το επανέλαβε και μετά το 1990 παρά τη ρηματική διακοίνωση του Μαρτίου 1967.


• Ύστερα από 50 χρόνια δεν μπορεί να εγείρονται τέτοιες απαιτήσεις. (Η Ελλάδα το διεκδικεί από το 1945).


•Το μόνο που δηλώνουν αυτά τα επιχειρήματα είναι έλλειψη επιχειρημάτων. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 έχει εκλείψει και το τυπικό επιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί, εκείνο του χωρισμού της Γερμανίας. Επομένως είναι άμεσα διεκδικήσιμο και πολιτικά και συμβατικά (νομικά). Μπορεί να το διεκδικήσει η ελληνική κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή οποιοσδήποτε μέτοχος της (πάνω ενός ορίου μετοχών), όπως και ο ελληνικός λαός μέσω των συντεταγμένων πολιτειακών θεσμών του. Τέλος την ελληνική διεκδίκηση ενισχύει το προηγούμενο της Γιουγκοσλαβίας και της Πολωνίας στις οποίες η ναζιστική Γερμανία είχε επιβάλει παρόμοια κατοχικά δάνεια και τα οποία μετακατοχικά η τότε Δ. Γερμανία επέστρεψε (αντίστοιχα το 1956 και 1971).


Η σημερινή Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι δανείσθηκε από το ελληνικό κράτος κατά παράβαση του άρθρου 49 της σύμβασης της Χάγης του 1909 και το οποίο ισχύει και σήμερα. Δανείσθηκε από ένα κράτος που η ίδια η ναζιστική Γερμανία είχε χαρακτηρίσει ακατάλυτο ενώ οι ναζί όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν ουδέποτε το δάνειο αλλά και άρχισαν την αποπληρωμή του, ενώ και ο καγκελάριος Ερχαρντ, το 1964, είχε δεσμευθεί για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας.


Η Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι η γερμανική κατοχή είναι υπόλογος για το οικονομικό ελληνικό ολοκαύτωμα της περιόδου 1940-44. Ενδεικτικά και μόνο είναι υπόλογος για το ότι στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε 15,3 εκατομμύρια φορές και ότι μόνο την Ελλάδα υποχρέωσε η τότε Γερμανία να της καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις. Αυτό το ολοκαύτωμα το αναγνώρισαν οι Ιταλοί : "Η Ελλάδα είναι στημένη σαν λεμόνι”, έλεγε ο Γκίτζι. Αποκορύφωμα ο Μουσολίνι, που έλεγε ότι "… οι Γερμανοί άρπαξαν από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών τους…”. Αλλά και ο Γερμανός Υπ. Οικονομίας, Φουνκ, τον Ιούνιο του 1943 έγραφε σε άρθρο του ότι, "η Ελλάς δοκίμασε τα δεινά του πολέμου, όπως ίσως καμία άλλη χώρα της Ευρώπης”.


Για την επανόρθωση η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946. Αυτό μετακατοχικά η Ελλάδα θα το αναζητούσε στον εξωτερικό

δανεισμό.


Από την άλλη πλευρά αυτή που αμφισβητεί και αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου είναι η μετά το 1990 ενωμένη και δημοκρατική

Γερμανία.


Αυτή όμως η συμπεριφορά, εκτός των άλλων, πλήττει βάναυσα τα μετακατοχικά φιλογερμανικά αισθήματα, όπως τα χαρακτήρισε ο καγκελάριος Κολ, του ελληνικού λαού και γιʼ αυτό ακέραια την ευθύνη φέρει η γερμανική κυβέρνηση.
Ακόμη κι ο Χίτλερ πλήρωσε δύο δόσεις στην Ελλάδα…
Τι έγραφε Γερμανός ιστορικός για τη στάση της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας

Ο Γερμανός, καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, που έχει ερευνήσει την υπόθεση του κατοχικού δανείου, έχει παρουσίασει στοιχεία που αποδεικνύον το δίκιο της Ελλάδας στη διεκδίκηση των χρημάτων που λεηλάτησαν οι συμπατριώτες του. Σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στον "Πολεμικό Τύπο” είχε αναφέρει ότι οι Ναζί συμπεριέλαβαν τελικά στο δάνειο από την Ελλάδα κάθε δικό τους έξοδο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής. Ενώ παραθέτει το στοιχείο ότι οι δυνάμεις κατοχής, 6 ημέρες πριν αναχωρήσουν από την Ελλάδα, πλήρωσαν δύο δόσεις από τα δανεικά, στοιχείο αναγνώρισης της υποχρέωσης, από τον ίδιο τον Χίτλερ. Ενώ το 1957 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Άλτενμπουργκ δήλωνε ότι δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη η ελληνική αξίωση για την επιστροφή των χρημάτων στα ταμεία.


Έγραφε τότε, μεταξύ άλλων, ο Χάγκεν Φλάισερ:

Σε σχέση με αυτά τα περαιτέρω "αναγκαιούντα ποσά” τα απαιτουντα ως μηνιαία "δανειακή” καταβολή από την Ελλάδα οι γερμανικές ιδίως Αρχές χρησιμοποιούσαν μιαν άκρως ελαστική ερμηνεία του όρου "έξοδα πολέμου”. Σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή, τα έξοδα πολέμου ξεπερνούσαν κατά πολύ τα έξοδα κατοχής που προβλέπονταν και καλύπτονταν από το πολεμικό δίκαιο, αφού συμπεριλάμβαναν

"όλα τα έξοδα του πολέμου ππου διεξάγεται μέσα στην κατεχόμενη χώρα ή με αφετηρία αυτήν”. Η διατύπωση αυτή αφορούσε κυρίως εις γερμανικές επιχειρήσεις στην Αν. Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική. Σημειωτέον ότι τον Ιούνιο του 1942 στο αποκορύφωμα της εκστρατείας του Ρόμελ το Ναυτικό είχε επωμισθεί ιδιαίτερα καθήκοντα συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις δύο ηπείρους και επομένως το "μερίδιό” του στα έξοδα που βάραιναν την Ελλάδα εκτινάχθηκε στο 69% του συνολικού ποσού που έλαβαν τα τρία όπλα της Βέρμαχτ!

Ετσι οι πιο αρμόδιοι Γερμανοί ειδήμονες παραδέχθηκαν ότι "δεν έγινε διαχωρισμός ανάμεσα στα ποσά που ήταν αναγκαία για την τήρηση της τάξεως και της ασφάλειας στην Ελλάδα και στα έξοδα που προέκυψαν στην Ελλάδα για τη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Αγγλίας στο μεσογειακό χώρο”. Επιπλέον η κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών επιβαρύνθηκε με τα έξοδα των στρατευμάτων στη Βʼ Ήπειρο η οποία υπαγόταν στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ελλάδος.


Από τα έξοδα εντός της χώρας 50% τουλάχιστον από τις ελληνικές πληρωμές χρησιμοποιούνταν για οχυρωματικά ή άλλα "κατασκευαστικά έργα”.


Παρʼ ότι οι Γερμανοί δημοσίως διατείνονταν ότι τα έργα αυτά και το κόστος που συνεπαγονταν αφορούσαν πρωτίστως στην "ανοικοδόμηση της Ελλάδας”, η τελική έκθεση του οικονομικού επιτελείου ανασκεύασε τους ισχυρισμούς αυτούς. Οι συντάκτες της, μετά την αποχώρηση της Βέρμαχτ από την Ελλάδα παραδέχθηκαν ενδοϋπηρεσιακώς ότι μόνον το 1.2% των κατασκευαστικών έργων "ωφελούσαν από κοινού Γερμανία και Ελλάδα”.


Για τα αναληφθέν τα ποσά το "Πρωτόκολλο” της Ρώμης είχε καθορίσει:

"Δια των ποσών τούτων θα χρεώνονται υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εις νέους ανοιχθησομένους άτοκους λογαριασμούς η Γερμανική και Ιταλική Κυβέρνησις εις δραχμάς αναλόγως των υφʼ εκατέρων των δύο στρατευμάτων κατοχής αναλαμβανομένων ποσών”.


Επομένως για την επιστροφή του "δανείου” οι εταίροι του Άξονα είχαν μεσω υψηλόβαθμων αξιωματούχων των δύο υπουργείων Εξωτερικών δεσμευτεί έστω και με κάποια φραστική επιφύλαξη απέναντι στο ελληνικό Δημόσιο.


Η γερμανική πλευρά μάλιστα αναγνώριζε την υποχρέωση αυτή όχι μόνο με την ενδοϋπηρεσιακά χρησιμοποιούμενη ορολογία αλλά και έμπρακτα όταν ήδη από το 1943 άρχισε (παράλληλα με την είσπραξη νέων δανειοληπτικών ποσών από την Τράπεζα της  Ελλάδος) την αποπληρωμή των παλαιοτέρων χρεώσεων σε μηνιαίες δόσεις. Μάλιστα η τελευταία εξόφληση σε ύψος 300 τρισεκατομμυρίων (πληθωριστικών!) δραχμών καταβλήθηκε στην (κατοχική) κυβέρνηση Ράλλη έξι μέρες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ!

Ενα μήνα πριν από την οριστική κατάρρευση του "Τρίτου Ράιχ”, το άλλοτε οικονομικό επιτελείο της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα υπέβαλε μια ογκωδέστατη τελική έκθεση στον πρόεδρο της Ράιχμπανκ, με κοινοποίηση προς το γερμανικό ΥΠ.ΕΞ στην οποία το "δάνειο” χαρακτηριζόταν ως "πολιτικό χρέος”. Για τον προσδιορισμό του ύψους του "γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα” (sic) οι συντάκτες κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να εκτιμήσουν τα αστρονομικά ποσά με βάση ένα σταθερό νόμισμα τελικά υπολογίσαν ότι το γερμανικό χρέος ανέρχεται στο ποσό των 476 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων.


Για τους παραπάνω λόγους η ελληνική κυβέρνηση σωστά εμμένει πλέον σε μια στρατηγική που υπογραμμίζει την ιδιαιτερότητα του Κατοχικού Δανείου με συνέπεια να μη δημιουργείται κανένα "προηγούμενο” για τους Γερμανούς σε αντιδιαστολή με τις αξιώσεις άλλων πάλαι ποτέ γερμανοκρατούμενων χωρών αποφεύγοντας έτσι κάθε σύνδεση του "δανείου” με το αίτημα των επανορθώσεων (κράτους προς κράτος) που δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί από τη Γερμανία κυριολεκτικά "με καμιά κυβέρνηση”. Η στρατηγική αυτή ενισχύεται και από την επανειλημμένη παραδοχή του κατοχικού Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα Αλτενμπουργκ π.χ. το 1957 με αφορμή τη σχετική συζήτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο ότι η συγκεκριμένη ελληνική αξίωση "δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη” ενώ το ακριβές ύψος θα έπρεπε να καθορισθεί σε διμερείς διαπραγματεύσεις.


Εδώ ακριβώς έγκειται το παράλογο του ζητήματος. Οι επίσημοι εκπρόσωποι του ναζιστικού Ράιχ πριν και μετά το τέλος του Πολέμου έχουν αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας. Αντιθέτως η κυβέρνηση της ΟΔΓ δημοκρατικής διαδόχου του Ράιχ αρνείται ακόμη και να συζητήσει το θέμα, μη παραλαμβάνοντας ούτε τα σχετικά έγγραφα επικαλούμενη μάλιστα ρήτρα σε προπολεμική γερμανοελληνική "σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως” επί καθεστώτων Χιτλερ/Μεταξά... Η σύμβαση αυτή επέτρεπε την απόρριψη της επίδοσης εγγράφου στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο κράτος έκρινε ότι αυτό μπορούσε "να θίξη τα κυριαρχικά δικαιώματα ή την ασφάλειάν του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου