Σπυριδάκης Κώστας
Με αφορμή την ένταξη του μαθήματος της Κοινωνιολογίας στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα
Στο
επόμενο σχολικό έτος το μάθημα της κοινωνιολογίας θα είναι ένα από τα
πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Η πιο έντονη δήλωση αντίθεσης προήλθε από τον Άδωνι
Γεωργιάδη. Μάλλον από αντιπολιτευτικό ζήλο και ιδεολογικό ένστικτο πάρα
από τριβή με το αντικείμενο, κατήγγειλε τους Συριζαίους πως «βγάλανε τα λατινικά και βάλανε ένα μάθημα απλώς για να κάνουν τα παιδιά αριστερά». Σε αυτή τη δήλωση, μαζί με τους «haters» του Άδωνι στα κοινωνικά δίκτυα, αντέδρασαν πανεπιστημιακοί και καθησύχασαν το κοινό ότι υπάρχουν και δεξιοί κοινωνιολόγοι και πώς σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχουν αριστερές και δεξιές επιστήμες. Αντιδράσεις υπήρξαν και από την ανάποδη αν και λιγότερο ηχηρές. Για μια μερίδα της διανόησης η κοινωνιολογία είναι μια «δεξιά» ή «ρεφορμιστική» πάντως «αστική» επιστήμη που νομιμοποιεί τον καπιταλισμό αντί να ωθεί τη σκέψη στην επαναστατική ανατροπή του, όπως φιλοδοξεί η δική τους, «αυθεντικά» μαρξιστική, επιστήμη. Είναι άραγε η κοινωνιολογία δεξιά ή αριστερή ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις των επιστημόνων; ή δεν είναι καν επιστήμη αλλά ιδεολογική προπαγάνδα της μιας ή της άλλης μερίδας διανοούμενων; Όλα τα παραπάνω μπορεί να ισχύουν εν μέρει ωστόσο ελάχιστα διαφωτίζουν για τη σχέση της κοινωνιολογίας με την πολιτική.
Επειδή, όπως έχει δείξει η εμπειρία, η θέση της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι, όσοι ενδιαφερόμαστε για την κοινωνιολογία οφείλουμε να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους αξίζει υποστήριξη έστω με τους περιορισμούς του παρόντος παιδαγωγικού πλαισίου. Πιστεύω ότι την αξίζει, είτε τη βλέπει κανείς ως δέσμευση για ορθολογική τεκμηρίωση στον λόγο περί κοινωνίας είτε ως μια αυτοτελή επιστήμη με διακριτό αντικείμενο, μεθοδολογία και πεδίο εφαρμογής. Στη δική μου κατανόηση αποτελεί αυτοτελή επιστήμη εφόσον διακρίνεται από μια «αριστερή»-πολιτικοποιημένη οπτική, πράγμα που θα διευκρινίσω όσο πιο σύντομα γίνεται αμέσως παρακάτω.
Καταρχάς, είναι γεγονός πως οι γνώσεις μας για το αντικείμενό που ονομάζουμε «κοινωνία» δεν βασίζονται και τόσο στην άμεσα αντιληπτή πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε την περίφημη ρήση μιας διάσημης δεξιάς, της Θάτσερ: «…δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως αυτό που λένε κοινωνία. Υπάρχουν άτομα, άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες». Ωστόσο δεν θα μπορούσε να αρνηθεί πως οι απρόσωπες έννοιες και ηθικοί κανόνες που μοιράζονται οι συλλογικότητες έχουν ισχύ και δεσμευτικό χαρακτήρα για το άτομο. Παρόλα αυτά η Θάτσερ, με την χαρακτηριστική της φωνή και με τόνο που μαρτυρά αγανάκτηση επιμένει: « [όσοι υποστηρίζουν την παροχή επιδομάτων ανεργίας και στέγης από το κράτος].. κατηγορούν την κοινωνία! Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχει ένα μωσαϊκό ατόμων και η ποιότητα της ζωής μας εξαρτάται από το κατά πόσο είμαστε προετοιμασμένοι να αναλάβουμε την ευθύνη για τον εαυτό μας και ο καθένας μας να στραφεί προς όσους υπήρξαν άτυχοι και με τις δικές μας προσπάθειες να τους βοηθήσουμε.» Το πρόβλημα δεν είναι το επίπεδο διαβίωσης, τονίζει, αλλά το ότι κάποιοι στέλνουν λάθος μηνύματα στα παιδιά. Κατηγορούν την κοινωνία ενώ ο καθένας μέσω της εργασίας του, προσπαθώντας να κερδίσει περισσότερα χρήματα, θα έπρεπε να είναι σε θέση να φροντίσει πρώτα για τον εαυτό του και την οικογένεια του. Από τη στιγμή που έχουν ικανοποιητική στέγαση, συγκριτικά με άλλες χώρες, κανείς δεν πεινάει ή δεν χρειάζεται να πεινάει και ένα εκπαιδευτικό σύστημα για όλους, τι απομένει; Προβλήματα της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα λοιπόν με την κοσμοθεωρία της Θάτσερ, από την μια μεριά υπάρχουν οι ηθικές αξίες και οι γνώσεις και από την άλλη τα άτομα που κουβαλάνε αυτές τις ιδέες και τις μεταβιβάζουν στα παιδιά. Πώς όμως πραγματοποιείται αυτή η σύζευξη ιδεών και ατόμων; Γιατί σε κάποια άτομα δεν επιτυγχάνεται και υποκύπτουν στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης; Γιατί άλλα υιοθετούν «ελαττωματικές» ιδέες που εκμαυλίζουν τις ηθικές αξίες; Εδώ η πολιτική σηκώνει τα χέρια ψηλά και αναλαμβάνει η επιστήμη. Αρκετές προσπάθειες επιστημονικής εξήγησης της κοινωνικής συμπεριφοράς επικεντρώθηκαν στο φαινόμενο της διαφοροποίησης των ατομικών, κληρονομημένων ή επίκτητων, χαρακτηριστικών. Σύμφωνα με ορισμένες από αυτές, η οποίες θεμελιώνονται είτε στη βιολογία είτε στην ψυχολογία, το κοινωνικό θεωρείται παράγωγο του ατομικού, αποτέλεσμα του συντονισμού της συμπεριφοράς με βάση την ωφελιμότητα, σε διάφορες εκδοχές (κέρδος-κόστος, ηδονή-πόνος κ.λπ.). Σε αντίθεση με αυτές, οι φαινομενολογικές προσεγγίσεις της «δι-υποκειμενικής κατανόησης» της πραγματικότητας, συνδέουν τη συλλογική σκέψη με φευγαλέες ή αυθαίρετες νοητικές κατασκευές που μπορεί καταγγέλλουν συλλήβδην (όπως ο Φουκώ) την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων ή πλευρές της. Σε κάθε περίπτωση, αρνούνται τη δυνατότητα αντικειμενικής επιστημονικής εξήγησης της κοινωνικής πραγματικότητας αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τις πρώτες.
Οι παραπάνω προσεγγίσεις, εμπλουτίζουν την επιστήμη με τεχνικές έρευνας και με θέσεις που προκαλούν γόνιμες αντιθέσεις ή συνθέσεις. Οι φορείς τους συγκροτούν μια επιστημονική κοινότητα που ελέγχει συλλογικά την ποιότητα του παραγόμενου έργου. Ωστόσο, δεν οριοθετούν ένα διακριτό πεδίο γνώσεων της κοινωνιολογίας. Οι ατομο-νατουραλιστικές την καθιστούν παρακλάδι της βιολογίας ή της οικονομικής επιστήμης ενώ οι θεωρίες κοινωνικής κατασκευής την περιορίζουν στην ερμηνεία και την αναζήτηση του νοήματος της συμπεριφοράς κάτι στο οποίο ειδικεύονται οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές» επιστήμες.
Η γένεση της κοινωνιολογίας ως αυτόνομης επιστήμης με δικό της αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής συνδέεται με την πολιτικοποίηση του όρου «κοινωνία». Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής στην ραγδαία αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, κερδίζει έδαφος η ιδέα πως οι άλλοι και όχι ο θεός ή η φύση ευθύνονται για τα δεινά της ζωής. Ποιοι όμως είναι οι άλλοι και ποιοι είμαστε εμείς; Ποιο είναι το καθήκον του καθενός ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνία; Εδώ παρεμβαίνουν οι διάφορες κοινωνικές θεωρίες για να συνδέσουν τη γνώση με την ηθική, το «είναι» με το «δέον». Ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής, η επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων τους προσέδωσαν αυξημένη σημασία. Ανάμεσα σε αυτές, όσες επικαλούνταν την επιστήμη κέρδιζαν κύρος σε μια εποχή που οι επιστήμες της φύσης είχαν να επιδείξουν θεαματικές πρακτικές εφαρμογές. Οι θεωρίες αυτές κυκλοφορούσαν σε κύκλους διανοούμενων και στο εγγράμματο κοινό, που τότε περιοριζόταν στους αστούς, εμπόρους, βιομήχανους, δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς, ανώτατους δημόσιους υπάλληλους μαζί με κάποιους τεχνίτες ή εξειδικευμένους εργάτες. Η φιλοσοφία και η πολιτική οικονομίας της εποχής έδιναν απαντήσεις σε ερωτήματα για τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας με τρόπο που τόνιζε την ηθική και διανοητική υπεροχή των αριστοκρατών και των αστών, νομιμοποιώντας την ηγεμονική τους θέση στην πολιτική και την οικονομία. Οι ερμηνείες της κοινωνικής πραγματικότητας ως προϊόντος κάποιας αιώνιας και αμετάλλακτης ανθρώπινης φύσης απλά αναπαρήγαν την ταξική ιεραρχία στο επίπεδο των ιδεών. Απέναντί τους αναπτύχθηκε ο μαρξισμός, μια θεωρία που χρησιμοποίησε τις νοητικές κατηγορίες των αντιπάλων της για τις ανατρέψει. Από αυτή την άποψη, υπήρξε μια πρώτη κοινωνιολογία, η πρώτη θεωρία που εξήγησε την κοινωνική πραγματικότητα ως προϊόν της ίδιας της δραστηριότητας του ανθρώπου, που μετασχηματίζει τόσο τη φύση όσο και τον ίδιο και που απέκτησε πεδίο πρακτικής εφαρμογής σε ό,τι θεωρήθηκε ταξική πάλη.
Βέβαια, εκείνος που πρώτος έκανε λόγο για μια επιστήμη της κοινωνίας που θα ανακάλυπτε τους «νόμους» των κοινωνικών φαινομένων και την ονόμασε κοινωνιολογία ήταν ο Κοντ. Στη θεωρία του, των τριών σταδίων της εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος, αντιστοίχησε σχήματα σκέψης με κοινωνικές δομές χωρίς όμως να εξηγεί τη μετάβαση από το ένα στο άλλο και χωρίς να διακρίνει τις εντάσεις στο εσωτερικό τους. Αντίθετα στη θεωρία του Μαρξ, η ιστορία της ανθρωπότητας εξηγείται με βάση την πάλη των τάξεων, των κοινωνικών ομάδων που σχηματίζονται στον καταμερισμό εργασίας με κριτήριο την κατοχή των μέσων παραγωγής. Στην περίπτωση της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας, τους κεφαλαιοκράτες που ανήκουν στην αστική τάξη και εκείνους που κατέχουν μόνο την εργατική τους δύναμη που ανήκουν στην εργατική. Τα σχήματα σκέψης της αστικής τάξης, η γνώση, η ηθική και η αισθητική αποτελούν την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία αποκρυσταλλώνεται στους θεσμούς (πολιτικούς, νομικούς, οικογενειακούς, εκπαιδευτικούς). Οι θεσμοί αυτοί αναπαράγουν τις (υλικές και διανοητικές) συνθήκες λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς: το κεφάλαιο, την εργασία και τη γη, τα οποία από αγαθά που καλύπτουν ανθρώπινες ανάγκες μετατρέπονται σε εμπορεύματα και ενώ αποκτούν αυτή την ιδιότητα μόνο μέσα από κοινωνικές σχέσεις, αυτές εμφανίζονται στα μάτια των ανθρώπων ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων.
Η κυρίαρχη ιδεολογία, μια «ψευδής», αποσπασματική και μεροληπτική συνείδηση της πραγματικότητας, εξυπηρετούσε τα μερικά συμφέροντα της αστικής τάξης αν και εμφανιζόταν ως έκφραση του καθολικού συμφέροντος της ανθρωπότητας. Αντίθετα, για τους Μαρξ και Ένγκελς, η θεωρία τους ήταν επιστημονική. Ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα εκφράζοντας την οπτική της εργατικής τάξης καθώς το συμφέρον της ταυτιζόταν με το καθολικό συμφέρον. Και τούτο γιατί η οπτική της, εφόσον αποκτούσε συνείδηση του ρόλου της, είχε ως ορίζοντα την επαναστατική προοπτική της κατάργησης των τάξεων, αυτών των τεχνιτών διαιρέσεων των ανθρώπων σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, και την επανένωση της ανθρωπότητας στην αταξική κοινωνία. Ας εδώ καλά, αλλά τι εξασφαλίζει πως η οπτική της εργατικής τάξης από τη στιγμή που θεσμοποιηθεί, όπως συνέβη στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία με τα κομμουνιστικά καθεστώτα και στην Δύση με τα εργατικά συνδικάτα και κόμματα θα αντανακλά το δικό της συμφέρον και όχι των ιδεολογικών και πολιτικών της εκπροσώπων και της γραφειοκρατίας τους;
Απορρίπτοντας τη μεταφυσική τάση του μαρξισμού, η κοινωνιολογία που θεμελιώθηκε από τον Ντυρκέμ και τον Βέμπερ στηρίζεται στην αρχή πως καμία ιδέα δεν υπερβαίνει τον ιστορικό της ορίζοντα, τις κοινωνικές συνθήκες που τη γεννούν και τους δρώντες που την εκφράζουν. Οι νοητικές δομές, όπως έδειξε ο Ντυρκέμ, αντανακλούν κοινωνικές δομές. Οι ιεραρχήσεις και ταξινομήσεις των πραγμάτων στην ανθρώπινη σκέψη αντανακλούν την ταξινόμηση και οργάνωση των κοινωνικών ομάδων που αποτελούν μια κοινωνία. Ωστόσο, αυτή η αντανάκλαση δεν είναι αυτόματη αλλά διέρχεται στις σύγχρονες κοινωνίες από τους διανοούμενους, τους «διαχειριστές των αναπαραστάσεων» κατά τον Βέμπερ, που τις επεξεργάζονται, και τις μετατρέπουν σε κανόνες και γνώσεις προς χρήση στην πολιτική και τους θεσμούς. Οι ιδέες μετασχηματίζουν τις κοινωνικές δομές από τις οποίες προέρχονται. Στην περίπτωση της κοινωνιολογίας, οι ιδέες της συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους. όσο το επέτρεπε ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των τάξεων. Όσο επέτρεψε, δηλαδή, την προώθηση τους αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης με τη μορφή αναδιανεμητικών πολιτικών και δημόσιων θεσμών που δημιουργούν προϋποθέσεις ισότητας ευκαιριών, όπως η εκπαίδευση.
Οι σύγχρονες κοινωνίες προφανώς παραμένουν ταξικές, ωστόσο οι αντιθέσεις τους δεν περιορίζονται σε εκείνη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Από τη μια πλευρά πολλαπλασιάζονται οι επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται σε ενδιάμεσες θέσεις, τα στρώματα των μισθωτών που ταυτόχρονα κατέχουν ιδιοκτησία ή κεφάλαιο. Από την άλλη, η διεύρυνση των εκπαιδευτικών θεσμών συνοδεύεται από διεύρυνση της διανοητικής εργασίας. Οι δημόσιοι θεσμοί θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις ανισότητες που δημιουργεί η αγορά καθώς πολλαπλασιάζονται οι παραγωγικές δυνατότητες. Αρκεί να υπερισχύουν οι επαγγελματικές αξίες έναντι των νόμων της αγοράς. Αντί όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, δημιουργούνται νέες ιεραρχίες. Τα νέα κοινωνικά στρώματα που συμπεριλαμβάνουν όσους έχουν προνομιακή σχέση με τη μόρφωση, ανήκουν μεν στη μεσαία τάξη αλλά δεν αποτελούν ομοιογενή ομάδα. Κατανέμονται σε ευνοημένες ή μη θεσμικές θέσεις, στις οποίες αντιστοιχούν διαφορετικές στρατηγικές, διατήρησης ή αμφισβήτησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Οι οπτικές τους εμπεριέχουν τις δικές τους ανασφάλειες για την κοινωνική τους θέση ή τις προσδοκίες κοινωνικής ανόδου στη νοηματοδότηση της πραγματικότητας.
Το ζήτημα είναι αν η νοηματοδότηση αυτή αποτελεί αναπαράσταση της πολυπλοκότητας της σύγχρονης κοινωνίας ή προσπάθεια να χωρέσει η πραγματικότητα σε σχήματα νομιμοποίησης του παρόντος ή πολιτικών οραμάτων. Η κοινωνιολογία υπερβαίνει αυτήν την αντίθεση εξετάζοντας τις πολιτικές της γνώσης, τις οποίες ενσωματώνει στη γενικότερη μελέτη των σχέσεων της νόησης με την πράξη. Αυτή η μελέτη δεν περιορίζεται στο πώς διαμορφώνεται η συνείδηση από τις οικονομικές σχέσεις αλλά περιλαμβάνει τους θεσμούς, τις θεσπισμένες πρακτικές και τις δράσεις που οδηγούν σε νέες θεσμοθετήσεις. Είναι αναγκασμένη να παρακολουθεί το αίτημα της ισότητας, αντιπαραβάλλοντας το ιδεώδες με την πραγματικότητα, γιατί μαζί με τα ιδανικά της ελευθερίας και της αλληλεγγύης, αποτελούν τις καταστατικές αρχές και άρα τη βάση νομιμοποίησης των πολιτικών με τις οποίες οι σύγχρονες κοινωνίες επιλέγουν να χτίσουν τον εαυτό τους. Από αυτήν την άποψη και εφόσον στο αίτημα της ισότητας (ή κοινωνικής δικαιοσύνης) αναγνωρίζει τον εαυτό της η αριστερά, τότε μπορεί να πει κανείς ότι είναι μια αριστερή επιστήμη…
Κώστας Σπυριδάκης ΠΕ 78, Δρ. Φιλοσοφίας και Κοινωνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγές-ενδεικτική βιβλιογραφία:
από τριβή με το αντικείμενο, κατήγγειλε τους Συριζαίους πως «βγάλανε τα λατινικά και βάλανε ένα μάθημα απλώς για να κάνουν τα παιδιά αριστερά». Σε αυτή τη δήλωση, μαζί με τους «haters» του Άδωνι στα κοινωνικά δίκτυα, αντέδρασαν πανεπιστημιακοί και καθησύχασαν το κοινό ότι υπάρχουν και δεξιοί κοινωνιολόγοι και πώς σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχουν αριστερές και δεξιές επιστήμες. Αντιδράσεις υπήρξαν και από την ανάποδη αν και λιγότερο ηχηρές. Για μια μερίδα της διανόησης η κοινωνιολογία είναι μια «δεξιά» ή «ρεφορμιστική» πάντως «αστική» επιστήμη που νομιμοποιεί τον καπιταλισμό αντί να ωθεί τη σκέψη στην επαναστατική ανατροπή του, όπως φιλοδοξεί η δική τους, «αυθεντικά» μαρξιστική, επιστήμη. Είναι άραγε η κοινωνιολογία δεξιά ή αριστερή ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις των επιστημόνων; ή δεν είναι καν επιστήμη αλλά ιδεολογική προπαγάνδα της μιας ή της άλλης μερίδας διανοούμενων; Όλα τα παραπάνω μπορεί να ισχύουν εν μέρει ωστόσο ελάχιστα διαφωτίζουν για τη σχέση της κοινωνιολογίας με την πολιτική.
Επειδή, όπως έχει δείξει η εμπειρία, η θέση της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι, όσοι ενδιαφερόμαστε για την κοινωνιολογία οφείλουμε να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους αξίζει υποστήριξη έστω με τους περιορισμούς του παρόντος παιδαγωγικού πλαισίου. Πιστεύω ότι την αξίζει, είτε τη βλέπει κανείς ως δέσμευση για ορθολογική τεκμηρίωση στον λόγο περί κοινωνίας είτε ως μια αυτοτελή επιστήμη με διακριτό αντικείμενο, μεθοδολογία και πεδίο εφαρμογής. Στη δική μου κατανόηση αποτελεί αυτοτελή επιστήμη εφόσον διακρίνεται από μια «αριστερή»-πολιτικοποιημένη οπτική, πράγμα που θα διευκρινίσω όσο πιο σύντομα γίνεται αμέσως παρακάτω.
Καταρχάς, είναι γεγονός πως οι γνώσεις μας για το αντικείμενό που ονομάζουμε «κοινωνία» δεν βασίζονται και τόσο στην άμεσα αντιληπτή πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε την περίφημη ρήση μιας διάσημης δεξιάς, της Θάτσερ: «…δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως αυτό που λένε κοινωνία. Υπάρχουν άτομα, άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες». Ωστόσο δεν θα μπορούσε να αρνηθεί πως οι απρόσωπες έννοιες και ηθικοί κανόνες που μοιράζονται οι συλλογικότητες έχουν ισχύ και δεσμευτικό χαρακτήρα για το άτομο. Παρόλα αυτά η Θάτσερ, με την χαρακτηριστική της φωνή και με τόνο που μαρτυρά αγανάκτηση επιμένει: « [όσοι υποστηρίζουν την παροχή επιδομάτων ανεργίας και στέγης από το κράτος].. κατηγορούν την κοινωνία! Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχει ένα μωσαϊκό ατόμων και η ποιότητα της ζωής μας εξαρτάται από το κατά πόσο είμαστε προετοιμασμένοι να αναλάβουμε την ευθύνη για τον εαυτό μας και ο καθένας μας να στραφεί προς όσους υπήρξαν άτυχοι και με τις δικές μας προσπάθειες να τους βοηθήσουμε.» Το πρόβλημα δεν είναι το επίπεδο διαβίωσης, τονίζει, αλλά το ότι κάποιοι στέλνουν λάθος μηνύματα στα παιδιά. Κατηγορούν την κοινωνία ενώ ο καθένας μέσω της εργασίας του, προσπαθώντας να κερδίσει περισσότερα χρήματα, θα έπρεπε να είναι σε θέση να φροντίσει πρώτα για τον εαυτό του και την οικογένεια του. Από τη στιγμή που έχουν ικανοποιητική στέγαση, συγκριτικά με άλλες χώρες, κανείς δεν πεινάει ή δεν χρειάζεται να πεινάει και ένα εκπαιδευτικό σύστημα για όλους, τι απομένει; Προβλήματα της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα λοιπόν με την κοσμοθεωρία της Θάτσερ, από την μια μεριά υπάρχουν οι ηθικές αξίες και οι γνώσεις και από την άλλη τα άτομα που κουβαλάνε αυτές τις ιδέες και τις μεταβιβάζουν στα παιδιά. Πώς όμως πραγματοποιείται αυτή η σύζευξη ιδεών και ατόμων; Γιατί σε κάποια άτομα δεν επιτυγχάνεται και υποκύπτουν στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης; Γιατί άλλα υιοθετούν «ελαττωματικές» ιδέες που εκμαυλίζουν τις ηθικές αξίες; Εδώ η πολιτική σηκώνει τα χέρια ψηλά και αναλαμβάνει η επιστήμη. Αρκετές προσπάθειες επιστημονικής εξήγησης της κοινωνικής συμπεριφοράς επικεντρώθηκαν στο φαινόμενο της διαφοροποίησης των ατομικών, κληρονομημένων ή επίκτητων, χαρακτηριστικών. Σύμφωνα με ορισμένες από αυτές, η οποίες θεμελιώνονται είτε στη βιολογία είτε στην ψυχολογία, το κοινωνικό θεωρείται παράγωγο του ατομικού, αποτέλεσμα του συντονισμού της συμπεριφοράς με βάση την ωφελιμότητα, σε διάφορες εκδοχές (κέρδος-κόστος, ηδονή-πόνος κ.λπ.). Σε αντίθεση με αυτές, οι φαινομενολογικές προσεγγίσεις της «δι-υποκειμενικής κατανόησης» της πραγματικότητας, συνδέουν τη συλλογική σκέψη με φευγαλέες ή αυθαίρετες νοητικές κατασκευές που μπορεί καταγγέλλουν συλλήβδην (όπως ο Φουκώ) την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων ή πλευρές της. Σε κάθε περίπτωση, αρνούνται τη δυνατότητα αντικειμενικής επιστημονικής εξήγησης της κοινωνικής πραγματικότητας αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τις πρώτες.
Οι παραπάνω προσεγγίσεις, εμπλουτίζουν την επιστήμη με τεχνικές έρευνας και με θέσεις που προκαλούν γόνιμες αντιθέσεις ή συνθέσεις. Οι φορείς τους συγκροτούν μια επιστημονική κοινότητα που ελέγχει συλλογικά την ποιότητα του παραγόμενου έργου. Ωστόσο, δεν οριοθετούν ένα διακριτό πεδίο γνώσεων της κοινωνιολογίας. Οι ατομο-νατουραλιστικές την καθιστούν παρακλάδι της βιολογίας ή της οικονομικής επιστήμης ενώ οι θεωρίες κοινωνικής κατασκευής την περιορίζουν στην ερμηνεία και την αναζήτηση του νοήματος της συμπεριφοράς κάτι στο οποίο ειδικεύονται οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές» επιστήμες.
Η γένεση της κοινωνιολογίας ως αυτόνομης επιστήμης με δικό της αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής συνδέεται με την πολιτικοποίηση του όρου «κοινωνία». Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής στην ραγδαία αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, κερδίζει έδαφος η ιδέα πως οι άλλοι και όχι ο θεός ή η φύση ευθύνονται για τα δεινά της ζωής. Ποιοι όμως είναι οι άλλοι και ποιοι είμαστε εμείς; Ποιο είναι το καθήκον του καθενός ανάλογα με τη θέση του στην κοινωνία; Εδώ παρεμβαίνουν οι διάφορες κοινωνικές θεωρίες για να συνδέσουν τη γνώση με την ηθική, το «είναι» με το «δέον». Ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής, η επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων τους προσέδωσαν αυξημένη σημασία. Ανάμεσα σε αυτές, όσες επικαλούνταν την επιστήμη κέρδιζαν κύρος σε μια εποχή που οι επιστήμες της φύσης είχαν να επιδείξουν θεαματικές πρακτικές εφαρμογές. Οι θεωρίες αυτές κυκλοφορούσαν σε κύκλους διανοούμενων και στο εγγράμματο κοινό, που τότε περιοριζόταν στους αστούς, εμπόρους, βιομήχανους, δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς, ανώτατους δημόσιους υπάλληλους μαζί με κάποιους τεχνίτες ή εξειδικευμένους εργάτες. Η φιλοσοφία και η πολιτική οικονομίας της εποχής έδιναν απαντήσεις σε ερωτήματα για τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας με τρόπο που τόνιζε την ηθική και διανοητική υπεροχή των αριστοκρατών και των αστών, νομιμοποιώντας την ηγεμονική τους θέση στην πολιτική και την οικονομία. Οι ερμηνείες της κοινωνικής πραγματικότητας ως προϊόντος κάποιας αιώνιας και αμετάλλακτης ανθρώπινης φύσης απλά αναπαρήγαν την ταξική ιεραρχία στο επίπεδο των ιδεών. Απέναντί τους αναπτύχθηκε ο μαρξισμός, μια θεωρία που χρησιμοποίησε τις νοητικές κατηγορίες των αντιπάλων της για τις ανατρέψει. Από αυτή την άποψη, υπήρξε μια πρώτη κοινωνιολογία, η πρώτη θεωρία που εξήγησε την κοινωνική πραγματικότητα ως προϊόν της ίδιας της δραστηριότητας του ανθρώπου, που μετασχηματίζει τόσο τη φύση όσο και τον ίδιο και που απέκτησε πεδίο πρακτικής εφαρμογής σε ό,τι θεωρήθηκε ταξική πάλη.
Βέβαια, εκείνος που πρώτος έκανε λόγο για μια επιστήμη της κοινωνίας που θα ανακάλυπτε τους «νόμους» των κοινωνικών φαινομένων και την ονόμασε κοινωνιολογία ήταν ο Κοντ. Στη θεωρία του, των τριών σταδίων της εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος, αντιστοίχησε σχήματα σκέψης με κοινωνικές δομές χωρίς όμως να εξηγεί τη μετάβαση από το ένα στο άλλο και χωρίς να διακρίνει τις εντάσεις στο εσωτερικό τους. Αντίθετα στη θεωρία του Μαρξ, η ιστορία της ανθρωπότητας εξηγείται με βάση την πάλη των τάξεων, των κοινωνικών ομάδων που σχηματίζονται στον καταμερισμό εργασίας με κριτήριο την κατοχή των μέσων παραγωγής. Στην περίπτωση της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας, τους κεφαλαιοκράτες που ανήκουν στην αστική τάξη και εκείνους που κατέχουν μόνο την εργατική τους δύναμη που ανήκουν στην εργατική. Τα σχήματα σκέψης της αστικής τάξης, η γνώση, η ηθική και η αισθητική αποτελούν την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία αποκρυσταλλώνεται στους θεσμούς (πολιτικούς, νομικούς, οικογενειακούς, εκπαιδευτικούς). Οι θεσμοί αυτοί αναπαράγουν τις (υλικές και διανοητικές) συνθήκες λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς: το κεφάλαιο, την εργασία και τη γη, τα οποία από αγαθά που καλύπτουν ανθρώπινες ανάγκες μετατρέπονται σε εμπορεύματα και ενώ αποκτούν αυτή την ιδιότητα μόνο μέσα από κοινωνικές σχέσεις, αυτές εμφανίζονται στα μάτια των ανθρώπων ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων.
Η κυρίαρχη ιδεολογία, μια «ψευδής», αποσπασματική και μεροληπτική συνείδηση της πραγματικότητας, εξυπηρετούσε τα μερικά συμφέροντα της αστικής τάξης αν και εμφανιζόταν ως έκφραση του καθολικού συμφέροντος της ανθρωπότητας. Αντίθετα, για τους Μαρξ και Ένγκελς, η θεωρία τους ήταν επιστημονική. Ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα εκφράζοντας την οπτική της εργατικής τάξης καθώς το συμφέρον της ταυτιζόταν με το καθολικό συμφέρον. Και τούτο γιατί η οπτική της, εφόσον αποκτούσε συνείδηση του ρόλου της, είχε ως ορίζοντα την επαναστατική προοπτική της κατάργησης των τάξεων, αυτών των τεχνιτών διαιρέσεων των ανθρώπων σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, και την επανένωση της ανθρωπότητας στην αταξική κοινωνία. Ας εδώ καλά, αλλά τι εξασφαλίζει πως η οπτική της εργατικής τάξης από τη στιγμή που θεσμοποιηθεί, όπως συνέβη στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία με τα κομμουνιστικά καθεστώτα και στην Δύση με τα εργατικά συνδικάτα και κόμματα θα αντανακλά το δικό της συμφέρον και όχι των ιδεολογικών και πολιτικών της εκπροσώπων και της γραφειοκρατίας τους;
Απορρίπτοντας τη μεταφυσική τάση του μαρξισμού, η κοινωνιολογία που θεμελιώθηκε από τον Ντυρκέμ και τον Βέμπερ στηρίζεται στην αρχή πως καμία ιδέα δεν υπερβαίνει τον ιστορικό της ορίζοντα, τις κοινωνικές συνθήκες που τη γεννούν και τους δρώντες που την εκφράζουν. Οι νοητικές δομές, όπως έδειξε ο Ντυρκέμ, αντανακλούν κοινωνικές δομές. Οι ιεραρχήσεις και ταξινομήσεις των πραγμάτων στην ανθρώπινη σκέψη αντανακλούν την ταξινόμηση και οργάνωση των κοινωνικών ομάδων που αποτελούν μια κοινωνία. Ωστόσο, αυτή η αντανάκλαση δεν είναι αυτόματη αλλά διέρχεται στις σύγχρονες κοινωνίες από τους διανοούμενους, τους «διαχειριστές των αναπαραστάσεων» κατά τον Βέμπερ, που τις επεξεργάζονται, και τις μετατρέπουν σε κανόνες και γνώσεις προς χρήση στην πολιτική και τους θεσμούς. Οι ιδέες μετασχηματίζουν τις κοινωνικές δομές από τις οποίες προέρχονται. Στην περίπτωση της κοινωνιολογίας, οι ιδέες της συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους. όσο το επέτρεπε ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των τάξεων. Όσο επέτρεψε, δηλαδή, την προώθηση τους αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης με τη μορφή αναδιανεμητικών πολιτικών και δημόσιων θεσμών που δημιουργούν προϋποθέσεις ισότητας ευκαιριών, όπως η εκπαίδευση.
Οι σύγχρονες κοινωνίες προφανώς παραμένουν ταξικές, ωστόσο οι αντιθέσεις τους δεν περιορίζονται σε εκείνη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Από τη μια πλευρά πολλαπλασιάζονται οι επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται σε ενδιάμεσες θέσεις, τα στρώματα των μισθωτών που ταυτόχρονα κατέχουν ιδιοκτησία ή κεφάλαιο. Από την άλλη, η διεύρυνση των εκπαιδευτικών θεσμών συνοδεύεται από διεύρυνση της διανοητικής εργασίας. Οι δημόσιοι θεσμοί θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις ανισότητες που δημιουργεί η αγορά καθώς πολλαπλασιάζονται οι παραγωγικές δυνατότητες. Αρκεί να υπερισχύουν οι επαγγελματικές αξίες έναντι των νόμων της αγοράς. Αντί όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, δημιουργούνται νέες ιεραρχίες. Τα νέα κοινωνικά στρώματα που συμπεριλαμβάνουν όσους έχουν προνομιακή σχέση με τη μόρφωση, ανήκουν μεν στη μεσαία τάξη αλλά δεν αποτελούν ομοιογενή ομάδα. Κατανέμονται σε ευνοημένες ή μη θεσμικές θέσεις, στις οποίες αντιστοιχούν διαφορετικές στρατηγικές, διατήρησης ή αμφισβήτησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Οι οπτικές τους εμπεριέχουν τις δικές τους ανασφάλειες για την κοινωνική τους θέση ή τις προσδοκίες κοινωνικής ανόδου στη νοηματοδότηση της πραγματικότητας.
Το ζήτημα είναι αν η νοηματοδότηση αυτή αποτελεί αναπαράσταση της πολυπλοκότητας της σύγχρονης κοινωνίας ή προσπάθεια να χωρέσει η πραγματικότητα σε σχήματα νομιμοποίησης του παρόντος ή πολιτικών οραμάτων. Η κοινωνιολογία υπερβαίνει αυτήν την αντίθεση εξετάζοντας τις πολιτικές της γνώσης, τις οποίες ενσωματώνει στη γενικότερη μελέτη των σχέσεων της νόησης με την πράξη. Αυτή η μελέτη δεν περιορίζεται στο πώς διαμορφώνεται η συνείδηση από τις οικονομικές σχέσεις αλλά περιλαμβάνει τους θεσμούς, τις θεσπισμένες πρακτικές και τις δράσεις που οδηγούν σε νέες θεσμοθετήσεις. Είναι αναγκασμένη να παρακολουθεί το αίτημα της ισότητας, αντιπαραβάλλοντας το ιδεώδες με την πραγματικότητα, γιατί μαζί με τα ιδανικά της ελευθερίας και της αλληλεγγύης, αποτελούν τις καταστατικές αρχές και άρα τη βάση νομιμοποίησης των πολιτικών με τις οποίες οι σύγχρονες κοινωνίες επιλέγουν να χτίσουν τον εαυτό τους. Από αυτήν την άποψη και εφόσον στο αίτημα της ισότητας (ή κοινωνικής δικαιοσύνης) αναγνωρίζει τον εαυτό της η αριστερά, τότε μπορεί να πει κανείς ότι είναι μια αριστερή επιστήμη…
Κώστας Σπυριδάκης ΠΕ 78, Δρ. Φιλοσοφίας και Κοινωνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγές-ενδεικτική βιβλιογραφία:
- https://www.margaretthatcher.org/document/106689
- Βέμπερ, Μ., Κυπραίος, Μ., (μτφρ.), Η Επιστήμη ως Επάγγελμα, Κριτική της Θεωρίας του Stammler, Η Γέννηση του Καπιταλισμού, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, x.x.
- Γεωργούλας, Α., Μετασχηματισμοί της Εκπαίδευσης, Σύγχρονη Ιδεολογία και Διαδικασίες Συμβολικής Κυριαρχίας, Αθήνα: Τόπος, 2017
- Γεωργούλας, Α., Η γένεση της κοινωνιολογίας και η σύγχρονη ανθρωπολογία, Αθήνα: Τόπος, 2014
- Γεωργούλας, Α., Το πρόταγμα της ισότητας και η γένεση της κοινωνιολογίας, Αθήνα: Τόπος, 2008
- Mead, Η., “The Social Self”, The Journal of Philosophy, Psychology and Scientific Methods, 10 (14), 1913, σσ. 374-380
- Durkheim, E., Ηalls, D., (μτφ), The Division of Labour in Society, London: McMillan, 1984(1893)
- Durkheim, E., Mουσούρου, Λ., (μτφρ.), Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, Αθήνα: Gutenberg, 2000 (1894)
- Durkheim,E., Whitehouse, J., (μτφ), Pragmatism and Sociology, Cambridge: Cambridge UP, 1983(1955)
- Ντυρκάϊμ, Ε., Μως, Μ., Μορφές πρωτόγονης ταξινόμησης: συνεισφορά στη μελέτη των συλλογικών αναπαραστάσεων, Γεωργούλας, Α., (μτφρ.), Αθήνα: Gutenberg, 2001
- Μαρξ, Κ. Μαυρομμάτης, Π., (μτφρ.), Το Κεφάλαιο, Ι,ΙΙ,ΙΙΙ, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2007
- Μarx, K., Engels, F., Artur, C.J., (ed), The German Ideology, part I, London: Lawrence & Wishart, 1970
- Μαρξ, Κ. «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας-Πρόλογος». Στο Καρλ Μαρξ, Διαλεκτά έργα, x.x.
- Weber, M., Tribe, K. (επιμλ.-μτφρ.) Economy and Society, a New Translation, Cambridge Massachusetts, London England, Harvard UP, 2019
- Φουκώ, Μ., Παπαγιώργης, Κ., (μτφρ.), H Αρχαιολογία της Γνώσης, Αθήνα: Εξάντας, 1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου