Οπως είδαμε στα δύο
προηγούμενα άρθρα, η έννοια του «φύλου» ούτε προφανής (κοινωνικά) ούτε
και δεδομένη (επιστημονικά) πρέπει να θεωρείται.
Αντίθετα, ως μια έντονα φορτισμένη ιδεολογικά και κοινωνικά έννοια
πρέπει να αναθεωρείται, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Αραγε, πώς θα σκεφτόμασταν και πώς θα συμπεριφερόμασταν αν από μικρά παιδιά δεν είχαμε αφομοιώσει μια σεξιστική και ομοφοβική παιδεία αλλά, αντίθετα, είχαμε μάθει να αποδεχόμαστε ως ισότιμη την ομοερωτική συμπεριφορά; Και τότε τι είδους σεξουαλικό προσανατολισμό θα εκδηλώναμε ως ενήλικες;
Σήμερα θα εξετάσουμε πού οδηγεί η εμφανής πλέον, στις μέρες μας, προσπάθεια αποδόμησης του ανθρώπινου βιολογικού φύλου. Και πώς η μετανεωτερική βιοπολιτική προάγει μέσω της «σεξουαλικής ρευστότητας» την εξάλειψη του παγιωμένου -όχι μόνο πολιτισμικά, αλλά βιολογικά και εξελικτικά- φυλετικού διμορφισμού, τη διάκριση δηλαδή του αρσενικού από το θηλυκό.
Επίσης, θα παρουσιάσουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα βιβλία που διαφωτίζουν διαφορετικές πτυχές αυτού του «καυτού» βιολογικού και κοινωνικού προβλήματος.
Το «φυσικό» στην ανθρώπινη κατάσταση δεν είναι πάντα αυτό που υπάρχει ούτε και αυτό που κάνουν τα συγγενή σε εμάς είδη ζώων (τα ανώτερα θηλαστικά), τα οποία επειδή δεν διαθέτουν έλλογη σκέψη, γλώσσα και άρα ελεύθερη βούληση δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν συνειδητά από τις βιολογικές τους προδιαγραφές ή τα ένστικτά τους.
Φαίνεται λοιπόν να έχουν δίκιο κάποιες φεμινίστριες που, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, επιμένουν να διαφοροποιούν το βιολογικό φύλο (sex) από το κοινωνικό φύλο (gender) των ανθρώπων.
Το κοινωνικό φύλο, υποστηρίζουν, δεν προκύπτει από μια φυσική νομοτέλεια που, κατά κανόνα, επιτάσσει ότι κάθε άνθρωπος ανήκει είτε στο αρσενικό είτε στο θηλυκό γένος.
Αρα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, τόσο η φυλετική μας ταυτότητα όσο και οι ερωτικές μας προτιμήσεις δεν καθορίζονται από τη βιολογία μας. Συνεπώς, κανείς άνθρωπος δεν γεννιέται άνδρας ή γυναίκα, αλλά γίνεται!
Για την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων ατόμων που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο φυλετικό δίπολο «άνδρας-γυναίκα» ή στους κοινωνικούς ρόλους που αυτό το κοινωνικά επιβεβλημένο δίπολο συνεπάγεται, αναπτύχθηκε το λεγόμενο «τρίτο κύμα» του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος.
Ετσι, από τα τέλη του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, χάρη στις πολυάριθμες σπουδές φύλου (gender studies) έγινε σαφής η ανάγκη για ευρύτερη κοινωνικοπολιτική αποδοχή και νομιμοποίηση του δικαιώματος των ανθρώπων να επιλέγουν οι ίδιοι ελεύθερα, χωρίς δηλαδή κοινωνικές διακρίσεις, όχι βέβαια το βιολογικό αλλά το κοινωνικό τους φύλο.
Δυστυχώς, όμως, η συστηματική αποδόμηση όχι μόνο των κοινωνικών αλλά και των βιολογικών εκφράσεων της ανθρώπινης φυλετικότητας, που συνήθως εκδηλώνεται μέσω των ιδιαίτερων και συμπληρωματικών χαρακτηριστικών του ανδρικού και γυναικείου φύλου, όχι απλώς διευκολύνει αλλά και επιταχύνει την έλευση μιας μετα-ανθρώπινης αφυλετικής κατάστασης.
Και δεν μιλάμε βέβαια για τη ριζοσπαστική όσο και ιστορικά αναγκαία προσπάθεια αποδόμησης της έννοιας του «φύλου», ως ανδροκρατικής και ομοφοβικής κοινωνικής κατασκευής, αλλά για τα νέα αφυλετικά ιδεολογήματα περί της δήθεν εγγενούς ρευστότητας της σεξουαλικής ζωής των ανθρώπων.
Πριν από έναν χρόνο δημοσιεύτηκε μια εκτενής στατιστική έρευνα στο
«YouGov», το δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης για τη στατιστική
μελέτη της κοινής γνώμης στο ίντερνετ.
Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, σχεδόν το 50% των Βρετανών πολιτών, το ένα τρίτο των Αμερικανών και περίπου ο ίδιος αριθμός άλλων ευρωπαϊκών πληθυσμών, ηλικίας 18 έως 30 ετών, δεν αυτοχαρακτηρίζονται ούτε ως αποκλειστικά ετεροφυλόφιλοι ούτε ως αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι, ούτε όμως και ως αμφιφυλοφιλικοί, διότι και αυτή η επιλογή υπήρχε στο ερωτηματολόγιο.
Δεδομένου ότι η «αμφιφυλοφιλία» ορίζεται ως η λίγο-πολύ ίση ερωτική έλξη και για τα δύο φύλα, από αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς -ανδρών και γυναικών- δεν φαίνεται να ταυτίζεται με κανένα από τα κυρίαρχα μέχρι σήμερα φυλετικά πρότυπα!
Η ρευστότητα ως προς τη σεξουαλική ταυτότητα που καταγράφεται από αυτήν και από άλλες σχετικές στατιστικές μελέτες καταγράφει μια απρόσμενα μεγάλη σεξουαλική ρευστότητα και πιθανότατα μια νέα τάση ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τη φυλετική ταυτότητα των νέων γενεών, οι οποίες φαίνεται πως είναι λιγότερο προκατειλημμένες και περισσότερο ευέλικτες από τις προηγούμενες γενιές στο να πειραματιστούν και να προσδιορίσουν οι ίδιες τις φυλετικές τους προτιμήσεις.
Πρώτη η Αμερικανίδα ψυχολόγος και φεμινίστρια Lisa Diamond περιέγραψε αυτό το νέο κοινωνικό φαινόμενο βαφτίζοντάς το «σεξουαλική ρευστότητα», όχι για να το υποτιμήσει αλλά για να αναδείξει τις εναλλακτικές δυνατότητες που έχουν πλέον οι νέες γενιές (στον δυτικό κόσμο) για μια πιο «ελεύθερη» από φυλετικές προκαταλήψεις και λιγότερο καταπιεστική ερωτική ζωή.
Μια άλλη σαφής ένδειξη ότι, κατά την τρίτη χιλιετία που διανύουμε, το ανθρώπινο είδος βαδίζει -ανεπιστρεπτί και όχι συνειδητά- προς μια νέα αφυλετική κατάσταση, όπου οι παγιωμένες από αιώνες φυλετικές διακρίσεις τείνουν, αν όχι να καταργηθούν, τουλάχιστον να εξομαλυνθούν.
Και αυτό συντελείται όχι στο όνομα της βιολογικής και της κοινωνικής ισότητας, αλλά μιας έξωθεν επιβεβλημένης «ομοιομορφίας»: διότι βέβαια, η σημερινή «ρευστότητα», αργά ή γρήγορα, θα μετεξελιχθεί σε ενιαία και καθολική αφυλετική ταυτότητα.
Σήμερα, η μόνη ορατή οδός για την εξίσωση των κοινωνικών ανισοτήτων ανάμεσα στα δύο φύλα και την καταπολέμηση της ομοφοβίας φαίνεται πως είναι η οριστική εξάλειψη των ανθρώπινων... βιολογικών φύλων.
Τέσσερα βιβλία γύρω από τη βιολογία της έμφυλης ταυτότητας
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει διεξοδικά το βιβλίο «Η βιολογία της ομοφυλοφιλίας» του Ζακ Μπαλταζάρ, που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, άψογα μεταφρασμένο και επιμελημένο.
Την αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα συσκότιζαν ανέκαθεν φυλετικές προκαταλήψεις και οι ιδεολογικές παρανοήσεις, π.χ. ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια «ασθένεια» που μπορούμε να θεραπεύσουμε ή μια επίκτητη στάση ζωής την οποία επιλέγουμε ελεύθερα.
Η πρώτη προσπάθεια ορθολογικής προσέγγισης του φαινομένου στηρίχτηκε στην ιδέα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός στον άνθρωπο διαμορφώνεται, μετά τη γένεση, από τη διαπαιδαγώγηση και το κοινωνικό περιβάλλον, μια κοινωνιολογική άποψη που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις μέρες μας.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις στη βιολογία και τις νευροεπιστήμες επέτρεψαν μια ολότελα διαφορετική προσέγγιση: τα ομοφυλόφιλα άτομα, κατά την εμβρυϊκή τους ζωή και αμέσως μετά τη γέννηση, αντιμετώπισαν ένα ασυνήθιστο ενδοκρινικό περιβάλλον, το οποίο οδήγησε όχι μόνο στον ιδιαίτερο σεξουαλικό προσανατολισμό τους, αλλά και σε διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά και τη φυσιολογία.
Για τον συγγραφέα, πρωτοπόρο ερευνητή και κορυφαίο εκφραστή της συγκεκριμένης άποψης, η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί θέμα επιλογής, δεν είναι ασθένεια ή διαστροφή, ούτε οφείλεται σε αδιάφορους γονείς ή σε προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον.
Είναι απλώς η έκφραση του ευρύτερου φαινομένου της βιολογικής ποικιλότητας.
Οσο όμως ενδιαφέρουσα ή ικανοποιητική κι αν φαίνεται αυτή η βιολογική-ορμονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας, απέχει ακόμη πολύ από το να είναι η πλήρης ή οριστική επιστημονική εξήγηση.
Και οι λόγοι γι’ αυτήν την εξηγητική ανεπάρκεια είναι εγγενώς και αυστηρά επιστημονικοί.
Η διατύπωση αποκλειστικά γονιδιακών ή και βιοχημικών εξηγήσεων σκοντάφτει στη -σκόπιμη;- υποβάθμιση και συστηματική υποτίμηση πολλών επιγενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει και ο Μπαλταζάρ στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τέτοιοι επιγενετικοί παράγοντες είναι που τελικά καθορίζουν ή, έστω, ρυθμίζουν την έκφραση των φυλετικών γονιδίων, επηρεάζοντας έτσι αποφασιστικά το τελικό αποτέλεσμα της έκφρασής τους, τόσο κατά την ενδομήτρια όσο και κατά την προεφηβική περίοδο της ζωής ενός ατόμου.
Οπως εξηγεί η συγγραφέας, πρωτότυπη φιλόσοφος-βιολόγος και επιφανής φεμινίστρια, τα «κυβόργια» δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον ευφάνταστα επινοήματα κάποιων «αλλοπαρμένων» συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, διότι αποτελούν ήδη τα χιμαιρικά βιοκυβερνητικά πλάσματα που προκύπτουν από τη μόνιμη σύντηξη ενός έμβιου οργανισμού με μία ή περισσότερες μηχανές (π.χ. με έναν υπολογιστή).
Οι πρωταγωνιστές, λοιπόν, αυτού του ιδιαίτερα διεγερτικού βιβλίου είναι τα ανθρωποειδή, τα κυβόργια και οι γυναίκες, οριακά πλάσματα, που η κυρίαρχη ανδροκρατική σκέψη θεωρεί κυριολεκτικά ως τέρατα.
Με τα κείμενα αυτού του βιβλίου, η Χάραγουεϊ απευθύνει μια συστηματική και εξονυχιστική διερώτηση στις πολύπλευρες και αδιαφανείς βιοπολιτικές, βιοτεχνολογικές και φεμινιστικές θεωρήσεις και πρακτικές που αναπτύσσονται σήμερα για τη χειραγώγηση αυτών των κάθε άλλο παρά αθώων τεράτων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται το γιατί η ιδέα της «φύσης» και του «φυσιολογικού» είναι μια ιστορική-κοινωνική κατασκευή: μια επινόηση με επιστημονικοφανή επένδυση μάλλον παρά μια ουσιαστική επιστημονική ανακάλυψη.
Οι έρευνες που συγκεντρώνονται στον τόμο κινούνται με εντυπωσιακή άνεση από τις παλαιοανθρωπολογικές μελέτες έως την ανοσοβιολογία και από τη φεμινιστική θεωρία έως τη βιοπληροφορική τεχνολογία, αναδεικνύοντας όχι μόνο τις έμφυλες ρίζες της δυτικής τεχνοεπιστήμης, αλλά κυρίως τις βιοπολιτικές σκοπιμότητες της νέας ριζικής εκμηχάνισης της ανθρώπινης ζωής.
Το συγκεκριμένο βιβλίο χαιρετίστηκε ως η πιο ριζική και ανανεωτική πράξη μετά τη μεγάλη τομή που επέφερε η δημοσίευση του «Δεύτερου φύλου» της Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Το βιβλίο «Αναταραχή φύλου» είναι μια συστηματική και διαυγής κριτική όχι μόνο των ετεροφυλοφιλικών εμμονών και προκαταλήψεων της ανθρώπινης σκέψης αλλά και των θεωρητικών προϋποθέσεων της δήθεν προοδευτικής φεμινιστικής διάκρισης του «κοινωνικού» φύλου (gender) από το «βιολογικό» φύλο (sex).
Πέρα από τους συνήθεις και απλοϊκούς αναγωγισμούς του φύλου των ανθρώπων είτε στη βιολογία είτε στην κοινωνία, η Μπάτλερ εισηγείται μια ριζικά αντιουσιολογική θεώρηση και προτείνει να «αποφυσικοποιήσουμε», δηλαδή να αποβιολογικοποιήσουμε την έννοια του φύλου: το «βιολογικό» φύλο όχι μόνο δεν καθορίζει αιτιακά το «κοινωνικό» φύλο αλλά, αντίθετα, τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο αποτελούν ιστορικοκοινωνικές πολιτισμικές κατασκευές που ενισχύονται αμοιβαία επειδή εκδηλώνονται επιτελεστικά.
Συνεπώς, η ιδέα μιας «προλογοθετικής» και άρα βιολογικά προκαθορισμένης έμφυλης ταυτότητας, σύμφωνα με την Μπάτλερ, δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιβεβλημένη και κανονιστική μυθοπλασία.
Στόχος του βιβλίου, όμως, δεν είναι μόνο να ανατρέψει τις διφυλετικές προκαταλήψεις, αλλά και να διευρύνει τις αντιλήψεις μας σχετικά με το τι είναι και πώς κατασκευάζεται το «φύλο» στις σημερινές κοινωνίες.
Μολονότι ιδιαίτερα απαιτητική, η γραφή της Μπάτλερ αποδόθηκε άψογα στα ελληνικά, ενώ ο πρόλογος και το επίμετρο συμβάλλουν στην κατανόηση του κειμένου.
Τα δοκίμια που ανθολογήθηκαν από την Α. Αθανασίου σε αυτόν τον τόμο έχουν γραφτεί από επιφανείς διεθνώς φεμινίστριες διανοούμενες (ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους) που έχουν ασκήσει (και ασκούν) μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη σκέψη.
Τα περισσότερα κείμενα επιχειρούν να αποδομήσουν τα κοινωνικά μυθεύματα και τις πρακτικές της διπολικής ετεροφυλοφιλικής ταυτότητας και των ανταγωνιστικών σχέσεων που αυτή συνεπάγεται.
Μέσα από τη συστηματική αποδόμηση και αποδιάρθρωση της επιβεβλημένης -αλλά καθόλου αυτονόητης διφυλετικής πολιτικής- οι συγγραφείς αποβλέπουν στην οριστική εγκατάλειψη των γνωστών δυϊστικών αντιπαραθέσεων: άνδρας-γυναίκα, ετερο-ομο, δημόσιο-ιδιωτικό.
Πολύ κατατοπιστική και η εκτενής εισαγωγή της Αθηνάς Αθανασίου, που αναδεικνύει όχι μόνο την πολιτισμική βαρύτητα των κειμένων που η ίδια ανθολογεί, αλλά τονίζει και την άμεση πολιτική-ανατρεπτική σημασία τους.
Αντίθετα, ως μια έντονα φορτισμένη ιδεολογικά και κοινωνικά έννοια
πρέπει να αναθεωρείται, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Αραγε, πώς θα σκεφτόμασταν και πώς θα συμπεριφερόμασταν αν από μικρά παιδιά δεν είχαμε αφομοιώσει μια σεξιστική και ομοφοβική παιδεία αλλά, αντίθετα, είχαμε μάθει να αποδεχόμαστε ως ισότιμη την ομοερωτική συμπεριφορά; Και τότε τι είδους σεξουαλικό προσανατολισμό θα εκδηλώναμε ως ενήλικες;
Σήμερα θα εξετάσουμε πού οδηγεί η εμφανής πλέον, στις μέρες μας, προσπάθεια αποδόμησης του ανθρώπινου βιολογικού φύλου. Και πώς η μετανεωτερική βιοπολιτική προάγει μέσω της «σεξουαλικής ρευστότητας» την εξάλειψη του παγιωμένου -όχι μόνο πολιτισμικά, αλλά βιολογικά και εξελικτικά- φυλετικού διμορφισμού, τη διάκριση δηλαδή του αρσενικού από το θηλυκό.
Επίσης, θα παρουσιάσουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα βιβλία που διαφωτίζουν διαφορετικές πτυχές αυτού του «καυτού» βιολογικού και κοινωνικού προβλήματος.
Το «φυσικό» στην ανθρώπινη κατάσταση δεν είναι πάντα αυτό που υπάρχει ούτε και αυτό που κάνουν τα συγγενή σε εμάς είδη ζώων (τα ανώτερα θηλαστικά), τα οποία επειδή δεν διαθέτουν έλλογη σκέψη, γλώσσα και άρα ελεύθερη βούληση δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν συνειδητά από τις βιολογικές τους προδιαγραφές ή τα ένστικτά τους.
Φαίνεται λοιπόν να έχουν δίκιο κάποιες φεμινίστριες που, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, επιμένουν να διαφοροποιούν το βιολογικό φύλο (sex) από το κοινωνικό φύλο (gender) των ανθρώπων.
Το κοινωνικό φύλο, υποστηρίζουν, δεν προκύπτει από μια φυσική νομοτέλεια που, κατά κανόνα, επιτάσσει ότι κάθε άνθρωπος ανήκει είτε στο αρσενικό είτε στο θηλυκό γένος.
Αρα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, τόσο η φυλετική μας ταυτότητα όσο και οι ερωτικές μας προτιμήσεις δεν καθορίζονται από τη βιολογία μας. Συνεπώς, κανείς άνθρωπος δεν γεννιέται άνδρας ή γυναίκα, αλλά γίνεται!
Για την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων ατόμων που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο φυλετικό δίπολο «άνδρας-γυναίκα» ή στους κοινωνικούς ρόλους που αυτό το κοινωνικά επιβεβλημένο δίπολο συνεπάγεται, αναπτύχθηκε το λεγόμενο «τρίτο κύμα» του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος.
Ετσι, από τα τέλη του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, χάρη στις πολυάριθμες σπουδές φύλου (gender studies) έγινε σαφής η ανάγκη για ευρύτερη κοινωνικοπολιτική αποδοχή και νομιμοποίηση του δικαιώματος των ανθρώπων να επιλέγουν οι ίδιοι ελεύθερα, χωρίς δηλαδή κοινωνικές διακρίσεις, όχι βέβαια το βιολογικό αλλά το κοινωνικό τους φύλο.
Δυστυχώς, όμως, η συστηματική αποδόμηση όχι μόνο των κοινωνικών αλλά και των βιολογικών εκφράσεων της ανθρώπινης φυλετικότητας, που συνήθως εκδηλώνεται μέσω των ιδιαίτερων και συμπληρωματικών χαρακτηριστικών του ανδρικού και γυναικείου φύλου, όχι απλώς διευκολύνει αλλά και επιταχύνει την έλευση μιας μετα-ανθρώπινης αφυλετικής κατάστασης.
Και δεν μιλάμε βέβαια για τη ριζοσπαστική όσο και ιστορικά αναγκαία προσπάθεια αποδόμησης της έννοιας του «φύλου», ως ανδροκρατικής και ομοφοβικής κοινωνικής κατασκευής, αλλά για τα νέα αφυλετικά ιδεολογήματα περί της δήθεν εγγενούς ρευστότητας της σεξουαλικής ζωής των ανθρώπων.
Εμφυλη... απροσδιοριστία
Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, σχεδόν το 50% των Βρετανών πολιτών, το ένα τρίτο των Αμερικανών και περίπου ο ίδιος αριθμός άλλων ευρωπαϊκών πληθυσμών, ηλικίας 18 έως 30 ετών, δεν αυτοχαρακτηρίζονται ούτε ως αποκλειστικά ετεροφυλόφιλοι ούτε ως αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι, ούτε όμως και ως αμφιφυλοφιλικοί, διότι και αυτή η επιλογή υπήρχε στο ερωτηματολόγιο.
Δεδομένου ότι η «αμφιφυλοφιλία» ορίζεται ως η λίγο-πολύ ίση ερωτική έλξη και για τα δύο φύλα, από αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς -ανδρών και γυναικών- δεν φαίνεται να ταυτίζεται με κανένα από τα κυρίαρχα μέχρι σήμερα φυλετικά πρότυπα!
Η ρευστότητα ως προς τη σεξουαλική ταυτότητα που καταγράφεται από αυτήν και από άλλες σχετικές στατιστικές μελέτες καταγράφει μια απρόσμενα μεγάλη σεξουαλική ρευστότητα και πιθανότατα μια νέα τάση ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τη φυλετική ταυτότητα των νέων γενεών, οι οποίες φαίνεται πως είναι λιγότερο προκατειλημμένες και περισσότερο ευέλικτες από τις προηγούμενες γενιές στο να πειραματιστούν και να προσδιορίσουν οι ίδιες τις φυλετικές τους προτιμήσεις.
Πρώτη η Αμερικανίδα ψυχολόγος και φεμινίστρια Lisa Diamond περιέγραψε αυτό το νέο κοινωνικό φαινόμενο βαφτίζοντάς το «σεξουαλική ρευστότητα», όχι για να το υποτιμήσει αλλά για να αναδείξει τις εναλλακτικές δυνατότητες που έχουν πλέον οι νέες γενιές (στον δυτικό κόσμο) για μια πιο «ελεύθερη» από φυλετικές προκαταλήψεις και λιγότερο καταπιεστική ερωτική ζωή.
Μια άλλη σαφής ένδειξη ότι, κατά την τρίτη χιλιετία που διανύουμε, το ανθρώπινο είδος βαδίζει -ανεπιστρεπτί και όχι συνειδητά- προς μια νέα αφυλετική κατάσταση, όπου οι παγιωμένες από αιώνες φυλετικές διακρίσεις τείνουν, αν όχι να καταργηθούν, τουλάχιστον να εξομαλυνθούν.
Και αυτό συντελείται όχι στο όνομα της βιολογικής και της κοινωνικής ισότητας, αλλά μιας έξωθεν επιβεβλημένης «ομοιομορφίας»: διότι βέβαια, η σημερινή «ρευστότητα», αργά ή γρήγορα, θα μετεξελιχθεί σε ενιαία και καθολική αφυλετική ταυτότητα.
Σήμερα, η μόνη ορατή οδός για την εξίσωση των κοινωνικών ανισοτήτων ανάμεσα στα δύο φύλα και την καταπολέμηση της ομοφοβίας φαίνεται πως είναι η οριστική εξάλειψη των ανθρώπινων... βιολογικών φύλων.
Τέσσερα βιβλία γύρω από τη βιολογία της έμφυλης ταυτότητας
και την κοινωνιολογική αποδόμησή της
Jacques Balthazart, Η βιολογία της ομοφυλοφιλίας
μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς, επιστ. εποπτεία Χριστίνα Δάλλα,
εκδ. «ΠΕΚ», σελ. 392
Ενα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό ενήλικων ανδρών και γυναικών,
συνήθως γύρω στο 5-10% ενός πληθυσμού, επιδεικνύει έναν αμιγώς
ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Γιατί συμβαίνει αυτό και σε τι
οφείλεται το φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας;εκδ. «ΠΕΚ», σελ. 392
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει διεξοδικά το βιβλίο «Η βιολογία της ομοφυλοφιλίας» του Ζακ Μπαλταζάρ, που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, άψογα μεταφρασμένο και επιμελημένο.
Την αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα συσκότιζαν ανέκαθεν φυλετικές προκαταλήψεις και οι ιδεολογικές παρανοήσεις, π.χ. ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια «ασθένεια» που μπορούμε να θεραπεύσουμε ή μια επίκτητη στάση ζωής την οποία επιλέγουμε ελεύθερα.
Η πρώτη προσπάθεια ορθολογικής προσέγγισης του φαινομένου στηρίχτηκε στην ιδέα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός στον άνθρωπο διαμορφώνεται, μετά τη γένεση, από τη διαπαιδαγώγηση και το κοινωνικό περιβάλλον, μια κοινωνιολογική άποψη που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις μέρες μας.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις στη βιολογία και τις νευροεπιστήμες επέτρεψαν μια ολότελα διαφορετική προσέγγιση: τα ομοφυλόφιλα άτομα, κατά την εμβρυϊκή τους ζωή και αμέσως μετά τη γέννηση, αντιμετώπισαν ένα ασυνήθιστο ενδοκρινικό περιβάλλον, το οποίο οδήγησε όχι μόνο στον ιδιαίτερο σεξουαλικό προσανατολισμό τους, αλλά και σε διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά και τη φυσιολογία.
Για τον συγγραφέα, πρωτοπόρο ερευνητή και κορυφαίο εκφραστή της συγκεκριμένης άποψης, η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί θέμα επιλογής, δεν είναι ασθένεια ή διαστροφή, ούτε οφείλεται σε αδιάφορους γονείς ή σε προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον.
Είναι απλώς η έκφραση του ευρύτερου φαινομένου της βιολογικής ποικιλότητας.
Οσο όμως ενδιαφέρουσα ή ικανοποιητική κι αν φαίνεται αυτή η βιολογική-ορμονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας, απέχει ακόμη πολύ από το να είναι η πλήρης ή οριστική επιστημονική εξήγηση.
Και οι λόγοι γι’ αυτήν την εξηγητική ανεπάρκεια είναι εγγενώς και αυστηρά επιστημονικοί.
Η διατύπωση αποκλειστικά γονιδιακών ή και βιοχημικών εξηγήσεων σκοντάφτει στη -σκόπιμη;- υποβάθμιση και συστηματική υποτίμηση πολλών επιγενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει και ο Μπαλταζάρ στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τέτοιοι επιγενετικοί παράγοντες είναι που τελικά καθορίζουν ή, έστω, ρυθμίζουν την έκφραση των φυλετικών γονιδίων, επηρεάζοντας έτσι αποφασιστικά το τελικό αποτέλεσμα της έκφρασής τους, τόσο κατά την ενδομήτρια όσο και κατά την προεφηβική περίοδο της ζωής ενός ατόμου.
Donna Haraway, Ανθρωποειδή, κυβόργια και γυναίκες Η επανεπινόηση της φύσης
μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 371
Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η επιστήμη των Υπολογιστών, η
Ρομποτική, η Βιοτεχνολογία και η Νευροβιολογία συνεργάζονται στενά για
τη δημιουργία χιμαιρικών κυβερνο-οργανισμών, των περιώνυμων «Cyborgs»,
που στην παρούσα μετάφραση του κλασικού βιβλίου της Ντόνα Χάραγουεϊ
αποδίδονται εύστοχα ως «κυβόργια».Οπως εξηγεί η συγγραφέας, πρωτότυπη φιλόσοφος-βιολόγος και επιφανής φεμινίστρια, τα «κυβόργια» δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον ευφάνταστα επινοήματα κάποιων «αλλοπαρμένων» συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, διότι αποτελούν ήδη τα χιμαιρικά βιοκυβερνητικά πλάσματα που προκύπτουν από τη μόνιμη σύντηξη ενός έμβιου οργανισμού με μία ή περισσότερες μηχανές (π.χ. με έναν υπολογιστή).
Οι πρωταγωνιστές, λοιπόν, αυτού του ιδιαίτερα διεγερτικού βιβλίου είναι τα ανθρωποειδή, τα κυβόργια και οι γυναίκες, οριακά πλάσματα, που η κυρίαρχη ανδροκρατική σκέψη θεωρεί κυριολεκτικά ως τέρατα.
Με τα κείμενα αυτού του βιβλίου, η Χάραγουεϊ απευθύνει μια συστηματική και εξονυχιστική διερώτηση στις πολύπλευρες και αδιαφανείς βιοπολιτικές, βιοτεχνολογικές και φεμινιστικές θεωρήσεις και πρακτικές που αναπτύσσονται σήμερα για τη χειραγώγηση αυτών των κάθε άλλο παρά αθώων τεράτων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται το γιατί η ιδέα της «φύσης» και του «φυσιολογικού» είναι μια ιστορική-κοινωνική κατασκευή: μια επινόηση με επιστημονικοφανή επένδυση μάλλον παρά μια ουσιαστική επιστημονική ανακάλυψη.
Οι έρευνες που συγκεντρώνονται στον τόμο κινούνται με εντυπωσιακή άνεση από τις παλαιοανθρωπολογικές μελέτες έως την ανοσοβιολογία και από τη φεμινιστική θεωρία έως τη βιοπληροφορική τεχνολογία, αναδεικνύοντας όχι μόνο τις έμφυλες ρίζες της δυτικής τεχνοεπιστήμης, αλλά κυρίως τις βιοπολιτικές σκοπιμότητες της νέας ριζικής εκμηχάνισης της ανθρώπινης ζωής.
Judith Butler. Αναταραχή φύλου Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας
μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εισαγωγή & επιμ. Βενετία Κάντσα
επίμετρο Αθηνά Αθανασίου, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 231
Η Τζούντιθ Μπάτλερ θεωρείται σήμερα μια από τις σημαντικότερες και πιο πρωτότυπες φεμινίστριες φιλοσόφους της εποχής μας.επίμετρο Αθηνά Αθανασίου, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 231
Το συγκεκριμένο βιβλίο χαιρετίστηκε ως η πιο ριζική και ανανεωτική πράξη μετά τη μεγάλη τομή που επέφερε η δημοσίευση του «Δεύτερου φύλου» της Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Το βιβλίο «Αναταραχή φύλου» είναι μια συστηματική και διαυγής κριτική όχι μόνο των ετεροφυλοφιλικών εμμονών και προκαταλήψεων της ανθρώπινης σκέψης αλλά και των θεωρητικών προϋποθέσεων της δήθεν προοδευτικής φεμινιστικής διάκρισης του «κοινωνικού» φύλου (gender) από το «βιολογικό» φύλο (sex).
Πέρα από τους συνήθεις και απλοϊκούς αναγωγισμούς του φύλου των ανθρώπων είτε στη βιολογία είτε στην κοινωνία, η Μπάτλερ εισηγείται μια ριζικά αντιουσιολογική θεώρηση και προτείνει να «αποφυσικοποιήσουμε», δηλαδή να αποβιολογικοποιήσουμε την έννοια του φύλου: το «βιολογικό» φύλο όχι μόνο δεν καθορίζει αιτιακά το «κοινωνικό» φύλο αλλά, αντίθετα, τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο αποτελούν ιστορικοκοινωνικές πολιτισμικές κατασκευές που ενισχύονται αμοιβαία επειδή εκδηλώνονται επιτελεστικά.
Συνεπώς, η ιδέα μιας «προλογοθετικής» και άρα βιολογικά προκαθορισμένης έμφυλης ταυτότητας, σύμφωνα με την Μπάτλερ, δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιβεβλημένη και κανονιστική μυθοπλασία.
Στόχος του βιβλίου, όμως, δεν είναι μόνο να ανατρέψει τις διφυλετικές προκαταλήψεις, αλλά και να διευρύνει τις αντιλήψεις μας σχετικά με το τι είναι και πώς κατασκευάζεται το «φύλο» στις σημερινές κοινωνίες.
Μολονότι ιδιαίτερα απαιτητική, η γραφή της Μπάτλερ αποδόθηκε άψογα στα ελληνικά, ενώ ο πρόλογος και το επίμετρο συμβάλλουν στην κατανόηση του κειμένου.
Ανθολογία Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική
επιμ. & εισαγ. Αθηνά Αθανασίου
εκδ. «Νήσος», σελ. 621
Αυτή η ανθολογία σημαντικότατων δοκιμίων εντάσσεται στην πολύτιμη
σειρά «Υλικά» των εκδόσεων Νήσος, στην οποία συγκεντρώνονται και
μεταφράζονται διάσημα άρθρα και δοκίμια γύρω από ένα θέμα.εκδ. «Νήσος», σελ. 621
Τα δοκίμια που ανθολογήθηκαν από την Α. Αθανασίου σε αυτόν τον τόμο έχουν γραφτεί από επιφανείς διεθνώς φεμινίστριες διανοούμενες (ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους) που έχουν ασκήσει (και ασκούν) μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη σκέψη.
Τα περισσότερα κείμενα επιχειρούν να αποδομήσουν τα κοινωνικά μυθεύματα και τις πρακτικές της διπολικής ετεροφυλοφιλικής ταυτότητας και των ανταγωνιστικών σχέσεων που αυτή συνεπάγεται.
Μέσα από τη συστηματική αποδόμηση και αποδιάρθρωση της επιβεβλημένης -αλλά καθόλου αυτονόητης διφυλετικής πολιτικής- οι συγγραφείς αποβλέπουν στην οριστική εγκατάλειψη των γνωστών δυϊστικών αντιπαραθέσεων: άνδρας-γυναίκα, ετερο-ομο, δημόσιο-ιδιωτικό.
Πολύ κατατοπιστική και η εκτενής εισαγωγή της Αθηνάς Αθανασίου, που αναδεικνύει όχι μόνο την πολιτισμική βαρύτητα των κειμένων που η ίδια ανθολογεί, αλλά τονίζει και την άμεση πολιτική-ανατρεπτική σημασία τους.
Έντυπη έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου