που κάνει περήφανο τον Έλληνα. Τουναντίον. Είναι μία επέτειος ντροπής και θλίψης. Τόσο μεγάλης, που αν την θυμόμασταν που και που ως Έλληνες, ίσως και να ήταν ευεργετική. Ή τουλάχιστον διδακτική. Σαν σήμερα πριν από 186 χρόνια, στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου, καθίσαμε στον εδώλιο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (και τον Δημήτριο Πλαπούτα). Με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά ενός φυτευτού βασιλιά, του Όθωνα, ενός ξένου. Αυτό ήταν αρκετό για να δικάσουμε και να καταδικάσουμε τον Κολοκοτρώνη, με Εισαγγελέα κάποιον Μέισον, 44 ψευδομάρτυρες και στοιχεία που έμπαζαν από παντού.
Την ώρα που ο Γέρος του Μοριά άκουγε από την έδρα ότι κρίθηκε ένοχος για εσχάτη προδοσία και καταδικαζόταν εις θάνατον, απλά έκανε τον Σταυρό του λέγοντας «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Μετά, άνοιξε την ταμπακιέρα του πήρε καπνό, τράβηξε μια ρουφηξιά και πρόσφερε μερικές σε όσους ήταν κοντά του, εκείνες τις στιγμές. Αυτές που μια ολόκληρη χώρα, πέρναγε στην Ιστορία ως το βασίλειο της αχαριστίας. Καμία σημασία δεν έχει ότι λόγω της ενηλικίωσης του… βασιλέως, δόθηκε χάρη στον Κολοκοτρώνη και δεν εκτελέστηκε. Καμία. Ο Κολοκοτρώνης είχε ήδη οδηγηθεί στο θάνατο, από τις συνθήκες κράτησης του στο Ιτς Καλέ και στο Παλαμήδι. Λες και ήταν ο μεγαλύτερος κακούργος περπάτησε σε τούτον εδώ τον τόπο.
Ο Κολοκοτρώνης πλήρωσε ένα αλλά μοιραίο (για Έλληνας) σφάλμα. Ότι δεν έγινε μέρος της εξουσίας. Ότι δεν πήγε με τον έναν ή τον άλλον. Ότι από την αρχή που έπιασε το τουφέκι, μέχρι το τέλος της ζωής του, ήθελε ένα και μόνο πράγμα: Μια λεύτερη πατρίδα. Μέγα αμάρτημα. Και η απάντηση του κάθε φορά που οι δικαστές τον ρώταγαν «τι δουλειά κάνεις;» ήταν ίδια. Δεν άλλαζε ούτε κόμμα: «Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω». Αυτά είπε ο Κολοκοτρώνης και… καταδικάστηκε. Πριν από 186 ολόκληρα χρόνια.
Ναι, αυτός που διδάσκεται στα σχολεία ως ήρωας. Αλλά κι αυτός που θαρρώ πως θα καταδικαζόταν και σήμερα. Καταδικάζεται ερήμην: Ως γραφικός ή ως φασίστας. Όπως όλοι που προσπαθούν να πιάσουν κουβέντα για θέματα πατρίδας. Που δεν είναι χαλαροί σε όλα τους. Που δεν είναι φλατ. Που δεν αντέχουν το «ναι σε όλα».
Και αν το «γραφικός» απλά αδικεί τον άλλον, το «φασίστας» είναι άκρως επικίνδυνο. Για όλους. Μα πάνω απ’όλα για αυτό που ονομάζουμε κοινωνία. Μια κοινωνία που ολοένα και περισσότερο βαφτίζει «φασιστική» την άλλη άποψη. Αυτή που δεν είναι σύμφωνη με τη δική μας. Που δεν είναι, ίσως, comme il faut.
Το ευχάριστο για την Ελλάδα είναι ότι Κολοκοτρώνηδες έβγαιναν, βγαίνουν και θα βγαίνουν όποτε το απαιτεί η Ιστορία. Το δυσάρεστο ότι θα καταδικαστούν και αυτοί σαν τον Θεόδωρο. Καταδικάζονται κάθε μέρα, 186 χρόνια τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου