Ένα δοκίμιο του Ουμπέρτο Έκο για τον
"πρωτο-φασισμό", όπως τον ονομάζει, και κάποια σχόλια επ΄αυτού σε σχέση
με τον ελληνικό φασισμό που ανθεί τα τελευταία χρόνια, μέσω του ΛάΟΣ,
της Χρυσής Αυγής αλλά και της -κυβερνώσας, πλέον- Νέας Δημοκρατίας.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο blog Gravity and the Wind
to 2006 -τότε που η Χρυσή Αυγή ήταν ακόμα μια μικρή περιθωριακή
συμμορία, το κόμμα του Γιώργου Καρατζαφέρη πάσχιζε να μπει στη Βουλή και
η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή προσπαθούσε να
νεοφιλελευθεροποιηθεί, στα πρότυπα των ευρωπαϊκών συντηρητικών κομμάτων.
Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να έχει γραφτεί χθες, με ελάχιστες αλλαγές.
Ουμπέρτο Έκο και Καρατζαφέρης
Αρκετά χρόνια πριν, ο Ουμπέρτο Έκο
σκιαγράφησε κάποια τυπικά χαρακτηριστικά του φασισμού (ή αρχέγονου
φασισμού ή πρωτο-φασισμού, όπως το λέει ο ίδιος). Μετά από την προτροπή
– και το λινκάκι – του cyber-dust,
είπα να δω αν αυτά τα πολύ σοβαρά πράγματα που λέει ο Έκο θα μπορούσαν
να έχουν κάποια σχέση με την ντόπια παραγωγή, και συγκεκριμένα με τον
ΛΑ.Ο.Σ., τον πρόεδρό του Γιώργο Καρατζαφέρη και το πρωτοπαλήκαρό του
Άδωνη Γεωργιάδη.
Ας πάρουμε, λοιπόν, ένα προς ένα, τα σημεία όπου εστιάζει ο Έκο.
Το πρώτο χαρακτηριστικό του φασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η λατρεία της παράδοσης γεννήθηκε τους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον ελληνικό ορθολογισμό, και συνεχίστηκε επάξια στη δύση από τους ρωμαιοκαθολικούς ως αντίδραση στον νέο ορθολογισμό που προέκυψε από τη γαλλική επανάσταση. Η κεντρική ιδέα αυτού του κινήματος είναι ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιες αρχέγονες αλήθειες στο παρελθόν. Έτσι, προέκυψε και ο συγκρητισμός. Οι αρχαίες πηγές, αν και διαφορετικές, θεωρήθηκε πως περιείχαν ψήγματα της ίδιας βασικής αλήθειας. Ένα τέτοιο παράδειγμα συγκρητισμού είναι η λεγόμενη «ελληνοχριστιανική παράδοση», που συνενώνει κάτω από την ίδια ομπρέλα δυο πολιτισμούς που υπήρξαν εν πολλοίς ασύμβατοι και για κάποιο διάστημα αντίπαλοι – ώσπου ο δεύτερος να συντρίψει τελικά τον πρώτο, υιοθετώντας τα ελάχιστα πράγματα που τον βόλευαν και καταστρέφοντας τα υπόλοιπα. Δεν χρειάζεται να ακούσετε πάνω από 15 λεπτά οποιασδήποτε εκπομπής του Γεωργιάδη (ή του Βελόπουλου ή του Λιακόπουλου – ακούς, funel;) για να καταλάβετε ότι τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» έχουν τον πρώτο λόγο.
Κάτι που απορρέει από τη λατρεία της παράδοσης: η απόρριψη του σύγχρονου πολιτισμού. Όλοι οι φασίστες είναι περήφανοι, βέβαια, για οποιαδήποτε τεχνολογία διαθέτουν – ειδικά αν έχει σχέση με στρατιωτικές εφαρμογές – αλλά στο βάθος η ιδεολογία τους είναι βασισμένη στο «αίμα που έχει ποτίσει τα άγια τούτα χώματα». (Ακούστε τον Γεωργιάδη ή τον Πλεύρη να περιγράφουν τη μάχη του Μαραθώνα, με σπασμένη φωνή και κρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά τους). Η απόρριψη του σύγχρονου πολιτισμού συμπαρασέρνει απαραιτήτως την απόρριψη του «παρακμιακού» καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Και η παρακμή αυτή, βέβαια, δεν μπορεί παρά να έχει τις ρίζες της στον «επικατάρατο Διαφωτισμό που γέννησε το βδέλυγμα του ορθολογισμού». (Κάτι που λέγεται κατά κόρον από κάθε θρησκόληπτο ακροδεξιό που σέβεται τον εαυτό του.) Κατ’ αυτή την έννοια, ο φασισμός μπορεί κάλλιστα να οριστεί ως ανορθολογισμός.
Ο ανορθολογισμός συνδέεται επίσης με την λατρεία της δράσης για τη δράση. Η δράση είναι ύψιστο ιδανικό για τον φασισμό, και δεν πρέπει να ακολουθεί κάποια λογική σκέψη. Η σκέψη στο φασισμό είναι συνώνυμη με τη θηλυπρέπεια (εξ ου και ο χαρακτηρισμός «κουλτουριαραίοι», που ακούγεται από το στόμα του Γεωργιάδη και του Λιακόπουλου με συχνότητα περίπου 3 φορές το δεκάλεπτο). Η λέξη «διανοούμενος» ισοδυναμεί με βρισιά. Με την εξαίρεση, βέβαια, των «δικών μας» διανοούμενων, που η κύρια ενασχόλησή τους είναι η επίθεση στον σύγχρονο πολιτισμό και στις φιλελεύθερες ιδέες, με το αιτιολογικό ότι έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.
Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα προωθεί τη διαφωνία ως τρόπο βελτίωσης της γνώσης. Η διαφωνία οδηγεί στον διάλογο. Για τον φασισμό, όμως, η οποιαδήποτε διαφωνία ισοδυναμεί με προδοσία. Εδώ, αρκεί να ακούσετε τον Γεωργιάδη να κάνει πολιτική ανάλυση. Οποιοσδήποτε έχει πει ή κάνει κάτι που δεν συμφωνεί με τις ιδέες του, αποκαλείται εύκολα προδότης, και η πράξη ή ο λόγος του προδοσία. (Προδοσία η μη ανέγερση προτομών, προδοσία η κατάργηση του πολυτονικού, προδοσία η πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία.) Ο Καρατζαφέρης έχει καταλάβει ότι αυτού του είδους η ρητορική του στοιχίζει σε πιθανές ψήφους, και την έχει μειώσει τελευταία. Γενικότερα, πάντως, η εύκολη χρήση της λέξης αυτής αποτελεί, νομίζω, βασικό χαρακτηριστικό της φασιστικής ιδεολογίας.
Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί δείγμα κοινωνικής πολυμορφίας. Ο φασισμός καλλιεργεί – και μετά εκμεταλλεύεται – τον φυσικό ανθρώπινο φόβο για καθετί διαφορετικό, για καθετί ξένο. Το πρώτο πράγμα που κάνει οποιοδήποτε φασιστικό κίνημα είναι να καταγγείλει τους «ξένους εισβολείς» -- δηλ. τους μετανάστες. Ο φασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός. Ακούστε τις κορώνες όλων των προαναφερθέντων για τους «ξένους που έρχονται και κλέβουν τα μεροκάματα των ελλήνων που μένουν εξαιτίας τους άνεργοι», κ.τ.λ. Πράγματα που ακούγονται (ακριβώς τα ίδια) από όλα τα ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη και τις Η.Π.Α..
Ο φασισμός εκμεταλλεύεται την ατομική και κοινωνική απογοήτευση. Ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά όλων των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η (επιτυχημένη) προσπάθεια προσεταιρισμού μιας εξαθλιωμένης μεσαίας τάξης που μαστιζόταν από την οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες τάξεις. Στην εποχή μας, που οι πρώην «προλετάριοι» είναι πλέον «αστοί», ο φασισμός προσπαθεί να αποκτήσει ερείσματα σ’ αυτήν ακριβώς την τάξη. Εξ ου και η προσπάθεια του Καρατζαφέρη να δείξει λίγο «λαϊκοδεξιός», λίγο «κεντρώος» και λίγο «αριστερούτσικος» ταυτόχρονα, φροντίζοντας να αποστασιοποιηθεί από ακραίες δηλώσεις και ενέργειες μελών του ΛΑ.Ο.Σ., να απομακρυνθεί από τον πρώην φίλο του γάλλο φασίστα Λεπέν, και στις συνεντεύξεις του να φαίνεται ευπροσήγορος, πράος και διαλλακτικός. Γι’ αυτό έχει υιοθετήσει και «σοσιαλίζουσα» ρητορική, εκφράζοντας θέσεις που υποψιάζεται πως συμμερίζεται η πλειονότητα των πολιτών.
Επειδή προσπαθεί να προσεταιριστεί τους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο φασισμός τους πουλάει το παραμύθι πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Και, καθώς το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στην έννοια του έθνους είναι οι εχθροί του, στην ψυχή κάθε φασιστικής ιδεολογίας βρίσκεται μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί του φασιστικού κινήματος πρέπει να νιώθουν διαρκώς υπό διωγμό. Το απλούστερο που μπορεί να κάνει είναι να υποδαυλίσει την ξενοφοβία τους. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς. Οι Εβραίοι είναι ένας εύκολος στόχος, που τελευταία έχει μεταλλαχτεί σε γενικότητες περί «σιωνιστών» (κατά Καρατζαφέρη), «νέας τάξης πραγμάτων» (κατά Λιακόπουλο) και «παγκοσμίων οικονομικών συμφερόντων» (κατά Γεωργιάδη). Μετά από χρόνια ατυχών δηλώσεων από πολλά στελέχη του κόμματός του, έχει πλάκα να βλέπει κανείς τον Καρατζαφέρη να λέει «μα, ορίστε, έχω και Εβραίο υποψήφιο». Έχει πολύ γέλιο επίσης να βλέπει κανείς τον Άδωνη Γεωργιάδη να απεκδύεται μετά βδελυγμίας τον μανδύα του εθνικιστή, και μετά από λίγο να λέει «είμαι οπαδός της Μεγάλης Ιδέας».
Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών. Οι κακοί πλούσιοι έχουν τα πάντα. Οι ισχυροί του διπλανού (εχθρικού) έθνους ζουν παρακμιακά, μέσα στη χλιδή. Οι Εβραιομασόνοι (βλέπε τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», που τους τελευταίους μήνες ο Λιακόπουλος τα έχει μετονομάσει σε «Πρωτόκολλα της Νέας Τάξης», μάλλον γιατί δεν το σηκώνει το στομάχι του να τον αποκαλούν ρατσιστή) είναι ζάπλουτοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο κρυφά. Ταυτόχρονα, βέβαια, οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ότι μπορούν να υπερισχύσουν εύκολα απέναντι σε τέτοιου τύπου εχθρούς (εμ, βέβαια, εκείνοι είναι παρηκμασμένοι, ενώ εμείς εμφορούμαστε από το μεγαλείο των προγόνων). Γι’ αυτό οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους – είναι ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της ισχύος του αντιπάλου.
Για το φασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή. Αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Πρέπει να βρισκόμαστε συνεχώς σε κάποιου είδους πάλη. Επομένως, οι ειρηνιστές είναι προδότες. Δεν πρέπει ποτέ να εφησυχάζουμε («μείνετε στις επάλξεις», «γρηγορείτε», «ξυπνήστε» -- Γεωργιάδης). Αυτό, όμως, κατά τον Έκο, παρουσιάζει ένα πρόβλημα. Αφού οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα της συνεχούς πάλης. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει να λύσει αυτό τον κόμπο.
Ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό του φασισμού είναι ο ελιτισμός. Οι πολίτες του έθνους πρέπει να νιώθουν ανώτεροι, μέλη μιας ανώτερης ράτσας ανθρώπων (να τος πάλι ο ρατσισμός), μέλη ενός ανώτερου πολιτισμού. («Οι Έλληνες είναι οι πιο έξυπνοι και μορφωμένοι άνθρωποι στον κόσμο» -- «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες οι δυτικοευρωπαίοι ζούσαν στα δέντρα» -- «η ελληνική γλώσσα είναι μητέρα όλων των γλωσσών» κ.τ.λ.). Επίσης, τα μέλη του κόμματος είναι η αφρόκρεμα των πολιτών (εμ, βέβαια, αφού με όχημα το κόμμα «θα επιτύχομεν την επανελλήνισιν»). Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν, δυστυχώς, και την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ποιοι είναι οι αδύναμοι; Μα, οι δειλοί, οι κουλτουριάρηδες, οι αριστεροί, οι άπιστοι – κάποιοι πρέπει να αποτελούν και τη μάζα, βρε αδερφέ. Ποιους θα κυβερνάμε; Η μάζα είναι αδύναμη και χρειάζεται στιβαρή ηγεσία (εδώ κολλάει και η παραδοσιακή ρήση «ε, ρε, Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται»).
Έτσι, δημιουργείται η ιδεολογία του ηρωισμού. Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με πρότυπα, και τα καλύτερα πρότυπα είναι οι ήρωες (πολεμιστές, εννοείται) του ένδοξου παρελθόντος. Για τη φασιστική ιδεολογία, όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να προσπαθούν να γίνουν ήρωες. (Φανταστείτε εδώ τον Άδωνη Γεωργιάδη να λέει με στόμφο: «Ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής, ο Λεωνίδας, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος…») Αυτή η λατρεία των ηρώων δεν απέχει πολύ από τη λατρεία του θανάτου – αρκεί βέβαια να είναι κι αυτός ένδοξος. Οι ισπανοί φαλαγγίτες είχαν το σύνθημα «viva la muerte” («ζήτω ο θάνατος»). Οι νορμάλ άνθρωποι μαθαίνουν ότι ο θάνατος είναι κάτι δυσάρεστο αλλά, εν πάση περιπτώσει, αναπόφευκτο. Οι φασίστες εκπαιδεύονται να αποζητούν έναν ηρωικό θάνατο, ως επιβράβευση για μια ηρωική ζωή. Ο κλασικός φασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, στέλνει κι άλλους στο θάνατο.
Επειδή ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι κάπως δύσκολα πράγματα, ο φασίστας μεταφέρει τον πόθο του για δράση και εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Κάπως έτσι προκύπτει και η περιφρόνηση προς τη γυναίκα (η οποία εξυμνείται μόνο ως μητέρα – δηλ. γεννομηχανή για την παραγωγή κι άλλων ηρώων), όπως και η καταδίκη «παρεκκλινουσών ερωτικών συμπεριφορών» -- βλέπε ομοφυλοφιλία (την οποία ο Γεωργιάδης καταδικάζει, αρνούμενος μάλιστα να δεχτεί πως ήταν διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, ενώ ο αρχηγός του λέει με περισσή υποκρισία «μα, έχω και ομοφυλόφιλο υποψήφιο»). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο ηρωικός φασίστας τείνει να παίζει με τα όπλα – έτσι, σαν φαλλικό υποκατάστατο.
Ο φασισμός βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό. Στη δημοκρατία, η συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική εκφράζεται ποσοτικά, μέσω της αρχής της πλειοψηφίας. Ο φασισμός, όμως, βλέπει τον λαό σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και, επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο φασίστας ηγέτης προβάλλει ως ο εκφραστής αυτής της (φανταστικής) λαϊκής κοινής βούλησης. Το μόνο που έχει να κάνει ο λαός είναι να παίξει το ρόλο της μάζας. Έτσι, ο λαός γίνεται μια θεατρική φιγούρα, χωρίς καμία εξουσία. Και, όποτε ο ηγέτης κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρουσιάσει μια επιλεγμένη ομάδα πολιτών ως «φωνή του λαού». Λόγω αυτού του, κατά Έκο, «ποιοτικού λαϊκισμού», ο φασισμός πρέπει οπωσδήποτε να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Όποτε ένας πολιτικός ρίχνει σκιά στη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου με το αιτιολογικό ότι «δεν εκφράζει πλέον τη φωνή του λαού», (γκουχ!-λέγε με Καρατζαφέρη-γκουχ!) αρχίζει να μυρίζει φασισμό. Πάρτε, για παράδειγμα, την ψύχωση που έχουν τελευταία οι ημέτεροι ακροδεξιοί με τα δημοψηφίσματα. (Μεγάλο θέμα, δεν θα ασχοληθώ τώρα εδώ – όπως επίσης μεγάλο θέμα είναι η υιοθέτηση φασιστικών θέσεων και πρακτικών και από κομμάτι της «αριστεράς» και «ακροαριστεράς» -- τα εισαγωγικά απαραίτητα).
Ο φασισμός μιλάει την οργουελική «Νέα Ομιλία». Αυτή, όμως, είναι διαφόρων ειδών. Στη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, στα σχολεία διδασκόταν ένα στοιχειώδες λεξιλόγιο και μια στοιχειώδης σύνταξη, ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα σύνθετης και κριτικής σκέψης. Οι δικοί μας φασίστες ακολουθούν μια πιο σύνθετη τακτική, με τον ίδιο στόχο, φυσικά. Ο Άδωνης Γεωργιάδης εκδίδει και πουλάει έργα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Ουδέν μεμπτόν, και μπράβο του. Θα ‘λεγε κανείς ότι αυτή είναι μια ενέργεια που προάγει την κριτική σκέψη. Αμ, δε! Ταυτόχρονα, πουλάει και βιβλία φτηνής αρχαιοελληνικής μεταφυσικής (δια χειρός Αλτάνης), Παλαμά (όχι γιατί του αρέσει η ποίηση αλλά γιατί ο Παλαμάς εμφορείται, όπως και ο ίδιος, από το πάθος της Μεγάλης Ιδέας), Παπαρηγόπουλο (την πιο εθνικιστική θεώρηση της ιστορίας), Νόννο (μυθολογική επική ποίηση που ο ίδιος προωθεί ως «εναλλακτική ιστορία"), παραγλωσσολογία (Τζιροπούλου – «πώς η ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο» και άλλες τέτοιες φαντασιώσεις), και τους «αγίους της πίστεώς μας» του Καρατζαφέρη. Και οι έτεροι τηλεβιβλιοπώλες – Λιακόπουλοι, Βελόπουλοι κ.τ.λ.; Εκεί, πια, βασιλεύει η συνωμοσιολογία, ο (συγκαλυμμένος, πλέον) αντισημιτισμός, η διαιώνιση εθνικών περιαστικών μύθων, ο φόρος τιμής στους ήρωες του ένδοξου παρελθόντος (για να μην ξεχνιόμαστε) και η παρουσίαση βιβλίων επιστημονικής φαντασίας ως σημαντικών κειμένων που περιέχουν κρυφή γνώση που κάποιοι (ποιοι, άραγε;) θέλουν να κρατήσουν στην αφάνεια.
Ο πονηρός (τύπου Καρατζαφέρη) φασισμός στις μέρες μας είναι «πολιτικά ορθός». Δεν μιλά πλέον ανοιχτά για πάταξη των Εβραίων, για ψυχοθεραπεία των ομοφυλόφιλων, για περιορισμό της γυναίκας στο κρεβάτι και την κουζίνα, για εθνοκαθάρσεις, για απέλαση όλων των ξένων («θα κρατήσω όσους χρειάζομαι»), για στρατιωτική απελευθέρωση των «αλύτρωτων πατρίδων» και άλλα τέτοια ωραία. Προσπαθεί να τα συγκαλύψει κάτω από γενικότητες και αβρότητες, και μια επίφαση προσήλωσης στα δημοκρατικά ιδεώδη. Παρακολουθήστε τις συνεντεύξεις του Καρατζαφέρη – θα είναι όλο και συχνότερες, λόγω της υποψηφιότητάς του (λέγε με σκοπιμότητα) για τη νομαρχία Θεσσαλονίκης, και λόγω της ανόδου των ποσοστών του ΛΑ.Ο.Σ.. Αν δεν σταθείς σε κάθε φράση του για να τη σκεφτείς για ένα-δυο λεπτά, σε πείθει! Και, δυστυχώς, πάρα πολλοί τηλεθεατές (συμπολίτες μας, δηλαδή) δεν κάθονται να σκεφτούν τι ακριβώς ακούνε. Ο Καρατζαφέρης, όπως κάθε φασίστας που σέβεται τον εαυτό του, δεν απευθύνεται στο λογικό του ακροατή, αλλά στο θυμικό. Εγώ του εύχομαι να μπει κάποτε στη βουλή – ο κόσμος που εκπροσωπεί έχει κι αυτός δικαίωμα έκφρασης. Αλλά ας σταματήσει κάποτε το παραμύθι. Δεν μπορείς να έχεις υπό την σκέπη σου όλους σχεδόν τους έλληνες ακροδεξιούς και να το παίζεις «λίγο απ’ όλα». Καλά έλεγε ο Γιάννης ο σαλονικιός: Θυμίζει το χασάπη που κλέβει στο ζύγι…
Ας πάρουμε, λοιπόν, ένα προς ένα, τα σημεία όπου εστιάζει ο Έκο.
Το πρώτο χαρακτηριστικό του φασισμού είναι η λατρεία της παράδοσης. Η λατρεία της παράδοσης γεννήθηκε τους ελληνιστικούς χρόνους, ως αντίδραση στον ελληνικό ορθολογισμό, και συνεχίστηκε επάξια στη δύση από τους ρωμαιοκαθολικούς ως αντίδραση στον νέο ορθολογισμό που προέκυψε από τη γαλλική επανάσταση. Η κεντρική ιδέα αυτού του κινήματος είναι ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε κάποιες αρχέγονες αλήθειες στο παρελθόν. Έτσι, προέκυψε και ο συγκρητισμός. Οι αρχαίες πηγές, αν και διαφορετικές, θεωρήθηκε πως περιείχαν ψήγματα της ίδιας βασικής αλήθειας. Ένα τέτοιο παράδειγμα συγκρητισμού είναι η λεγόμενη «ελληνοχριστιανική παράδοση», που συνενώνει κάτω από την ίδια ομπρέλα δυο πολιτισμούς που υπήρξαν εν πολλοίς ασύμβατοι και για κάποιο διάστημα αντίπαλοι – ώσπου ο δεύτερος να συντρίψει τελικά τον πρώτο, υιοθετώντας τα ελάχιστα πράγματα που τον βόλευαν και καταστρέφοντας τα υπόλοιπα. Δεν χρειάζεται να ακούσετε πάνω από 15 λεπτά οποιασδήποτε εκπομπής του Γεωργιάδη (ή του Βελόπουλου ή του Λιακόπουλου – ακούς, funel;) για να καταλάβετε ότι τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» έχουν τον πρώτο λόγο.
Κάτι που απορρέει από τη λατρεία της παράδοσης: η απόρριψη του σύγχρονου πολιτισμού. Όλοι οι φασίστες είναι περήφανοι, βέβαια, για οποιαδήποτε τεχνολογία διαθέτουν – ειδικά αν έχει σχέση με στρατιωτικές εφαρμογές – αλλά στο βάθος η ιδεολογία τους είναι βασισμένη στο «αίμα που έχει ποτίσει τα άγια τούτα χώματα». (Ακούστε τον Γεωργιάδη ή τον Πλεύρη να περιγράφουν τη μάχη του Μαραθώνα, με σπασμένη φωνή και κρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά τους). Η απόρριψη του σύγχρονου πολιτισμού συμπαρασέρνει απαραιτήτως την απόρριψη του «παρακμιακού» καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Και η παρακμή αυτή, βέβαια, δεν μπορεί παρά να έχει τις ρίζες της στον «επικατάρατο Διαφωτισμό που γέννησε το βδέλυγμα του ορθολογισμού». (Κάτι που λέγεται κατά κόρον από κάθε θρησκόληπτο ακροδεξιό που σέβεται τον εαυτό του.) Κατ’ αυτή την έννοια, ο φασισμός μπορεί κάλλιστα να οριστεί ως ανορθολογισμός.
Ο ανορθολογισμός συνδέεται επίσης με την λατρεία της δράσης για τη δράση. Η δράση είναι ύψιστο ιδανικό για τον φασισμό, και δεν πρέπει να ακολουθεί κάποια λογική σκέψη. Η σκέψη στο φασισμό είναι συνώνυμη με τη θηλυπρέπεια (εξ ου και ο χαρακτηρισμός «κουλτουριαραίοι», που ακούγεται από το στόμα του Γεωργιάδη και του Λιακόπουλου με συχνότητα περίπου 3 φορές το δεκάλεπτο). Η λέξη «διανοούμενος» ισοδυναμεί με βρισιά. Με την εξαίρεση, βέβαια, των «δικών μας» διανοούμενων, που η κύρια ενασχόλησή τους είναι η επίθεση στον σύγχρονο πολιτισμό και στις φιλελεύθερες ιδέες, με το αιτιολογικό ότι έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες.
Στον σύγχρονο πολιτισμό, η επιστημονική κοινότητα προωθεί τη διαφωνία ως τρόπο βελτίωσης της γνώσης. Η διαφωνία οδηγεί στον διάλογο. Για τον φασισμό, όμως, η οποιαδήποτε διαφωνία ισοδυναμεί με προδοσία. Εδώ, αρκεί να ακούσετε τον Γεωργιάδη να κάνει πολιτική ανάλυση. Οποιοσδήποτε έχει πει ή κάνει κάτι που δεν συμφωνεί με τις ιδέες του, αποκαλείται εύκολα προδότης, και η πράξη ή ο λόγος του προδοσία. (Προδοσία η μη ανέγερση προτομών, προδοσία η κατάργηση του πολυτονικού, προδοσία η πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία.) Ο Καρατζαφέρης έχει καταλάβει ότι αυτού του είδους η ρητορική του στοιχίζει σε πιθανές ψήφους, και την έχει μειώσει τελευταία. Γενικότερα, πάντως, η εύκολη χρήση της λέξης αυτής αποτελεί, νομίζω, βασικό χαρακτηριστικό της φασιστικής ιδεολογίας.
Εξάλλου, η διαφωνία αποτελεί δείγμα κοινωνικής πολυμορφίας. Ο φασισμός καλλιεργεί – και μετά εκμεταλλεύεται – τον φυσικό ανθρώπινο φόβο για καθετί διαφορετικό, για καθετί ξένο. Το πρώτο πράγμα που κάνει οποιοδήποτε φασιστικό κίνημα είναι να καταγγείλει τους «ξένους εισβολείς» -- δηλ. τους μετανάστες. Ο φασισμός είναι εξ ορισμού ρατσιστικός. Ακούστε τις κορώνες όλων των προαναφερθέντων για τους «ξένους που έρχονται και κλέβουν τα μεροκάματα των ελλήνων που μένουν εξαιτίας τους άνεργοι», κ.τ.λ. Πράγματα που ακούγονται (ακριβώς τα ίδια) από όλα τα ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη και τις Η.Π.Α..
Ο φασισμός εκμεταλλεύεται την ατομική και κοινωνική απογοήτευση. Ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά όλων των φασιστικών καθεστώτων του παρελθόντος ήταν η (επιτυχημένη) προσπάθεια προσεταιρισμού μιας εξαθλιωμένης μεσαίας τάξης που μαστιζόταν από την οικονομική κρίση ή ένιωθε πολιτικά εξευτελισμένη και φοβισμένη από την πίεση που ασκούσαν οι χαμηλότερες τάξεις. Στην εποχή μας, που οι πρώην «προλετάριοι» είναι πλέον «αστοί», ο φασισμός προσπαθεί να αποκτήσει ερείσματα σ’ αυτήν ακριβώς την τάξη. Εξ ου και η προσπάθεια του Καρατζαφέρη να δείξει λίγο «λαϊκοδεξιός», λίγο «κεντρώος» και λίγο «αριστερούτσικος» ταυτόχρονα, φροντίζοντας να αποστασιοποιηθεί από ακραίες δηλώσεις και ενέργειες μελών του ΛΑ.Ο.Σ., να απομακρυνθεί από τον πρώην φίλο του γάλλο φασίστα Λεπέν, και στις συνεντεύξεις του να φαίνεται ευπροσήγορος, πράος και διαλλακτικός. Γι’ αυτό έχει υιοθετήσει και «σοσιαλίζουσα» ρητορική, εκφράζοντας θέσεις που υποψιάζεται πως συμμερίζεται η πλειονότητα των πολιτών.
Επειδή προσπαθεί να προσεταιριστεί τους ανθρώπους που νιώθουν πως δεν έχουν πλέον ξεκάθαρη κοινωνική ταυτότητα, ο φασισμός τους πουλάει το παραμύθι πως το μοναδικό τους προνόμιο είναι ότι έχουν γεννηθεί στην ίδια χώρα. Αυτή είναι και η απαρχή του εθνικισμού. Και, καθώς το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δώσει ταυτότητα στην έννοια του έθνους είναι οι εχθροί του, στην ψυχή κάθε φασιστικής ιδεολογίας βρίσκεται μια εμμονή με τις συνωμοσίες, ιδιαίτερα τις διεθνείς. Οι οπαδοί του φασιστικού κινήματος πρέπει να νιώθουν διαρκώς υπό διωγμό. Το απλούστερο που μπορεί να κάνει είναι να υποδαυλίσει την ξενοφοβία τους. Αλλά η συνωμοσία πρέπει να έχει και εσωτερικούς μοχλούς. Οι Εβραίοι είναι ένας εύκολος στόχος, που τελευταία έχει μεταλλαχτεί σε γενικότητες περί «σιωνιστών» (κατά Καρατζαφέρη), «νέας τάξης πραγμάτων» (κατά Λιακόπουλο) και «παγκοσμίων οικονομικών συμφερόντων» (κατά Γεωργιάδη). Μετά από χρόνια ατυχών δηλώσεων από πολλά στελέχη του κόμματός του, έχει πλάκα να βλέπει κανείς τον Καρατζαφέρη να λέει «μα, ορίστε, έχω και Εβραίο υποψήφιο». Έχει πολύ γέλιο επίσης να βλέπει κανείς τον Άδωνη Γεωργιάδη να απεκδύεται μετά βδελυγμίας τον μανδύα του εθνικιστή, και μετά από λίγο να λέει «είμαι οπαδός της Μεγάλης Ιδέας».
Οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ταπεινωμένοι από τον επιδεικτικό πλούτο και την δύναμη των εχθρών. Οι κακοί πλούσιοι έχουν τα πάντα. Οι ισχυροί του διπλανού (εχθρικού) έθνους ζουν παρακμιακά, μέσα στη χλιδή. Οι Εβραιομασόνοι (βλέπε τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», που τους τελευταίους μήνες ο Λιακόπουλος τα έχει μετονομάσει σε «Πρωτόκολλα της Νέας Τάξης», μάλλον γιατί δεν το σηκώνει το στομάχι του να τον αποκαλούν ρατσιστή) είναι ζάπλουτοι και βοηθάνε ο ένας τον άλλο κρυφά. Ταυτόχρονα, βέβαια, οι οπαδοί πρέπει να νιώθουν ότι μπορούν να υπερισχύσουν εύκολα απέναντι σε τέτοιου τύπου εχθρούς (εμ, βέβαια, εκείνοι είναι παρηκμασμένοι, ενώ εμείς εμφορούμαστε από το μεγαλείο των προγόνων). Γι’ αυτό οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι καταδικασμένες να χάνουν τους πολέμους τους – είναι ανίκανες να κάνουν μια αντικειμενική εκτίμηση της ισχύος του αντιπάλου.
Για το φασισμό, δεν υπάρχει αγώνας για τη ζωή. Αντίθετα, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας. Πρέπει να βρισκόμαστε συνεχώς σε κάποιου είδους πάλη. Επομένως, οι ειρηνιστές είναι προδότες. Δεν πρέπει ποτέ να εφησυχάζουμε («μείνετε στις επάλξεις», «γρηγορείτε», «ξυπνήστε» -- Γεωργιάδης). Αυτό, όμως, κατά τον Έκο, παρουσιάζει ένα πρόβλημα. Αφού οι εχθροί πρέπει να ηττηθούν, θα πρέπει να υπάρξει μια τελική μάχη. Μια τέτοια «τελική λύση», όμως, θα σημάνει την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με το δόγμα της συνεχούς πάλης. Κανείς φασίστας ηγέτης δεν έχει καταφέρει να λύσει αυτό τον κόμπο.
Ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό του φασισμού είναι ο ελιτισμός. Οι πολίτες του έθνους πρέπει να νιώθουν ανώτεροι, μέλη μιας ανώτερης ράτσας ανθρώπων (να τος πάλι ο ρατσισμός), μέλη ενός ανώτερου πολιτισμού. («Οι Έλληνες είναι οι πιο έξυπνοι και μορφωμένοι άνθρωποι στον κόσμο» -- «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες οι δυτικοευρωπαίοι ζούσαν στα δέντρα» -- «η ελληνική γλώσσα είναι μητέρα όλων των γλωσσών» κ.τ.λ.). Επίσης, τα μέλη του κόμματος είναι η αφρόκρεμα των πολιτών (εμ, βέβαια, αφού με όχημα το κόμμα «θα επιτύχομεν την επανελλήνισιν»). Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν, δυστυχώς, και την περιφρόνηση προς τους αδύναμους. Ποιοι είναι οι αδύναμοι; Μα, οι δειλοί, οι κουλτουριάρηδες, οι αριστεροί, οι άπιστοι – κάποιοι πρέπει να αποτελούν και τη μάζα, βρε αδερφέ. Ποιους θα κυβερνάμε; Η μάζα είναι αδύναμη και χρειάζεται στιβαρή ηγεσία (εδώ κολλάει και η παραδοσιακή ρήση «ε, ρε, Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται»).
Έτσι, δημιουργείται η ιδεολογία του ηρωισμού. Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με πρότυπα, και τα καλύτερα πρότυπα είναι οι ήρωες (πολεμιστές, εννοείται) του ένδοξου παρελθόντος. Για τη φασιστική ιδεολογία, όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να προσπαθούν να γίνουν ήρωες. (Φανταστείτε εδώ τον Άδωνη Γεωργιάδη να λέει με στόμφο: «Ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής, ο Λεωνίδας, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος…») Αυτή η λατρεία των ηρώων δεν απέχει πολύ από τη λατρεία του θανάτου – αρκεί βέβαια να είναι κι αυτός ένδοξος. Οι ισπανοί φαλαγγίτες είχαν το σύνθημα «viva la muerte” («ζήτω ο θάνατος»). Οι νορμάλ άνθρωποι μαθαίνουν ότι ο θάνατος είναι κάτι δυσάρεστο αλλά, εν πάση περιπτώσει, αναπόφευκτο. Οι φασίστες εκπαιδεύονται να αποζητούν έναν ηρωικό θάνατο, ως επιβράβευση για μια ηρωική ζωή. Ο κλασικός φασίστας ήρωας ανυπομονεί να πεθάνει. Μέσα στην ανυπομονησία του, στέλνει κι άλλους στο θάνατο.
Επειδή ο συνεχής πόλεμος και ο ηρωισμός είναι κάπως δύσκολα πράγματα, ο φασίστας μεταφέρει τον πόθο του για δράση και εξουσία στη σεξουαλική συμπεριφορά του. Κάπως έτσι προκύπτει και η περιφρόνηση προς τη γυναίκα (η οποία εξυμνείται μόνο ως μητέρα – δηλ. γεννομηχανή για την παραγωγή κι άλλων ηρώων), όπως και η καταδίκη «παρεκκλινουσών ερωτικών συμπεριφορών» -- βλέπε ομοφυλοφιλία (την οποία ο Γεωργιάδης καταδικάζει, αρνούμενος μάλιστα να δεχτεί πως ήταν διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, ενώ ο αρχηγός του λέει με περισσή υποκρισία «μα, έχω και ομοφυλόφιλο υποψήφιο»). Και επειδή και το σεξ είναι δύσκολο παιχνίδι, ο ηρωικός φασίστας τείνει να παίζει με τα όπλα – έτσι, σαν φαλλικό υποκατάστατο.
Ο φασισμός βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε έναν επιλεκτικό λαϊκισμό. Στη δημοκρατία, η συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική εκφράζεται ποσοτικά, μέσω της αρχής της πλειοψηφίας. Ο φασισμός, όμως, βλέπει τον λαό σαν ποιότητα, σαν μια μονολιθική οντότητα που εκφράζει την Κοινή Βούληση. Και, επειδή κανένα μεγάλο σύνολο ατόμων δεν μπορεί ποτέ να έχει κοινή βούληση, ο φασίστας ηγέτης προβάλλει ως ο εκφραστής αυτής της (φανταστικής) λαϊκής κοινής βούλησης. Το μόνο που έχει να κάνει ο λαός είναι να παίξει το ρόλο της μάζας. Έτσι, ο λαός γίνεται μια θεατρική φιγούρα, χωρίς καμία εξουσία. Και, όποτε ο ηγέτης κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρουσιάσει μια επιλεγμένη ομάδα πολιτών ως «φωνή του λαού». Λόγω αυτού του, κατά Έκο, «ποιοτικού λαϊκισμού», ο φασισμός πρέπει οπωσδήποτε να είναι κατά των «διεφθαρμένων» κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Όποτε ένας πολιτικός ρίχνει σκιά στη νομιμότητα ενός κοινοβουλίου με το αιτιολογικό ότι «δεν εκφράζει πλέον τη φωνή του λαού», (γκουχ!-λέγε με Καρατζαφέρη-γκουχ!) αρχίζει να μυρίζει φασισμό. Πάρτε, για παράδειγμα, την ψύχωση που έχουν τελευταία οι ημέτεροι ακροδεξιοί με τα δημοψηφίσματα. (Μεγάλο θέμα, δεν θα ασχοληθώ τώρα εδώ – όπως επίσης μεγάλο θέμα είναι η υιοθέτηση φασιστικών θέσεων και πρακτικών και από κομμάτι της «αριστεράς» και «ακροαριστεράς» -- τα εισαγωγικά απαραίτητα).
Ο φασισμός μιλάει την οργουελική «Νέα Ομιλία». Αυτή, όμως, είναι διαφόρων ειδών. Στη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, στα σχολεία διδασκόταν ένα στοιχειώδες λεξιλόγιο και μια στοιχειώδης σύνταξη, ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα σύνθετης και κριτικής σκέψης. Οι δικοί μας φασίστες ακολουθούν μια πιο σύνθετη τακτική, με τον ίδιο στόχο, φυσικά. Ο Άδωνης Γεωργιάδης εκδίδει και πουλάει έργα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Ουδέν μεμπτόν, και μπράβο του. Θα ‘λεγε κανείς ότι αυτή είναι μια ενέργεια που προάγει την κριτική σκέψη. Αμ, δε! Ταυτόχρονα, πουλάει και βιβλία φτηνής αρχαιοελληνικής μεταφυσικής (δια χειρός Αλτάνης), Παλαμά (όχι γιατί του αρέσει η ποίηση αλλά γιατί ο Παλαμάς εμφορείται, όπως και ο ίδιος, από το πάθος της Μεγάλης Ιδέας), Παπαρηγόπουλο (την πιο εθνικιστική θεώρηση της ιστορίας), Νόννο (μυθολογική επική ποίηση που ο ίδιος προωθεί ως «εναλλακτική ιστορία"), παραγλωσσολογία (Τζιροπούλου – «πώς η ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο» και άλλες τέτοιες φαντασιώσεις), και τους «αγίους της πίστεώς μας» του Καρατζαφέρη. Και οι έτεροι τηλεβιβλιοπώλες – Λιακόπουλοι, Βελόπουλοι κ.τ.λ.; Εκεί, πια, βασιλεύει η συνωμοσιολογία, ο (συγκαλυμμένος, πλέον) αντισημιτισμός, η διαιώνιση εθνικών περιαστικών μύθων, ο φόρος τιμής στους ήρωες του ένδοξου παρελθόντος (για να μην ξεχνιόμαστε) και η παρουσίαση βιβλίων επιστημονικής φαντασίας ως σημαντικών κειμένων που περιέχουν κρυφή γνώση που κάποιοι (ποιοι, άραγε;) θέλουν να κρατήσουν στην αφάνεια.
Ο πονηρός (τύπου Καρατζαφέρη) φασισμός στις μέρες μας είναι «πολιτικά ορθός». Δεν μιλά πλέον ανοιχτά για πάταξη των Εβραίων, για ψυχοθεραπεία των ομοφυλόφιλων, για περιορισμό της γυναίκας στο κρεβάτι και την κουζίνα, για εθνοκαθάρσεις, για απέλαση όλων των ξένων («θα κρατήσω όσους χρειάζομαι»), για στρατιωτική απελευθέρωση των «αλύτρωτων πατρίδων» και άλλα τέτοια ωραία. Προσπαθεί να τα συγκαλύψει κάτω από γενικότητες και αβρότητες, και μια επίφαση προσήλωσης στα δημοκρατικά ιδεώδη. Παρακολουθήστε τις συνεντεύξεις του Καρατζαφέρη – θα είναι όλο και συχνότερες, λόγω της υποψηφιότητάς του (λέγε με σκοπιμότητα) για τη νομαρχία Θεσσαλονίκης, και λόγω της ανόδου των ποσοστών του ΛΑ.Ο.Σ.. Αν δεν σταθείς σε κάθε φράση του για να τη σκεφτείς για ένα-δυο λεπτά, σε πείθει! Και, δυστυχώς, πάρα πολλοί τηλεθεατές (συμπολίτες μας, δηλαδή) δεν κάθονται να σκεφτούν τι ακριβώς ακούνε. Ο Καρατζαφέρης, όπως κάθε φασίστας που σέβεται τον εαυτό του, δεν απευθύνεται στο λογικό του ακροατή, αλλά στο θυμικό. Εγώ του εύχομαι να μπει κάποτε στη βουλή – ο κόσμος που εκπροσωπεί έχει κι αυτός δικαίωμα έκφρασης. Αλλά ας σταματήσει κάποτε το παραμύθι. Δεν μπορείς να έχεις υπό την σκέπη σου όλους σχεδόν τους έλληνες ακροδεξιούς και να το παίζεις «λίγο απ’ όλα». Καλά έλεγε ο Γιάννης ο σαλονικιός: Θυμίζει το χασάπη που κλέβει στο ζύγι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου