Κυματίζει με καμάρι, δε φοβάται τον εχθρό, σαν τη θάλασσα γαλάζια και λευκή σαν τον αφρό.
28η Οκτωβρίου σήμερα, ημέρα Εθνικής Ανάτασης και Παλιγγενεσίας, γιορτάζουμε τo OXI. Το ΟΧΙ που κάθε μέρα γίνεται ΝΑΙ, την αγωνιστικότητα του Έλληνα, που γίνεται ενδοτικότητα, που υποχωρεί μπροστά στο ατομικό, μπροστά στη ρεμούλα, στο συμφέρον και στα λεφτά.
Ο Έλληνας που κρεμάει την σημαία στο μπαλκόνι του και κανει θόρυβο κάθε που αλλάζει ο άνεμος γιατί δεν έχει λαδώσει τη βάση της είναι περισσότερο Έλληνας απ’ αυτόν που εμπνέεται απ’ τον Σεφέρη και καταλαβαίνει ότι όλο του το χρέος έγινε «μονέδα που έμεινε για χρόνια στην κάσα ενός φιλάργυρου και τέλος ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι».
Η σχέση του Έλληνα με την Ελλάδα, με το γένος του, με το αίμα του είναι περίεργη, σαν μια πορεία που διακόπηκε ξαφνικά και συνεχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι θέλουμε να υπάρχει. Είμαστε ευθεως απόγονοι του Περικλή και της Ασπασίας (όχι τοσο πολύ της Ασπασίας, για τους γνωστούς λόγους), αλλά όταν έρχεται η στιγμή του Εφιάλτη, παύουμε να είμαστε Έλληνες και επανερχόμαστε στο αίμα μας όταν θυμόμαστε τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο και τον Παύλο Μελά.
Είμαστε Έλληνες όταν ο μαύρος Αντετοκούμπο ζητάει ελληνική ιθαγένεια, αλλά όχι τόσο Έλληνες όταν αποδεικνύεται ότι ο Κεντέρης ήταν ντοπέ. Δοξάζουμε την ελληνικότητα του Γιάννη όταν ανακηρύσσεται MVP player στο NBA, τον ίδιο Γιάννη που έχουμε λοιδορήσει ως «ο μαύρος που πουλάει cd».
Οι Έλληνες είμαστε περίεργα όντα, αγαπάμε τα ίδια πράγματα που μισούμε, όταν εξ αιτίας τους χάνουμε λεφτά. Αγαπάμε τη χώρα μας γιατί είναι ένδοξη, μισούμε τη χώρα μας γιατί ήταν υπόδουλη, λατρεύουμε τη θάλασσά μας, ταυτοχρονα τη μισούμε όταν φέρνει βάρκες ξένων, γινόμαστε φίλοι με τους ξένους, όταν αυτοί είναι Ευρωπαίοι, την ίδια ώρα που απεχθανόμαστε τους ξένους όταν αυτοί είναι σκουρόχρωμοι, υπερασπιζόμαστε τη χώρα μας, την ίδια χώρα που υποτιμάμε διαρκώς, δίνουμε τα λεφτά μας, μόνο όμως όταν είναι να τα πάρουμε πίσω πολλαπλάσια, όχι όταν είναι να βοηθήσουμε τον φτωχό.
Δεν βρίσκεις άκρη με τον Έλληνα, έχει το μεγαλείο και ταυτόχρονα τη μιζέρια, την ίδια στιγμή, αναλόγως με το συμφέρον του. Το προφανές επιχείρημα είναι πως όλοι οι λαοί έτσι αντιδρούν, αναλόγως με τα συμφέροντά τους, και είναι σωστό. Οι Έλληνες όμως αντιδρούν λίγο πιο έντονα, πιο πολύβουα, πιο δραματικά. Ποτέ δεν πεθαίνουμε, δεν μας σκιάζει φοβέρα καμιά, την ίδια ώρα που για να μην πεθάνουμε υποθηκεύουμε τη ζωή μας και το μέλλον μας σε βοήθεια.
Στη συνείδηση του Έλληνα έχει συνυπάρξει ο Σάντας με τον Τσολάκογλου, ο γερο Παπανδρέου με τον Παττακό, η δημοκρατία με τον Μιχαλολιάκο. Ο Έλληνας με τις χιλιάδες προσωπικότητες, που ανασύρει κάθε φορά αυτή που τον βολεύει. Δεν είναι τοσο κακός ο Έλληνας, μπορεί να έχει υποφέρει πολλά και να έχει ενσωματωθεί στο κοινωνικό DNA του το να ελίσσεται. Το κακό με τον Έλληνα και δη τον νεοέλληνα είναι τα εθνικόμετρα.
Όποιος δεν παρελαύνει δεν είναι πολύ Έλληνας, όποιος δεν ανεβάζει τη σημαία στο μπαλκόνι του δεν είναι πολύ Έλληνας, όποιος δεν μνηνομεύει τον Ιωάννη Μεταξά τέτοιες μέρες δεν είναι καθόλου Έλληνας. Και περνάει η ζωή μας και πεθαίνουμε μέσα στους αφορισμούς, στην κριτική, στα αναθέματα, και τελικά σε έναν περίεργο διχασμό στα πάντα, διχασμό στην πολιτική, διχασμό στην κοινωνία, διχασμό στις ψυχές μας.
Για μένα ο Έλληνας δεν φαίνεται από τις σημαίες ούτε απ’ τους πύρινους ηρωικούς λόγους. Για μένα ο Έλληνας φαίνεται απ’ το DNA που μας έχει κληροδοτήσει ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Λοίζος, από τα λόγια του Ελύτη, του Καβάφη, του Καζαντζάκη και του Σεφέρη, από την καλοσύνη που δείχνουμε πρώτα στον εαυτό μας και μετά στους ξένους, από την ιδιότυπη ευστροφία μας, που συνδυάζεται άψογα με τη μικρολαμογιά μας.
Και εν κατακλείδι, για μένα ο Έλληνας είναι πιο πολύ ο άνθρωπος Έλληνας και όχι ο λόγω καταγωγής Έλληνας. Ο Έλληνας είναι ο άνθρωπος που μπορεί να γίνει, συνδυάζοντας τη μαγεία της ιστορίας του την ίδια στιγμή που αποκηρύσσει τη φαυλότητα της ιστορίας του.
Ο Έλληνας συνοψίζεται στην ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ στη Στοκχόλμη, τον Δεκέμβριο του 1963:
«Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»
*Στη Ζέτα και στον Ηλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου