Η επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ, κι ακόμη περισσότερο η ορολογία που χρησιμοποίησε ο Αμερικανός πρόεδρος στο διάγγελμά του, έγιναν δεκτές από τα εγχώρια ΜΜΕ με ενθουσιασμό, σαν μια ακόμη εθνική νίκη. «Tους… “γενοκτόνισε” κανονικά ο Μπάιντεν! No Istanbul - Constantinople!», πανηγύριζε μιλιταριστικό πόρταλ γηπεδικής απόχρωσης, ενώ στο ethnos.gr πανεπιστημιακός καθηγητής αποφάνθηκε ότι «τώρα είναι πρόσφορο το έδαφος για να επαναφέρουμε» το ζήτημα της «δικής μας» γενοκτονίας στα διεθνή φόρα.
Η πρώτη Τελική Λύση
Στην περίπτωση των Αρμενίων, τόσο τα ίδια τα γεγονότα όσο και οι διαθέσιμες πηγές δεν αφήνουν βέβαια την παραμικρή αμφιβολία ότι διαπράχθηκε κανονικότατη γενοκτονία, εμπρόθετη δηλαδή και συστηματική εξολόθρευση μιας ολόκληρης πληθυσμιακής ομάδας.
Αν και επίσημα επρόκειτο για απλή εκτόπιση όλων (ή σχεδόν όλων) των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις πατρογονικές τους εστίες για λόγους κρατικής ασφάλειας, προκειμένου να μη δράσουν ως πέμπτη φάλαγγα των ρωσικών στρατευμάτων εν μέσω Παγκοσμίου Πολέμου, η πραγματικότητα υπήρξε εντελώς διαφορετική.
Μεγάλο μέρος των «εκτοπιζόμενων» σφάχτηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα με συνοπτικές διαδικασίες· ο τελικός δε προορισμός των υπολοίπων, η συριακή έρημος του Ντέιρ-εζ-Ζορ, ισοδυναμούσε με θάνατο από πείνα οποιουδήποτε κατόρθωνε να φτάσει μέχρις εκεί (όπως ο ίδιος ο αρχιτέκτονας της γενοκτονίας, υπουργός Εσωτερικών Ταλάτ, είχε ήδη επισημάνει ένα χρόνο νωρίτερα, κατά τη διάρκεια μιας άσχετης συζήτησης στην οθωμανική Βουλή).
Μέσα σε λίγους μήνες, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο του 1915, το νεοτουρκικό κράτος και παρακράτος εξόντωσαν έτσι κάπου 850.000 Αρμενίους (για τον σχετικό υπολογισμό, και τη διαμάχη για τα αριθμητικά μεγέθη της γενοκτονίας, βλ. αναλυτικά στο βιβλίο μου «Πόλεμος και εθνοκάθαρση», Αθήνα 2007, σ. 213-7). Με έγγραφό του προς τους υφισταμένους του στο Χαλέπι, ο ίδιος ο Ταλάτ εξηγούσε άλλωστε, ήδη από τις 13/6/1915, ότι το μέτρο δεν απέβλεπε στην αντιμετώπιση κάποιων έκτακτων συνθηκών, αλλά στην «οριστική επίλυση του Αρμενικού ζητήματος».
Πολύ πριν από την επίσημη αμερικανική αναγνώριση, το ζήτημα είχε επίσης κριθεί τελεσίδικα σε επιστημονικό επίπεδο. Με καθοριστική μάλιστα τη συμβολή μιας νέας γενιάς Τούρκων ιστορικών, αποφασισμένων να αντιμετωπίσουν δίχως παρωπίδες κι απολογητικά σύνδρομα τις σκοτεινές πτυχές του δικού τους εθνικού παρελθόντος. Η συστηματική μελέτη των διαθέσιμων οθωμανικών αρχείων που άνοιξαν το 1991, αλλά και του άφθονου υλικού από τη σχετική δημόσια συζήτηση που διεξήχθη στους κόλπους της οθωμανικής κοινωνίας το 1918-1919, ήρθε έτσι να συμπληρώσει όσα ήδη γνωρίζαμε από τις μαρτυρίες εξωτερικών, κυρίως, παρατηρητών.
Μολονότι πολλά κρίσιμα τεκμήρια έχουν καταστραφεί, είτε αμέσως μετά την υπηρεσιακή χρήση τους είτε την επαύριο της ανακωχής του 1918, η έκταση της οργανωμένης σφαγής ήταν άλλωστε τέτοια που κατέστησε αδύνατη την ολοσχερή εξαφάνιση κάθε ίχνους της δρομολόγησής της διά της διοικητικής οδού.
Οι ελληνικές πηγές
Σε αντίθεση με το άνοιγμα των οθωμανικών αρχείων, στη χώρα μας η μελέτη της αρμενικής γενοκτονίας συναντά κάποια ανεπάντεχα θεσμικά εμπόδια. Ο ειδικός φάκελος του Ιστορικού Αρχείου του Υπ.Εξ. για τη γενοκτονία (1915/Α/5/21, «Διωγμοί και σφαγαί των Αρμενίων») όχι μόνο δεν αναρτήθηκε –μαζί με το υπόλοιπο υλικό της εποχής– στο Διαδίκτυο αλλά παραμένει απροσπέλαστος από τους ερευνητές, με τη δικαιολογία πως η τύχη του «αγνοείται» εδώ και χρόνια. Η απόσυρση αυτή οφείλεται πιθανότατα στην υπηρεσιακή αμηχανία που προκαλεί η υποδοχή των γεγονότων από την τότε ελληνική διπλωματία: όπως έχουμε κι άλλοτε εξηγήσει, στις αρχές του 20ού αιώνα ο ελληνικός εθνικισμός έβλεπε τους Αρμένιους κυρίως ως ανταγωνιστές, που επιβουλεύονταν τα ίδια «αλύτρωτα» εδάφη κι είχαν συμμαχήσει με αντίπαλους εθνικισμούς όπως ο βουλγαρικός (Ο Ιός, «Ο ξεχασμένος “εθνικός εχθρός”», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 24/4/2005).
Χαρακτηριστική είναι λ.χ. μια έκθεση του προξένου στη Μερσίνα Π. Αδαμίδη (7/5/1915, αρ. 192), το περιεχόμενο της οποίας διασώθηκε σε αγγλόγλωσσο κείμενο Ελληνα πανεπιστημιακού που πρόλαβε να μελετήσει τον επίμαχο φάκελο: «Είναι προφανές ότι οι πολυάριθμοι ούτοι εκτοπισμοί θα ευνοήσωσι σημαντικώς τους ημετέρους προς αντικατάστασιν των Αρμενίων, οίτινες απεδείχθησαν ασυναγώνιστοι εις ορισμένα επιτηδεύματα και εμπορικούς κλάδους. Οφείλω επ’ ευκαιρία να ομολογήσω ότι, κατά τον διωγμόν του ελληνικού στοιχείου, η εν λόγω φυλή επέδειξεν όλως αγνώμονα συμπεριφοράν, επιδεικνύουσα ποικιλοτρόπως το μίσος αυτής και μηχανευομένη παν παράνομον μέσον ίνα εξώση ημάς» (Ioannis Κ. Hassiotis, «The Armenian Genocide and the Greeks», σε R. G. Hovannisian [ed.], The Armenian Genocide, Λονδίνο 2012, σ. 134).
Αν τα κρατικά αρχεία επιδέχονται παρόμοιες αποκρύψεις, δεν ισχύει ευτυχώς το ίδιο με τη συλλογική μνήμη όσων έζησαν τα γεγονότα. Απομνημονεύματα και μαρτυρίες ελληνοθόδοξων προσφύγων από τη Μικρασία και τον Πόντο αποτυπώνουν έτσι ουκ ολίγες πτυχές της επίμαχης γενοκτονίας.
Χαρακτηριστικό δείγμα, οι δημοσιευμένες αναμνήσεις του Ομηρου Ξενίδη από την κωμόπολη Μεσουντιέ του Σεμπίν Καραχισάρ: «Εκτός από τις οικογένειες των Ελλήνων και των Τούρκων, η Μεσουντιέ περιλάμβανε και είκοσι οικογένειες Αρμενίων. Στα 1916, μετά από διαταγή των Τούρκων να εξοντωθούν οι Αρμένιοι, όλες αυτές οι οικογένειες σφάχτηκαν. Τους πήραν οι Τούρκοι και τους οδήγησαν προς τα ανατολικά, προς το βουνό Ιγκντίρ νταγ, όπου τους έσφαξαν. Προηγουμένως λεηλάτησαν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους και άρπαξαν τα κορίτσια τους» (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Εξοδος», τ. Γ΄, Αθήνα 2013, σ. 554).
Σε αντίθεση με το κυρίαρχο στερεότυπο των τελευταίων δεκαετιών, που ταυτίζει την εξολόθρευση των Αρμενίων με όσα πέρασαν την ίδια εποχή οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Ανατολίας, οι παραπάνω μαρτυρίες διαχωρίζουν συνήθως ρητά και κατηγορηματικά τις δυο εμπειρίες. Ενώ η μεταχείριση που επιφύλαξαν οι Τούρκοι εθνικιστές στους Ρωμιούς διέφερε από τόπο σε τόπο, ακόμη κι από οικισμό σε οικισμό, η εκκαθάριση των Αρμενίων εξελίχθηκε ως ενιαία διαδικασία σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας, δίχως να ληφθούν καθόλου υπόψη οι μέχρι τότε σχέσεις κάθε επιμέρους κοινότητας ή ατόμου με τις κρατικές αρχές, τον αρμενικό εθνικισμό και τον σύνοικο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Η μαρτυρία του αρχιεπισκόπου
Η γλαφυρότερη μαρτυρία επ’ αυτού προέρχεται από μια γραφίδα υπεράνω πάσης υποψίας: τα απομνημονεύματα του τότε μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου Φιλιππίδη, μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών επί Μεταξά και ιδεολογικού μέντορα της «Χ» επί Κατοχής («Βιογραφικαί αναμνήσεις του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος», Αθήναι 1970). Δημοσιευμένα μετά τον θάνατό του (1949) από τον ανιψιό κι εκτελεστή της διαθήκης του, αποδεικνύονται απείρως διαφωτιστικότερα από όσα ο ίδιος είχε δημοσιοποιήσει εν ζωή για το ίδιο ζήτημα («Η εκκλησία Τραπεζούντος», Αρχείον Πόντου, τ. 4-5, 1933, σ. 754-60).
Η αφήγηση του Χρύσανθου ξεκινά με μια προληπτική εκμυστήρευση του τοπικού Οθωμανού διοικητή προς τον ίδιο, για όσα επρόκειτο να συμβούν:
«Θλιβεραί ειδήσεις ανηγγέλλοντο από τα ούτω λεγόμενα αρμενικά Βιλαέτια Ερζερούμ, Βαν, Μπιτλίς και Διαρμπεκίρ. Δήθεν επανάστασις των Αρμενίων, αλλά κατ’ αλήθειαν σφαγή των Αρμενίων υπό των Τούρκων, ίνα μη υπάρχη πλέον Αρμένιος εις τα ανωτέρω Βιλαέτια και ούτω με απλούν τρόπον λυθή το Αρμενικόν ζήτημα, το οποίον επί δεκαετίας ηνόχλει την Τουρκίαν.
»Ενα βράδυ του Μαΐου [1915], καθ’ όν χρόνον συνωμίλουν μετά του βαλή εις την οικίαν του περί των τρεχόντων ζητημάτων, μοι λέγει ο βαλής: “ηκούσατε τι έγινεν εις το Ερζερούμ και τα άλλα Βιλαέτια;”. Απαντώ ότι “το ήκουσα με πολλήν μου λύπην, αλλά πρώτα ο Θεός και με την ανθρωπιστικήν βοήθειάν σας, εδώ εις το Βιλαέτι της Τραπεζούντος δεν θα γίνη τίποτε, άλλωστε οι Αρμένιοι εις το Βιλάτι της Τραπεζούντος είναι ολίγοι και λαός ειρηνικός φιλήσυχος”. “Θα γίνη (ολατζάκ Μετροπολίτ εφένδη), μόνον μη είπητε εις κανένα τίποτε”. Προσεπάθησα και πάλιν να αποτρέψω αυτόν από του μελετωμένου κακού, αλλά μοι έδωκε να εννοήσω ότι ήτο ρητή απόφασις και εντολή του Κεντρικού Κομιτάτου Κων/πόλεως. Είχον καταστή περίλυπτος μέχρι θανάτου και δεν είχον διάθεσιν να ομιλήσω. Υπό το κράτος θλιβερών εντυπώσεων επανήλθον εις την οικίαν μου» (σ. 103).
Το ιδεολογικό υπόστρωμα αυτής της οικειότητας περιγράφεται πάλι από τον Χρύσανθο ως εξής: «Είχον κοινά σημεία επαφής με τον βαλήν Τζεμάλ Αζμή βέην. Εν τούτον ήτο ο φόβος μου προς την υπουλότητα των ξένων και προς τα μέσα, τα οποία μετεχειρίζοντο διά να εξαπλωθούν εις τον τόπον μας» (σ. 101). Στη σχετική βιβλιογραφία, ο Τζεμάλ Αζμή –που εκτελέστηκε το 1922 στο Βερολίνο από Αρμένιους εκδικητές– σκιαγραφείται πάντως τεκμηριωμένα σαν ένας από τους αρχιτέκτονες της γενοκτονίας, από την οποία απέσπασε πολλαπλά υλικά οφέλη (Raymond Kevorkian, «The Armenian Genocide», Ν. Υόρκη 2011, σ. 468-80).
Η στενή επαφή με τον βαλή κατέστησε έτσι τον Ελληνα μητροπολίτη αυτόπτη μάρτυρα της προπαρασκευής του μακελειού: «Την πρώτην Παρασκευήν του μηνός Ιουνίου επεσκέφθην κατά το σύνηθες τον βαλήν εις την κατοικίαν του. Ενώ συνωμιλούμεν κτυπά το τηλέφωνόν του, ακούει και απαντά: “Τώρα έρχομαι με το αμάξι”, και κλείει το τηλέφωνον. Μοι λέγει ότι φθάνει ο ιατρός Μπααεντίν Σακίρ, Γενικός Γραμματεύς του κεντρικού Κομιτάτου, ερχόμενος από την Ερζερούμ. Αναχωρώ διά να αφήσω τον βαλήν ελεύθερον να προϋπαντήση τον δήμιον των Αρμενίων Μπααεντίν Σακίρ. Την επομένην πρωίαν, ενώ κατηρχόμην εκ Σοούκ-Σου εις Τραπεζούντα, συνήντησα οχουμένους επί αμάξης τον βαλήν Τραπεζούντος και τον Μπααεντίν Σακίρ. Κατήρχοντο εις το Διοικητήριον διά να οργανώσουν τα της σφαγής των Αρμενίων. Εκάλεσαν όλους τους μουτεσαρίφηδες και καϊμακάμηδες και έδωσαν εις αυτούς οδηγίας» (σ. 104).
Ως πρώτο βήμα, «συνελήφθησαν οι τολμηρότεροι των νέων Αρμενίων, περί τους τριακοσίους, και επεβιβάσθησαν προς το εσπέρας εις μαούναν διά να μεταφερθώσι δήθεν εις Αμισόν, πράγματι δε διά να φονευθώσιν όλοι μέχρις ενός υπό των τσετέδων, δι’ ών ήτο πλήρες επιδραμόν κατά της μαούνας πλοιάριον» (σ. 104). «Την επομένην ημέραν, Παρασκευήν, ο βαλής, συνοδευόμενος υπό ανωτέρων υπαλλήλων του Βιλαετίου ήλθεν εις επίσκεψίν μου, εις την οικίαν του Σοούκ-Σου. [...] Υπήρχε πολλή ζέστη εκείνην την ημέραν και ο βαλής ήτο εκνευρισμένος από όσα συνέβησαν και από όσα έμελλε να συμβούν και τοις προέτεινα να υπάγωμεν εις τον πλησίον κήπον του [έλληνα προύχοντα] Θεοφυλάκτου δια να δροσισθώμεν. Μετέβημεν πράγματι εκεί, όπου ήσαν μετά του Θεοφυλάκτου οι εν Σοούκ-Σου παραθερίζοντες Ελληνες πρόκριτοι Τραπεζούντος, οίτινες μόλις είδον τον βαλήν εσκορπίσθησαν εις το μικρόν δάσος, διά να αφήσουν μόνους ημάς με τον Θεοφύλακτον. Εκαθήσαμεν εις τον κήπον και ωμιλήσαμεν περί διαφόρων και περί κιζιλμπασήδων, ούς εθεώρει επίσης εχθρούς του Τουρκικού έθνους, και μετά παραμονήν μιας ώρας ανεχώρησεν ο Βαλής μετά της συνοδείας του, όν προέπεμψα διά μέσου του κήπου, συνοδευόμενος και υπό του Θεοφυλάκτου» (σ. 104-5).
Χέρι χέρι με τον χασάπη
Στις 13 Ιουνίου τοιχοκολλήθηκε η επίσημη προκήρυξη για την επικείμενη «εκτόπιση», γεμάτη ψεύτικες διαβεβαιώσεις για τον «προσωρινό» χαρακτήρα του μέτρου κι εξίσου ψεύτικες εγγυήσεις για την προσωπική ασφάλεια των «εκτοπιζόμενων» (σ. 105-8). Κάποιες Αρμένισσες έφεραν αμέσως στη μητρόπολη τα κορίτσια τους, για να τα προστατεύσουν από παράπλευρες βιαιοπραγίες.
Στη συνέχεια, ο Χρύσανθος θα γίνει δέκτης άκαρπων ικεσιών να μεσολαβήσει στις αρχές για αποτροπή της συμφοράς. «Την επομένην πρωίαν μετέβην εις την οικίαν του βαλή, διά να κάμω και πάλιν έκκλησιν υπέρ των ατυχών Αρμενίων, αλλ’ εκείνος έμεινεν ανένδοτος, λέγων ότι η εντολή είναι του εν Κων/πόλει Κεντρικού Κομιτάτου και ουδ’ επ’ ελάχιστον είναι δυνατόν να μεταβληθή. [...] Ενώ κατηρχόμην έφιππος εις Τραπεζούντα, συνήντησα προ του Διοικητηρίου πλήθος Αρμενίων ανδρών και γυναικών, οίτινες έξαλλοι μετέβαινον να παρακαλέσουν τον βαλήν να μη εκτελεσθή η απόφασις [...] Ολίγον ανωτέρω συναντώ άμαξαν, της οποίας επέβαινον αι έγκριτοι Αρμένιαι κυρίαι Καϊτσάκ Αραμπιάν και Μαχουκιάν, αι οποιίαι κατήλθον της αμάξης κλαίουσαι και προσήλθον κρατούσαι τους αναβολείς του ίππου μου και παρακαλούσαι να αποτρέψω απ’ αυτών τον κίνδυνον της καταστροφής. [...] Είπον εις τας κυρίας ότι επιστρέφω από τον βαλήν, τον οποίον παρεκάλεσα θερμώς υπέρ της αποτροπής της καταστροφής. Ας προσθέσουν και αυταί τας παρακλήσεις των και έχει ο Θεός. Μοι λέγει η κ. Καϊτσάκ Αραμπιάν: Θα μας στείλουν εις Αργυρούπολιν (Γκουμουσχανέ); Εγώ εν επιγνώσει των μελετωμένων απήντησα προς παρηγορίαν της “φαίνεται ναι” και απήλθον δακρύων» (σ.109). Το Γκιουμουσχανέ απείχε από την Τραπεζούντα μόλις 107 χιλιόμετρα· το Ντέιρ-εζ-Ζορ πάνω από χίλια.
Στην ελληνική μητρόπολη, ο Χρύσανθος βρήκε πάλι «συναγμένους όλους τους Αρμενίους προκρίτους, οι οποίοι ήλθον να ζητήσουν την συμβουλήν μου και να συσκεφθούν περί του πρακτέου». Μεταξύ άλλων, τον πληροφόρησαν «ότι ο επίσκοπός των συλληφθείς προ ολίγων ημερών για να σταλή εις το στρατοδιεκίον Ερζερούμ, εφονεύθη καθ’ οδόν. Ελυπήθην πολύ διά τούτο και διότι ο επίσκοπός των ήτο καλός και χρήσιμος διά να τους παρηγορή κατά τους δεινούς τούτους καιρούς» (σ. 109-10).
Ο ίδιος τους συμβούλεψε πάντως να τηλεγραφήσουν στον σουλτάνο και τους πρέσβεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας (σ. 109). Πρότεινε επίσης στον βαλή να κρατήσει σε ειδικό ορφανοτροφείο τα μικρά Αρμενόπουλα, με «επιμελήτριες» τις «θυγατέρες των Αρμενίων» που είχαν καταφύγει στη μητρόπολη, εγγυόμενος «ότι αύται θα ενέπνεον νομιμόφρονα αισθήματα εις τα τέκνα των Αρμενίων» (σ. 110). Η πρόταση έγινε αρχικά δεκτή, απορρίφθηκε όμως από τον τοπικό αντιπρόσωπο και την ηγεσία του Νεοτουρκικού Κομιτάτου. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν έτσι σε φορτηγίδες και πνίγηκαν στη θάλασσα (σ. 111-2).
Την ημέρα της συγκέντρωσης κι εκτόπισης των προγραμμένων, ενώ «οι οδοί της Τραπεζούντος ήσαν περιεζωσμέναι υπό στρατού και χωροφυλάκων», ο Χρύσανθος την πέρασε παρέα με τους αρχιτέκτονες της σφαγής, δικαιολογώντας εκ των υστέρων αμήχανα τη στάση του: Ο Βαλής, γράφει, «με παρέλαβεν εις την άμαξάν του, τοποθετήσας με αυτήν την φοράν δεξιά του, ίσως ίνα εγώ δοκιμάσω την πρώτην ορμήν ενδεχομένης Αρμενικής επιβουλής κατ’ αυτού» (σ. 110-1). «Εν τω μεταξύ κατέφθασεν ο διευθυντής της Αστυνομίας, κατάκοπος εκ της αγρυπνίας και των κόπων της νυκτός προ της πρωίας καθ’ ην απεστάλη δήθεν εις το εσωτερικόν η πρώτη δόσις των Αρμενίων. Είχεν όψιν δημίου και εφαίνετο αιμοσταγής. “Πολύ κουρασμένος φαίνεσαι”, του λέγει ο βαλής. “Μάλιστα”, του απήντησεν, “όλην την νύκτα επέρασα άγρυπνος εις τον Ντεγερμέντερε (Πυξίτην ποταμόν)”. Εκ των ολίγων αυτών ηννόησα πολλά και, ως εβεβαιώθην κατόπιν, η πρώτη αποστολή των Αρμενίων μόλις εξήλθεν εκ Τραπεζούντος εσφάγη, τα δε πτώματα αυτών ερρίφθησαν εις τον Ντερμέντερε» (σ. 111).
Ενας εξωτερικός παρατηρητής μάλλον θα δυσκολευόταν, πάντως, να ξεδιαλύνει τον ρόλο του Ελληνα ιεράρχη στην όλη υπόθεση:
«Αμα τη εισόδω ημών εις την αρμενικήν Μητρόπολιν μας συνήντησεν ο αρμένιος μικτάρης [κοινοτάρχης], τον οποίον μοι συνέστησεν ο βαλής λέγων: “Δεν ξεύρετε πόσον καλός και νομιμόφρων εδείχθη ο αρμένιος μικτάρης”, ο δε μικτάρης εμειδία αυταρέσκως. Την ιδίαν νύκτα, αφού τον εξεμεταλλεύθησαν εις προδοσίας και άλλα παρόμοια, τον εφόνευσαν, ως συμβαίνει συνήθως εις τους προδότας. Το αυτό συνέβη και εις ένα ιερέα Αρμένιον, ειπόντα εις τον βαλήν ότι απεφάσισε να γίνη μουσουλμάνος. Την ιδίαν νύκτα εφονεύθη και αυτός.
Αφού εξητάσαμεν τα της αρμενικής Μητροπόλεως και κατόπιν τα παρακείμενα αρμενικά σχολεία, κατηυθύνθημεν έπειτα εις την Μητρόπολιν διασχίζοντες τας ταχθείσας εις έκαστον σταυροδρόμιον φρουράς των στρατιωτών και των χωροφυλάκων. Η όλη Τραπεζούς είχε αγρίαν όψιν. Εκαθήσαμεν εις την Μητρόπολιν συζητούντες περί των γεγονότων της ημέρας και έπειτα ανεχώρησεν ο βαλής, αφήσας με βυθισμένον εις μελαγχολικάς σκέψεις» (σ. 112).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου