Το αποτέλεσμα των χθεσινών εκλογών ήταν ίσως αναπάντεχο σε σχέση με το εύρος του — δεν αποτέλεσε όμως καθόλου έκπληξη η φύση του. Στοιχεία του έργου που παίχτηκε στη χθεσινή εκλογική διαδικασία τα έχουμε ξαναδεί, τηρουμένων των αναλογιών, άλλοτε και αλλού.
α). Ένα κόμμα που δεν έχει σαφή ιδεολογία, ούτε κάποια συγκεκριμένη πρόταση πέρα από το «μαυρίστε τους απέναντι» είναι εξαιρετικά απίθανο να μπορέσει να εμπνεύσει επαρκώς. Στο πιο πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε προς την Τουρκία, όπου ένας εξαιρετικά ετερόκλητος συνασπισμός με μόνο συνεκτικό κρίκο το μέτωπο ενάντια στον Ερντογάν, δεν κατάφερε πριν από μια εβδομάδα να τον κερδίσει στην πιο δύσκολη στιγμή της πολιτικής του καριέρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε εδώ και καιρό να παρουσιάσει εαυτόν ως το κόμμα που «όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει». Με στελέχη (και θέσεις) από το ΠΑΣΟΚ, έπειτα από τους ΑΝΕΛ, έπειτα από τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να πατήσει ταυτόχρονα σε όλες τις βάρκες. Όπως είναι φυσικό για τέτοιες ασκήσεις ισορροπίας, έπεσε στη θάλασσα.
β). Απότοκο του παραπάνω είναι πως ειδικά ένα κόμμα που ευαγγελίστηκε την «αλλαγή», αλλά αρνήθηκε έπειτα να την πραγματοποιήσει, με δικαιολογίες βγαλμένες από τη ρητορική αυτών που ήρθε υποτίθεται να αλλάξει και εφαρμόζοντας τη δική τους πολιτική, αργά ή γρήγορα θα πληρώσει το τίμημα. Το βιώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, με μια τετραετία καθυστέρηση ίσως, όπως το βίωσαν μια σειρά από άλλα κόμματα ανά τα χρόνια και τις χώρες. Για παράδειγμα, όταν οι «Νέοι Εργατικοί» του Μπλερ εφάρμοσαν το πρόγραμμα των Τόρις στη Βρετανία, η χώρα οδηγήθηκε σε μία 12ετία συνεχούς κυριαρχίας των Τόρις. Ή όταν οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία εφάρμοσαν το πρόγραμμα των χριστιανοδημοκρατών, οδήγησαν στην κυριαρχία της Μέρκελ επί 16 χρόνια. Η συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ξανά ότι σε σχέση με τη «γιαλαντζί δεξιά», οι ψηφοφόροι προτιμούν να επιλέξουν την «αυθεντική» — σε σχέση με το «γιαλαντζί ΠΑΣΟΚ», θα προτιμήσουν να επιστρέψουν στο αυθεντικό.
γ). Ακόμα περισσότερο, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μιλάμε ένα κόμμα που δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να μιλήσει και να οργανωθεί στη βάση, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Παρά μόνο προσπάθησε σε ορισμένες περιπτώσεις να απορροφήσει τους προϋπάρχοντες μηχανισμούς των στελεχών άλλων κομμάτων που ενσωμάτωσε. Το αποτέλεσμα ήταν η σύμπλευση σε πολλά συνδικαλιστικά όργανα, για παράδειγμα, των εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ με αυτούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ — χαρακτηριστικό δείγμα η ΕΣΗΕΑ. Η πλήρης έλλειψη αυθεντικότητας και συνέπειας που συνεπάγεται μια τέτοια στάση, στερεί ακόμα περισσότερο την «επαφή» με τη βάση.
δ). Όταν η αντιπολίτευσή σου απέναντι σε αυτό που αποκαλείς (και είναι) «η χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης» είναι η χλιαρότερη και πιο μπερδεμένη της Ιστορίας, δεν θα αποτελέσεις ποτέ εναλλακτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε τα μισά νομοσχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη και εμφανιζόταν να διαφωνεί περισσότερο με το ποιος πραγματοποιεί τη διαχείριση, παρά με το ποιο είναι το περιεχόμενο και αποτέλεσμά της. Δεν μπόρεσε να πείσει πως είναι ενάντια στους πλειστηριασμούς όταν αυτός ήταν που τους άνοιξε τον δρόμο. Δεν μπορούσε να πείσει ότι είναι ενάντια στις παρακολουθήσεις όταν επί ημερών του αυξήθηκαν κι αφού συνέχισε το άνοιγμα στον ισραηλινό τομέα κυβερνο-ασφάλειας που παράγει τα διάφορα Predator και Pegasus. Δεν μπορείς να πείσεις ότι είσαι ενάντια στον έλεγχο των ΜΜΕ, όταν η «λύση» σου είναι ο δικός σου έλεγχος στα ΜΜΕ. Δεν μπορείς να πείσεις ότι είσαι υπέρ της «δικαιοσύνης παντού», αφού δεν την εφάρμοσες όταν είχες την ευκαιρία. Και όπως είπαμε πιο πάνω, δεν μπορείς να πείσεις ότι έχεις όραμα, όταν παλινωδείς ανάμεσα στην επιθετικότητα και την ευγένεια, την καταγγελία και τη «θεσμολαγνεία», την (ψεύτικη) «αυτοκριτική» και την αυτοεπιβεβαίωση.
ε). Αυτό που συνοψίζει όλα τα παραπάνω είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ βοήθησε με τον τρόπο που πολιτεύτηκε (αρχής γενομένης ήδη από το 2012) στη ραγδαία μετακίνηση του «Overton window» προς τα δεξιά. Ο όρος, ονοματισμένος από τον Αμερικανό πολιτικό αναλυτή Τζόζεφ Όβερτον, δηλώνει το «παράθυρο» των αποδεκτών από την πλειοψηφία πολιτικών θέσεων στις οποίες μπορεί να κινηθεί ένας πολιτικός ώστε να μην «ξενίσει», να μην εμφανιστεί ακραίος. Το φαινόμενο της μετακίνησης του συγκεκριμένου «παραθύρου» προς τον δεξιό άξονα της πολιτικής ιδεολογίας τις τελευταίες δεκαετίες είναι παγκόσμιο, όμως στις τοπικές του εκφράσεις πηγάζει ακριβώς από αυτή τη «στροφή στον ρεαλισμό» που κάνουν τα κεντροαριστερά κόμματα όταν βρεθούν στην εξουσία (ή και σε ισχυρή αντιπολιτευτική θέση). Είναι δηλαδή η υιοθέτηση της ρητορικής και του πολιτικού πλαισίου του αντιπάλου που κανονικοποιεί τις θέσεις του. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ μάχεται να αποδείξει πως είναι πιο «πατριωτικό» κόμμα από τη ΝΔ ή πως εκπροσωπεί περισσότερο την «αριστεία», όταν δεν αμφισβητεί τους όρους υπό τους οποίους διεξάγεται η πολιτική συζήτηση, προσφέρει «δωρεάν» κανονικοποίηση και στις πιο ακραίες φωνές των απέναντι.
Τέλος, σε περιόδους κρίσης, ειδικά παγκόσμιας και παρατεταμένης, όπως αυτή που διανύουμε, και όταν δεν υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις με σαφήνεια και απεύθυνση, είναι φυσική η στροφή του κόσμου αφενός προς τη «σταθερότητα», όποια μορφή κι αν έχει αυτή, αφετέρου προς τη συντήρηση, τον φόβο για το διαφορετικό που θα φέρει ακόμα περισσότερο «χάος» στο ήδη υπάρχον. Αυτή η παλιά, αλλά όχι επαρκώς κατανοημένη διαπίστωση, εξηγεί αρκετά όχι μόνο για την αύξηση ποσοστού και απόλυτων ψήφων της ΝΔ, αλλά και την άνοδο του κόμματος Βελόπουλου και της στηριζόμενης από την Εκκλησία «Νίκης», που οριακά δεν πέρασε το 3%.
Ο εκφασισμός, μια διαδικασία διαρκής και πηγάζουσα από την εξουσία, είναι πρακτική επιτυχημένη και ισχυρή — υπάρχουν λόγοι για τη σταθερή επιτυχία του Όρμπαν στην Ουγγαρία και του κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης στην Πολωνία, ή για την άνοδο της Μελόνι στην Ιταλία. Όπως υπάρχει και για αυτήν του Μητσοτάκη. Ένα κράτος με στοιχεία φασισμού, μοιάζει με ικανή προστασία απέναντι στις «φουρτούνες» — δεν είναι, αλλά σίγουρα μοιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου