ετοιμάζει το «δείπνο»: ένα τέταρτο φραντζόλας και πέντε μικρές πατάτες.
Καμιά φορά ξεχνιόταν και αντί να κρατάει τα λίγα λεφτά που εξασφάλιζε
με τον τρόπο αυτό, αγόραζε πάλι κάποιο σπάνιο βιβλίο. Τα βράδια εκείνα
δεν έτρωγε τίποτε. Αλλά στα μάτια του έλαμπε -για λίγο, είναι αλήθεια-
εκείνο το φως της εποχής που είχε νιάτα κι ελπίδα. Μια μέρα κοίταξε με
έκπληξη τα ράφια της βιβλιοθήκης του. Δεν είχε άλλα παιδιά να πουλήσει
στο παλαιοπωλείο. Δεν είχε τίποτε.
Ξάφνου άκουσε έναν πρωτόγνωρο γι' αυτόν θόρυβο από φωνές και ποδοβολητά.
– «Τι συμβαίνει;», ρώτησε έναν περαστικό.
– «Εξέγερση», απάντησε εκείνος αδιάφορα. Μια ομάδα νέων παιδιών που κρατούσαν μια κόκκινη σημαία φάνηκε στον δρόμο.
– «Εμπα μέσα, παππού», του είπαν.
– «Γιατί;», ρώτησε αυτός
– «Θα ’χουμε φασαρίες»!
– «Α, καλά».
– «Θα πέσουν σπαθιές και τουφεκιές»!
– «Α, καλά».
– «Θα πέσουν κανονιές»!
– «Α, καλά. Και εσείς πού πάτε;»
– «Πάμε να ρίξουμε την κυβέρνηση»!
– «Καλά», είπε πάλι αυτός και τους ακολούθησε προς τα οδοφράγματα. Αμίλητος. Τα πόδια του δεν έτρεμαν πια. Κάτι εργάτες προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Αρνήθηκε.
Προχώρησε στην πρώτη γραμμή. Με βηματισμό διαδηλωτή και πρόσωπο υπνοβάτη. Οταν, αργότερα, οι δυνάμεις της τάξεως στάθηκαν μπροστά στο οδόφραγμα είδαν τον γέρο να στέκει όρθιος, τυλιγμένος με μια κόκκινη σημαία και να φωνάζει:
– «Ζήτω η επανάσταση. Ζήτω η δημοκρατία. Αδελφοσύνη, ισότητα. Και θάνατος»!
– «Φύγε από κει», τον διέταξε μια άγρια φωνή!
– «Ζήτω η δημοκρατία»!
– «Πυρ», είπε η φωνή! Ο γέρος έπεσε προς τα πίσω, τα χέρια ανοιχτά σαν εσταυρωμένος.
Τα παιδιά στο οδόφραγμα πήραν το νεκρό κορμί του και το έφεραν στην ταβέρνα που είχαν μετατρέψει σε γενικό επιτελείο. Το ακούμπησαν σε ένα τραπέζι κι έμεινε εκεί, μια άθεη, ιερή Πιετά, ώς την ώρα που οι δυνάμεις της τάξεως εισέβαλαν και τους έστησαν όλους στον τοίχο.
Εκλεψα από τους αγαπημένους μου «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ μια ιστορία. Αυτή του γερο-Μαμπέφ που μαζί με τον μικρό Γαβριά και τον επίσκοπο Μυριήλ είναι από τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον Γιάννη Αγιάννη.
Την αφιερώνω στους εκατοντάδες χιλιάδες «γέρους» και «γριές» που τα επόμενα μέτρα της κυβέρνησης θα σπρώξουν ακόμη πιο βαθιά στην αθλιότητα.
Ξάφνου άκουσε έναν πρωτόγνωρο γι' αυτόν θόρυβο από φωνές και ποδοβολητά.
– «Τι συμβαίνει;», ρώτησε έναν περαστικό.
– «Εξέγερση», απάντησε εκείνος αδιάφορα. Μια ομάδα νέων παιδιών που κρατούσαν μια κόκκινη σημαία φάνηκε στον δρόμο.
– «Εμπα μέσα, παππού», του είπαν.
– «Γιατί;», ρώτησε αυτός
– «Θα ’χουμε φασαρίες»!
– «Α, καλά».
– «Θα πέσουν σπαθιές και τουφεκιές»!
– «Α, καλά».
– «Θα πέσουν κανονιές»!
– «Α, καλά. Και εσείς πού πάτε;»
– «Πάμε να ρίξουμε την κυβέρνηση»!
– «Καλά», είπε πάλι αυτός και τους ακολούθησε προς τα οδοφράγματα. Αμίλητος. Τα πόδια του δεν έτρεμαν πια. Κάτι εργάτες προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Αρνήθηκε.
Προχώρησε στην πρώτη γραμμή. Με βηματισμό διαδηλωτή και πρόσωπο υπνοβάτη. Οταν, αργότερα, οι δυνάμεις της τάξεως στάθηκαν μπροστά στο οδόφραγμα είδαν τον γέρο να στέκει όρθιος, τυλιγμένος με μια κόκκινη σημαία και να φωνάζει:
– «Ζήτω η επανάσταση. Ζήτω η δημοκρατία. Αδελφοσύνη, ισότητα. Και θάνατος»!
– «Φύγε από κει», τον διέταξε μια άγρια φωνή!
– «Ζήτω η δημοκρατία»!
– «Πυρ», είπε η φωνή! Ο γέρος έπεσε προς τα πίσω, τα χέρια ανοιχτά σαν εσταυρωμένος.
Τα παιδιά στο οδόφραγμα πήραν το νεκρό κορμί του και το έφεραν στην ταβέρνα που είχαν μετατρέψει σε γενικό επιτελείο. Το ακούμπησαν σε ένα τραπέζι κι έμεινε εκεί, μια άθεη, ιερή Πιετά, ώς την ώρα που οι δυνάμεις της τάξεως εισέβαλαν και τους έστησαν όλους στον τοίχο.
Εκλεψα από τους αγαπημένους μου «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ μια ιστορία. Αυτή του γερο-Μαμπέφ που μαζί με τον μικρό Γαβριά και τον επίσκοπο Μυριήλ είναι από τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον Γιάννη Αγιάννη.
Την αφιερώνω στους εκατοντάδες χιλιάδες «γέρους» και «γριές» που τα επόμενα μέτρα της κυβέρνησης θα σπρώξουν ακόμη πιο βαθιά στην αθλιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου