Γ. Γ. |
Ο γνωστός εκπρόσωπος του φασιστικού επικοινωνιακού εσμού, ο “ιστορικός”-πλυντήριο των κάθε λογής νεοναζί Στάθης Καλύβας, ξαναχτύπησε, με εμέσματα κατά του Ρουβίκωνα.
Δεν είναι τόσο ηλίθιος το τύπος για να εκφράζει δημόσια τέτοιες τεράστιες ανοησίες. Στρατευμένη υπηρεσία εκτελεί ο Στάθης Καλύβας.. Είναι από τους τύπους “διανοουμένων” που “λιβανίζουν την μπόχα” όπως έγραφε και ο μπάρμπα Κώστας Βάρναλης.
Χαρακτηριστικό “επίτευγμα του” είναι, ότι μαζί με τον Νίκο Μαραντζίδη, βάλθηκαν να ξαναγράψουν την πρόσφατη ιστορία προσαρμόζοντας την στα δεξιά καλούπια, δίνοντας άλλοθι και δικαιολογώντας τα γερμανοντυμένα ντόπια τομάρια που στελέχωναν τις συμμορίες του ένοπλου δωσιλογισμού.
Κανονικά πρέπει να γελάς με τα «ιστορικά μαθήματα» που μας δίνει. Αυτό όμως να κάνει ένα χαρμάνι την ΠΑΕ ΑΕΚ με τον “Ρουβίκωνα”, ούτε καν προβοκάτσια ανεγκέφαλου φασίστα δεν μπορεί να θεωρηθεί. Είναι μια καταγέλαστη παρέμβαση όπως αυτή που είχε κάνει και όταν χρέωνε σ’ αυτή την αναρχική ομάδα ότι κάνει ακτιβίστικες δράσεις “προσυμφωνημένα” με την κυβέρνηση υπογραμμίζοντας ότι “οι υπουργοί φροντίζουν να δίνουν την εντύπωση ότι οι κυβερνητικές δραστηριότητες και ο ακτιβισμός του «Ρουβίκωνα» εντάσσονται σε μια ενιαία αριστερή κανονικότητα”.
Τέσπα. Δεν ξέρουμε τι κόλλημα έχει ο τύπος με τον Ρουβίκωνα, αλλά ασυναίσθητα το μυαλό μας πήγε σε παρόμοιες άλλη μια σχετικά ταυτόσημη άποψη που είχε εκφράσει η “κολώνα του πατριωτισμού”, ο Παναγιώτης Ψωμιάδης.
Είναι επίσης ευκαιρία να παραθέσω ένα άρθρο που υπάρχει στο προσωπικό μου μπλοκ και το οποίο αναφέρεται στις απόψεις του Στάθη Καλύβα και του ομοϊδεάτη του Νίκου Μαραντζίδ
***
Καλύβας – Μαραντζίδης: Η ηθική αναγνώριση της Ιστορίας … συσκοτίζει
Η «αμφίβολης ωφέλειας αντίσταση» των Ελλήνων και τα «μη προδοτικά» Τάγματα Ασφαλείας …
Η «ηροστράτεια δόξα» που κατάκτησαν οι Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης και η δημοσιότητα που απέκτησαν με την έκδοση του βιβλίου τους 1 προκάλεσαν πλήθος κριτικών δημοσιευμάτων από την Αριστερά -αλλά όχι μόνο- τα περισσότερα εκ των οποίων, δυστυχώς, πήραν στα σοβαρά τον αντίλογο που διατύπωσαν.
Το ίδιο σφάλμα φοβούμαι πως θα κάνω κι εγώ, όσο κι αν ξεκινώ με μια διάθεση μάλλον σκωπτική, όπως αντιστοιχεί σε ένα πόνημα που επιχειρεί να δικαιολογήσει και να δικαιώσει τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των δυνάμεων «συνεργασίας» κατά την Κατοχή.
Οι δύο συγγραφείς κατ’ αρχάς συστήνονται: «Επειδή έχουμε κριτική ματιά απέναντι στις κατεστημένες αντιλήψεις της Αριστερός, δεν είμαστε στο “αντίθετο στρατόπεδο”», (σελ 20)
Ο δεύτερος των συγγραφέων επικαλείται την αριστερή του καταγωγή αλλά και τις επιρροές του Στεψάν Κουρτουά, «επιφανούς ειδικού του κομμουνισμού στη Γαλλία». Ο ανυποψίαστος αναγνώστης μπορεί να εκλάβει τον Γάλλο συνεργάτη συγγραφέα της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού» σαν ένα είδος… Μπαντιού. Ο κ. Μαραντζίδης θα ήταν εντιμότερο να χαρακτηρίσει τον Κουρτουά «ειδικό του αντικομμουνισμού». Τον Σάββα Κωνσταντόπουλο και τον Γ. Γεωργαλά δεν θα τους έλεγε κανείς σοβαρός δημοσιολόγος «ειδικούς του κομμουνισμού». Στις χούντες ήταν «ειδικοί»…
Ο πρώτος των συγγραφέων, πιο λακωνικός, αρκείται να στις διαβεβαιώσει πως η οικογένεια του «προέρχεται από περιοχές που απέφυγαν τις χειρότερες συνέπειες του Εμφυλίου».
Ξεκινούν με μια προγραμματική δήλωση: «Αν γράφαμε στη δεκαετία του ’60, θα βάζαμε στο στόχαστρό μας τους κυρίαρχους μύθους των νικητών, αλλά σήμερα δεσπόζει η μυθολογία “αριστερής κοπής” και πρέπει να αποδομηθεί».
Προσωπικά δυσκολεύομαι να συλλάβω την εικόνα του κ. Καλύβα να αναζητεί, π.χ. το 1962, ντοκουμέντα για όσους ανέλαβαν υψηλά πόστα στο κατοχικό καθεστώς, για τους κουκουλοφόρους του μπλόκου της Κοκκινιάς ή τους Ελληνες δωσίλογους που συνέπραξαν στη σφαγή του Χορτιάτη 2, όμως για λόγους καλής πίστης είμαι υποχρεωμένος να το κάνω.
Στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν από τις πρώτες σελίδες διαβατήριο αμεροληψίας, ομνύουν πως στα 60s θα αντιτάσσονταν στην ακροδεξιά υστερία. Ωστόσο, έρχονται σήμερα και αναπαράγουν την πιο έξαλλη ρητορεία της εποχής εκείνης. Βασική ιδέα των δύο συγγραφέων, στην οποία στηρίζουν ολόκληρη τη συλλογιστική τους, είναι η αυθαίρετη χρονολόγηση της έναρξης του Εμφύλιου πολέμου το 1943 (!). Η ιδέα αυτή, αν και εμφανίζεται σαν πρωτοποριακή και ρηξικέλευθη, μυρίζει έντονα… εκδόσεις Πελασγός («Ματωμένες μνήμες 1940-45: κόκκινη τρομοκρατία κατοχικός εμφύλιος») 3.
«Κανείς από τους δυο μας δεν είναι Ιστορικός (σελ. 14), Πολιτικοί Επιστήμονες είμαστε. Ακριβώς επειδή δεν προερχόμαστε από τον χώρο της Ιστορίας, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ορισμένα σημαντικά κενά στη μελέτη του Εμφυλίου» (σελ. 15). Ευτυχώς που δεν είναι οδοντίατροι, διότι θα αποτολμούσαν να κάνουν και εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς!
Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά: είναι εξόφθαλμο ότι δεν είναι ιστορικοί. Δύσκολα ένας ιστορικός θα υπέγραφε βιβλίο χωρίς παραπομπές. Συνολικά στις 528 σελίδες του βιβλίου, οι υποσημειώσεις μετά βίας φτάνουν τις 116, ενώ υπάρχουν και κάποιες διάσπαρτες παρενθέσεις εντός του κειμένου. Εχουμε δηλαδή μία παραπομπή κάθε τέσσερις σελίδες, ενώ ο υπομνηματισμός απουσιάζει παντελώς από ολόκληρα κεφάλαια. Τα εντός εισαγωγικών κείμενα είναι δυσεύρετα και τα παρατιθέμενα αποσπάσματα αποτελούν «ελεύθερη απόδοση» από Καλύβα και Μαραντζίδη, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να διασταυρώσει την ακρίβεια των γραφόμενων τους.
Επίσης, δύσκολα ένας ιστορικός θα έβγαζε βιβλίο χωρίς βιβλιογραφία. Ομως, οι Καλύβας, Μαραντζίδης περιορίζονται να δίνουν στο τέλος κάθε κεφαλαίου «κατευθύνσεις βιβλιογραφικές». Χωρίς καμιά αποδεικτική συνάφεια ανάμεσα στα γραφόμενά τους και στα βιβλία ή τα άρθρα εφημερίδων που αναφέρουν, πολλά εκ των οποίων είναι δικά τους.
Τις περισσότερες φορές διανθίζουν τις «κατευθύνσεις» που δίνουν με μονολεκτικές ή ολιγόλογες, θετικές ή αρνητικές αποτιμήσεις των βιβλίων (κριτικό, πρωτότυπο, σημαντικότερο, αξιόλογο, χρήσιμο, αξιομνημόνευτο, ορόσημο, νηφάλιο ή στρατευμένο, αριστερής οπτικής, στα όρια της πολιτικής προπαγάνδας).
Οι δύο συγγραφείς «αγωνίζονται, λοιπόν, κυρίως στο πεδίο της εκλαΐκευσης, είτε επειδή αυτό προκρίνουν ως σημαντικό είτε επειδή το άλλο, το ακαδημαϊκό, έχει άλλου είδους κανόνες και πειθαρχίες, μη συμφέρουσες για τον σκοπό τους», σύμφωνα με μια εύστοχη παρατήρηση 4.
Πάντως από την πρώτη ματιά γίνεται φανερό πως το βιβλίο -ακόμη και τεχνικά μιλώντας- δεν πληροί τις προδιαγραφές της ιστορικής επιστήμης. Και πώς θα γινόταν αλλιώς, όταν δύο «ετεροεπαγγελματίες», ακόμη κι αν ήταν άριστοι στις πολιτικές επιστήμες (και δεν αστοχούσε ο εις εξ αυτών κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες στα γκάλοπ του), εισβάλλουν στο πεδίο της Ιστορίας και τα κάνουν γης μαδιάμ; Ως προς αυτό, είναι συνεπείς: πολιτικοποιούν την Ιστορία μέσα από την ιδιαίτερη ιδεολογική τους οπτική και την εργαλειοποιούν, αλλά δεν παράγουν Ιστορία – πολιτική χρήση κάνουν.
Η αρχειακή έρευνα απουσιάζει, τα στοιχεία που παραθέτουν είναι ελαχιστότατα, οι διατυπώσεις γενικόλογες, οι αριθμοί κατά προσέγγιση ή κατ’ εκτίμηση. Αντιθέτως, οι πολιτικές διατυπώσεις -του στιλ «το ΚΚΕ συγκάλυπτε την κομμουνιστική του ταυτότητα» (sic!)- πλεονάζουν. Επιδιδόμενοι στην πτωματολογία, καταγράφουν -«για παράδειγμα», όπως λένε- μόνο τους άμαχους-θύματα από χωριά «ένοπλης συνεργασίας», ενώ παραλείπονται οι άμαχοι-θύματα Γερμανών και συνεργατών από φίλοΕΑΜικά ή αντιστασιακά χωριά. 5. Οι μόνοι νεκροί που αναφέρονται j από την ΕΑΜική πλευρά είναι οι ΕΛΑΣίτες που σκοτώθηκαν σε μάχες με ταγματασφαλίτες ή αργότερα με Αγγλους. Πάρτε μια μικρή γεύση:
«Καταμετρώντας τα θύματα ορισμένων σημαντικών εμφύλιων μαχών (συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, διάλυση 5/42 Συντάγματος, μάχες σε Κιλκίς, Βαθύλακκο, Τριάδα κ.λπ., εκτελέσεις σε Οινόη, Προμαχώνα, Μεταλλικό, Μελιγαλά, Καλαμάτα, Πύλο κ.λπ„ τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1944), καθώς και της εμφύλιας βίας στην κατοχική Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο αριθμός των νεκρών αγγίζει ή και ξεπερνά τις 5.000 ή και 6.000, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των τραυματιών αλλά και το μέγεθος των υλικών καταστροφών, που βέβαια δεν είναι καθόλου αμελητέες. Για παράδειγμα, μόνο στη δυτική Μακεδονία, σε ένα περιορισμένο σύνολο 22 χωριών της Κοζάνης, των Γρεβενών και της Πέλλας καταμετρήθηκαν περίπου 500 πυρπολημένες ή κατεστραμμένες οικίες. Ο απολογισμός των Δεκεμβριανών είναι αναλογικά ακόμη χειρότερος. Μέσα σε μόλις ένα μήνα συγκρούσεων οι νεκροί ίσως και να ξεπερνούν τις 7.000 6 ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματίες και οι συλληφθέντες – αριθμοί που αναμφίβολα προκαλούν δέος.
Τα στοιχεία των αντιστασιακών οργανώσεων επιβεβαιώνουν τους αριθμούς: από τους 75 νεκρούς της αθηναϊκής οργάνωσης PAN στο διάστημα 1943-1945, οι 73 σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ ή την ΟΠΛΑ στα Δεκεμβριανά, ενώ τον ίδιο μήνα σκοτώθηκαν επίσης και οι 16 από τους 36 της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ. Από τους 147 αντάρτες του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που βρήκαν τον θάνατο σε στρατιωτικές επιχειρήσεις το διάστημα 1943-1944, το 54% σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, ενώ τουλάχιστον ένα άλλο 25% σε επιχειρήσεις εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας».
«Οι εξοπλισμένοι από Γερμανούς δεν ήταν προδότες»!
Στο σύμπαν των Καλύβα, Μαραντζίδη υπάρχουν οι «νικητές» και οι «ηττημένοι». Οι πρώτοι είναι οι κομμουνιστές και οι αριστεροί, όπως κατά κόρον αποκαλούνται. Οι δεύτεροι είναι οι… άλλοι. Ακροδεξιοί καταγράφονται στη σελίδα 49 και φιλομοναρχικοί Δεξιοί στις 233 και 361. Το ίδιο και οι ιστορικοί. Χωρίζονται σε αριστερούς και… άλλους. Δεξιοί ιστορικοί εμφανίζονται άπαξ. Τούτοι είναι απλώς… επιστήμονες. Ετσι -φαντάζονται πως- το έργο της αντίκρουσης γίνεται ευκολότερο.
Γράφουν:
«…Ούτε μας βοηθάει να κατανοήσουμε τι συνέβη (χαρακτηρίζοντας τους χιλιάδες ανθρώπους που πήραν όπλα από τους Γερμανούς, προδότες μπορεί να ικανοποιεί ένα περί δικαίου αίσθημα και να εντάσσεται σε μια ηθική ανάγνωση της Ιστορίας, αλλά καθόλου δεν απαντάει στο πώς και το γιατί και μάλλον συσκοτίζει παρά βοηθάει την κατανόηση)», (σελ. 46)
Εφεξής, οι ταγματασφαλίτες θα αποκαλούνται από τους συγγραφείς -χάριν συντομίας να υποθέσουμε;- «περιστασιακά ένοπλοι (όπως οι εξοπλισμένοι χωρικοί)», (σελ. 50)
Καλύβας και Μαραντζίδης αποδύονται σε εργώδη πλην ανεπιτυχή προσπάθεια να καθορίσουν επιστημονικά την τυπολογία των «ταγματασφαλιτών» (πάντα εντός εισαγωγικών, γιατί άραγε;). Ανασύρουν τη μεταπελευθερωτική έκθεση… ενός Βρετανού δημοσιογράφου στην Πάτρα την εμπλουτίζουν και τους χωρίζουν σε πέντε κατηγορίες: τους «σωστούς ανθρώπους που μισούν τους Γερμανούς αλλά φοβούνται τον κομμουνιστικό μπαμπούλα», τους «χωρίς άλλη επιλογή», τους «πεινασμένους που βρήκαν στα Τάγματα ένα πιάτο φαΐ», τους «αλήτες» και «όσους είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με το ΕΑΜ και αναζητούσαν προστασία ή εκδίκηση», (σελ. 181)
Από αυτή την πλευρά, τοποθετούν τον εαυτό τους πολύ δεξιότερα από τον μακαρίτη τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος το 1975 είχε χαρακτηρίσει στη Βουλή τα Τάγματα Ασφαλείας «κακόφημα σώματα, από ομάδες τυχοδιωκτών και αντικοινωνικών ατόμων». Επίσης, το 1978 ο Αβέρωφ είχε επιχειρήσει -έστω και φραστικά- να απορρίψει οποιαδήποτε συσχέτισή τους με τη ΝΔ, δηλώνοντας πως «τους ταγματασφαλίτες, η ιδική μας η παράταξις τους κατεδίκασε». Πράγμα που Μαραντζίδης, Καλύβας αρνούνται πεισματικά να κάνουν σήμερα.
Οι δύο καθηγητές κριτικάρουν εκ δεξιών την εφαρμοζόμενη το 1946 αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα: «Παρ’ όλη αυτή τη σημαντική αλλαγή πολιτικής (σ.σ: ομιλία του Τσόρτσιλ στο Μιζούρι περί “Σιδηρού Παραπετάσματος”), πάντως, ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Βάρκιζας η αμερικανική οπτική δεν έχει μεταστραφεί εντελώς όσον αφορά τις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα επέμενε να μην αντιμετωπίζει τους Ελληνες κομμουνιστές ως όργανα της Μόσχας και απειλή για τη δημοκρατική πορεία της χώρας. 0 πρέσβης Μακβέι συνέχιζε να έχει την ίδια επικριτική θέση έναντι της κυβέρνησης, την οποία κατηγορούσε για βασιλόφρονα εμμονή, αντικομμουνιστική σταυροφορία και ακροδεξιά ροπή, που εξανάγκαζε έναν σημαντικό αριθμό δημοκρατικών πολιτών να συμμαχούν με το ΚΚΕ και την άκρα Αριστερά (Iatrides 1987:231)». (σελ. 373)
Χρησιμοποιούν -σύμφωνα με όλους τους κανόνες του μεταμοντερνισμού- μια αποστειρωμένη και κρυπτική γλώσσα που καταλήγει να είναι παραπειστική. Οι ταγματασφαλίτες αναφέρονται ξανά και ξανά σαν «χωρικοί εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς». Τίποτα παραπάνω. Ούτε χρηματοδότησή τους υπήρξε ούτε κοινές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές των SS υπήρξαν ούτε μπλόκα και επιτόπου εκτελέσεις στις συνοικίες της Αθήνας, τις πόλεις και τα χωριά, κατά το πόνημα των Καλύβα, Μαραντζίδη, το οποίο βρίθει παρόμοιων ακροβασιών και λαθροχειριών. Εισάγουν μια παιδαριώδη τυπολογία των εμφύλιων πολέμων, η οποία ενσωματώνει τις μεταμοντέρνες διατυπώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ περί failed states.
Στα κανονικά ιστορικά βιβλία, κάθε φαινόμενο εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο της εποχής του. Και το πλαίσιο της εποχής εκείνης -είτε το θέλει είτε δεν το θέλει το συγγραφικό δίδυμο- ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αξονας εναντίον της (ετερόκλητης αλλά στέρεας) συμμαχίας των Big Three. Από την πλευρά των Συμμάχων ήταν διακηρυγμένο το «Εξοντώστε τον εχθρό όπου κι αν τον βρείτε», στα μέτωπα ή στα μετόπισθεν. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ακόμη και πριν από την έναρξη ενός προχρονολογημένου, φαντασιακού «Εμφύλιου» –την οποία οι δύο τοποθετούν ασυζητητί στο 1943 (!) και όχι στο1946- υπάρχει συμμαχική αποστολή δίπλα στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ.
Ο ΕΛΑΣ έχει υπαχθεί στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), αγνοώντας τις προσκλήσεις του Τίτο να ενταχθεί στο Βαλκανικό Στρατηγείο. Υπάρχουν Βρετανοί του SOE (Special Operations Executive) που συμπράττουν με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ αλλά και του ΕΔΕΣ. Και μάλιστα ηγεμονεύουν και καθοδηγούν -καλώς ή κακός– το ελληνικό αντάρτικο κίνημα, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, τουλάχιστον μετά τη συγκρότηση του Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών στα ορεινά χωριά των Τρικάλων τον Ιούλιο 1943. Συγκρότηση η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την προτροπή των αξιωματικών του ΣΜΑ Εντι Μάγιερς και Κρις Γουντχάουζ.
Και βεβαίως ας μη λησμονούμε την παρουσία των Αμερικανών του OSS (Office of Strategic Services) σε κοινές ενέργειες σαμποτάζ με τους ΕΛΑΣίτες 7. Για να μη μιλήσουμε για την πολιτική συμπάθεια που ανέπτυξαν, σχεδόν στο σύνολό τους, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί προς τον ΕΛΑΣ, κάτι που τους διαφοροποιεί αισθητά από τα καθ’ ολοκληρίαν αντι-ΕΑΜικά αισθήματα της βρετανικής αποστολής. Πράγμα που, όταν επέστρεψαν στις ΗΠΑ, πολλοί το πλήρωσαν την περίοδο του μακαρθισμού.
Και όλες αυτές τις… ανίερες συμπράξεις πριμοδοτούσαν Βρετανοί και Αμερικανοί συνεργαζόμενοι με τον ΕΛΑΣ, ο οποίος -σύμφωνα με την αντίληψη Καλύβα και Μαραντζίδη- είχε εξαπολύσει από το 1943… «εμφύλιο πόλεμο» κατά των «εξοπλισμένων από τους Γερμανούς χωρικών» και των «άλλων αντιστασιακών οργανώσεων».
Η εξουδετέρωση των ταγματασφαλιτών της Πελοποννήσου από τον Αρη Βελουχιώτη (στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944) δεν ήταν προσωπική του απόφαση. Υπηρετούσε τη συμμαχική πολιτική, όπως διαμορφωνόταν στη φάση εκείνη και πραγματοποιήθηκε υπό την επίνευση της 8.
Μάλιστα, ο Κανελλόπουλος, ο οποίος αποβιβάστηκε στα Κύθηρα σας 26 Σεπτεμβρίου, στο «Ημερολόγιο Κατοχής» παρατηρεί πως ο Βελουχιώτης «βρήκε κι αυτός τον μπελά του» στον Πύργο (5.10.44) με τον κόσμο που τους ζητούσε φορτικά να λιντσάρει τους φυλακισμένους ταγματασφαλίτες.
Το γεγονός επιβεβαιώνεται από την ακροδεξιά εφημερίδα «Δημοκρατία» της 28ης Δεκεμβρίου 1944. Την ημερομηνία δηλαδή που αρχίζει να διαφαίνεται η ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά και οι ακραίοι κύκλοι, αποθρασυμένοι, ενοχοποιούν -μαζί με τους «εκτελεστές του ΕΑΜ»- και τον συντηρητικό Παν. Κανελλόπουλο. Γράφει στην 1η σελίδα της η «Δημοκρατία»:
Μήνυσις κατά του Π. Κανελλόπουλου
«Υπό ενταύθα ευρισκομένων προσφύγων εκ Πελοποννήσου, των οποίων αθώοι συγγενείς εσφάγησαν εις τας επαρχίας των υπό των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ετοιμάζονται να υποβληθούν μηνύσεις, αφενός μεν εναντίον των κυρίως αυτουργών των φόνων διαφόρων καθοδηγητών και καπεταναίων, ως εκτελεστών του ΕΑΜ και του κομμουνιστικού κόμματος ως και κατά του Π. Κανελλοπούλου ως ηθικών αυτουργών».
Αμφισβήτηση της συμμαχικής πολιτικής
Στον πυρήνα της συλλογιστικής των Καλύβα, Μαραντζίδη δεν είναι η πολεμική (μόνο) εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Ουσιαστικά είναι η αμφισβήτηση της συμμαχικής στρατηγικής στην Ελλάδα μέχρι τον Οκτώβριο του1944. Τον συμμαχικό αγώνα αμφισβητούν. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε κάποτε τη γνώμη τους για την αντιχιτλερική συμμαχία, αν και μας δίνουν μια πρώτη γεύση:
«Τα λόγια του Τσόρτσιλ “θα συνεργαστώ και με τον διάβολο ακόμη” προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Χίτλερ εκφράζουν την κυρίαρχη βρετανική στρατηγική στην πρώτη περίοδο του πολέμου και αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση έναντι των αντιστασιακών οργανώσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η SOE, την οποία ο Βρετανός πρωθυπουργός προέτρεψε να βάλει φωτιά στην Ευρώπη (to set Europe ablaze), αποτέλεσε τον βασικό μοχλό δράσης πίσω από τις εχθρικές γραμμές, καθώς ενίσχυσε, συνεργάστηκε και συντόνισε τα αντιστασιακά κινήματα στην κατεχόμενη Ευρώπη. Σταθμό στη δράση της στην Ελλάδα αποτέλεσε η άφιξη στη χώρα μας, στο πλαίσιο της αποστολής Χάρλιγκ, που είχε ως στόχο να παρεμποδίσει τη γραμμή ανεφοδιασμού των Γερμανών προς τη Μέση Ανατολή, μιας δωδεκαμελούς ομάδας που έπεσε με αλεξίπτωτο στα ελληνικά βουνά».
Η προβολή από το συγγραφικό δίδυμο της προτροπής του Τσόρτσιλ προς τον SOE «να βάλει φωτιά στην Ευρώπη» (σελ. 351) παραγνωρίζει και αθωώνει τον εμπρηστή. Τον Χίτλερ.
Η αναφορά στον Τσόρτσιλ ως «εκφραστή της κυρίαρχης βρετανικής στρατηγικής» είναι ατυχέστατη, καθώς απέναντί του δεν ήταν καν ο «απατημένος του Μονάχου» Τσάμπερλεν. Οι Εργατικοί (Ατλι), οι Συντηρητικοί, οι Φιλελεύθεροι (Σινκλέρ) και οι Κομμουνιστές (Πόλιτ) συνέθεταν το αντιχιτλερικό μέτωπο. Απέναντι στην «κυρίαρχη στρατηγική» στεκόταν μόνο ο ναζιστής σερ Οσβαλντ Μόσλει. Ο οποίος -ειρήσθω εν παρόδω- γνώρισε (εμφύλιες;) διώξεις και φυλακίσεις από τον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Β’ ΠΠ.
Περήφανοι ομότεχνοι του Ιρβιν
Ετσι, δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός πως Καλύβας και Μαραντζίδης δηλώνουν «πως θεωρούν τον χαρακτηρισμό τους ως “Αναθεωρητών” ως ιδιαίτερα τιμητικό» (σελ 24). Και το λένε, ενώ δεν μπορεί να αγνοούν πως οι πιο διαβόητοι «αναθεωρητές ιστορικοί», όπως οι αρνητές του Ολοκαυτώματος Ρασινιέ, Κάρτο, Φορισόν, ή όπως ο Νόλτε και ο «ανεκπαίδευτος ιστορικός» Ιρβιν, δεν θεωρούνται και τόσο ευυπόληπτα «μέλη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας». Την οποία οι Καλύβας, Μαραντζίδης συχνά επικαλούνται, αλλά χωρίς να την ονοματίζουν.
Οπως είχε επισημάνει από το 2001 ο Αγγελος Ελεφάντης 9: «Τη γιγαντιαία επιχείρηση του “Ιστορικού Αναθεωρητισμού”, την οποία ξεκίνησαν Γερμανοί Ιστορικοί ήδη από τη δεκαετία του ’60, τη συνέχισαν επαξίως Γάλλοι, Αγγλοι, Αμερικανοί».
«Για τους μη εξοικειωμένους σ’ αυτού του είδους την ιστορική μπακαλική, να προσθέσω ότι ο Ιστορικός Αναθεωρητισμός”, όχι όμως και το τέκνο του ο “Ιστορικός Αρνητισμός” (“δεν υπήρξε Ολοκαύτωμα” κ,λπ.), δεν αποσιωπά τα εγκλήματα του ναζισμού. “Απλώς”, λιγοστεύει, τεχνηέντως ή χονδροειδώς, το μερίδιο αίματος του ναζισμού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το επιρρίπτει στην ευθύνη αποκλειστικά μιας μερίδας γνωστών ηγετών ναζί και των SS – μέχρι του σημείου ώστε οι θανατωθέντες Εβραίοι στα στρατόπεδα να μην ξεπερνούν, κατ’ αυτούς, τα δύο με τρία το πολύ εκατομμύρια». Αν βγαίνει ένα πολιτικό συμπέρασμα, αυτό είναι το εξής: η επανάκαμψη του Ιστορικού Αναθεωρητισμού δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός αυτού που βλέπουμε να εκτυλίσσεται σήμερα στο πολιτικό μας σκηνικό. Τη στρατηγική της όξυνσης.
Ενας εμφύλιος και μια .. πρόθεση
Γιατί όμως επιμένουν τόσο στη χρονολογία-ορόσημο του 1943 ως -δήθεν- εναρκτήρια του Εμφυλίου; Σήμερα, «για καθαρά επιστημονικούς λόγους και ανανέωσης της ιστορικής έρευνας» μας διαβεβαιώνουν. Τις μύχιες, όμως, στοχεύσεις του τις έχει αποκαλύψει το 2011 ο Νίκος Μαραντζίδης μιλώντας σε ένα οδοιπορικό στο Βέρμιο με δημοσιογράφο της «Καθημερινής»:
«Ως τώρα, το χρονολόγιο ήταν: 1941-45 Εθνική Αντίσταση, 1945-46 λευκή τρομοκρατία και 1946-49 Εμφύλιος. Ενα σχήμα πολύ βολικό για την Αριστερά, διότι έτσι η αιτία του ξεσπάσματος του Εμφυλίου θεωρούνταν πως ήταν η βία που υπέστησαν οι Αριστεροί μετά το 1945 από τους παρακρατικούς. Ομως, προϋπήρχε η πρόθεση του ΚΚΕ να διεκδικήσει την εξουσία. Αυτή η θέση έχει επαναδιατυπωθεί στο παρελθόν ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1970 με τον Τζον Ιατρίδη, αλλά ήταν δραματικά μειοψηφική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινότητα των ιστορικών εκείνη την περίοδο κυριαρχείται από την κουλτούρα της Αριστερός»10.
Ο εστί μεθερμηνευόμενον: εάν «εμείς» παραδεχτούμε ότι η ακροδεξιά βία που σάρωσε τη χώρα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν αυτή που έσπρωξε χιλιάδες καταδιωγμένους ΕΑΜικούς στα βουνά, τότε «εμείς» είμαστε οι υπεύθυνοι για την έκρηξη του Εμφυλίου. Ομως «εμείς» και ο John Iatrides κάτι τέτοιο δεν θα το επιτρέψουμε! Πρέπει συνεπώς να προσδώσουμε στις έριδες και τις συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων διαστάσεις που δεν είχαν. Να τις βαφτίσουμε «κατοχικό εμφύλιο πόλεμο» ή επιστημονικοφανώς «εμφύλιο χαμηλής έντασης» 11 κ.λπ., ώστε να βγάλουμε το άγος από τις πλάτες μας.
Να μιλήσουμε μόνο ακροθιγώς για διώξεις που υπέστησαν «οι αριστεροί μετά το 1945από τους παρακρατικούς». Μόνο από παρακρατικούς και όχι βεβαίως, από την «αθώα» Χώροφυλακή. Ούτε από την «αβρή» Εθνοφυλακή που συγκροτήθηκε στα Δεκεμβριανά από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, κάποιοι από τους οποίους μεταπήδησαν στο στράτευμα Και δεν θα βγάλουμε κουβέντα για αυτούς που υποσχέθηκαν «μέτρα κατευνασμού και ειρηνεύσεως», αλλά στον πρώτο μήνα της πρωθυπουργίας τους τα ποδοπάτησαν. Να μπλέξουμε και να εξομοιώσουμε τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ με την εγκεκριμένη συμμαχική πολιτική εξόντωσης των γερμανοντυμένων.
Εστω κι αν έτσι οι συγγραφείς ταυτίζουν -ηθελημένα ή αθέλητα- τον Ν. Ζέρβα με τον Γ. Πούλο. Τραβώντας στα άκρα τη συλλογιστική τους, οι δύο θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν και τις εκκαθαρίσεις του ΕΔΕΣ εναντίον των Τσάμηδων… «εμφύλιο πόλεμο», προκληθέντα μάλιστα από μια δεξιά αντιστασιακή οργάνωση πριν από την Απελευθέρωση το καλοκαίρι και φθινόπωρο του1944. Υπάρχει κόκκος -έστω- λογικής σε μια τέτοια προσέγγιση;
Αναμφίβολα είναι έξυπνη από πλευράς συγγραφέων η σκόπιμη σύγχυση των συγκρούσεων μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ (και αντιστρόφως) και μεταξύ ΕΛΑΣ και ταγματασφαλιτών. Διότι ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, παρά τις μεταξύ τους συγκρούσεις μέχρι το φθινόπωρο του1944, όταν η μια οργάνωση παραβίαζε τη συμφωνημένη «επικράτεια» 12 της άλλης, ουδέποτε έπαψαν να θεωρούνται δυνάμεις ενταγμένες στον συμμαχικό αγώνα.
Ηταν, λοιπόν, ριζικά διαφορετικό πράγμα οι μάχες εναντίον των γερμανοτσολιάδων και είναι απορίας άξιο πώς οι δύο καθηγητές (που σε άλλες περιπτώσεις διυλίζουν τον κώνωπα) δεν εντοπίζουν αυτή την κεφαλαιώδη διαφορά.
Η «δίκη προθέσεων» που στήνουν Καλύβας, Μαραντζίδης εναντίον του ΚΚΕ, στο οποίο, όπως ισχυρίζονται, «προϋπήρχε η πρόθεση να διεκδικήσει την εξουσία», έχει πολλαπλώς κατατριφθεί. Και οι εσωτερικές κριτικές που διατυπώθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο, για υπερβολικά υποχωρητική στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του ΕΑΜικού κινήματος προς την «κυβέρνηση εθνικής ένωσης», βασίστηκαν στην εκ των υστέρων γνώση της άγριας καταστολής που εξαπέλυσαν οι αντι-ΕΑΜικές δυνάμεις.
Τόσο χειρότερο για την πραγματικότητα
Ασφαλής οδηγός σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι οι ιδεοληψίες, αλλά τα ντοκουμέντα των ημερών της Απελευθέρωσης. Γράφει σχετικά ο καθηγητής Προκοπής Παπαστράτης, με βάση αγγλική αναφορά:
«Στην Αθήνα εισέρχεται κρυφά στις 6 Οκτωβρίου μία τριμελής επιτροπή από τους υπουργούς Π. Μανουηλίδη, Θ. Τσάτσο και Γ. Ζεύγο και συνεργάζεται στενά με τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο για την απρόσκοπτη είσοδο της Κυβέρνησης στην πόλη. Ο Αγγλος αντισυνταγματάρχης R. Sheppard, επικεφαλής Αγγλος αξιωματικός-σύνδεσμος στην Αθήνα, ο οποίος παρακολουθεί τις εξελίξεις από τον Σεπτέμβριο, τηλεγραφεί στις 8 Οκτωβρίου ότι αν το ΕΑΜ ήθελε να προκαλέσει μαζικούς φόνους, αναταραχές κ.λπ., θα είχαν ήδη αρχίσει τώρα που δεν υψίσταται ουσιαστικά γερμανικός έλεγχος και δεν θα περίμεναν την τελική γερμανική εκκένωση 13.
Οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου ενώ ο λαός ήδη διαδηλώνει στους δρόμους. Ο αντισυνταγματάρχης R. Sheppard επισκέπτεται το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που ελέγχει το ΕΑΜ. Διαπιστώνει απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούν με πειθαρχία τους σχεδόν έρημους δρόμους».
Ο Ν. Μαραντζίδης εκτιμά ότι για τον Εμφύλιο δεν ευθύνεται η ακροδεξιά τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα, αλλά «η προϋπάρχουσα πρόθεση του ΚΚΕ να διεκδικήσει την εξουσία»
Καλύβας, Μαραντζίδης παραθέτουν την προσωπική τους πολιτική άποψη: «Η επιδίωξη του μονοπωλίου της ένοπλης ισχύος ήταν κομβικής σημασίας για το ΚΚΕ, γι’ αυτό και αντέδρασε έντονα (σ.σ.: π ακριβώς έκανε πρακτικά, δεν μας το λένε) στην άφιξη στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1944της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, καθώς αυτό το ετοιμοπόλεμο φίλομοναρχικό στρατιωτικό σώμα επηρέαζε σε κάποιο βαθμό τους συσχετισμούς δύναμης στην πρωτεύουσα», (σελ. 233)
Εκεί δε που είναι άκρως διαφωτιστικοί –με 6 «ίσως»- είναι οι λόγοι που το ΚΚΕ αποφάσισε να συγκρουστεί στις 3 Δεκεμβρίου: «Ισως να ήταν η ενθάρρυνση του Τίτο και η παρερμηνεία των επιθυμιών του Στάλιν, ίσως οι φαινομενικά ευνοϊκές εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, ίσως (αντίθετα από τον Λίβανο και την Καζέρτα) το ενδεχόμενο της οριστικής απώλειας της εξουσίας, ίσως η αφόρητη πίεση στελεχών και καπεταναίων, ίσως η στρεβλή ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας και των βρετανικών προθέσεων, ίσως κάποιος συνδυασμός όλων αυτών. Οπως και να’ χει,η ουσία είναι ότι το ΚΚΕ τον Δεκέμβριο επέλεξε να συγκρουστεί». (σελ. 232)
Η μεταχείριση που επιφύλαξαν οι δύο καθηγητές Κοινωνιολογίας στην Αντίσταση, και ειδικότερα στην ΕΑΜική, δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας για αντικειμενικότερη πραγμάτευση του θέματος του Εμφύλιου πολέμου (του πραγματικού και όχι εκείνου από του 1943). Συνεπώς, άπαγε της βλασφημίας.
«Τάγματα» του 1943 και συνταγματάρχες του 1967
Ο μέσος αναγνώστης ενός τέτοιου ιστορικού βιβλίου πιθανόν να διαμορφώνει μια συγκεχυμένη εικόνα για τους πρωταγωνιστές των δύο πλευρών στα γεγονότα 1941-49. Για το «καλό» και το «κακό», για το «ηθικό» και το «ανήθικο» των προσωπικοτήτων εκείνων. Μορφές «ομιχλώδεις», όσο παραμένουν στο πεδίο της ακαδημαϊκής αναζήτησης και δεν εισέρχονται με τρόπο «εφαρμοσμένο» και «πρακτικό» στο οπτικό πεδίο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Ομως κάποιοι από αυτούς εισέβαλαν βίαια στη ζωή μας. Εναν από τους παλιούς συνεργάτες των Ταγμάτων Ασφαλείας τον γνώρισαν για τα καλά οι Ελληνες. Τον έλεγαν Γεώργιο Παπαδοπούλο. Και δεν ήταν ο μόνος από τα παιδιά των Ταγμάτων που γνωρίσαμε ως συνταγματάρχες του 1967.
Σύμφωνα με τον Τάσο Κωστόπουλο,14 ο δικτάτορας (1967-73) υπηρέτησε στα Τάγματα Ασφαλείας στην Πάτρα. «Τον Μάιο του 1969, η παρισινή «Le Monde Diplomatique» αποκάλυψε, αντίθετα, ότι ο επικεφαλής της χούντας ; “κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπηρέτησε υπό τον λοχαγό Κουρκουλάκο, διοικητή ενός τάγματος εξοπλισμένου από τους Γερμανούς” (Α. Σταυριανός), πληροφορία που επιβεβαιώθηκε αργότερα και από ανώνυμους συνεργάτες του Γρίβα που μίλησαν στον απεσταλμένο του λονδρέζικου «Observer», Τσαρλς Φόλεΐ. Ο τελευταίος δημοσιοποίησε επίσης συζήτησή του με στέλεχος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, σύμφωνα με την οποία το ανομολόγητο κατοχικό παρελθόν του Παπαδόπουλου αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα “χαρτιά” της Ουάσιγκτον απέναντι στο καθεστώς (The Observer 1-7-1973). Την ίδια πληροφορία επανέλαβε επίσης -παραπέμποντας σε διαφορετικές πηγές- και ο Τζακ Αντερσον της New York Post (1-7-1973)».
Σύμφωνα με τηλεγράφημα του ΑΠΕ (27-6-1999) που παραθέτει ο Κωστόπουλος: «Ο Γ. Παπαδόπουλος στην Κατοχή συμμετείχε σε ένοπλες ομάδες που έδρασαν στη δυτική Πελοπόννησο, κυρίως εναντίον του ΕΑΜ», ενώ ο Αλέξης Παπαχελάς έγραψε (28-6-1999) ότι «πολέμησε στη διάρκεια της Κατοχής στη φασιστική οργάνωση X».
Ο Λ. Καλλιβρετάκης θεωρεί ιδιαίτερης βαρύτητας τη μαρτυρία του Φοίβου Γρηγοριάδη («Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας»): «Στην Πάτρα βρίσκονται πολλοί αξιωματικοί (με πολιτικά). Για τα τυπικά, εντάσσονται σε μια “Στρατιωτική Διοίκηση”. Να παίρνουν τον κατοχικό μισθό τους. Η διοίκησις συγκροτεί ένα Επισιτιστικό Γραφείο” για αποσπάσεις αξιωματικών σε επιτροπές επιτάξεων ή διανομών τροφίμων, σε εποπτείες φούρνων και τα όμοια. Σ’ αυτό το γραφείο υπηρετούν και οι δύο αδελφοί Παπαδόπουλοι. Διοικητής ονομάζεται ο προϊστάμενος όλων των αξιωματικών με τα πολιτικά. Εδώ είναι ο συνταγματάρχης Ν. Κουρκουλάκος. Ενας πρωτεργάτης των προδοτικών ταγμάτων ασφαλείας» 15.
Παρόμοια στοιχεία καταγράφονται και για τον Β’ αντιπρόεδρο της χουντικής κυβέρνησης Δημ. Πατίλη (Τάγματα Ασφαλείας Ναυπάκτου), Νικ. Γκαντώνα, Κων. Παπαδόπουλο, αδελφό του δικτάτορα. Παλιοί ταγματασφαλίτες (όπως ο Διον. Παπαδόπουλος), που αποκαταστάθηκαν στο στράτευμα μετά τη Βάρκιζα, βρίσκονται αναμεμειγμένοι στο κίνημα του ΙΔΕΑ το 1951.
Ετσι, οι Ελληνες έβγαλαν -από την εμπειρία τους- τα συμπεράσματα τους για το ποιόν των ανθρώπων αυτών. Θα πρέπει, πλέον, να αναμένεται ένα «νέο κύμα Αναθεωρητισμού» που θα επιχειρήσει κάποτε να καθαρίσει τα ονόματα των χουντικών.
Κι επειδή, κακώς, το παρασοβαρέψαμε.
Εξαρχής το συγγραφικό δίδυμο δηλώνει πως θέτει ως στόχο να αποδομηθεί η δεσπόζουσα σήμερα «μυθολογία αριστερής κοπής», ακριβώς επειδή είναι δεσπόζουσα και οι ίδιοι αντιμάχονται τις κρατούσες αντιλήψεις. Και πως τη δεκαετία του ’60 «θα έβαζαν στο στόχαστρο τους κυρίαρχους μύθους των νικητών». Σισύφειο το έργο τους, καθώς έμμεσα δηλώνουν πως εάν καταφέρουν να ανατρέψουν την κυριαρχία της «αριστερής μυθολογίας», αμέσως θα επιδοθούν εκ νέου στο έργο της αποδόμησης της νέας «κυρίαρχης ιδεολογίας των (δεξιών) νικητών»!
Να τους πιστέψουμε;
Παραπομπές
1 Σ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, Εμφύλια Πάθη. 20 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, Αθήνα 2015.
2 Θα μπορούσε φερειπείν να είχε βρει ποιος ήταν ο ταγματασφαλίτης που όταν πήγαιναν τους ομήρους να τους εκτελέσουν είχε πει: «Οχι στο νεκροταφείο, θα μας φύγουνε, είναι χαμηλός ο τοίχος. Μη μας φύγει κανείς». Μαρτυρία της 1Οχρονης τότε Ελένης Νανακούδη στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, «Η Ελλάδα του Χίτλερ».
3 Ιωάννης Κ. Μπουγάς, Ματωμένες μνήμες 1940-45: Κόκκινη τρομοκρατία, κατοχικός εμφύλιος, κόκκινη απελευθέρωση, «λευκή» τρομοκρατία στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο (Γαργαλιάνοι – Καλαμάτα – Μελιγαλάς – Πύλος – Πύργος), Αθήνα: Πελασγός 2009.
4 Πέτρος-Ιωσήφ Σιανγκανέλλης: «Καλύβας-Μαραντζίδης; Τάγματα Ασφαλείας light», Αναγνώσεις Αυγής, 27-10-2015.
5 «Απρίλιος 1943: οι ταγματάρχες Πόρτας και Μάντζιος, ο υπολοχαγός Μπουλογιάννης, ο ανθυπασπιστής Αγγελόπουλος και ο πολίτης Αθανάσιος Γίτσος εκτελούνται στη Βουχωρίνα του Βοϊου Κοζάνης. Σεπτέμβριος 1943: ο υπολοχαγός Δροσόπουλος, ο ανθυπολοχαγός Νηγιάννης και ο ανθυπασπιστής Σκαρτσίλας εκτελούνται στο χωριό Μελίσσια Αιγιαλείας. Μάρτιος 1944: εκατοντάδες χωρικοί συλλαμβάνονται στα Τζουμέρκα της Αρτας και οδηγούνται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μυρόφυλλο Τρικάλων. Ιούνιος 1944: έπειτα από μάχη, το Βαλτέτσι Αρκαδίας πυρπολείται και λεηλατείται, ενώ συλλαμβάνονται 140 χωρικοί ως όμηροι, από τους οποίους εκτελούνται αργότερα οι 48. Στα παραδείγματα αυτά, και σε δεκάδες άλλα ανάλογα, οι θύτες ανήκαν στον ΕΛΑΣ, ενώ τα θύματα ήταν μέλη άλλοτε άλλων αντιστασιακών οργανώσεων και άλλοτε αντίπαλων ένοπλων ομάδων που εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς. Το ίδιο, εννοείται, ίσχυε και αντίστροφα», (σελ. 46). Τελεία και παύλα. Το «αντίστροφα» δεν αξίζει περιγραφής, φαίνεται.
6 Αδιακρίτως 7.000 νεκροί. Ακόμη και τα θύματα των αγγλικών βομβαρδισμών.
7 Χαρακτηριστική περίπτωση η ανατίναξη της γέφυρας των Δικαίων στον Εβρο τον Μάιο του 1944 ύστερα από συνεργασία του 81ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ με Αμερικανούς σαμποτέρ, προκειμένου να σταματήσει η μεταφορά χρωμίου από την Τουρκία στη Γερμανία.
8 Οι ταγματασφαλίτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή (3 Σεπτεμβρίου 1944) του Σκόμπι να λιποτακτήσουν ή να παραδοθούν και το ανακοινωθέν (6 Σεπτεμβρίου) του Παπανδρέου «να εγκαταλείψουν αμέσως» τις θέσεις τους και να έρθουν στην πλευρά των Συμμάχων.
9 «Ενθέματα» Αυγής 16-9-2001. «Και ιδού η εργαλειακή χρησιμότητα ορισμένων αφηγήσεων στη μεταμοντέρνα εποχή μας: από τους ΕΛΑΣίτες ως τους μαχητές του Στάλινγκραντ και του Κιούρσκ, από το “κόμμα των εκτελεσμένων” (ΚΚΓ) ως τους μαχητές των Βιετκόνγκ, από τα υπόγεια της παρανομίας ως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από το μαχόμενο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ως τις απόπειρες θεμελίωσης λαϊκής εξουσίας, όλα αυτά, άνθρωποι, ιδέες, αγώνες, ήταν όργανα του κακού. 0 τρόπος της καταδίκης και της Ιστορικής Αναθεώρησης είναι θεολογικός και η πρακτική συνέπεια, όπως η θεολογία επιτάσσει, είναι η ανάνηψις, η μετάνοια. Απειρες οι μορφές της μετάνοιας, κι όχι ίδιες μ’ εκείνες που εξάγονταν παλιά στα κρατητήρια της Ασφάλειας».
10 Συνέντευξη στη Μαργαρίτη Πουρνάρα, Καθημερινή, 26-06-2011.
11 «Εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης ανάμεσα σε διάφορες ένοπλες ομάδες είχαμε επίσης την περίοδο 1945-1946 στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και άλλες περιοχές της χώρας», (σελ. 50)
12 Οριοθετημένες περιοχές δράσης σύμφωνα με τη (διαρκώς αμφισβητούμενη) Συμφωνία του Ιουλίου 1943 στο Περτούλι.
13 F.O.371/43694 R17120, «The situation in Athens». Σειρά τηλεγραφημάτων από το αρχηγείο του 50Ε για τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 1944.
14 Τ. Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Αθήνα: Φιλίστωρ 2005.
15 Λ. Καλλιβρετάκης, «Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, τα Τάγματα Ασφαλείας και η “X”»
Πηγή: Του Αρτεμη Ψαρομήλιγκου – History, Hot Doc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου