Ουδείς αμφιβάλλει, σήμερα,
για τις εντυπωσιακές προόδους που σημειώνονται καθημερινά στις
Υπολογιστικές Επιστήμες και την Πληροφορική και ειδικότερα στον τομέα
της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αραγε,
όλες αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις θα οδηγήσουν –αργά ή γρήγορα και κυρίως αναπόφευκτα– στην εκπλήρωση του αρχαιότατου τεχνολογικού μας ονείρου για τη δημιουργία σκεπτόμενων μηχανών, προικισμένων με νοημοσύνη ισότιμη ή και ανώτερη από την ανθρώπινη;
Παρά τη συστηματική προπαγάνδα, η θετική απάντηση σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα είναι, όπως θα δούμε, κάθε άλλο παρά προφανής και αυταπόδεικτη, διότι η βασική και πολλαπλώς επιβεβαιωμένη παραδοχή της Τεχνητής Νοημοσύνης ότι ένας αρκετά πολύπλοκος ψηφιακός υπολογιστής μπορεί να προσομοιώνει κάθε επιμέρους λειτουργία του ανθρώπινου νου, δεν οδηγεί στο ταυτολογικό συμπέρασμα ότι ο ανθρώπινος νους είναι αποκλειστικά μια υπολογιστική ψηφιακή μηχανή.
Αφορμή για το σημερινό άρθρο είναι η πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου «LIFE 3.0» του Max Tegmark –ένα πολυσυζητημένο βιβλίο επιστημονικής εκλαΐκευσης που, πέρυσι, αναγνωρίστηκε διεθνώς ως μπεστ σέλερ.
Επίσημη πράξη γέννησης του επιστημονικού–τεχνολογικού προγράμματος της Τεχνητής Νοημοσύνης (Τ.Ν.) θεωρείται από τους περισσότερους ιστορικούς της επιστήμης η δημοσίευση του άρθρου «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη», που έγραψε το 1950 ο μεγάλος Βρετανός μαθηματικός Αλαν Τιούρινγκ (Alan Turing) .
Σε αυτό το κείμενο, ο πατέρας της σύγχρονης υπολογιστικής επιστήμης εξετάζει εξαντλητικά το πανάρχαιο ερώτημα: «Μπορούν οι μηχανές να σκέφτονται;» και προτείνει μια εμπειρική μέθοδο, υπό τη μορφή ενός τεστ, μιας δοκιμασίας που μας επιτρέπει να αποφασίζουμε αν και πότε μια υπολογιστική μηχανή μπορεί να επιδεικνύει νοημοσύνη ανάλογη με αυτήν των ανθρώπων.
Στη δοκιμασία Τιούρινγκ η ικανότητα χρήσης της ανθρώπινης γλώσσας αποτελεί το επαρκές και, σε τελευταία ανάλυση, το αποφασιστικό κριτήριο για να αποφασίζουμε αν πράγματι ένα σύστημα (ανθρώπινο ή τεχνητό) διαθέτει νοημοσύνη: ένα εξωγενές συμπεριφορικό κριτήριο που παραβλέπει και αδιαφορεί παντελώς για το υλικό υπόστρωμα που παράγει τη νοήμονα συμπεριφορά. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, η δοκιμασία του Τιούρινγκ εξετάζει αποκλειστικά και μόνο τις γλωσσικές συμπεριφορές-απαντήσεις των παικτών στα γλωσσικά ερεθίσματα–ερωτήσεις που δέχονται κατά τη διάρκεια του τεστ.
Είτε πρόκειται λοιπόν για ανθρώπινη είτε για τεχνητή νοημοσύνη, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο η γλωσσική ικανότητα που επιδεικνύουν και όχι το βιολογικό ή υπολογιστικό υπόστρωμα της μηχανής που παράγει τις απαντήσεις, η οποία θεωρείται ένα αδιαφανές «μαύρο κουτί».
Σύμφωνα με αυτή τη θεμελιώδη –αλλά μέχρι σήμερα ανεπιβεβαίωτη!– παραδοχή του Αλαν Τιούρινγκ και των σύγχρονων οπαδών της «σκληρής Τεχνητής Νοημοσύνης» (hard A.I.), οι εκδηλώσεις του ανθρώπινου νου δεν είναι τίποτε περισσότερο από ψηφιακοί υπολογισμοί, δηλαδή χειρισμός συμβόλων βάσει κανόνων, ο οποίος δεν εξαρτάται ούτε περιορίζεται από το «υλισμικό» (hardware), δηλαδή από την υλική αρχιτεκτονική μέσα στην οποία πραγματοποιούνται αυτοί οι υπολογισμοί, οι οποίοι κάλλιστα μπορούν να εκδηλώνονται τόσο σε βιολογικούς όσο και σε ηλεκτρονικούς–ψηφιακούς εγκεφάλους.
Την τεράστια επιρροή που άσκησε το περίφημο «τεστ Τιούρινγκ» μας αποκαλύπτει ένας κλασικός, πολύ μεταγενέστερος, ορισμός της τεχνητής νοημοσύνης: «Τ.Ν. είναι ο κλάδος της Επιστήμης των Υπολογιστών (computer science) που ασχολείται με τον σχεδιασμό νοημόνων συστημάτων, συστημάτων δηλαδή τα οποία επιδεικνύουν μια συμπεριφορά που αν τη συναντούσαμε σε έναν άνθρωπο, θα τον χαρακτηρίζαμε νοήμονα». Ολοφάνερα συμπεριφοριστικός και ανθρωποκεντρικός, ο παραπάνω ορισμός ακολουθεί κατά γράμμα την ερευνητική στρατηγική που πρώτος πρότεινε ο Τιούρινγκ: δεν ορίζει τι είναι η νόηση, συγκρίνει απλώς τις εξωτερικές εκδηλώσεις της.
Χάρη στην ανάδυση της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Γνωσιακής Επιστήμης
άρχισε να διαφαίνεται, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η προοπτική
της δημιουργίας μιας νέας επιστήμης–τεχνολογίας των νοητικών
φαινομένων.
Αυτή η «Νέα Επιστήμη και Τεχνολογία του Νου» θα συγκροτηθεί πάνω σε δύο θεμελιώδεις –αν και κάθε άλλο παρά προφανείς ή αυταπόδεικτες– παραδοχές:
1) Κάθε νοητικό φαινόμενο είναι γνωσιακό φαινόμενο και
2) Κάθε γνωσιακό φαινόμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα υπολογιστικό φαινόμενο.
Πρόκειται για το περίφημο και παραγωγικότατο τεχνολογικά μοντέλο της «υπολογιστικής θεωρίας της νόησης» (computationalism), που εξηγεί το γιατί από τα πρώτα βήματά τους μέχρι σήμερα, τόσο η Τ.Ν. όσο και οι Γνωσιακές Επιστήμες υιοθέτησαν το «υπολογιστικό μοντέλο» για την κατανόηση του νου και συνεπώς ανήγαγαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε βασικό εργαλείο ελέγχου της αλήθειας των θεωριών τους.
Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας συστηματικών ερευνών και εντυπωσιακών κατακτήσεων και εφαρμογών της Τ.Ν. κι όμως, το αποφασιστικό ερώτημα αν οι μηχανές μπορούν ή αν θα μπορέσουν κάποτε να σκέφτονται παραμένει αναπάντητο. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε καν συμφωνία μεταξύ των ειδικών για το πώς θα έπρεπε να εννοηθούν οι βασικοί όροι του ερωτήματος: τι ακριβώς είναι μια «μηχανή» και τι σημαίνει να διαθέτει «νοημοσύνη» ή «σκέψη»;
Βλέπετε, τα πάντα εξαρτώνται από το πώς ορίζουμε αυτές τις δύστροπες έννοιες, αλλά και από το πόσο αυστηρά ή ευέλικτα είναι τα επιστημονικά κριτήρια που υιοθετούμε όταν αποτιμάμε τη νοημοσύνη μιας βιολογικής ή τεχνητής μηχανής. Για παράδειγμα, ανάλογα με το μοντέλο της νοημοσύνης που υιοθετεί κανείς, οι σύγχρονοι πανίσχυροι υπολογιστές μπορεί να θεωρηθούν εντελώς «ανόητοι» ή, αντίθετα, μια απλή αριθμομηχανή μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί...«νοήμων»!
Πάντως, τις τελευταίες δεκαετίες, η εμμονή στο πρόγραμμα της «σκληρής Τ.Ν.» και οι μεγάλες οικονομικές επενδύσεις για την ανάπτυξή του δικαιολογούνται επαρκώς από τις ασύλληπτες, μέχρι χθες, τεχνολογικές εφαρμογές της.
Με ποιο τρόπο η ανάπτυξη και οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης
(Τ.Ν.) θα επηρεάσουν την εργασία, τις κοινωνικές σχέσεις, τη δικαιοσύνη
και την εγκληματικότητα στις μελλοντικές κοινωνίες των ανθρώπων; Αραγε, η
περαιτέρω αυτοματοποίηση, η ψηφιοποίηση και η εκμηχάνιση της υλικής και
πνευματικής μας ζωής θα οδηγήσουν σταδιακά στην υποβάθμιση και, σε ένα
απώτερο μέλλον, στην οριστική εξάλειψη μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας;
Φαίνεται απολύτως λογικό να σκεφτεί κανείς ότι αργά ή γρήγορα οι πανίσχυρες «ευφυείς μηχανές» θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη, εξαλείφοντας τους αδύναμους δημιουργούς τους. Είναι όμως υποχρεωτικό να έρθουν έτσι τα πράγματα;
Στο πολυσυζητημένο βιβλίο «LIFE 3.0» του Μαξ Τέγκμαρκ, που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, διαπραγματεύεται αναλυτικά αυτά τα ερωτήματα προσφέροντας μια υπεραισιόδοξη –κάποιος θα έλεγε εσκεμμένα ουτοπική– εκδοχή των εξελίξεων σε αυτό το τόσο αποφασιστικό και ταχύτατα αναπτυσσόμενο τεχνολογικό πεδίο.
Πράγματι, στις σελίδες αυτού του πολύ επιτυχημένου βιβλίου επιστημονικής εκλαΐκευσης, ο Τέγκμαρκ παρουσιάζει με τρόπο εύληπτο όλα τα πιθανά σενάρια σχετικά με τις εφαρμογές της Τ.Ν. στο άμεσο μέλλον.
Οπως προγραμματικά δηλώνεται στον υπότιτλο του βιβλίου, το «LIFE 3.0» θέλει να διερευνήσει «Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος στην εποχή της Τ.Ν.», υπονοώντας ότι οι πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα θέτουν σε αμφισβήτηση την οικεία έννοια του «ανθρώπου» και, ενδεχομένως, απειλούν την επιβίωσή του.
Στην αντιπαράθεση των «τεχνοσκεπτικιστών» με τους «ουτοπιστές», που θεωρούν απολύτως εφικτή την ανάπτυξη μηχανών «γενικής Τ.Ν.», δηλαδή μια ψηφιακή νοημοσύνη ισότιμη ή και ανώτερη από την ανθρώπινη, ο συγγραφέας παίρνει εξ αρχής θέση υπέρ των τεχνολογικά αισιόδοξων. Και στις σελίδες αυτού του βιβλίου επιχειρεί να δικαιολογήσει την αισιοδοξία του για το λαμπρό μέλλον της ανθρωπότητας χάρη στους ψηφιακούς παραδείσους τού αύριο.
Την αισιοδοξία του αυτή, μάλιστα, δεν τη στηρίζει αποκλειστικά στις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, τις οποίες παρουσιάζει με τρόπο εύληπτο για τον μη ειδικό αναγνώστη, αλλά στη συνολική θεώρηση της περιπέτειας της ζωής στον πλανήτη μας!
Σύμφωνα με το γραμμικό και μάλλον απλοϊκό σχήμα που προτείνει σε αυτό το βιβλίο, η ζωή πάνω στη Γη εξελίχθηκε συνολικά σε τρεις φάσεις: η «Ζωή 1.0» εμφανίστηκε περίπου πριν από 4 δισεκατομμύρια χρόνια με τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, η «Ζωή 2.0» (δηλαδή εμείς, οι άνθρωποι) εμφανίστηκε περίπου πριν από εκατό χιλιετίες, ενώ η «Ζωή 3.0», δηλαδή οι νοήμονες μηχανές που θα μπορούν να σχεδιάζουν από μόνες τους τόσο την αρχιτεκτονική τους όσο και τις λειτουργίες τους (το υλισμικό και το λογισμικό τους) θα εμφανιστεί αναπόφευκτα, αν όχι τις επόμενες δεκαετίες, σίγουρα τον επόμενο αιώνα.
Πολλά θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς σε αυτό το καθησυχαστικό σενάριο για το μέλλον της «ζωής» που για να επιβιώσει οφείλει να γίνει ψηφιακή, εξάλλου κορυφαίοι ειδικοί σε αυτούς τους τομείς έρευνας δεν συμφωνούν με τις επιστημονικές-τεχνολογικές προβλέψεις του συγγραφέα, ούτε βέβαια συμμερίζονται τη σχεδόν παιδαριώδη αισιοδοξία του για την επιβίωση του είδους μας σε έναν οικολογικά κατεστραμμένο πλανήτη.
Για παράδειγμα, σε μια πολυσυζητημένη συνέντευξη που έδωσε το 2015 στο BBC ο επιφανής κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ (Stephen Hawking) δήλωσε χαιρέκακα: «Η τεχνητή νοημοσύνη ίσως να είναι η πιο σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου. Κρίμα που μπορεί να αποδειχτεί και η τελευταία», διότι, όπως ισχυρίστηκε, «τα ανθρώπινα όντα, όντας περιορισμένα από τους υπερβολικά αργούς ρυθμούς της βιολογικής τους εξέλιξης, δεν θα καταφέρουν να ανταγωνιστούν τις νοήμονες μηχανές».
Τέτοιες πεσιμιστικές ή καταστροφολογικές προφητείες είναι αναμενόμενες από έναν μη ειδικό στην Τ.Ν., όπως ήταν ο κοσμολόγος φυσικός Χόκινγκ, όχι όμως και από σημαντικούς πρωταγωνιστές της Πληροφορικής, όπως π.χ. ο Ελον Μασκ (Elon Musk), ιδρυτής των πρωτοποριακών εταιρειών εφαρμοσμένης επιστήμης «SpaceX» και «Tesla Motors», και ο Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates), ιδρυτής και πρόεδρος της Microsoft, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει ότι η πλήρης ανάπτυξη της Τ.Ν. αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον της ανθρωπότητας!
Στο πλαίσιο της τρέχουσας 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, οι εντυπωσιακές εξελίξεις και κυρίως οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Ρομποτικής τείνουν να γίνουν κοινωνικά ανεξέλεγκτες, γεγονός που δημιουργεί δικαιολογημένες τεχνοφοβικές αντιδράσεις. Κάτι που τελικά αναγκάζεται να παραδεχτεί και ο συγγραφέας.
όλες αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις θα οδηγήσουν –αργά ή γρήγορα και κυρίως αναπόφευκτα– στην εκπλήρωση του αρχαιότατου τεχνολογικού μας ονείρου για τη δημιουργία σκεπτόμενων μηχανών, προικισμένων με νοημοσύνη ισότιμη ή και ανώτερη από την ανθρώπινη;
Παρά τη συστηματική προπαγάνδα, η θετική απάντηση σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα είναι, όπως θα δούμε, κάθε άλλο παρά προφανής και αυταπόδεικτη, διότι η βασική και πολλαπλώς επιβεβαιωμένη παραδοχή της Τεχνητής Νοημοσύνης ότι ένας αρκετά πολύπλοκος ψηφιακός υπολογιστής μπορεί να προσομοιώνει κάθε επιμέρους λειτουργία του ανθρώπινου νου, δεν οδηγεί στο ταυτολογικό συμπέρασμα ότι ο ανθρώπινος νους είναι αποκλειστικά μια υπολογιστική ψηφιακή μηχανή.
Αφορμή για το σημερινό άρθρο είναι η πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου «LIFE 3.0» του Max Tegmark –ένα πολυσυζητημένο βιβλίο επιστημονικής εκλαΐκευσης που, πέρυσι, αναγνωρίστηκε διεθνώς ως μπεστ σέλερ.
Επίσημη πράξη γέννησης του επιστημονικού–τεχνολογικού προγράμματος της Τεχνητής Νοημοσύνης (Τ.Ν.) θεωρείται από τους περισσότερους ιστορικούς της επιστήμης η δημοσίευση του άρθρου «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη», που έγραψε το 1950 ο μεγάλος Βρετανός μαθηματικός Αλαν Τιούρινγκ (Alan Turing) .
Σε αυτό το κείμενο, ο πατέρας της σύγχρονης υπολογιστικής επιστήμης εξετάζει εξαντλητικά το πανάρχαιο ερώτημα: «Μπορούν οι μηχανές να σκέφτονται;» και προτείνει μια εμπειρική μέθοδο, υπό τη μορφή ενός τεστ, μιας δοκιμασίας που μας επιτρέπει να αποφασίζουμε αν και πότε μια υπολογιστική μηχανή μπορεί να επιδεικνύει νοημοσύνη ανάλογη με αυτήν των ανθρώπων.
Στη δοκιμασία Τιούρινγκ η ικανότητα χρήσης της ανθρώπινης γλώσσας αποτελεί το επαρκές και, σε τελευταία ανάλυση, το αποφασιστικό κριτήριο για να αποφασίζουμε αν πράγματι ένα σύστημα (ανθρώπινο ή τεχνητό) διαθέτει νοημοσύνη: ένα εξωγενές συμπεριφορικό κριτήριο που παραβλέπει και αδιαφορεί παντελώς για το υλικό υπόστρωμα που παράγει τη νοήμονα συμπεριφορά. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, η δοκιμασία του Τιούρινγκ εξετάζει αποκλειστικά και μόνο τις γλωσσικές συμπεριφορές-απαντήσεις των παικτών στα γλωσσικά ερεθίσματα–ερωτήσεις που δέχονται κατά τη διάρκεια του τεστ.
Είτε πρόκειται λοιπόν για ανθρώπινη είτε για τεχνητή νοημοσύνη, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο η γλωσσική ικανότητα που επιδεικνύουν και όχι το βιολογικό ή υπολογιστικό υπόστρωμα της μηχανής που παράγει τις απαντήσεις, η οποία θεωρείται ένα αδιαφανές «μαύρο κουτί».
Σύμφωνα με αυτή τη θεμελιώδη –αλλά μέχρι σήμερα ανεπιβεβαίωτη!– παραδοχή του Αλαν Τιούρινγκ και των σύγχρονων οπαδών της «σκληρής Τεχνητής Νοημοσύνης» (hard A.I.), οι εκδηλώσεις του ανθρώπινου νου δεν είναι τίποτε περισσότερο από ψηφιακοί υπολογισμοί, δηλαδή χειρισμός συμβόλων βάσει κανόνων, ο οποίος δεν εξαρτάται ούτε περιορίζεται από το «υλισμικό» (hardware), δηλαδή από την υλική αρχιτεκτονική μέσα στην οποία πραγματοποιούνται αυτοί οι υπολογισμοί, οι οποίοι κάλλιστα μπορούν να εκδηλώνονται τόσο σε βιολογικούς όσο και σε ηλεκτρονικούς–ψηφιακούς εγκεφάλους.
Την τεράστια επιρροή που άσκησε το περίφημο «τεστ Τιούρινγκ» μας αποκαλύπτει ένας κλασικός, πολύ μεταγενέστερος, ορισμός της τεχνητής νοημοσύνης: «Τ.Ν. είναι ο κλάδος της Επιστήμης των Υπολογιστών (computer science) που ασχολείται με τον σχεδιασμό νοημόνων συστημάτων, συστημάτων δηλαδή τα οποία επιδεικνύουν μια συμπεριφορά που αν τη συναντούσαμε σε έναν άνθρωπο, θα τον χαρακτηρίζαμε νοήμονα». Ολοφάνερα συμπεριφοριστικός και ανθρωποκεντρικός, ο παραπάνω ορισμός ακολουθεί κατά γράμμα την ερευνητική στρατηγική που πρώτος πρότεινε ο Τιούρινγκ: δεν ορίζει τι είναι η νόηση, συγκρίνει απλώς τις εξωτερικές εκδηλώσεις της.
Ενα ανεκπλήρωτο τεχνολογικό όνειρο;
Αυτή η «Νέα Επιστήμη και Τεχνολογία του Νου» θα συγκροτηθεί πάνω σε δύο θεμελιώδεις –αν και κάθε άλλο παρά προφανείς ή αυταπόδεικτες– παραδοχές:
1) Κάθε νοητικό φαινόμενο είναι γνωσιακό φαινόμενο και
2) Κάθε γνωσιακό φαινόμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα υπολογιστικό φαινόμενο.
Πρόκειται για το περίφημο και παραγωγικότατο τεχνολογικά μοντέλο της «υπολογιστικής θεωρίας της νόησης» (computationalism), που εξηγεί το γιατί από τα πρώτα βήματά τους μέχρι σήμερα, τόσο η Τ.Ν. όσο και οι Γνωσιακές Επιστήμες υιοθέτησαν το «υπολογιστικό μοντέλο» για την κατανόηση του νου και συνεπώς ανήγαγαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε βασικό εργαλείο ελέγχου της αλήθειας των θεωριών τους.
Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας συστηματικών ερευνών και εντυπωσιακών κατακτήσεων και εφαρμογών της Τ.Ν. κι όμως, το αποφασιστικό ερώτημα αν οι μηχανές μπορούν ή αν θα μπορέσουν κάποτε να σκέφτονται παραμένει αναπάντητο. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε καν συμφωνία μεταξύ των ειδικών για το πώς θα έπρεπε να εννοηθούν οι βασικοί όροι του ερωτήματος: τι ακριβώς είναι μια «μηχανή» και τι σημαίνει να διαθέτει «νοημοσύνη» ή «σκέψη»;
Βλέπετε, τα πάντα εξαρτώνται από το πώς ορίζουμε αυτές τις δύστροπες έννοιες, αλλά και από το πόσο αυστηρά ή ευέλικτα είναι τα επιστημονικά κριτήρια που υιοθετούμε όταν αποτιμάμε τη νοημοσύνη μιας βιολογικής ή τεχνητής μηχανής. Για παράδειγμα, ανάλογα με το μοντέλο της νοημοσύνης που υιοθετεί κανείς, οι σύγχρονοι πανίσχυροι υπολογιστές μπορεί να θεωρηθούν εντελώς «ανόητοι» ή, αντίθετα, μια απλή αριθμομηχανή μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί...«νοήμων»!
Πάντως, τις τελευταίες δεκαετίες, η εμμονή στο πρόγραμμα της «σκληρής Τ.Ν.» και οι μεγάλες οικονομικές επενδύσεις για την ανάπτυξή του δικαιολογούνται επαρκώς από τις ασύλληπτες, μέχρι χθες, τεχνολογικές εφαρμογές της.
Το νέο «ευαγγέλιο» της τεχνολογικής μας υπέρβασης
Φαίνεται απολύτως λογικό να σκεφτεί κανείς ότι αργά ή γρήγορα οι πανίσχυρες «ευφυείς μηχανές» θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη, εξαλείφοντας τους αδύναμους δημιουργούς τους. Είναι όμως υποχρεωτικό να έρθουν έτσι τα πράγματα;
Στο πολυσυζητημένο βιβλίο «LIFE 3.0» του Μαξ Τέγκμαρκ, που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, διαπραγματεύεται αναλυτικά αυτά τα ερωτήματα προσφέροντας μια υπεραισιόδοξη –κάποιος θα έλεγε εσκεμμένα ουτοπική– εκδοχή των εξελίξεων σε αυτό το τόσο αποφασιστικό και ταχύτατα αναπτυσσόμενο τεχνολογικό πεδίο.
Πράγματι, στις σελίδες αυτού του πολύ επιτυχημένου βιβλίου επιστημονικής εκλαΐκευσης, ο Τέγκμαρκ παρουσιάζει με τρόπο εύληπτο όλα τα πιθανά σενάρια σχετικά με τις εφαρμογές της Τ.Ν. στο άμεσο μέλλον.
Οπως προγραμματικά δηλώνεται στον υπότιτλο του βιβλίου, το «LIFE 3.0» θέλει να διερευνήσει «Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος στην εποχή της Τ.Ν.», υπονοώντας ότι οι πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα θέτουν σε αμφισβήτηση την οικεία έννοια του «ανθρώπου» και, ενδεχομένως, απειλούν την επιβίωσή του.
Στην αντιπαράθεση των «τεχνοσκεπτικιστών» με τους «ουτοπιστές», που θεωρούν απολύτως εφικτή την ανάπτυξη μηχανών «γενικής Τ.Ν.», δηλαδή μια ψηφιακή νοημοσύνη ισότιμη ή και ανώτερη από την ανθρώπινη, ο συγγραφέας παίρνει εξ αρχής θέση υπέρ των τεχνολογικά αισιόδοξων. Και στις σελίδες αυτού του βιβλίου επιχειρεί να δικαιολογήσει την αισιοδοξία του για το λαμπρό μέλλον της ανθρωπότητας χάρη στους ψηφιακούς παραδείσους τού αύριο.
Την αισιοδοξία του αυτή, μάλιστα, δεν τη στηρίζει αποκλειστικά στις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, τις οποίες παρουσιάζει με τρόπο εύληπτο για τον μη ειδικό αναγνώστη, αλλά στη συνολική θεώρηση της περιπέτειας της ζωής στον πλανήτη μας!
Σύμφωνα με το γραμμικό και μάλλον απλοϊκό σχήμα που προτείνει σε αυτό το βιβλίο, η ζωή πάνω στη Γη εξελίχθηκε συνολικά σε τρεις φάσεις: η «Ζωή 1.0» εμφανίστηκε περίπου πριν από 4 δισεκατομμύρια χρόνια με τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, η «Ζωή 2.0» (δηλαδή εμείς, οι άνθρωποι) εμφανίστηκε περίπου πριν από εκατό χιλιετίες, ενώ η «Ζωή 3.0», δηλαδή οι νοήμονες μηχανές που θα μπορούν να σχεδιάζουν από μόνες τους τόσο την αρχιτεκτονική τους όσο και τις λειτουργίες τους (το υλισμικό και το λογισμικό τους) θα εμφανιστεί αναπόφευκτα, αν όχι τις επόμενες δεκαετίες, σίγουρα τον επόμενο αιώνα.
Πολλά θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς σε αυτό το καθησυχαστικό σενάριο για το μέλλον της «ζωής» που για να επιβιώσει οφείλει να γίνει ψηφιακή, εξάλλου κορυφαίοι ειδικοί σε αυτούς τους τομείς έρευνας δεν συμφωνούν με τις επιστημονικές-τεχνολογικές προβλέψεις του συγγραφέα, ούτε βέβαια συμμερίζονται τη σχεδόν παιδαριώδη αισιοδοξία του για την επιβίωση του είδους μας σε έναν οικολογικά κατεστραμμένο πλανήτη.
Για παράδειγμα, σε μια πολυσυζητημένη συνέντευξη που έδωσε το 2015 στο BBC ο επιφανής κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ (Stephen Hawking) δήλωσε χαιρέκακα: «Η τεχνητή νοημοσύνη ίσως να είναι η πιο σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου. Κρίμα που μπορεί να αποδειχτεί και η τελευταία», διότι, όπως ισχυρίστηκε, «τα ανθρώπινα όντα, όντας περιορισμένα από τους υπερβολικά αργούς ρυθμούς της βιολογικής τους εξέλιξης, δεν θα καταφέρουν να ανταγωνιστούν τις νοήμονες μηχανές».
Τέτοιες πεσιμιστικές ή καταστροφολογικές προφητείες είναι αναμενόμενες από έναν μη ειδικό στην Τ.Ν., όπως ήταν ο κοσμολόγος φυσικός Χόκινγκ, όχι όμως και από σημαντικούς πρωταγωνιστές της Πληροφορικής, όπως π.χ. ο Ελον Μασκ (Elon Musk), ιδρυτής των πρωτοποριακών εταιρειών εφαρμοσμένης επιστήμης «SpaceX» και «Tesla Motors», και ο Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates), ιδρυτής και πρόεδρος της Microsoft, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει ότι η πλήρης ανάπτυξη της Τ.Ν. αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον της ανθρωπότητας!
Στο πλαίσιο της τρέχουσας 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, οι εντυπωσιακές εξελίξεις και κυρίως οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Ρομποτικής τείνουν να γίνουν κοινωνικά ανεξέλεγκτες, γεγονός που δημιουργεί δικαιολογημένες τεχνοφοβικές αντιδράσεις. Κάτι που τελικά αναγκάζεται να παραδεχτεί και ο συγγραφέας.
Ποιος είναι
Ο Μαξ Τέγκμαρκ, αν και γεννημένος στη Σουηδία το 1967, είναι
πλέον Αμερικανός πολίτης, καθηγητής Αστροφυσικής στο Τεχνολογικό
Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και πρόεδρος του «Ινστιτούτου για το Μέλλον της Ζωής»,
μια μη κυβερνητική οργάνωση που ίδρυσε ο ίδιος για τη διερεύνηση και
τις πλανητικές εφαρμογές των πρόσφατων τεχνολογιών αιχμής, όπως η Τ.Ν.
και οι Βιοτεχνολογίες. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδ. Τραυλός και
το πρώτο του βιβλίο «Το μαθηματικό σύμπαν μας».
Έντυπη έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου