Ο
Βάλτερ Μπένγιαμιν έλεγε πως «κάθε άνοδος του φασισμού μαρτυρά μια
αποτυχημένη επανάσταση». Βέβαια, στις μέρες μας η άνοδος της Ακροδεξιάς
και των φασιστών δεν αποτελεί συνέπεια μιας ήττας της επανάστασης ή μιας
συντριβής της εξεγερμένης εργατικής τάξης.
Οπως
επισημαίνει ο Σλαβόι Ζίζεκ, «η άνοδος του φασισμού δεν είναι μόνο
αποτέλεσμα της αποτυχίας της Αριστεράς, αλλά αποδεικνύει επίσης ότι
υπήρχε μια επαναστατική δυνατότητα, μια δυσαρέσκεια, την οποία η
Αριστερά δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει».
Το
είδαμε αυτό τις τελευταίες δεκαετίες, όταν η Αριστερά -εγκλωβισμένη στον
λαβύρινθο των πολιτικών για την «ταυτότητα»- έχασε από τον ορίζοντά της
τον βασικό της στόχο: την κοινωνική αλλαγή, τη ριζοσπαστική κριτική του
τρόπου παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, αλλά και την αντιμετώπιση
των βασικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, με πρώτη την έκρηξη των
ανισοτήτων.
Ετσι, «ανεπαισθήτως» ο
καπιταλιστικός παράδεισος μετατράπηκε σε κόλαση διαχωρισμών, διαιρέσεων,
διακρίσεων, εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης χωρίς προηγούμενο. Οδηγήθηκε
σε μια γκιντεμποριανή «κοινωνία του θεάματος», όπου θέαμα κατέληξε να
είναι η κατάντια και τα βάσανα του ίδιου του θεατή.
Ενός
θεατή που συγχωνεύτηκε με τον πρωταγωνιστή σε μια αρνητική φιγούρα με
τραγικές και κωμικές διαστάσεις ταυτόχρονα. Σε ένα θέαμα αέναης
επανάληψης, χωρίς έμπνευση, πρωτοτυπία ή αυτοσχεδιασμό που θα μπορούσαν
να ανατρέψουν την προκαθορισμένη διάταξη των πραγμάτων.
Η
Αριστερά απεμπόλησε το όραμά της, ενέδωσε στις αστικές πιέσεις για
«εκσυγχρονισμό» και τελικά έγινε μια άλλη. Ξένη από τον εαυτό της, ξένη
από τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε. Ξένη και από την
Ιστορία της, την οποία δεν θέλησε να αντιμετωπίσει κριτικά. Ξένη σ’ έναν
ξένο (καπιταλιστικό) κόσμο που θέλησε να οικειοποιηθεί και να τον κάνει
δικό της.
Οπως σε όλες τις τραγωδίες όμως, οι
άνθρωποί της -όταν πλέον τη συνάντησαν- δεν τη γνώρισαν έτσι
μεταλλαγμένη που ήταν. Και αναζήτησαν αλλού (πολιτική) προστασία και
στέγη. Πού; Σ’ εκείνους που, επειδή είχαν πρόβλημα να μιλήσουν για το
ένοχο (και εγκληματικό) παρελθόν τους, οικειοποιήθηκαν τον λόγο και τον
τρόπο της Αριστεράς. Αρχισαν να μιλούν για την εργατική τάξη, τους
καταπιεσμένους, τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, τα εγκλήματα των
τραπεζών και τους «απατεώνες πολιτικούς».
Μ’
αυτά και μ’ αυτά οι ακροδεξιοί δημαγωγοί και οι φασίστες συνοδοιπόροι
τους έκλεψαν την καρδιά εκατομμυρίων αριστερών ψηφοφόρων και βρήκαν έναν
αποτελεσματικό τρόπο να διοχετεύσουν την αγανάκτηση, την οργή και τον
θυμό για τα δεινά τού σήμερα. Σ’ έναν ξένο κόσμο είναι εύκολο να μισείς
τους ξένους. Ξένος εσύ, αποξενωμένος από τον κόσμο σου και τον εαυτό
σου, υποσυνείδητα στρέφεσαι κατά της «ξενότητας» και της ετερότητας.
Η
Αριστερά φοβήθηκε να θέσει το θεμελιώδες ερώτημα: Εάν –όπως
αποδεικνύεται– η εγγενής λογική του καπιταλισμού γεννά όλο και
μεγαλύτερη ανισότητα και αντιμάχεται όλο και περισσότερο τη δημοκρατία,
γιατί να μη θέσουμε το καθήκον για ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλισμού;
Και στη συνέχεια να προσπαθήσει να εκπονήσει ένα ρεαλιστικό και
χειροπιαστό πολιτικό πρόγραμμα που να δείχνει προς την έξοδο απ’ αυτόν.
Αντίθετα,
η Αριστερά είτε υιοθέτησε τη λογική της κυβερνησιμότητας και της
διαχειρισιμότητας είτε αποτραβήχτηκε στο περιθώριο, περιμένοντας περίπου
την αυτόματη κατάρρευση του καπιταλισμού ή το επόμενο επαναστατικό κύμα
με όρους αρχών του εικοστού αιώνα.
Είναι καιρός να βρούμε τον εαυτό μας και να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Χωρίς αυτό, τίποτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου