Κώστας Γούσης
-
Σκέψεις
Μη με ρωτάς με τί ασχολείσαι, αλλά σε τι συμμετέχεις. Να “χω να σου
πω κάτι για το οποίο δεν ντρέπομαι. Να σου απαντήσω χαμογελαστός (το
βυτίο).
* Ο Κώστας Γούσης είναι Πολιτικός Επιστήμονας.
Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο. Ίσως γι’ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα. (Τ. Λειβαδίτης)
Μην του μιλάτε είναι άνεργος τα χέρια στις τσέπες του σαν δυο χειροβομβίδες. Μην του μιλάτε δεν μιλούν στους καθρέφτες (Ν. Καρούζος)Φρικτή μέσα στην αθωότητά της, η ερώτηση «τι κάνεις στη ζωή σου» επιτελεί μια αδιόρατη λειτουργία ικανή να σε παραλύσει. Ξέρω, ξέρω, φαίνεται ίσως περίεργη και ακαταλαβίστικη μια τέτοια άποψη. Είναι όμως εξίσου περίεργο και ακαταλαβίστικο το βλέμμα εκείνου κι εκείνης που βομβαρδίζονται καθημερινά με αυτή τη φαινομενικά αθώα ερώτηση. Αλήθεια, το έχετε προσέξει ποτέ; Οι πιθανότητες η ερώτηση να απευθύνεται σε άνεργο είναι τουλάχιστον πενήντα – πενήντα. Ξημερώνοντας άνεργος ξέρεις τάχα που θα κάτσει η μπίλια του μυαλού σου; Η αναζήτηση εργασίας γίνεται ολοένα και περισσότερο εργασία της αναζήτησης. Έχει τις δικές της νόρμες. Τηρείς απαρέγκλιτα το ωράριο, πρέπει να βγει το πλάνο της μέρας. Πόσα βιογραφικά στείλατε σήμερα; Πόσες απαντήσεις λάβατε; Βγήκε κάποιο καινούργιο πρόγραμμα; Για πέντε, για δύο, για ένα μήνα, για ένα μεροκάματο. Για πέντε, για δύο, για ένα κατοστάρικο, ξέρω γω έστω και τζάμπα, κάτι να γίνεται. Δεν περιμένεις πλέον απαντήσεις. Θέλεις να έχεις τη σιγουριά ότι έγινε η αναζήτηση.
Ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες, φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν’ το μόνος σου» και είδη υγιεινής, που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους … που διπλώθηκαν από τη μοναξιά μέσα σε γυμνά δωμάτια, καίγοντας τα πτυχία τους στον κάδο ανακύκλωσης κι ακούγοντας το διπλανό σκυλάδικο μέσ’ απ’ τον τοίχο» (Γ. Πρεβεδουράκης)
Εσύ ρωτούσες ίσως, θα πεις, έχοντας μόνο
καλές προθέσεις για το αν έχει προκόψει, αν προοδεύει, αν προχωράει στη
ζωή του/της και πάει λέγοντας. Ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος
με καλές προθέσεις. Και το περιεχόμενο της προκοπής είναι ένα δύστροπο
πεδίο, όπου τα νοήματα παλεύουν σε μια άνιση μάχη. Το αποτύπωμα της
κυρίαρχης ιδεολογίας επί της προκοπής εκδηλώνεται με την ισοδυναμία
προκοπή = συσσώρευση πλούτου. Κι αν σε μια προηγούμενη περίοδο, αυτό που
ο Καρούζος αποκαλούσε
υλοφροσύνη (μανία προσκολλήσεως στα υλικά αγαθά)
έκανε πασαρέλα στη λαϊκή νοοτροπία με επαγγελίες φουσκωμένες όμοια με
τους δείκτες του χρηματιστηρίου, την περίοδο της κρίσης μένει μονάχα
μια ντεκαντάνς γύμνια. Ανάμεσα σε απλήρωτους λογαριασμούς, απλήρωτα
ταμεία, απλήρωτα ενοίκια και φρικτά νέα, η πασαρέλα συνεχίζεται, αλλά
πείθει βέβαια όλο και λιγότερο, περισσότερο ως ρητορικό τέχνασμα και
θλιβερό στυλ χωρίς υλικό αντίκρισμα. Η ερώτηση «τι κάνεις στη ζωή σου»
είναι μάλλον η μορφή επικοινωνίας που αντιστοιχεί στην κοινωνία όπου το
άτομο φέρει την κοινωνική εξουσία, καθώς και τον δεσμό του με την
υπόλοιπη κοινωνία, μέσα στην τσέπη του. Και όχι, αυτή δεν είναι
«ψαγμένη» διαφήμιση τράπεζας ή εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, αλλά ρήση
του Μαρξ. Και δεν την έγραψε για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά για να
τον αλλάξουμε.Παράξενη ερώτηση αυτή: «Τι κάνεις στη ζωή σου;» Σας την έχουν κάνει ποτέ; Είναι μια ερώτηση που σου δίνει την εντύπωση ότι το γεγονός και μόνο πως ζεις δεν μετράει, τοποθετεί τη ζωή στη μειοψηφία, θα έλεγε κανείς, την υποβιβάζει σε δεύτερο επίπεδο, λες και δεν αρκεί να είσαι ζωντανός, λες και πρέπει να πληρώσεις και φόρο από πάνω. (Ρ. Γκαρί)
Αυτή είναι η απάντηση που αγαπάμε όσοι
και όσες παραμένουμε αμετανόητα εραστές της κοινωνίας «στην οποία
κανένας δεν έχει μια αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, μα μπορεί να
τελειοποιηθεί σε όποιον κλάδο του αρέσει, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική
παραγωγή, πράγμα που μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω σήμερα αυτό και
αύριο το άλλο, να κυνηγάω το πρωί, να ψαρεύω το μεσημέρι, να ασχολούμαι
με την κτηνοτροφία το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το φαγητό, ανάλογα με
το κέφι μου, χωρίς ποτέ να γίνω ψαράς, κυνηγός ή κριτικός» (Κ. Μαρξ). Κι
όμως σήμερα σε μαύρα χρόνια ζούμε! «Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι
σημάδι χαζομάρας. Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας.» (Μπ. Μπρεχτ) Αλήθεια,
έχετε νιώσει ποτέ να γεμίζετε ευθύνες που δεν αφορούν τις προσωπικές σας
υποθέσεις, αλλά τις υποθέσεις όλης της ανθρωπότητας;
Μπορεί λοιπόν το «τι κάνεις στη ζωή σου» να είναι σημάδι χαζομάρας, αλλά και η απάντηση του Ρ. Γκαρί ιστορικά καθορισμένη στους καιρούς που ζούμε κινδυνεύει να’ ναι ένα λείο μέτωπο αναισθησίας. Πόσο πιο χρήσιμη θα ήταν ίσως η ερώτηση «τι έκανες σήμερα για να πολεμήσεις την εκμετάλλευση και την αδικία;» Ή κάτι άλλο, ό,τι θες που να μην εξαναγκάζει σε μια αδιέξοδη αφήγηση, όπου το κάθε αδιέξοδο φαντάζει σαν αναπόφευκτη μοίρα. Είναι μεγάλη υπόθεση να μπορείς να αναδεικνύεις τον καλύτερο εαυτό του συνομιλητή σου. Κι εσένα του ίδιου, όταν κλονίζεσαι, όπως όλοι μας, μην το ξεχνάς ∙ όταν φλιπάρεις και αφήνεσαι σε κείνο το αργόσυρτο σκρολ απ- σκρολ ντάουν- σκρολ απ- σκρολ ντάουν- σκρολ απ- σκρολ νταόυν- ντάουν- ντάουν- ντάουν- ώσπου χάνεται κάθε νόημα και το κενό, αυτός ο μαρτυρικός τρόμος του μηδενός, αναπληρώνεται με ό,τι βρίσκεται εύκαιρο. Πωλείται νόημα σε τιμή ευκαιρίας. Αν όμως έβαζες ένα ρημάδι πληθυντικό, μια τόση δα μικρή αλλαγή μπορεί και να άλλαζε τα πάντα. Απ’ το «τι κάνεις στη ζωή σου» στο «τι να κάνουμε για να την αλλάξουμε». Αυτό το πληθυντικό εμείς, εμείς που φοβόμαστε πιο πολύ απ’ όλα εκείνη την «απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος από κείνον που ονειρευόσουνα» (Τ. Λειβαδίτης). Και τώρα αγαπητέ αναγνώστη και αγαπητή αναγνώστρια, που σιχαίνεσαι και συ απ’ τα βάθη της ψυχής σου την παράξενη αυτή ερώτηση, εναπόκειται σε σένα και όλους μας μαζί να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί για τη ζωή που ονειρευόμαστεΜισώ τους αδιάφορους και γι” αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ” αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι” αυτό που έκανε και ειδικά γι” αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου. (Α. Γκράμσι)
* Ο Κώστας Γούσης είναι Πολιτικός Επιστήμονας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου