Σε μια περίοδο που ο κόσμος απομακρύνεται από το εθνικό, βιομηχανικό και τηλεοπτικό του παρελθόν και οδεύει προς ένα περισσότερο παγκόσμιο, ψηφιακό και διαδικτυωμένο μέλλον, μια γενιά νέων ανθρώπων 17-39 ετών διεκδικεί τον δικό της βηματισμό. Η γενιά αυτή στριμώχτηκε στον παλιό, μεταπολιτευτικό όρο «νεολαία» και αντιμετωπίστηκε έκτοτε με ένα κράμα εξιδανίκευσης, έλλειψης κατανόησης, οίκτου και πιο πρόσφατα, με την πανδημία, με πλήρη απαξίωση και καχυποψία. Η σύγχυση αυτή μαρτυρά άγνοια απέναντι σε εκείνους που σήμερα δεν ετοιμάζονται ούτε να βγουν παγανιά, ούτε να πάρουν τον δρόμο της μετανάστευσης όπως 10 χρόνια πριν· ετοιμάζονται να πάρουν τα ηνία της χώρας.
Υπάρχουν συγκεκριμένα, οριζόντια χαρακτηριστικά που καθιστούν γενιά μοναδική:
1. Η έννοια της παγκοσμιοποίησης αποτελεί κοινοτυπία, αφού γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κυριολεκτικά στο διαδίκτυο: ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά, ταμπλέτες, κοινωνικά δίκτυα, αποκαθήλωση της τηλεόρασης ως κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας, είναι η υλική βάση της μητρικής ψηφιακής συνθήκης αυτών των digitalnatives.
2. Είναι «η τάξη των δύο κρίσεων», της οικονομικής κατά τη δεκαετία του 2010 και της πανδημίας Covid-19 σήμερα. Ειδικότερα οι άνω των 25 έφτασαν στην ενηλικίωση μέσα από μια παγκόσμια οικονομική ύφεση που τους επηρέασε δυσανάλογα συγκριτικά με τις άλλες μεγαλύτερες γενεές, σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής και, κυρίως, σε καιρό ειρήνης: εκπαίδευση, απασχόληση, οικονομική κατάσταση, προσωπική ζωή, υγεία, ευ ζην, αξιακό σύστημα, πολιτική εκπροσώπηση κ.α. Η πανδημία δημιουργεί τον άμεσο ορατό κίνδυνο η συνθήκη της κρίσης να παραταθεί.
3. Είναι οι γενιές της διαφορετικότητας, εκείνων που γεννήθηκαν με την κατάρρευση του διπολικού κόσμου, τις μετακινήσεις πληθυσμών από την Ανατολή, την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών της ΕΕ και τη συνύπαρξη με άλλες εθνικότητες και φυλές. Αυτές οι γενιές δεν γνώρισαν μονο-εθνοτικές κοινωνίες.
Το πρότυπο ζωής των προηγούμενων γενεών, κινήθηκε γύρω από ένα σύστημα ενηλικίωσης-κατανάλωσης: χοντρικά, οι άνθρωποι μεγαλώνουν, σπουδάζουν, εργάζονται, παντρεύονται και κάνουν οικογένεια. Η εξέλιξη λίγο ως πολύ γραμμική και παρόμοια στις δυτικές κοινωνίες, διανθισμένη με τα καταναλωτικά πρότυπα της ιδιοκτησίας, το σπίτι, το εξοχικό, το αυτοκίνητο.
Το κοντράστ με αυτή την γενιά είναι εκτυφλωτικό. Παιδιά των διαδοχικών κρίσεων της οικονομίας και της πανδημίας – των γεγονότων που σημάδεψαν περισσότερο τη γενιά τους σε ποσοστά 83% και 81% αντίστοιχα – βιώνουν το αδιέξοδο, σε αντίθεση με το βόλεμα των γονιών. Αισθάνονται κούραση (37%), απογοήτευση (33%) και δυσπιστία (12%), καθώς βλέπουν ότι οι κατά γενική ομολογία ανώτερες όλων των προηγούμενων γενεών σπουδές και δεξιότητές τους, δεν επαρκούν για να τους απομακρύνουν από τη γονεϊκή προστασία: το 43% ζει ακόμα με τους γονείς (και από αυτό το ποσοστό, το 53% από ανάγκη), ενώ το 67% λαμβάνει κάποιου είδους βοήθεια από αυτούς, οικονομική ή μέσω εξυπηρετήσεων.
Με ετήσιο εισόδημα που υπολείπεται των τυπικών προσόντων και των δυνατοτήτων τους, με τις μεγαλύτερες δυσκολίες να αφορούν στο οικονομικό (55%), στην ψυχολογία (53%) και στα επαγγελματικά τους (32%), μεγάλο μέρος της νέας γενιάς στην Ελλάδα υποβάλλεται σε μια αναγκαστική «καθυστέρηση ενηλικίωσης» διότι τα ιστορικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, η επισφαλής εργασία της μερικής απασχόλησης, των ασταθών συνθηκών και των χαμηλών μισθών καθυστερούν το όποιο επόμενο βήμα. Απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι ικανοποιούνται με χαμηλότερες αποδοχές.
Τη δεκαετία που πέρασε, μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο, οι νέοι της χώρας μας αναχώρησαν μαζικά για τις ευρωπαϊκές κυρίως πρωτεύουσες πυροδοτώντας τη μεγαλύτερη μετακίνηση υψηλά καταρτισμένου εργασιακού δυναμικού που γνώρισε η Ευρώπη μεταπολεμικά. Σήμερα, 10 χρόνια μετά, διαισθανόμενοι και πάλι (σε ποσοστό 64%) ότι στην Ελλάδα είναι δύσκολο να εκπληρώσουν όνειρα και στόχους, εξακολουθούν να έχουν το εξωτερικό σαν επιλογή όμως όχι σε αντίστοιχα έντονο βαθμό (στο 45% από 74% το 2010): σήμερα οι περισσότεροι (53%) δεν θα άλλαζαν μια καλή θέση εργασίας στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα για μια θέση στο εξωτερικό ακόμη και με καλύτερες αποδοχές (41%). Ούτως ή άλλως οι διεθνείς τάσεις και η συνθήκη της πανδημίας κάνουν τις βασικές χώρες-προορισμούς λιγότερο φιλόξενες.
Ως εναλλακτική επιλογή, εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετοικήσουν στην ελληνική περιφέρεια (περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους – 57%), ή να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση – στον τουρισμό, στον πολιτισμό, στην εστίαση – σε ποσοστό 52% (το 19% έχει κάνει ήδη συγκεκριμένες κινήσεις), αναζητώντας χρηματοδότηση από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους (34%), από την οικογένεια (26%) ή ίδια κεφάλαια (18%) αφού οι τράπεζες είναι διστακτικές στη χρηματοδότηση νεανικών επιχειρηματικών ιδεών. Η δυσφορία εντείνεται από τη δυσοίωνη πρόβλεψη για μόνιμη απώλεια των θέσεων εργασίας που χάθηκαν κατά την πανδημία και στη σχεδόν καθολική πεποίθηση (περίπου οι 8 στους 10) για διατήρηση του υψηλού ποσοστού ανεργίας στη χώρα για πολλά χρόνια ακόμη.
Όχι άδικα νιώθουν ότι η συζήτηση για την έξοδο της χώρας από τη διπλή κρίση οικονομίας και πανδημίας τους αγνοεί (79%), ενώ την ίδια στιγμή έχουν πίστη στις δικές τους δεξιότητες («σκληρές» και «μαλακές») και ξεκάθαρη άποψη για τους τομείς της οικονομίας που μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη (Τουρισμός-Πολιτισμός, Αγροτικός τομέας και παραγωγή τροφίμων, Ενέργεια/ ανανεώσιμες πηγές), τον ρόλο του κράτους στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, την κατανομή των δημοσίων πόρων στη βάση της αλληλεγγύης των γενεών, τη μεταναστευτική κρίση που πιέζει τις χώρες του Νότου (υπό προϋποθέσεις υποδοχή νέων μεταναστών). Επιθυμούν, συνεπώς, έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για το μέλλον της χώρας και το δικό τους και μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια ικανή να ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη πορεία της χώρας προς την παρατεταμένη κρίση (47%) και τη στασιμότητα (27%).
Συμπέρασμα: Υπάρχει μεγάλη δυσκολία για τους νέους να καταρτίσουν οι ίδιοι ένα συνολικό σχέδιο για τη ζωή τους, ενώ λείπει και ένα σαφές εθνικό σχέδιο στήριξης που θα τους επέτρεπε να ενηλικιωθούν. Η επιλογή του εξωτερικού δεν είναι τόσο ελκυστική, ενώ περιπλέκεται πολύ εξαιτίας και της πανδημίας. Η κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη και ο αγώνας τους για επιβίωση λαμβάνει ηρωικά χαρακτηριστικά. Ευθύνη της πολιτικής και της επιχειρηματικής ηγεσίας είναι η τοποθέτηση των νέων Ελλήνων σε περίοπτη θέση στις πολιτικές πλατφόρμες και τα επιχειρησιακά σχέδια αντίστοιχα – η επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος από τα γραφεία τύπου ή τα τμήματα μάρκετινγκ και “εταιρικής ευθύνης” είναι προσβλητική.
Παρά την πεποίθηση ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους (78%), οι 6 στους 10 θεωρούν πώς σε 10 χρόνια θα ζουν καλύτερα από ό,τι σήμερα, ενώ οι 8 στους 10 (81%) ταυτίζουν την έννοια του μέλλοντος με τη δυνατότητα να κάνουν νέα πράγματα και όχι τον κίνδυνο να χάσουν και αυτά που έχουν. Γενικότερα, καταγράφεται μεγαλύτερη αισιοδοξία σήμερα (49%) από ό,τι το 2010 (25%).
Εντυπωσιακή είναι ακόμη η επικράτηση των μετα-υλιστικών αξιών στην κοσμοθεωρία τους. Ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το lifestyle κατέρρευσε ως σύστημα αξιών, το χρήμα έπαψε να λατρεύεται και στη θέση του ανήλθαν οι (οικονομικές) αξίες της παραγωγικότητας (49%) και της επιχειρηματικότητας (38%). Ο μετα-υλισμός συνυπάρχει με την ξεχωριστή σημασία των ανθρώπινων σχέσεων στην ιεράρχηση των σημαντικών πόρων στη ζωή. Ο κόσμος μπορεί να γίνεται χειρότερος (80%), αλλά είμαστε όλοι μαζί (62%) και όχι ο καθένας μόνος του, ενώ η βελτίωσή του συνολικά εξαρτάται από την οικονομική ισότητα (58%), την εξάλειψη των προκαταλήψεων όσον αφορά στη φυλή, το φύλο ή το θρήσκευμα (41%) και την πρόσβαση στην εκπαίδευση (39%). Δικαιοσύνη (69%) και Δημοκρατία (51%) είναι οι αξίες που θέτουν τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης.
Οι γενιές αυτές είναι παιδιά γυναικών που ισχυροποιήθηκαν στις κοινωνίες των δεκαετιών του ’80 και του ‘90. Ερμηνεύουν τον γάμο ως μια απόφαση που λαμβάνεται έπειτα από ώριμη σκέψη (70%), ικανή να εξελιχθεί σε ισότιμη συμβίωση και μοίρασμα φροντίδας (88%), είναι καθολικά υπέρ της ισότητας των φύλων (97%), της εξουσίας των ίδιων των γυναικών πάνω στο σώμα τους (υπέρ των εκτρώσεων – 67%). Δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι το να αποκτήσει κανείς παιδιά ή το να παντρευτεί είναι πιο σημαντικό για τους νεαρούς άνδρες, ενώ μια καλή δουλειά και η δυνατότητα να ταξιδεύουν είναι πιο σημαντικά για τις νεαρές γυναίκες. Ακόμη πιο ανατρεπτικά, ο γάμος και η υιοθέτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια ή ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικής εθνικότητας/φυλής θεωρούνται φυσιολογικές εξελίξεις, η ευθανασία δικαίωμα, η ρητορική ή οι πράξεις μίσους πρέπει να είναι ποινικά κολάσιμες και η θανατική ποινή παραμένει θέση μειοψηφική στη δική τους κοινωνία.
Στον αντίποδα, η σχέση των νέων με την Εκκλησία φαίνεται να περνά κρίση αμφισβήτησης. Το 83% δηλώνει λίγο και καθόλου ικανοποιημένο από τη δραστηριότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια. Δηλώνει, επίσης, ξένο προς τα Θεία και το τελετουργικό της Εκκλησίας, με εξαίρεση τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα) και τα μυστήρια εκείνα (γάμοι, βαπτίσεις) που έχουν και κοινωνική διάσταση. Οι γενιές Υ/Ζ τοποθετούνται ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας σε ποσοστό 77%. Πιο θετικά διακείμενες στις κοινωνικές αλλαγές, πιο φιλελεύθερες πιο εξοικειωμένες με τον κοσμοπολιτισμό σε σχέση με τους άνδρες, οι νέες γυναίκες φαίνεται να έχουν ακόμη πιο δύσκολη σχέση με την Εκκλησία. Σύμφωνα με τους νέους, προτεραιότητα της Εκκλησίας πρέπει να είναι το κοινωνικό της έργο, η αλληλεγγύη προς τους φτωχούς (55%) και η προστασία των αδυνάτων (37%). Υπό αυτό το πρίσμα, η στάση της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν προβληματική, είχε περισσότερο αυτοαναφορικά χαρακτηριστικά («ανοίξτε τις εκκλησίες») και λιγότερο χαρακτηριστικά αγωνίας για την υγεία και ευδαιμονία της κοινωνίας.
Συμπέρασμα: Μια γενιά φιλελεύθερη και ανεκτική ανέρχεται, λοιπόν, στα ελληνικά πράγματα. Η πανδημία φαίνεται να ενίσχυσε την υποβόσκουσα τάση και κατέστησε την προάσπιση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων θέμα μη διαπραγματεύσιμο για τους νέους. Αυτό δεν μπορεί παρά να προξενεί αισιοδοξία.
Η Ελλάδα θεωρείται ένα καλό μέρος για να ζει κανείς (51%) και η ισχύς της στον κόσμο πηγάζει από τη γεωπολιτική βαρύτητα της θέσης της στον χάρτη, την πολιτισμική κληρονομιά και την Ιστορία, τους τουριστικούς προορισμούς, το κλίμα, το φυσικό περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους. Από τη διαχρονική προίκα της, με άλλα λόγια, και όχι από τα δημιουργήματα των επιγόνων της όπως οι υποδομές, οι δομές, οι θεσμοί της Πολιτείας και το έμψυχο δυναμικό που τα λειτουργεί και τα νοηματοδοτεί. Εμπιστεύονται περισσότερο τον Στρατό (45%), τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (35%) και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (32%), ενώ δημόσια διοίκηση (13%), πολιτικά κόμματα (11%) και ΜΜΕ (6%), βρίσκονται σταθερά και για περισσότερο από 10 χρόνια στην κατώτερη κλίμακα του δείκτη εμπιστοσύνης.
Η εθνική περηφάνια (65%), η πίστη τους στην Ελλάδα (56%) επιμένει σε πείσμα των αρνητικών συνθηκών, αναπτύσσεται και ενδυναμώνει με τη διαρκή επαφή τους με τον υπόλοιπο κόσμο (μέσω της τεχνολογίας) και τις διαφορετικές κουλτούρες στην πολύ-πολιτισμική πλέον ελληνική κοινωνία. Δεν έχουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην υπόλοιπη Ευρώπη που είχαν οι προηγούμενες γενιές. Τοποθετούνται ισότιμα απέναντι στους Ευρωπαίους συμπολίτες τους, ασκούν κριτική για την αποτυχία της ευρωπαϊκής διαχείρισης της πανδημίας, απορρίπτουν την παρούσα μορφή της ΕΕ – τα μνημόνια και η τρόικα είναι το τρίτο σημαντικότερο γεγονός που τους σημάδεψε μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία σε ποσοστό 76% – και επανεξετάζουν το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που στα μάτια τους φαίνεται να εξοκείλει.
Με ρεαλιστική ματιά, αποδέχονται σε ποσοστό 70% τη δημιουργία του ειδικού ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορoνοϊού, είναι αισιόδοξοι ως προς την αποτελεσματικότητά του στους τομείς του ψηφιακού μετασχηματισμού και της μετάβασης στην πράσινη οικονομία και απαισιόδοξοι ως προς τη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής, της δημόσιας υγείας και της υποστήριξης των νέων. Αυτή η καταγραφή της μεταρρυθμιστικής διάθεσης απέναντι στο μεγαλύτερο πολιτικό εγχείρημα που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη – την οικοδόμηση της ενοποίησής της – είναι και μια εισαγωγή στην πολιτική στάση των17-39, την πολιτική έκφραση και αντιπροσώπευση.
Συμπέρασμα: Οι πιο μορφωμένες ελληνικές γενιές ταλαντεύονται μεταξύ οικονομικής δυσπραγίας και κλεμμένης ενηλικίωσης, τεχνολογίας και ανθρωπισμού, πατριωτισμού (είμαι Έλληνας – 41%) και κοσμοπολιτισμού (είμαι πολίτης του κόσμου – 31%), και φαίνεται να είναι καλύτερα προετοιμασμένες για τον κόσμο που θα αναδειχθεί όταν περάσει η πανδημία (όπου η τηλεργασία, το ψηφιακό κράτος, η ατομική ευθύνη, η επιστημονική πρόοδος από τη μια, η οικονομική κρίση, τα fake news, οι περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών και η αυταρχικότητα των καθεστώτων, από την άλλη, πιστεύεται ότι θα επικρατήσουν), αλλά και τις αλλαγές που θα επέλθουν στη χώρα. Φαίνεται, τέλος, ότι για εκείνους ο ευρωσκεπτικισμός δεν είναι αντιδραστικός, είναι μεταρρυθμιστικός.
Έχοντας ζήσει τη διάψευση των μεγάλων ψευδαισθήσεων –αρχικά της ευημερίας και έπειτα της τιμωρίας του συστήματος από τα άκρα –η γενιά των 17-39 έχει απομακρυνθεί από τις ακραίες θέσεις και την εκδικητική διάθεση. Παρόλο που στις τάξεις τους ο πολιτικός κυνισμός παραμένει υψηλός, αντιμετωπίζουν πια κατά μέτωπο το πολιτικό σύστημα από το κοινωνικά και πολιτικά φιλελεύθερο κέντρο και επιθυμούν, όχι να εξαφανίσουν τα υπάρχοντα κόμματα όπως την προηγούμενη δεκαετία, αλλά να τα μεταρρυθμίσουν σε σύγχρονες δομές ικανές να διαχειριστούν τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα της γενιάς τους.
Η είσοδος της Ελλάδας στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα φαίνεται να πραγματοποιείται μέσα από μια νεανική ειρηνική επανάσταση που απαιτεί την πλήρη αναδιάταξη των πολιτικών και παραγωγικών στοχεύσεων. Οι νέοι δεν αρκούνται πιά να βλέπουν το μέλλον και τις εξελίξεις από την κλειδαρότρυπα.
Γνωρίζουν ότι χρειάζεται όχι μόνο να χαράξουν νέους δρόμους αλλά έχουν αποφασίσει να τολμήσουν να περπατήσουν σε αυτούς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου