Η υπόθεση του γιατρού Τσιρώνη ήταν μία από τις πιο ξεκάθαρες υποθέσεις εμπλοκής Τύπου, υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, κυβέρνησης και αστυνομίας με στόχο την εξόντωση ενός «ενοχλητικού» πολίτη. Πέραν των διωγμών του επί των «δημοκρατικών κυβερνήσεων» της χώρας επί ψυχρού πολέμου, ο γιατρός είναι η πρώτη περίπτωση που καταγράφεται, στη Μεταπολίτευση, δολοφονία αντιφρονούντος πολίτη κατ' εντολήν ή με την «μεγάλη βοήθεια» του Τύπου, και είναι πολλά που την θυμίζουν, που την ξαναφέρνουν εμμέσως στην επικαιρότητα σήμερα, που η αστική δημοκρατία παρουσιάζει το πιο φρικτό της πρόσωπο ως «συνέχεια του κράτους», κατά την πρωθυπουργική ρήση.
Ο Βασίλης Τσιρώνης ήταν γιατρός των εξορισθέντων στον Αη-Στράτη και μάρτυρας όσων πέρασαν εκεί. Αυτό οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίησή του. Κατήγγειλε όχι μόνον την κυβέρνηση αλλά και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό διότι απέκρυπτε τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες που γίνονταν εκεί. Εκδιώκεται από τη θέση του και διώκεται παντοιοτρόπως καθώς «δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστήμης αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας».
Το 1964 κατεβαίνει σε απεργία πείνας 50 ημερών, ζητώντας την επιστροφή στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων. Αποτέλεσμα, με διώξεις επί διώξεων, να οδηγηθεί και ο ίδιος στην εξορία, στη Σουηδία, όπου θα περάσει, με την οικογένειά του, το μεγαλύτερο διάστημα της χούντας, που στο μεταξύ είχε αναλάβει. Η στάση του, η ανεξαρτησία του και η επιρροή του, οδηγούν στην στοχοποίησή του από το συγκρότημα Λαμπράκη. Το «Βήμα» της 7ης ιουλίου 1978 καλεί το Κράτος να επιδείξει ισχύ: «Η υπόθεση δεν είναι φαιδρή, αλλά επικίνδυνη, η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία του κράτους», και ζητεί την εξόντωσή του με άρθρο που δημοσιεύτηκε λίγο πριν οι ειδικές δυνάμεις της «δημοκρατίας» εισβάλουν στο σπίτι του και τον δολοφονήσουν (επίσημη εκδοχή: αυτοκτονία). Από τους λίγους που θα υπερασπιστούν το δίκαιο, και τον ακέραιο γιατρό, και παράλληλα την τιμή της δημοσιογραφίας, ξεχωρίζει ο Γιώργος Βότσης στην Ελευθεροτυπία.
Η υπόθεση Τσιρώνη είχε ξανάλθει στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια των ερευνών της αστυνομίας και τη δίκη των συλληφθέντων μελών της 17Ν, καθώς μεταξύ των μελών της «ενδιάμεσης» γενιάς αναφερόταν και ο Γιάννης Σκανδάλης, νεολαίος και σύντροφος του γιατρού, που πέρασε τα πάνδεινα στα χέρια των «δημοκρατικών» αρχών της μεταπολίτευσης.
Την υπόθεση θυμίζουμε με την αναδημοσίευση άρθρων της εποχής και των λίγων χρόνων που ακολούθησαν, όπως και του χρονολογίου μιας προαναγγελθείσας δολοφονίας. Όλες οι επισημάνσεις (απλά bold, χωρίς italics) δικές μας.
Παρ’ ότι συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις ακολουθείται, για ευκολία, η χρονολογική σειρά, οι συνθήκες καλούν να ξεκινήσουμε ανάποδα – με τη συνέντευξη που έδωσε ο αρχηγός της ομάδας εφόδου τότε, αρχηγός της πρώτης Αντιτρομοκρατικής και κατόπιν επικεφαλής των ΜΕΑ Μ. Γεωργακάκης στον Γιώργο Οικονομέα, για την Ελευθεροτυπία, έξι χρόνια μετά τη δολοφονία του γιατρού. Τα ΜΕΑ, Μονάδες Ειδικών Αποστολών, πασοκικό κατασκεύασμα, ήταν, αν δεν με απατά η μνήμη μου, η πρώτη ομάδα κουκουλοφόρων, και έμειναν στην ιστορία από το σύνθημα «ΜΑΤ και ΜΕΑ για μια Ελλάδα Νέα».
Ελευθεροτυπία, 1985
«Γιατρός Τσιρώνης, Έξι χρόνια μετά
Οι εκδηλώσεις «για την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974» σε λίγες μέρες θα κορυφωθούν. Οι δεξιώσεις Θα πληθύνουν. Οι δηλώσεις θα πολλαπλασιαστούν. Οι μελανές σελίδες που ανοίχτηκαν και οι οδυνηρές εμπειρίες που μεσολάβησαν τα 14 ετούτα χρόνια, αναπόφευκτα θα απωθηθούν στο υποσυνείδητο της συλλογικής μνήμης, για να μπορέσει άφθονος να χυθεί ο καμπανίτης.
Η ιστορία κάποτε θα κρίνει γιατί τόσο εύκολα καταδικάζουμε, μα και τόσο εύκολα ξεχνάμε. Τόσα χρόνια μιλούσαμε για σκάνδαλα, μα κανένα σχεδόν δεν έφτασε στον εισαγγελέα.
Περιμέναμε ακόμα να μάθουμε ποιοι άνδρες των ΜΑΤ σκοτώσανε σαν σκυλιά το 1980 τον Κουμή και την Κανελλοπούλου.
Οι αστυνομικοί που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον άοπλο Σπυρόπουλο υπηρετούν ακόμα.
Είσαι σκληρός, ποιητή, μα έτσι είναι: «Οι νεκροί δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα».
Ιούλιος ήτανε και τότε, πριν από έξι χρόνια, που η Ελλάδα μάθαινε έκπληκτη πως ο γιατρός Τσιρώνης είναι πιά νεκρός. Ρίξαμε τότε κάτι ξεγυρισμένους θρήνους, κάναμε και τις σχετικές καταγγελίες και πάει, τέλειωσε. Η «ωμή βία ενός αστυνομικού κράτους, που εξώθησε τον απελπισμένο μοναχικό αγωνιστή στην αυτοκτονία» έγινε κι αυτή παρελθόν. Κατά βάθος, πολλοί το φχαριστήθηκαν, που ξεμπλέξαμε και μ’ αυτόν.
Η έφοδος
Στις 11 Ιουλίου τα ξημερώματα του 1978 οι «μονομάχοι» βρίσκονταν στις θέσεις τους στη σκοτεινή ακόμα οδό Αρεως του Π. Φαλήρου. Ταμπουρωμένος μέσο στο σπίτι του ο αρχηγός του ΟΕΜ, Βασίλης Τσιρώνης. Απ’ έξω η ειδική Αντιτρομοκρατική Ομάδα, σε πρώτη δημόσια εμφάνιση. Αρχηγός ο κ. Μιχ. Γεωργακάκης – που έμελλε χρόνια αργότερα να καταγγελθεί από τον Τύπο της Δεξιάς σαν ο «αστυνόμος της Αλλαγής» και να ζητηθεί η παραίτησή του από τη διοίκηση της Αμεσης Δράσης.
Σε τρία τέταρτα, η «επιχείρηση» είχε τελειώσει. Με μια σφαίρα στον κρόταφο, ο Τσιρώνης κείτονταν νεκρός, ανήμπορος πιά να θορυβεί και να διαταράσσει τη ζωή των φιλήσυχων πολιτών του Παλαιού Φαλήρου.
Μετά από 6 χρόνια
Σήμερα, μετά 6 χρόνια, ζητήσαμε από τον κ. Μιχ. Γεωργακάκη, διοικητή της Αμεσης Δράσης, μια συνέντευξη «εφ’ όλης της ύλης». Η διαδρομή και η καριέρα του κ. Γεωργακάκη περνάει αναγκαστικά από τον Τσιρώνη. Είναι ο «επιζήσας μονομάχος».
Αλλωστε του ανήκει η «πρωτιά», ότι αυτός ίδρυσε στην Ελλάδα την Αντιτρομοκρατική Ομάδα.
Αποκαλύπτει, επίσης, μια ακόμα «πρωτιά» του: αυτός πρωτοεισήγαγε στην Ελλάδα το έτοιμο μπετόν, όταν, απολυμένος από τη χούντα, δούλεψε σε μια επιχείρηση. Οι «τραβεστί» τον έχουν ανακηρύξει «υπ* αριθμόν 1» εχθρό τους. Οι αναρχικοί και οι αυτόνομοι τον κατηγορούν ότι η ομάδα του έδερνε άσχημα στις συνήθεις συγκρούσεις των Προπυλαίων. Ο ίδιος ο 56χρονος κ. Γεωργακάκης, ισχυρίζεται ότι 35 χρόνια που υπηρετεί στην αστυνομία, δεν έχει δώσει ούτε ένα χαστούκι σε άνθρωπο. Οι προσφιλείς του εκφράσεις είναι: «ορμητικότητα», «πρωτοβουλίες», «ανδρισμός», «επιτυχίες», «θάρρος». Και σου δηλώνει: «Δεν έχω κανένα φόβο. Ξέρω το παιγνίδι που διάλεξα. Αν στερούσα από τη δουλειά μου το στοιχείο του κινδύνου, δεν θα μ’ άρεσε».
«Φόβητρο»
Ιδού τώρα πώς περιγράφει την πορεία του από το 1974 και δώθε:
— Με τη μεταπολίτευση, έγινα υποδιοικητής στο Στ’ αστυνομικό τμήμα (Κολωνός – Μεταξουργείο). Εκεί δρούσαν τότε οι «παπατζήδες». Εγώ έγινα το φόβητρό τους. Το 1976, μετά τις φασαρίες με τους οικοδόμους, άρχισε να συζητιέται η οργάνωση των ΜΑΤ. Επειδή είχανε δει την προθυμία μου, την εργατικότητά μου, την ζωντάνια μου, με βάλανε στα ΜΑΤ. Ομως, εγώ ήθελα να φύγω, γιατί η δράση των ΜΑΤ ένιωθα πως ήταν αντίθετη με το χαρακτήρα μου. Ποτέ δεν μ’ άρεσε η βία…
«Η τιμιότερη πράξη»
Μετά τα γεγονότα της αιγυπτιακής πρεσβείας, το 1977, ο κ. Γεωργακάκης αναλαμβάνει την οργάνωση της περίφημης «Αντιτρομοκρατικής Ομάδας».
– Πήγαμε 20 μέρες στο Μ. Πεύκο και εκπαιδευτήκαμε από τους λοκατζήδες. Πρώτη επέμβαση η υπόθεση Τσιρώνη.
— Η επίμαχη υπόθεση…
— Επίμαχη, ναι… Και λέω υπεύθυνα τώρα, δεν υπάρχει τιμιότερη πράξη... Ηταν ένα θέμα που είχε χρονίσει. Με την πίεση μιας μερίδας του Τύπου (σ.σ.: Το «Βήμα» είχε δημοσιεύσει την προηγούμενη ένα οξύτατο άρθρο κατά της κυβέρνησης για την αδράνεια και απροθυμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το θέμα Τσιρώνη), έπρεπε να δοθεί λύση. Ξεκίνησα με αυτοπεποίθηση, έκανα αυτοψία και ετοιμάστηκα. Το λέω υπεύθυνα, πάντως: οι εντολές της κυβερνήσεως ήταν, πάση θυσία, ο Τσιρώνης ζωντανός.
— Πως έγινε, λοιπόν;
— Κάποια στιγμή βρέθηκα σε απόσταση ενός μέτρου από τον Τσιρώνη και άρχισα διάλογο. Με τον προβολέα, τον έβλεπα πίσω από ένα σουμιέ, με την μπερέτα προτεταμένη.
Και λέω ότι δεν ήθελε να με σκοτώσει, γιατί θα μπορούσε να με πυροβολήσει εύκολα…
«Γιατρέ, σου δίνω το λόγο μου, δεν θα πάθεις τίποτα», του είπα. Η γυναίκα του φώναζε από μέσα: «Ο Τσιρώνης δεν παραδίνεται». «Ζήτω το ΟΕΜ», αυτά τα έξαλλα συνθήματα.
Είχαμε ρίξει καπνογόνα και προσπαθούσα να τον πείσω.
Του έκανε εντύπωση η ψυχραιμία μου και μου λέει σε μια στιγμή:
«Γιατί σαι, μωρέ, φασίστας;».
«Αστα αυτά, του λέω. Δος μου το όπλο σου κι όλα θα πάνε καλά».
Η γυναίκα του ξαναφώναξε: «Ο Τσιρώνης δεν παραδίνεται».
Η αποτυχία
»Ηταν μπροστά μου, τον έβλεπα – είχαμε κάτι προβολείς ωραίους. Κόλλησε την μπερέτα στο κεφάλι και αυτοκτόνησε [αυτή είναι η επίσημη άποψη, της αστυνομίας και του κράτους]. Κλονίστηκα. Ηταν μια αποτυχία για μένα… Ηθελα να τον πιάσω ζωντανό…
— Σας καταλογίζω ότι δεν υπολογίσατε πως θα μπορούσατε να αυτοκτονήσει. Τον εξωθήσατε στο θάνατο…
— Ισως είναι ενα στοιχείο που έπρεπε, ναι, να το προβλέψουμε… Αν, όμως, λειτουργούσε το σχέδιο του αιφνιδιασμού, θα τον πιάναμε ζωντανό, χωρίς να προλάβει να κάνει κιχ…
— Δεν λειτούργησε, όμως.·
— Βρήκαμε εμπόδια.
— Γιατί δεν υποχωρούσατε τότε;
— Δεν γινόταν. Επρεπε η επιχείρηση να εκτελεστεί. Να δοθεί λύση.
— Αν ρωτούσατε κάποιους γιατρούς, θα σας λέγανε πώς μπορεί ν’ αυτοκτονήσει.
— Είναι δυνατόν να καταλογιστούν ορισμένες παραλείψεις… Ναι, ήταν μια αποτυχία… Ισως θα έπρεπε όπως λέτε να πιάσω αυτή τη λεπτομέρεια… Τον θεωρούσα, όμως, ένα γενναίο άνθρωπο….
— Και οι γενναίοι αυτοκτονούν, κ. Γεωργακάκη.
— Εν πάση περιπτώσει, δεν το προβλέψαμε. Το δέχομαι πως ήταν μια αποτυχία... Πάντως, αν ήθελε να με σκοτώσει, θα το κάνε… Από κει βγάζω το συμπέρασμα πως ήταν ένα παλληκάρι.
Η λήθη
Η λήθη είναι ένα μεγάλο, άσχημο σύννεφο, που σκεπάζει τα πάντα. Οταν ήταν νωπά ακόμα τα γεγονότα, οι πάντες κατάγγειλαν την έμμεση δολοφονία του Τσιρώνη.
Η Αμαλία Φλέμιγκ μίλησε για «το θάνατο των γενναίων εκείνων, που δεν δέχονται να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν».
Ο Στέφανος Τζουμάκας για κρατικές δολοφονίες και κρυπτοφασιστικές ενέργειες αστυνομικού κράτους,
Ο Λεύτερης Βερυβάκης (ναι, ο σημερινός υπουργός) για «ευθύνες, πράξεις ή παραλείψεις, τις οποίες μια ευνομούμενη πολιτεία πρέπει να αναζητήσει».
Ο Δημ. Μπέης, δήμαρχος, τότε Ζωγράφου, εξεπλάγη γιατί «ο κ. Μπάλκος δεν αντιλαμβάνεται πως πρέπει να εγκαταλείψει το υπουργείο του».
Ο Μανώλης Γλέζος είδε το θάνατο του Τσιρώνη σαν «δολοφονία των πολιτικών ελευθεριών ενός ολόκληρου λαού».
Υστερα ήρθανε κι άλλα, κι άλλα.
Η απορία των απλών πολιτών έμεινε μετέωρη:
Αν για ένα απλό τροχαίο η αμέλεια και οι παραλείψεις τιμωρούνται, γιατί παραμένουν αθώοι οι εγκέφαλοι που σχεδιάζουν τέτοιου είδους σενάρια;
Αλλά η επίδειξη της ωμής κρατικής βίας δεν ήταν ποτέ «παράλειψη».
Η «έννομη βία είναι αντίληψη των μηχανισμών δίωξης», όπως επισήμανε τότε και ο Νίκος ο Κωνσταντόπουλος.
Που εφαρμόστηκε με θαυμαστή συνέπεια και στην περίπτωση του «ινδαλγού» Τσιρώνη…
Ο Σχολιαστής, 1985
Το άρθρο που αναδημοσιεύουμε πρώτο είναι από το 29ο τεύχος του περιοδικού «Σχολιαστής», που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1985, επτά χρόνια μετά τη δολοφονία, επισήμως «αυτοκτονία», του γιατρού Τσιρώνη.
«Το Βήμα, ο Μπάλκος και τα ΜΕΑ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7 Ιουλίου 1978, πριν από εφτά χρόνια δηλαδή, βλέπει το φως της δημοσιότητας ένα πρωτοσέλιδο σχόλιο του ΒΗΜΑΤΟΣ, με τίτλο «ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΡΑΤΟΣ;»
«Υπάρχουν φορές που στον απλό πολίτη δημιουργείται ένα απλό ερώτημα: από το σημερινό ελληνικό Κράτος λείπει η σοβαρότητα ή το αίσθημα ευθύνης;… Ο περιβόητος «γιατρός» του Παλαιού Φαλήρου δεν αρκείται στο ότι ίδρυσε κάποιο «κράτος» και μένει εκεί (δηλαδή στο διαμέρισμά του) παρά το γεγονός ότι εκκρεμούν σε βάρος του εντάλματα».
Το σχόλιο, που σημειωτέων είναι ανυπόγραφο, συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτό που δεν κάνει η αστυνομία, κάποια στιγμή μπορεί να το κάνουν κάποιοι κάτοικοι της πολυκατοικίας όπου εδρεύει ο «γιατρός Τσιρώνης». Να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στους αδρανούντες…» Και το σχόλιο τελείωνε ως εξής: «Ποιος κάποτε θα αποφασίσει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπιστία του Κράτους; Διότι και η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία Κράτους».
Βέβαια το Κράτος υπάρχει. Και το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους αυτοί που
συνήθως το επικαλούνται, ίσως γιατί το ζουν από μέσα. Την επομένη, 8
Ιουλίου, ο Α. Μπάλκος, υπουργός Δημόσιας Τάξης της Ν.Δ., στέλνει
επιστολή που δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη και όπου ο περιβόητος υπουργός
πληροφορεί το ΒΗΜΑ ότι «το θέμα Τσιρώνη απασχολεί από μακρού το
Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Προκειμένου όμως η Αστυνομική Αρχή να προβεί
στην είσοδο στο διαμέρισμα του Τσιρώνη και στη σύλληψή του χρειάζεται,
όπως είναι γνωστό, άδεια και παρουσία του αρμόδιου εισαγγελέα. Τέτοια
όμως άδεια δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής».
Το ΒΗΜΑ ικανοποιημένο στρέφεται αλλού: «ο αρμόδιος εισαγγελέας που δε δίνει την άδεια, τι λέει;»
Την επομένη, 9 Ιουλίου, ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών Παν. Κανέλλος με επιστολή του κάνει σαφές τελειώνοντας το εξής: «Καθίσταται φανερό εκ των ανωτέρω ότι όχι μόνο δεν ηρνήθημεν να «παράσχωμεν άδειαν» δια την σύλληψιν του περί ου πρόκειται, αλλά αντιθέτως εξ’ αρχης παραγγείλαμεν την εκτέλεσίν των και εγνωρίσαμεν εις την ως άνω Αστυνομική Διεύθυνσιν ότι είμεθα έτοιμοι να παράσχομεν οιανδήποτε, ως ο νόμος ορίζει, συνδρομήν και δη εκπρόσωπον της δικαστικής εξουσίας, δια την ενέργειαν των περαιτέρω νομίμων».
Την Τρίτη 11 του μηνός το ΒΗΜΑ επανέρχεται με κύριο πρωτοσέλιδο ανυπόγραφο άρθρο και διαπιστώνει ότι «χειρότερο κι από το ίδιο το γεγονός της διωκτικής απραξίας της αστυνομίας είναι η ατμόσφαιρα ανυπαρξίας του κράτους που δημιουργείται».
Την ίδια μέρα, 28 κομμάντος της Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών με επικεφαλής τον Μ. Γεωργακάκη και με σχέδιο που εκπονήθηκε στο Υπουργείο Δημ. Τάξης, θα πραγματοποιήσουν την έφοδο στο διαμέρισμα του Τσιρώνη που θα καταλήξει στο θάνατό του.
Ο γιατρός, οχυρωμένος σ’ ένα δωμάτιο του διαμερίσματός του, ενώ οι Διμοιρίτες χτυπάνε με ρόπαλα τα κάγκελα του μπαλκονιού και πετάνε δακρυγόνα μέσα στο δωμάτιο, αρνείται να παραδοθεί. Το πρώτο μέλος της οικογένειας Τσιρώνη που βγαίνει από το δωμάτιο είναι η μικρή κόρη του, οκτώ χρονών τότε, μη μπορώντας να αναπνεύσει. Ακολούθησαν οι δυο γιοί του, ενώ η γυναίκα του έμεινε μέχρι τέλους μαζί του φωνάζοντας «οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του».
Η κυβέρνηση Καραμανλή δυο μέρες μετά ήταν αρκετά αποκαλυπτική. Ο Τσιρώνης με τις «αντικρατικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν συνεχής απειλή και διαρκής κίνδυνος για τους αθώους πολίτες. Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε πολιτικής αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα στην επικίνδυνη δράση του Τσιρώνη».
Πραγματικά: κόμματα, που άφησαν ακάλυπτο τον Τσιρώνη, δίνοντας το δικαίωμα στη Ν.Δ. να μοιράζεται μαζί τους την ευθύνη για τη δολοφονία του. Τύπος, που προετοίμασε τη συναίνεση σ’ αυτήν την απροκάλυπτη και ωμή κατασταλτική ενέργεια του Κράτους.
Το ΒΗΜΑ είναι χαρακτηριστικό, όχι το μόνο.
Όσοι δεν έχετε δει τη «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», η υπόθεση Τσιρώνη πρέπει να σας είναι ένας παραπάνω λόγος για να την επιδιώξετε στα θερινά σινεμά. […]»
Η «Αυτοκτονία»
Το κείμενο αυτό υπάρχει στο αρχείο μου για την υπόθεση αλλά δεν γνωρίζω ούτε αν το έχω πάρει από κάπου. Το αναδημοσιεύω εδώ, και αν υπάρχει πηγή, παρακαλώ να μου την υποδείξετε.
«Για την ίδια την πράξη του Τσιρώνη η ίδια η Εισαγγελία αποφεύγοντας κάθε σχόλιο παραθέτει στην 1η σελίδα την Εκθέσεως τις εκκρεμότητες που είχε ο πολίτης Βασίλειος Κ. Τσιρώνης απέναντι στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών και κατά περίεργο τρόπο, ενώ έχει 5 περιπτώσεις «παρανομίας» οι περιπτώσεις αυτές δεν αξιολογούνται χρονολογικά για να μην φανεί ότι οι τρεις απ’ αυτές τις πέντε είναι πριν απ’ τη χούντα ενώ οι δύο είναι η… «Βιαία προσαγωγή του για Ανάκριση στον Κο Ανακριτή». Και καταλήγει ότι… «Έχοντες βασίμους πληροφορίας ότι ο καταδιωκόμενος προς εκτέλεσιν των άνω αποφάσεων κρύπτεται εντός της ιδιωτικής του κατοικίας…» (βλέπε την δημοσίευση ολοκλήρου της Εκθέσεως…).
Στη σελίδα 3 της δημοσιευόμενης Εκθέσεως αναφέρεται ότι ο Τσιρώνης πυροβόλησε τουλάχιστον τρεις κατά των ετοιμαζομένων να εισέλθουν ανδρών της ενόπλου δυνάμεως… πλείονες εκ των ανδρών τούτων ων η ταυτότης θα διαπιστωθεί εκ της εξετάσεως των όπλων των, εις συγκέντρωσιν των οποίων προέβημεν, έρριψαν τέσσαρις τουλάχιστον πυροβολισμούς κατά τον έναντι της θύρας χώρων προς εκφοβισμόν του καταδιωκόμενου όστις πάντως δεν ήταν ορατός…» Τα αποτελέσματα – εάν αυτά έγιναν – ώστε να διαπιστωθεί ποιοι και από ποια όπλα έριξαν τις σφαίρες εναντίων του Τσιρώνη δεν ήρθαν ποτέ στην δημοσιότητα, παρά το γεγονός ότι ορισμένη μερίδα του Αθηναϊκού τύπου εξέφρασε την αμφιβολία ότι πρόκειται περί «αυτοκτονίας».
Στη σελίδα 4, που δημοσιεύεται αυτούσια και φωτογραφικά γράφει ότι… «δεν ηδυνήθημεν να αντιληφθώμεν εάν ούτος αυτοεπυροβολήθη. Εικάζεται ότι τούτο συνέβη διότι κατ’ εκείνην την στιγμήν δεν ηκούσθει πυροβολισμός έξωθεν…» Σε συνδυασμό πάντοτε ότι ο ιατροδικαστής κ. Γιαμαρέλος δεν αναφέρει τίποτα περί «αυτοκτονίας» στο πόρισμα που συνέταξε μετά την νεκροτομή, συν την καταγγελία του Γιατρού Γεωργίου Γρηγοριάδη [πατέρα του σημερινού βουλευτή του Μέρα25, Κλέωνα Γρηγοριάδη] Δημάρχου Νέου Ηρακλείου Αττικής, που γράφει ότι «πεποίθησή μου είναι ότι ο Τσιρώνης δεν αυτοκτόνησε» […].
Ιδεοδρόμιο, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία
Το τελευταίο άρθρο από το οποίο αναδημοσιεύουμε σήμερα εδώ αποσπάσματα, είναι του Λεωνίδα Χρηστάκη, και δημοσιεύτηκε στην πέμπτη σελίδα του περιοδικού «Ιδεοδρόμιο», τεύχος 31, στις 23 Ιουλίου 1979, με τίτλο «Κρυμμένη Οργή». Αφορμή ήταν ο ένας χρόνος από το θάνατο του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη, και την απρόκλητη αστυνομική επίθεση εναντίον του, όπως είπαμε καθ’ υπόδειξιν του, τότε πανίσχυρου, Συγκροτήματος Λαμπράκη.
«Θα μου πείτε και μένα ότι είμαι όψιμος αγανακτησίας που θυμήθηκα τον Τσιρώνη, ακριβώς στην επέτειο της περσινής δολοφονίας του, αλλά βέβαια αν θέλετε να μοιραστούμε την ευθύνη, αυτή είναι ένα προς έξι χιλιάδες (αναγνώστες) επαναλαμβανόμενη επί είκοσι φορές, δηλ. όσα τεύχη βγήκανε απ’ το νούμερο 9 και πέρα – μέχρι σήμερα. …
Εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς που και στο σπίτι του πήγα τρεις
βδομάδες πριν τη δολοφονία και φωτογραφίες έβγαλα μαζί του και
μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του πήρα και σε τρία διαφορετικά ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΑ
έγραψα «πύρινα» άρθρα και στην κηδεία δεν πήγα και καμιά γροθιά
εκδίκησης δεν σήκωσα, όταν μάλιστα δολοφονήθηκε… παραθέριζα στο Λέχαιο
Κορινθίας.
Ο Τσιρώνης ο ίδιος πίστευε και θα το πίστευε ακόμα αν ζούσε, ότι
«στο αρχείο της συνείδησης του λαού καταγράφονται οι πολιτικές
δολοφονίες που κάποια μέρα ξεσπάνε ενάντια στο κράτος».
Πίστευε και σε πολλά άλλα μαρξιστικογενή ιδεολογικά εκτρώματα. Όμως αυτό δεν ήταν η αιτία του θανάτου του από αστυνομικό όπλο.
Την αιτία του θανάτου του την ξέρουμε όλοι, αλλά κανείς δεν κουνιέται να την πει ανοιχτά. Η ενέργεια που τον οδήγησε στο θάνατο κάτω απ’ την αστυνομική βία ήτανε μία και μοναδική.
Όταν από μια πλήξη πια, στον πρώτο καιρό της αυτοεξορίας του μέσα σ’ εκείνο το διαμέρισμα, αποφάσισε ο Βασίλης Τσιρώνης να μιλήσει πιο ανοικτά για τον εκδότη Χρήστο Λαμπράκη και τους κωλοπετσωμένους μπράβους του δημοσιογράφους, από εκείνη τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η αστυνομία, το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τα εκτελεστικά εισαγγελικά του όργανα έπαιξαν το ρόλο εκτελεστού, σπρωγμένου από τις γνωστές «αόρατες δυνάμεις» (όπως έλεγε μέχρι χτες το ΚΚΕ) του κατεστημένου ελληνικού Τύπου.
Τα πιο αδύνατα εκδοτικά συγκροτήματα που είχαν και στο παρελθόν τους μια «αντιστασιακή δράση» επεσήμαναν με μασημένες κουβέντες τον «θρίαμβο» του συγκροτήματος Λαμπράκη που κατόρθωσε να ενεργοποιήσει τη δικαστική μηχανή, να δημιουργήσει τις παραμονές της εισβολής στο σπίτι του Τσιρώνη εκείνες τις γνωστές συσκέψεις, όπου αποφασίστηκε η «διακοπή του ενοχλητικού».
Το ότι ο Τσιρώνης ήτανε ένας… μόνος κάου-μπόυ, αυτό φάνηκε από το μετέπειτα ανεμοσκόρπισμα. Τα παιδιά του, η γυναίκα του, οι υπουργοί του, οι οπαδοί του («λίγοι αλλά εκλεκτοί», μου έλεγε) και άλλοι θεωρητικοί, ανεμοσκορπίστηκαν χωρίς ούτε ένα… πολιτικό μνημόσυνο να κάνουν σ’ ένα θέατρο.
Ο Βασίλης Τσιρώνης το ήξερε αυτό, μου είχε παρουσιάσει την πιο ζοφερή εικόνα για τους συνεργάτες του.
Ο Μαθιουδάκης, μου έλεγε, έσπασε, το Σκανδάλη φοβάμαι. Όχι μη
σπάσει, φοβάμαι για το ρομαντισμό του. Για τους άλλους αφήνω συνέχεια
ερωτηματικά. Οι εξελίξεις θα το δείξουνε. […]
Είκοσι μέρες αργότερα οι εφημερίδες στα ψηλά καλούν το λαό για το ετήσιο μνημόσυνο που διοργανώνει η οικογένειά του στον τάφο του Τσιρώνη (σύνολο 50 άνθρωποι παραβρέθηκαν) και ο Γιώργος Βότσης, ένας δημοσιογράφος έχει γίνει το κάρφος της κομμουνιστοφοβίας, κάνει μια επιφυλλίδα με τίτλο «Οι «ενοχλητικοί» εξοντώνονται ανυπεράσπιστοι». […]
(… τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση του Τσιρώνη ο νεόκοπος
δημοσιογράφος Νίκος Πλατής, εργαζόμενος στο δημοσιογραφικό συγκρότημα
Λαμπράκη και παίρνοντας εντολή απ’ τον ίδιο τον Λαμπράκη να κάνει ένα
θέμα υπέρ του Τσιρώνη στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, αυτό το περιοδικό της ιδεολογικής
μαστουροποίησης του ελληνικού λαού, μ’ έπαιρνε μανιωδώς στο τηλέφωνο για
να με βρει και να του δώσω πληροφορίες για τον Τσιρώνη. Η απάντησή μου
ήταν γαμοσταυρίδι ακατάσχετο).
Το κομμάτι στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ έγινε από τον Πλατή με μια ευκαιριακή άλλη
δημοσιογράφο και ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος για την ακέραιη στάση του
συγκροτήματος Λαμπράκη απέναντι στο έγκλημα.
Οι μήνες ήλθαν και παρήλθαν, μερικά μελαγχολικά συνθήματα στους τοίχους όπως ΚΑΣΙΜΗ ΤΣΙΡΩΝΗ – ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ…
Οι περαστικοί μέσα απ’ τα αυτοκίνητα ρίχνουν μια ματιά στα
συνθήματα, αισθάνονται ότι αυτοί δεν θα δολοφονηθούν ποτέ τόσο άμεσα από
το κράτος, μόνο καμιά φορά κανένας συνταξιούχος αστυνόμος του Ταμείου
θα τους χτυπήσει την πόρτα, κραδαίνοντας κανένα ξεχασμένο φόρο…
…μελαγχολία. […]
Πριν λίγο καιρό ο πατέρας του Γιάννη Σκανδάλη πεθαίνει από συγκοπή έξω από τις φυλακές Κέρκυρας σε μια προσπάθεια να δει τον βασανισμένο γιο του από τους δεσμοφύλακες, ακριβώς γι’ αυτό το παιδί που φοβότανε ο Βασίλης Τσιρώνης ότι θα την πλήρωνε σαν εξιλαστήριο θύμα, γιατί με το να τον κρατάνε μέσα επιβεβαιώνουν ότι ο Τσιρώνης δεν ήταν ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ, αλλά είχε και… οπαδούς. […]
Όσοι από σας που διαβάζετε αυτό το άρθρο έχετε το Γαλάζιο βιβλίο του Τσιρώνη, μη το φυλάτε σαν αρχείο ή σαν πολύτιμο αντικείμενο ενός δολοφονημένου, δίνετέ το για ανάγνωση, φωτοτυπήστε το σε πολλά αντίτυπα, ώσπου και άλλοι να καταλάβουν ότι αγώνας δεν σημαίνει μόνο ένταξη στα κόμματα, σημαίνει και προσωπική παρόρμηση που μπορεί να φτάσει στους περιορισμένους τοίχους ενός διαμερίσματος από μπετόν στο Παλιά Φάληρο. Φαίνεται ότι τελείωσε μια για πάντα η εποχή που κυνήγαγαν τους ληστές επάνω στα βουνά και στις σπηλιές. Το παράδειγμα του Τσιρώνη μας δείχνει ότι όταν θες ν’ αντισταθείς αυτό μπορείς να το κάνεις μέσα σ’ ένα διαμέρισμα τριών δωματίων και κουζίνας».
Το χρονολόγιο της δολοφονίας του γιατρού
30 Νοέμβρη 1977: Συνεχίζεται η πολιορκία του σπιτιού του γιατρού
Τσιρώνη. ΜΑΤ και ελεύθεροι σκοπευτές αποκλείουν την περιοχή όταν ο
Τσιρώνης πυροβολεί εναντίον του πληρώματος περιπολικού που πάει να τον
συλλάβει.
5 Φλεβάρη 1978: Ανεξάρτητο κράτος κηρύσσει το σπίτι του ο γιατρός Τσιρώνης.
11 Ιούλη 1978: Αστυνομικοί εισβάλλουν στο σπίτι του γιατρού Τσιρώνη στις
4 το πρωί, με δικαστική απόφαση και παρουσία εισαγγελέα. Ο διευθυντής
της αστυνομίας Λεμονής έχει δώσει εντολή να μη πλησιάσει δημοσιογράφος
σε μεγάλη ακτίνα από το σπίτι του γιατρού, ενώ ρόλο επόπτη στην οργάνωση
της επιχείρησης έχει παίξει ο ίδιος ο υπουργός δημόσιας τάξης Μπάλκος. Ο
γιατρός Τσιρώνης «αυτοκτονεί». Η επιχείρηση «επιτυγχάνει».
12 Ιούλη 1978: Συλλαμβάνονται δύο άτομα μέλη της οργάνωσης του γιατρού
Τσιρώνη. Είναι οι Γ. Σκανδάλης 26 χρόνων και Δ. Νικολούλης 21 χρόνων.
13 Ιούλη 1978: 1000 περίπου άτομα με συνθήματα κατά της αστυνομίας και του κράτους, κηδεύουν το γιατρό Τσιρώνη.
Σαν υστερόγραφο, ένα ακόμη κείμενο, της οικογένειάς του, στον ένα χρόνο από τη δολοφονία του:
«Συμπληρώθηκε σήμερα χρόνος από την ημέρα που ο Ελληνικός λαός έχανε κάτω από την απάνθρωπη κρατική Καραμανλική βία έναν μεγάλο οδηγητή και εγγυητή της λευτεριάς του, τον σπάνιο γιατρό Τσιρώνη.
Συγκεντρωθήκαμε στον τάφο του για να τιμήσουμε τη μνήμη εκείνου που στάθηκε ορθός 20 ολάκερα χρόνια στην πρωτοπορία , την αιχμή του αγώνα, εθελοντής, στο πλευρό του λαού, πρώτος στο λόγο και στην πράξη, γνώστης του τιμήματος του αγώνα του, και που έπεσε ορθός σώζοντας την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού και διεκδικώντας την ευημερία του.
Λέμε το γιατρό Τσιρώνη: Οδηγητή, αγωνιστή, επαναστάτη.
Οδηγητή γιατί κατάφερνε διαρκώς να επαληθεύει τη θεωρητική θεμελίωση της πολιτικής γραμμής του με την πρακτική του αγώνα του, που άγγιζε βαθιά, εξέφραζε και οδηγούσε σε κατακτήσεις πολιτικής συνείδησης το λαό. Αυτή η αδιαμφισβήτητη αλήθεια του Τσιρώνη ήταν που έβαζε σε πανικό συναγερμού ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό κάθε φορά που ένα τεράστιο πανό, αντάξιο των πολιτικά διαμορφωμένων κοινωνικών απαιτήσεων στήνονταν μπροστά στο Πανεπιστήμιο, το Σύνταγμα ή την Ομόνοια, όταν ξαφνικά εμφανίζονταν σε πλατείες ή σταθμούς οι γνωστές περιζήτητες στο λαό εφημερίδες του ΟΕΜ, ή έπεφταν οι προκηρύξεις μέρα μεσημέρι και γράφονταν ΟΕΜικά καθοδηγητικά συνθήματα στους τοίχους.
Έτσι στην πράξη, η αλήθεια του οδηγητή γίνεται αλήθεια του αγωνιστή και του επαναστάτη, που κατορθώνει, ξεπερνώντας τον κηρυγμένο ολομέτωπο αποκλεισμό ενάντια στην πολιτική της γραμμής του για προτεραιότητα στην Εθνική Ανεξαρτησία της πατρίδας, να μας οδηγήσει μπροστά σ’ ένα είδος επανάστασης της πιο ειρηνικής και άρα πιο επικίνδυνης στα μάτια των εχθρών του, που περπατούσε στους δρόμους της Αθήνας, που συντελούνταν στις ψυχές των ανθρώπων, που επαληθεύονταν στις κάλπες του ’77 (250.000 ψηφοφόροι των λευκών επαναστατικών δελτίων) και εξακολουθεί να θερμαίνει τις ψυχές σήμερα, σπίθα λευτεριάς, σκυτάλη του ασταμάτητου, τίμιου και παντοδύναμου αγώνα.
Η ποσοτική λοιπόν συσσώρευση έφερε την ποιοτική αλλαγή του αγώνα του Τσιρώνη. Νομοτελειακά, Μαρξιστικά, θέλετε Λενινιστικά, μέσα στο ’77 δημιουργήθηκε μια νέα πολιτική πραγματικότητα που δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί απ’ το ιμπεριαλιστικό κατεστημένο με τον συνηθισμένο τρόπο, τις φυλακές, τις εξορίες, τις σκευωρίες κ.λ.π. πάντα.
Έμπαινε λοιπόν γι’ αυτούς οξύ το δίλημμα της πολιτικής: Να αναγνωρίσουν τον Τσιρώνη ή να τον σκοτώσουν. Και προτίμησαν το δεύτερο αγνοώντας την πραγματικότητα ή το νόμο της λογικής. Επειδή όμως καλά ξέρουν πως κανένας δεν μπορεί να παραβαίνει ατιμωρητί το νόμο της λογικής, έπρεπε να δημιουργήσουν «ασπίδα κάλυψης» στα εγκληματικά τους σχέδια.
Αποδύθηκαν στη συνέχεια σ’ ένα είδος ξέφρενης συκοφαντικής εκστρατείας απ’ τον Τύπο και την τηλεόραση κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης πολιορκίας του σκοπεύοντας σε κάποια ψυχολογική διεργασία αποθάρρυνσης του ελληνικού λαού που επηρέαζε ο Τσιρώνης και ταυτόχρονα στην πολιτική απομόνωσή του, χωρίς όμως να το κατορθώνουν, και στρουθοκαμηλίζοντας για τον τελικό τους σκοπό που είναι και η δολοφονία του Τσιρώνη, σπεύδουν ωμά στυγνά και αδίστακτα το «σχέδιό» τους.
Το να αναγνωρίσουν πάλι τον Τσιρώνη, αποδεδειγμένα εκλεγμένο ηγέτη, σήμαινε να προβούν σε παραχωρήσεις υπέρ του λαού και δεν φαινόνταν διόλου διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα πρόθεσή τους ήταν να εντείνουν ακόμα περισσότερο τη φτώχεια του. Άλλωστε εδώ βρίσκεται και το κλειδί της δολοφονίας του Τσιρώνη και κάθε γνήσιου λαϊκού ηγέτη ή ηγετικής προσωπικότητας σαν τον Σαράφη, το Λαμπράκη ή τον Παναγούλη.
Και εκεί λοιπόν που ένα «τροχαίο» ή «ένας Κοτζαμάνης» δεν χωρούσε, επιστρατεύτηκε ο ποινικός νόμος, κοντά στο νόμο των λαϊκών δικαίων, ο από μηχανής θεός του ιμπεριαλισμού και έδωσε τη λύση που ήθελαν στο ακανθώδες πολιτικό δίλημμα για αναγνώριση του Βασίλη Τσιρώνη με τη δολοφονία του Τσιρώνη.
Η υπόθεση παραμένει ανοικτή και καταγγέλλουμε ακόμη:
Ο Κώστας Τσιρώνης που κινδύνεψε από τις σφαίρες των κρανοφόρων καθώς διασταυρώνονταν πάνω απ’ το κεφάλι του τα χαράματα στις 11 του Ιούλη ’78 στην Άρεως 35, υπέστη προ 4μήνου δολοφονική απόπειρα από άγνωστο δολοφόνο στο σπίτι του στην Περούτζια της Ιταλίας ενώ διάβαζε στο δωμάτιό του, και του κατάφερε μαχαιριά βάθους 20 εκατ. Απ’ την αριστερή πλευρά προς την κοιλιακή χώρα που λίγο έλειψε ν’ αποβεί θανατηφόρα, εάν δεν προλάβαινε ο αδελφός του (δυο λεπτά μετά τον τραυματισμό) να τον μεταφέρει στο επείγον χειρουργείο εγκαίρως.
Απόπειρα συγκάλυψης του χαρακτήρα της δολοφονικής απόπειρας κατά του Τσιρώνη έγινε απ’ τον Ιταλικό τύπο. Ενώ ο Κώστας Τσιρώνης χαροπάλευε στο επείγον χειρουργείο η τοπική RATIONE κρυφά και πάνοπλοι για να εφαρμόσουν στο σκοτάδι το πιο βρώμικο, ύπουλο και βάρβαρο εγκληματικό σχέδιο που θα μπορούσε να διανοηθεί μόνο ένας χίτλερ στην Ελλάδα.
Το μπλόκο άρχισε σε ακτίνα γύρω απ’ το σπίτι του Τσιρώνη πάνω από
πέντε τετράγωνα. Λαός δεν μπορούσε να σπεύσει στου Τσιρώνη.
Περισσότεροι από 500 αστυνομικούς εμπόδιζαν το λαό με προτεταμένα
περίστροφα να βγαίνει απ’ τα σπίτια του ώσπου να ολοκληρωθεί (…)
Μετά τις ανακρίσεις ακολούθησαν δημοσιεύματα κατά τα οποία «η
υπόθεση δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Κώστα Τσιρώνη έπαιρνε
πολιτική τροπή», αλλά σε ότι αφορούσε την ανακάλυψη του φονιά και των
συνεργατών του καμιά πρόοδος.
Συγκινητική υπήρξε η συμπαράσταση στον Κώστα Τσιρώνη των Ελλήνων
φοιτητών της Ιταλίας ακόμα και ξένων που ξενύχτησαν αλληλοδιάδοχα δίπλα
στο κρεβάτι του. Τους ευχαριστούμε καθώς και τους καλούς μας φίλους απ’
εδώ, που ενεργά συμπαραστάθηκαν στην οικογένεια ν’ αντιμετωπίσει αυτή τη
μεγάλη δοκιμασία που της προκάλεσε πρόσθετα ο ιμπεριαλισμός.
Μετά τον σοβαρό τραυματισμό του Κώστα Τσιρώνη δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στοχεύουν πλέον την οικογένεια Τσιρώνη.
Οι αριστερές αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις οφείλουν να συσπειρώνονται και να οργανώνουν την άμυνά τους.
Είναι κοινή συνείδηση πως οι αριστερές μάζες στη βάση τους είναι
ενωμένες και το ιμπεριαλιστικό κατεστημένο χτυπάει στη βάση, χτυπάει το
λαό, ακόμα κι όταν σφάζει έναν γιατρό Τσιρώνη.
Σήμερα το αίμα έτρεξε στο δικό μου σπίτι δυο φορές.
Αύριο θα τρέξει στο δικό σου άνθρωπε, έλληνα πολίτη.
Την πιο μεγάλη έκκληση που έχω να κάνω είναι για ένωση. Ένωση της αριστεράς.
Ενότητα στον αγώνα της, αν δεν θέλει να δικαστεί απ’ τον Ελληνικό λαό γιατί εγκλημάτισε σε βάρος του, όσο και ο ιμπεριαλισμός.
Βαρβάρα Τσιρώνη, Παναγιώτης Τσιρώνης, Κώστας Τσιρώνης».
*Ευχαριστίες στον άοκνο συνάδελφο Παναγιώτη Ανδριόπουλο, για την πάντα πολύτιμη βοήθειά του με το αρχειακό υλικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου