Ο
φόβος του να μην κάνουμε λάθη, η αγωνία και η αβεβαιότητα για τις
επιλογές μας αποτελούν πηγή μεγάλης νευρικότητας και άγχους για τους
περισσότερους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα όμως, η πηγή αυτής της
ψυχοσωματικής ταλαιπωρίας θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού: στην κοινωνική
δυσανεξία απέναντι στα ανθρώπινα σφάλματα και στην κυρίαρχη, αλλά
απάνθρωπη επιταγή να μην κάνουμε σχεδόν ποτέ λάθη.
Στις
υπερτεχνολογικές κοινωνίες μας, τα ανθρώπινα «λάθη» θεωρούνται
(εσφαλμένα) προσωπική ανεπάρκεια ή, ακόμη χειρότερα, ένδειξη βιολογικής
δυσλειτουργίας. Πάντως, ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει αποτελεσματικούς
μηχανισμούς για την αντιμετώπιση και κυρίως για την εκμετάλλευση των
σφαλμάτων του. Εγκεφαλικά κυκλώματα που εξελίχθηκαν ώστε να αφομοιώνουν
δημιουργικά και προς όφελος των οργανισμών τα λάθη τους.
Επομένως,
θα έπρεπε να γίνει σε όλους σαφές ότι τα «λάθη» δεν αποτελούν εμπόδιο
αλλά, αντίθετα, ζωτική ανάγκη για την ορθή ανάπτυξη και την
αποτελεσματική λειτουργία του εγκεφάλου μας. Υπό μια αυστηρά
επιστημονική έννοια, κυριολεκτικά υπάρχουμε και διαρκώς εξελισσόμαστε
χάρη στα... λάθη μας.
Ή γιατί θα ήταν μοιραίο λάθος να είμαστε αλάνθαστοι
H
συνήθως ασαφής και απροσδιόριστη επιθυμία μας για το τέλειο, σε
συνδυασμό με την εντονότατη δυσφορία και το άγχος που μας γεννούν τα
«λάθη» μας αποτελούν τις αιτίες για την εμφάνιση σε όλο και
περισσότερους ανθρώπους σοβαρών ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ή και
θανάσιμων παθήσεων.
Ταυτόχρονα όμως, η
απάνθρωπη προσπάθειά μας να αποφύγουμε -πάση θυσία!- ό,τι εσφαλμένα
αντιλαμβανόμαστε ως «μοιραία λάθη» μας παραλύει την όποια ελευθερία
βούλησης και αυτενέργειας διαθέτουμε και μας υποχρεώνει να ακολουθούμε
πειθήνια αλλότρια πρότυπα ζωής και σκέψης.
Το
πόσο εσφαλμένη, ψυχολογικά επώδυνη και κοινωνικά καταστροφική είναι αυτή
η δήθεν υποκειμενική ανεπάρκεια στη διαχείριση των σφαλμάτων
αναδεικνύεται περίτρανα από μια σειρά πρόσφατες ψυχολογικές και
νευροβιολογικές έρευνες, οι οποίες διαφωτίζουν όχι μόνο τη
συμπτωματολογία αλλά και τους αόρατους -σε εμάς τους ίδιους-
νευροβιολογικούς μηχανισμούς αυτών των συμπεριφορών.
Από την ψυχολογική δυσανεξία στην...
Αναλύοντας
τα αισθήματα δυσφορίας των ανθρώπων όταν διαπράττουν κάποιο λάθος, οι
σχετικές ψυχολογικές έρευνες έδειξαν ότι αυτά οφείλονται σε
διαφορετικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς ή ψυχολογικές παγίδες που
οφείλονται και κυρίως ενδυναμώνονται από την τρομοκρατία του λάθους. Η
συνηθέστερη παγίδα είναι η «υπερ-γενίκευση», η τάση δηλαδή να ανάγουμε
σε καθολικό χαρακτηριστικό κάθε επιμέρους σφάλμα μας. Κάθε λάθος
βιώνεται ως «το τέλος του κόσμου» και συνοδεύεται από το
αυτοκαταστροφικό συναίσθημα ότι «δεν αξίζω τίποτα».
Μια
αρνητική ψυχολογική αντίδραση που πυροδοτείται και εμφανίζεται συνήθως
σε άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία μπορεί να οφείλεται σε
εκπαιδευτικές ανεπάρκειες ή σε προηγούμενες προσωπικές αποτυχίες. Τέτοια
αισθήματα αποτυχίας εκδηλώνονται πολύ συχνότερα σε καταθλιπτικά άτομα
που τείνουν να τα βλέπουν όλα μαύρα και να υποτιμούν τις θετικές πτυχές ή
τις δυνατότητες αυτοβελτίωσης από την ενεργητική αντιμετώπιση ενός
λάθους. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι η ενίσχυση των φοβικών και
παραλυτικών αντιδράσεων απέναντι στο λάθος, που οδηγούν αυτά τα άτομα
στην απραξία.
Η δεύτερη συχνότερη ψυχολογική
παγίδα είναι η αναποφασιστικότητα: το άγχος που μας γεννά η ανάγκη να
διαλέξουμε γρήγορα ανάμεσα σε εναλλακτικές δυνατότητες. Η συνήθης
αντίδραση αυτών των ατόμων όταν πρέπει π.χ. να επιλέξουν τι θα
σπουδάσουν, τι θα ψηφίσουν, αν ή ποια/ποιον θα παντρευτούν είναι να
αναβάλλουν επ’ αόριστον κάθε δεσμευτική και οριστική επιλογή.
Πίσω
από τέτοιες παράλογα αναβλητικές συμπεριφορές κρύβεται ο τρομοκρατικός
φόβος του λάθους ή της αποτυχίας και, για πολλοστή φορά, θύμα της
αναβλητικότητας και της αναποφασιστικότητάς του πέφτει το ίδιο το άτομο,
αλλά και όσοι το περιβάλλουν.
Μια άλλη, κάπως
διαφορετική παγίδα είναι η τελειομανία. Οι τελειομανείς βιώνουν ως
τραγωδία ή ως προσωπική καταστροφή κάθε ασυμβατότητα των ιδεοληπτικών
επιθυμιών τους με την πεζή πραγματικότητα και θεωρούν ότι τα αποτέλεσμα
των πράξεών τους θα είναι πάντα κατώτερα των υψηλότατων προδιαγραφών
τους. Η ανελαστικότητα και η αλαζονεία τους οδηγούν σε μια παραπλανητική
εικόνα της πραγματικότητας, που μοιραία εκφράζεται με αυτοκαταστροφικές
πρακτικές.
...επεξεργασία των λαθών από τον εγκέφαλο
Ολα
αυτά μας δείχνουν σαφώς ότι η νοητική ικανότητα αφομοίωσης,
αντιμετώπισης και συνεπώς διαχείρισης των λαθών αποτελεί για τους
ανθρώπους, αλλά και για τα περισσότερα πρωτεύοντα θηλαστικά, βασική
προϋπόθεση όχι μόνο της ευζωίας αλλά και της επιβίωσής τους. Διόλου
περίεργο, λοιπόν, που οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες, τις δύο τελευταίες
δεκαετίες, κατάφεραν να ανακαλύψουν σημαντικούς εγκεφαλικούς μηχανισμούς
που σχετίζονται άμεσα με την αποτελεσματική διαχείριση των λαθών.
Αν
και τα ανθρώπινα «λάθη» αντιμετωπίζονται, εσφαλμένα, ως προσωπικές
ανεπάρκειες που καταδικάζονται και, ενίοτε, τιμωρούνται κοινωνικά, ο
ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την
αντιμετώπιση και την εκμετάλλευση των περισσότερων σφαλμάτων μας.
Οπως
έδειξαν μια σειρά από έρευνες, μεταξύ των πολλών μηχανισμών του
εγκεφάλου μας, αυτός για την ανίχνευση των λαθών ενεργοποιείται με
απίστευτη ταχύτητα. Για παράδειγμα, όταν στρίψουμε αριστερά σε έναν
δρόμο ενώ έπρεπε να πάμε δεξιά ή όταν απαντώντας προφορικά σε ένα
ερώτημα σχεδόν αμέσως συνειδητοποιούμε ότι είπαμε κάτι λάθος. Τι ακριβώς
συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις μέσα στο μυαλό μας, τι είναι αυτό
που εντοπίζει και μας προειδοποιεί για το λάθος;
Ο
εγκέφαλός μας αντιδρά στο λάθος με μεγάλη ταχύτητα εκπέμποντας ένα
αρνητικό σήμα ανίχνευσης του λάθους, το οποίο οι ειδικοί ονομάζουν ERN
(Error Related Negativity). Αυτό το σήμα σχηματίζεται σε μόλις 80
χιλιοστά του δευτερολέπτου αφού διαπράξαμε το λάθος. Το ERN είναι ένα
νευρωνικό κύμα που διαδίδεται ταχύτατα και καταγράφεται μέσω
ηλεκτροεγκεφαλογραφίας στην επιφάνεια του κρανίου.
Μετέπειτα
νευροαπεικονιστικές έρευνες έδειξαν ότι η εστία όπου παράγεται αυτό το
«σήμα ανίχνευσης λάθους» εντοπίζεται στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό του
εγκεφάλου, την περιοχή του εγκεφάλου που οι φυσιολόγοι περιγράφουν ως
δευτερογενή κινητικό φλοιό. Το αποτέλεσμα του σήματος είναι η
ενεργοποίηση των νευρώνων αυτής της περιοχής και η αυτόματη επιβράδυνση
των κινήσεών μας.
Είναι ένα αρνητικό
προειδοποιητικό σήμα που μας ωθεί να διακόψουμε αυτό που κάνουμε λάθος,
να το ξανασκεφτούμε και να το διορθώσουμε. Αυτή η πολύ μικρή επιβράδυνση
επιτρέπει στον εγκέφαλό μας να χρησιμοποιήσει αναδραστικά το αρνητικό
σήμα και αφού συνειδητοποιήσει το λάθος, να προσπαθήσει να το διορθώσει.
Ας
υποθέσουμε π.χ. ότι ένας μαθητής δίνει εξετάσεις και δεν γνωρίζει αν ή
τι έκανε λάθος - για να το μάθει θα πρέπει να πάρει από τον καθηγητή του
διορθωμένη τη σελίδα με τις απαντήσεις του. Οι διορθώσεις με κόκκινο
του καθηγητή παράγουν στον εγκέφαλο του μαθητή μια αναδραστική
αντίδραση, ένα διαφορετικό αρνητικό σήμα λάθους του εγκεφάλου, αλλά 250
χιλιοστά του δευτερολέπτου αφού δει τις διορθώσεις. Η εγκεφαλική εστία
αυτού του δεύτερου σήματος βρίσκεται περίπου στην ίδια περιοχή του
προμετωπιαίου φλοιού που ενεργοποιείται αναδραστικά παράγοντας αυτό το
δεύτερο σήμα λάθους, το οποίο ταχύτατα μεταφέρεται για περαιτέρω και
αναλυτικότερη επεξεργασία σε άλλα εγκεφαλικά κέντρα.
Η
επεξεργασία αυτών των σημάτων λάθους επιτρέπει στον εγκέφαλό μας να
λειτουργεί αποτελεσματικότερα και να προσαρμόζεται στις εξωτερικές
ανάγκες ή στις αλλαγές του περιβάλλοντος. Αυτές οι θεμελιώδεις
ανακαλύψεις επιβεβαιώθηκαν, την τελευταία δεκαετία, από πολλά εργαστήρια
σε όλο τον κόσμο, όμως μεγάλοι πρωτοπόροι σε αυτόν τον πολύ παραγωγικό
τομέα έρευνας των Νευροεπιστημών θεωρούνται οι Γάλλοι Emmanuel Procyk
και Martine Meunier και o Γερμανός Markus Ullsperger.
Συνεπώς,
η ανίχνευση, επεξεργασία και ακριβής διόρθωση των σφαλμάτων δεν έχει
τυχαίο χαρακτήρα ούτε και θα μπορούσε να αφεθεί στην τύχη από την
εξέλιξη του εγκεφάλου των πρωτευόντων και ακόμη λιγότερο του ανθρώπου.
Εντούτοις, τόσο στο εκπαιδευτικό μας σύστημα όσο και στην επαγγελματική ή
κοινωνική μας ζωή τα ανθρώπινα λάθη ποινικοποιούνται, χωρίς να
αναγνωρίζεται η δημιουργική και θετικότατη επιρροή τους. Αντίθετα,
αντιμετωπίζονται ως προσωπικές αδυναμίες και όχι ως μοναδικές ευκαιρίες
για τη βελτίωση του καθιερωμένου τρόπου ζωής και σκέψης των ανθρώπων.
Η αποδοχή του λάθους ως προϋπόθεση της ζωής και της γνώσης
Πίσω
από αυτές τις ανατρεπτικές θεωρήσεις της δομής και της λειτουργίας των
εγκεφάλων μας υποβόσκει η άκρως απειλητική ιδέα της «αυτοαναφορικότητας»
του ανθρώπινου νου. Τα αυτοαναφορικά γλωσσικά παράδοξα του τύπου «Αυτή η
πρόταση είναι ψευδής» αποτέλεσαν, ήδη από την αρχαιότητα, πολύ μεγάλες
προκλήσεις σχετικά με τα νοητικά όρια της ανθρώπινης λογικής και κατά
συνέπεια τους εγγενείς (;) και ανυπέρβλητους (;) περιορισμούς κάθε
ανθρώπινης γνώσης.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την εξής πρόταση: «Αυττή η πρόταση περιέχει τρρία λάθη». Ξαναδιαβάζοντάς την πιο προσεκτικά διαπιστώνετε ότι περιέχει μόνο δύο τυπογραφικά λάθη. Προφανώς θα σκεφτήκατε ότι αυτός που την έγραψε δεν ήξερε να μετρά! Αν όμως στα λάθη που περιέχει η πρόταση προσμετρήσετε και αυτό το λάθος, θα διαπιστώσετε έκπληκτοι ότι η πρόταση δεν είναι ψευδής. Αν όμως είναι αληθής... τότε είναι ψευδής, κοκ. Ο νους βρίσκεται άθελά του παγιδευμένος σε έναν κλειστό βρόχο αναδράσεων, έναν απειλητικό ουροβόρο όφι που υπονομεύει την ανθρώπινη λογική.
Στην πραγματικότητα, τέτοια και άλλα πολύ πιο σύνθετα αυτοαναφορικά παράδοξα αποτέλεσαν και αποτελούν ιδιαίτερα γόνιμες «σπαζοκεφαλιές» που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη και κυρίως στην αποσαφήνιση των δυνατοτήτων ή, αν προτιμάτε, των ορίων της ανθρώπινης έλλογης σκέψης. Ωστόσο, σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι και είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε ένα ακόμη πιο ενοχλητικό ερώτημα: μήπως τελικά, όπως ισχυρίζονται κάποιοι νοσταλγοί των αιώνιων αληθειών, όλα αυτά αποτελούν επιστημονικά ύποπτες και πολιτικά επικίνδυνες πνευματικές ακροβασίες;
Αν κάποιος είναι πεπεισμένος ότι μόνο η «ουδέτερη» και απαλλαγμένη από λάθη θεώρηση των φυσικών και ανθρώπινων πραγμάτων μπορεί να μας διασφαλίσει την αντικειμενική γνώση και δράση, τότε η εξάλειψη του γνωστικού υποκειμένου και του κοινωνικού του περιβάλλοντος είναι όχι απλώς επιθυμητή αλλά επιβεβλημένη.
Η ανάπτυξη, όμως, της επιστημονικής γνώσης μάς επιβάλλει την επανένταξη του παρατηρητή στις παρατηρήσεις του, του γνωστικού υποκειμένου στο γνωστικό αντικείμενο και την αναπόφευκτη ανάγνωση του πιθανού λάθους ή των εγγενών ορίων κάθε γνώσης: μια παρατήρηση μπορεί να θεωρείται «αντικειμενική» μόνο αν η γνωστική διαδικασία που την παράγει αναγνωρίζει τα όρια και προϋποθέσεις της!
Υπάρχει, ωστόσο, ένα επιπλέον και σπουδαιότερο διακύβευμα σε αυτές τις επιστημονικές εξελίξεις, αφού από αυτές εξαρτάται η δυνατότητα υπέρβασης των δραματικών κοινωνικών αδιεξόδων που έχει δημιουργήσει η ετερόνομη αληθοκεντρική διαχείριση της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την εξής πρόταση: «Αυττή η πρόταση περιέχει τρρία λάθη». Ξαναδιαβάζοντάς την πιο προσεκτικά διαπιστώνετε ότι περιέχει μόνο δύο τυπογραφικά λάθη. Προφανώς θα σκεφτήκατε ότι αυτός που την έγραψε δεν ήξερε να μετρά! Αν όμως στα λάθη που περιέχει η πρόταση προσμετρήσετε και αυτό το λάθος, θα διαπιστώσετε έκπληκτοι ότι η πρόταση δεν είναι ψευδής. Αν όμως είναι αληθής... τότε είναι ψευδής, κοκ. Ο νους βρίσκεται άθελά του παγιδευμένος σε έναν κλειστό βρόχο αναδράσεων, έναν απειλητικό ουροβόρο όφι που υπονομεύει την ανθρώπινη λογική.
Στην πραγματικότητα, τέτοια και άλλα πολύ πιο σύνθετα αυτοαναφορικά παράδοξα αποτέλεσαν και αποτελούν ιδιαίτερα γόνιμες «σπαζοκεφαλιές» που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη και κυρίως στην αποσαφήνιση των δυνατοτήτων ή, αν προτιμάτε, των ορίων της ανθρώπινης έλλογης σκέψης. Ωστόσο, σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι και είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε ένα ακόμη πιο ενοχλητικό ερώτημα: μήπως τελικά, όπως ισχυρίζονται κάποιοι νοσταλγοί των αιώνιων αληθειών, όλα αυτά αποτελούν επιστημονικά ύποπτες και πολιτικά επικίνδυνες πνευματικές ακροβασίες;
Αν κάποιος είναι πεπεισμένος ότι μόνο η «ουδέτερη» και απαλλαγμένη από λάθη θεώρηση των φυσικών και ανθρώπινων πραγμάτων μπορεί να μας διασφαλίσει την αντικειμενική γνώση και δράση, τότε η εξάλειψη του γνωστικού υποκειμένου και του κοινωνικού του περιβάλλοντος είναι όχι απλώς επιθυμητή αλλά επιβεβλημένη.
Η ανάπτυξη, όμως, της επιστημονικής γνώσης μάς επιβάλλει την επανένταξη του παρατηρητή στις παρατηρήσεις του, του γνωστικού υποκειμένου στο γνωστικό αντικείμενο και την αναπόφευκτη ανάγνωση του πιθανού λάθους ή των εγγενών ορίων κάθε γνώσης: μια παρατήρηση μπορεί να θεωρείται «αντικειμενική» μόνο αν η γνωστική διαδικασία που την παράγει αναγνωρίζει τα όρια και προϋποθέσεις της!
Υπάρχει, ωστόσο, ένα επιπλέον και σπουδαιότερο διακύβευμα σε αυτές τις επιστημονικές εξελίξεις, αφού από αυτές εξαρτάται η δυνατότητα υπέρβασης των δραματικών κοινωνικών αδιεξόδων που έχει δημιουργήσει η ετερόνομη αληθοκεντρική διαχείριση της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου