Όταν
ξέσπασε η κρίση, είχα ακόμη τη δουλειά μου και κάτι λίγα λεφτάκια στην
άκρη. Δεν είχα λόγο να βγω στους δρόμους να διαδηλώνω-άσε που έκανε και
κρύο… Τις δημοκρατικές μου καταβολές, τις υπερασπιζόμουν σε ατέρμονες
συζητήσεις μεταξύ φίλων, πάνω από άδεια μπουκάλια τσίπουρο.
Στο δεύτερο μνημόνιο και στο τρίτο, είχα πια συνηθίσει. Αποστήθιζα όλες τις μίζερες επωδούς της εποχής, τις οποίες επαναλάμβανα με τον αντίστοιχο στόμφο, εμπλουτίζοντάς τις με αριστερίζουσα φρασεολογία. Το επέβαλε άλλωστε κι η μόδα της εποχής.
Ο «πόλεμος» του κορωνοϊού με βρήκε να χω μεν σηκωθεί από τα πατώματα, αλλά να μαι ακόμη στα γόνατα. Οπότε, ο φόβος για την άγνωστη «απειλή» και τον αόρατο θάνατο, η απομόνωση κι η απομάκρυνση, με έριξαν ξανά κάτω. Στη βαθιά κατάθλιψη μιας ακόμη ασύμμετρης απώλειας. Αυτής που άφηνε ξεσκέπαστο όχι μόνο το εργασιακό μου μέλλον αλλά και την ίδια τη ζωή μου...
Πάνω που είχα ποθήσει ανάκαμψη, το όνειρο κατέρρευσε. Και σαν άλλος «μπαλαμός», είχα μεν σπίτι μα δεν είχα ελπίδα... κι ούτε και θα μ’ έκλαιγε καμιά πατρίδα...
Χώθηκα σκιαγμένος σε τέσσερις τοίχους. Την ιδεολογία και τις απόψεις μου, τα παραχώνιασα σε μια μουχλιασμένη γωνιά στο πατάρι. Τις εξεγέρσεις των φοιτητικών μου χρόνων, εκείνη την «καθαρά Δευτέρα» του 2020, τις μετέτρεψα σε χαρταετούς που σκίστηκαν στον πανδημικό άνεμο. Τις διεκδικήσεις μου, τις έκανα γαργάρα, νιώθοντας αναγούλα που όλα μου τα «εγώ, δεν...» γίνονταν μετ’ επιτάσεως, καταφάσεις.
Τα δημοκρατικά μου δικαιώματα, μαζί με τα εργασιακά, τα έντυσα με τη μάσκα της ανάγκης, τα πέρασα από διπλό αντισηπτικό υποταγής και τα παράχωσα στη χλωρίνη της «ατομικής ευθύνης»...
Στην απόλεμη εποχή της με ιούς εμπόλεμης διαβίωσης, παρέδωσα τα όπλα αμαχητί. Με την παντιέρα των 800 ευρώ για ενάμιση μήνα και με σπασμένη ραχοκοκαλιά, κουλουριάστηκα στον καναπέ των τηλεοπτικών μιξομίζερων «ιατρικών ανακοινωθέντων», παρακολουθώντας εμβριθώς τους υπερήφανους του έργου τούτου ασπάλακες, με τους «δυνατούς» πάτρωνές τους, να επιβάλλουν την τυραννίδα της πλήρους κοινωνικής κι εργασιακής συνθηκολόγησης.
Μετατράπηκα από πολίτη σε «υποψήφιο κρούσμα». Ένας ακόμη αριθμός στην ομογενοποιημένη στρατιά ανενεργών εργαζομένων μακράς διαρκείας, κάτι σα ληγμένα τρόφιμα που αναβαπτίζονται σε βαθείας καταψύξεως.
Όταν περάσει ο ιός της «κορώνας», θα έχει επιβληθεί υπογείως ο «ιός της βελόνας», αυτός που «κεντά» επιλεκτικά τα εργασιακά μας δικαιώματα στον καμβά της εργοδοσίας. Άλλοι να φυτοζωούν με επιδόματα, άλλοι να πέφτουν στης φτώχειας τα χαρακώματα κι άλλοι να ορίζονται μερικώς «απασχολήσιμοι» επί 6μήνου και με απασφαλισμένους τους δείκτες ανεργίας...
Όσο περισσότερο καλλιεργείται ο φόβος και μεγαλώνει τερατικά η επικρεμάμενη απειλή για το αύριο, τόσο καθίσταμαι «μοιραίος και άβουλος αντάμα». Ερμητικά έγκλειστος στο υπό επιτήρηση σπιτάκι, να κρυφοκοιτάζω από τα κουρτινάκια τη ζωή μου να φεύγει, τα παιδιά μου να χάνουν το αύριό τους, τη χώρα να αιωρείται και το μέλλον της να αναιρείται.
Στην αυλόπορτα της ανοιχτής ολημερίς κι ολονυχτίς τιβούλας, τα «γνωστά-άγνωστα» σκυλιά αλυχτούν λυσσασμένα τις νύχτες και με φοβίζουν κάθε μέρα και περισσότερο. Ανοίγουν το δρόμο για τα λιμασμένα φασίζοντα τσακάλια που εμφανίζονται πλέον αδίστακτα και με γυμνούς τους κυνόδοντες…
Κοιτάζω καθημερινά το χάρτη της Ελλάδας εκεί που κοκκινίζουν τα νέα «κρούσματα»... Είναι σα να ατενίζω τη Νίκη της Σαμοθράκης, καταματωμένη και με ψαλιδισμένα τα φτερά. Με ένα αποδομημένο Εθνικό Σύστημα Υγείας που επαφίεται στο διαρκές «φιλότιμο» των κακοαμοιβόμενων λειτουργών του Ιπποκράτη και τους παρέχει μπαλκονάτα «χειροκροτήματα» αντί για γάντια και μάσκες. Που «κλείνει» τη χώρα αντί να «ανοίξει» κρεββάτια σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Που αναζητά ιατρικούς «εθελοντές» αντί να καλύψει τα κενά με προσλήψεις. Που αφήνει τους νοσούντες σε κατ οίκον εγκλεισμόν μέχρι να φτάσουν ένα βήμα προ του θανάτου, ή όπως στην περίπτωση της 42χρονης, κι ένα βήμα μετά... Που απαγορεύει σε μας τους πολίτες να μετακινηθούμε ασκόπως για να μη διασπείρουμε (κι άλλο...) τον ιό, αλλά διατηρεί στα ακριτικά νησιά τις επιδημιολογικές βόμβες από υπερπληθυσμιακές προσφυγικές φαβέλες.
Κανείς τους δε φταίει για την έμμεση «εισβολή» στον τόπο τούτο που έχει σώμα, αίμα, δάκρυα, αγώνες και -κάποτε- ψυχωμένες ψυχές; Κανείς μας δε φταίει που έχουμε μετατραπεί σε έναν κοινωνικό πολτό, τον οποίο αναδεύουν με τις βαριές κουτάλες της οικονομικής ένδειας, του ρίχνουν ως καρύκευμα το 50% για 6 μήνες και τον αφήνουν να παραβράσει πάνω στα κάρβουνα του τρόμου για την ίδια τη ζωή; Του φόβου για τα μελλούμενα «λουκέτα»;
Διεκδικώ το δικαίωμά μου στη ζωή, την εργασία, την αξιοπρέπεια. Σε ποιόν κωδικό άραγε εμπίπτει η μετακίνησή μου στη σθεναρή στάση για να το στείλω στο 13033; Στα στοιχεία ταυτότητας θα βάλω «Έλλην Πολίτης» και ως τόπο διαμονής, την λέξη «πατρίδα». Εκεί θέλω να μαι...
*Δημοσιογράφος
Στο δεύτερο μνημόνιο και στο τρίτο, είχα πια συνηθίσει. Αποστήθιζα όλες τις μίζερες επωδούς της εποχής, τις οποίες επαναλάμβανα με τον αντίστοιχο στόμφο, εμπλουτίζοντάς τις με αριστερίζουσα φρασεολογία. Το επέβαλε άλλωστε κι η μόδα της εποχής.
Ο «πόλεμος» του κορωνοϊού με βρήκε να χω μεν σηκωθεί από τα πατώματα, αλλά να μαι ακόμη στα γόνατα. Οπότε, ο φόβος για την άγνωστη «απειλή» και τον αόρατο θάνατο, η απομόνωση κι η απομάκρυνση, με έριξαν ξανά κάτω. Στη βαθιά κατάθλιψη μιας ακόμη ασύμμετρης απώλειας. Αυτής που άφηνε ξεσκέπαστο όχι μόνο το εργασιακό μου μέλλον αλλά και την ίδια τη ζωή μου...
Πάνω που είχα ποθήσει ανάκαμψη, το όνειρο κατέρρευσε. Και σαν άλλος «μπαλαμός», είχα μεν σπίτι μα δεν είχα ελπίδα... κι ούτε και θα μ’ έκλαιγε καμιά πατρίδα...
Χώθηκα σκιαγμένος σε τέσσερις τοίχους. Την ιδεολογία και τις απόψεις μου, τα παραχώνιασα σε μια μουχλιασμένη γωνιά στο πατάρι. Τις εξεγέρσεις των φοιτητικών μου χρόνων, εκείνη την «καθαρά Δευτέρα» του 2020, τις μετέτρεψα σε χαρταετούς που σκίστηκαν στον πανδημικό άνεμο. Τις διεκδικήσεις μου, τις έκανα γαργάρα, νιώθοντας αναγούλα που όλα μου τα «εγώ, δεν...» γίνονταν μετ’ επιτάσεως, καταφάσεις.
Τα δημοκρατικά μου δικαιώματα, μαζί με τα εργασιακά, τα έντυσα με τη μάσκα της ανάγκης, τα πέρασα από διπλό αντισηπτικό υποταγής και τα παράχωσα στη χλωρίνη της «ατομικής ευθύνης»...
Στην απόλεμη εποχή της με ιούς εμπόλεμης διαβίωσης, παρέδωσα τα όπλα αμαχητί. Με την παντιέρα των 800 ευρώ για ενάμιση μήνα και με σπασμένη ραχοκοκαλιά, κουλουριάστηκα στον καναπέ των τηλεοπτικών μιξομίζερων «ιατρικών ανακοινωθέντων», παρακολουθώντας εμβριθώς τους υπερήφανους του έργου τούτου ασπάλακες, με τους «δυνατούς» πάτρωνές τους, να επιβάλλουν την τυραννίδα της πλήρους κοινωνικής κι εργασιακής συνθηκολόγησης.
Μετατράπηκα από πολίτη σε «υποψήφιο κρούσμα». Ένας ακόμη αριθμός στην ομογενοποιημένη στρατιά ανενεργών εργαζομένων μακράς διαρκείας, κάτι σα ληγμένα τρόφιμα που αναβαπτίζονται σε βαθείας καταψύξεως.
Όταν περάσει ο ιός της «κορώνας», θα έχει επιβληθεί υπογείως ο «ιός της βελόνας», αυτός που «κεντά» επιλεκτικά τα εργασιακά μας δικαιώματα στον καμβά της εργοδοσίας. Άλλοι να φυτοζωούν με επιδόματα, άλλοι να πέφτουν στης φτώχειας τα χαρακώματα κι άλλοι να ορίζονται μερικώς «απασχολήσιμοι» επί 6μήνου και με απασφαλισμένους τους δείκτες ανεργίας...
Όσο περισσότερο καλλιεργείται ο φόβος και μεγαλώνει τερατικά η επικρεμάμενη απειλή για το αύριο, τόσο καθίσταμαι «μοιραίος και άβουλος αντάμα». Ερμητικά έγκλειστος στο υπό επιτήρηση σπιτάκι, να κρυφοκοιτάζω από τα κουρτινάκια τη ζωή μου να φεύγει, τα παιδιά μου να χάνουν το αύριό τους, τη χώρα να αιωρείται και το μέλλον της να αναιρείται.
Στην αυλόπορτα της ανοιχτής ολημερίς κι ολονυχτίς τιβούλας, τα «γνωστά-άγνωστα» σκυλιά αλυχτούν λυσσασμένα τις νύχτες και με φοβίζουν κάθε μέρα και περισσότερο. Ανοίγουν το δρόμο για τα λιμασμένα φασίζοντα τσακάλια που εμφανίζονται πλέον αδίστακτα και με γυμνούς τους κυνόδοντες…
Κοιτάζω καθημερινά το χάρτη της Ελλάδας εκεί που κοκκινίζουν τα νέα «κρούσματα»... Είναι σα να ατενίζω τη Νίκη της Σαμοθράκης, καταματωμένη και με ψαλιδισμένα τα φτερά. Με ένα αποδομημένο Εθνικό Σύστημα Υγείας που επαφίεται στο διαρκές «φιλότιμο» των κακοαμοιβόμενων λειτουργών του Ιπποκράτη και τους παρέχει μπαλκονάτα «χειροκροτήματα» αντί για γάντια και μάσκες. Που «κλείνει» τη χώρα αντί να «ανοίξει» κρεββάτια σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Που αναζητά ιατρικούς «εθελοντές» αντί να καλύψει τα κενά με προσλήψεις. Που αφήνει τους νοσούντες σε κατ οίκον εγκλεισμόν μέχρι να φτάσουν ένα βήμα προ του θανάτου, ή όπως στην περίπτωση της 42χρονης, κι ένα βήμα μετά... Που απαγορεύει σε μας τους πολίτες να μετακινηθούμε ασκόπως για να μη διασπείρουμε (κι άλλο...) τον ιό, αλλά διατηρεί στα ακριτικά νησιά τις επιδημιολογικές βόμβες από υπερπληθυσμιακές προσφυγικές φαβέλες.
Κανείς τους δε φταίει για την έμμεση «εισβολή» στον τόπο τούτο που έχει σώμα, αίμα, δάκρυα, αγώνες και -κάποτε- ψυχωμένες ψυχές; Κανείς μας δε φταίει που έχουμε μετατραπεί σε έναν κοινωνικό πολτό, τον οποίο αναδεύουν με τις βαριές κουτάλες της οικονομικής ένδειας, του ρίχνουν ως καρύκευμα το 50% για 6 μήνες και τον αφήνουν να παραβράσει πάνω στα κάρβουνα του τρόμου για την ίδια τη ζωή; Του φόβου για τα μελλούμενα «λουκέτα»;
Διεκδικώ το δικαίωμά μου στη ζωή, την εργασία, την αξιοπρέπεια. Σε ποιόν κωδικό άραγε εμπίπτει η μετακίνησή μου στη σθεναρή στάση για να το στείλω στο 13033; Στα στοιχεία ταυτότητας θα βάλω «Έλλην Πολίτης» και ως τόπο διαμονής, την λέξη «πατρίδα». Εκεί θέλω να μαι...
*Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου